ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Αίτηση Αρ. 2/24
16 Δεκεμβρίου, 2024
[Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟN ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ.155) ΑΡΘΡΟ 43(2)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ:
ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LIMITED
.......
Γ. Κούμα, για την Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές ζητούν την έκδοση διατάγματος δυνάμει του άρθρου 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, για την καταχώριση κατηγορητηρίου ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου.
Η καταχώριση της Αίτησης ακολούθησε την έκδοση απόφασης με την οποία ο αρμόδιος Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρνήθηκε την καταχώριση αυτού.
Το προτεινόμενο προς έγκριση κατηγορητήριο περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της απάτης, κατά παράβαση των άρθρων 20 και 300 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και οι άλλες δύο για το αδίκημα της απάτης κατά την πώληση ή υποθήκευση περιουσίας, κατά παράβαση των άρθρων 20 και 303(1) του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.18(Ι)/2006. Με βάση τις αναγραφόμενες λεπτομέρειες αδικήματος και οι τρεις κατηγορίες βασικά προκύπτουν από τα ίδια γεγονότα. Συγκεκριμένα αποδίδεται στους τρεις προτεινόμενους κατηγορούμενους, ένα νομικό πρόσωπο και δύο φυσικά πρόσωπα, ότι κατά ή περί τον Φεβρουάριο του 2006, ενώ ήταν ενυπόθηκοι οφειλέτες, δόλια υποκίνησαν τους Αιτητές οι οποίοι ενεργούσαν ως ενυπόθηκοι δανειστές, να αποδεχθούν τίτλους ιδιοκτησίας δύο ακινήτων, ως εξασφάλιση έναντι δανείου αποσπώντας από αυτούς το ποσό των €80.000 πλέον τόκο και αποκρύβοντας ότι τα εν λόγω ακίνητα, τα οποία είχαν πωληθεί (δυνάμει πωλητηρίων εγγράφων), είχαν ήδη αγοραστεί από τρίτα πρόσωπα και επομένως κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ανήκαν στους παραπονούμενους οι οποίοι ουδέποτε επέστρεψαν το εισπραχθέν ποσό στους Αιτητές.
Ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δεν ενέκρινε την καταχώριση λόγω της καθυστέρησης. Έκρινε ότι αυτή οφείλετο στην αδράνεια και ολιγωρία των Αιτητών, εφόσον αυτοί γνώριζαν εξ αρχής τα γεγονότα και δεν προέβαλαν ικανοποιητική εξήγηση για αυτή. Η προβληθείσα δικαιολογία για την καθυστέρηση ήταν ότι είχαν καταχωριστεί αστικές διαδικασίες, γίνονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και υπήρχε συγγενική σχέση μεταξύ τους η οποία επέβαλλε την εξάντληση κάθε περιθωρίου επίλυσης της διαφοράς. Ο Δικαστής θεώρησε ότι η καθυστέρηση όχι μόνο δεν ήταν δικαιολογημένη αλλά ήταν και σκόπιμη. Επιπλέον, κατέληξε ότι η καθυστέρηση αντικειμενικά ιδωμένη, τεκμαίρετο ότι επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα των προτεινόμενων κατηγορούμενων και συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας η οποία έπρεπε να ανακοπεί σε εκείνο το στάδιο, με τη μη έγκριση καταχώρισης του κατηγορητηρίου.
Η υπό κρίση διαδικασία προβλέπεται από το άρθρο 43(2) του Κεφ. 155, το οποίο προνοεί ότι σε περίπτωση που Δικαστής αρνείται να δώσει διαταγή για καταχώριση κατηγορητηρίου, τότε, αν του ζητηθεί, πρέπει να δώσει βεβαίωση της άρνησης του εντός δέκα ημερών και το πρόσωπο που επιθυμεί την καταχώριση δύναται, εντός άλλων δέκα ημερών, να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος καταχώρισης αυτού. Πρόκειται για άσκηση πρωτογενούς εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι την άσκηση έφεσης ή ελέγχου της απόφασης του Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Χρήσιμη καθοδήγηση για τη φύση της διαδικασίας και το πλαίσιο άσκησης της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσφέρει η απόφαση στην υπόθεση L.C.A. Domiki Ltd, Ποιν. Αίτηση Αρ. 14/2018, ημερ. 2.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:D424, και στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Η επιδίωξη της παρούσας αίτησης στοχεύει στην έκδοση διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο προς καταχώρηση του ιδίου κατηγορητηρίου. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η αίτηση που εισάγεται στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά από άρνηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει την έννοια της εφέσεως. Επομένως το Δικαστήριο, ως Ανώτατο, κρίνει πρωτογενώς και εξ ιδίων του την υπόθεση και τα περιβάλλοντα γεγονότα και δύναται, ανάλογα, να ασκήσει τη δική του ευχέρεια διατάσσοντας την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.
.................................................................................................
Ένα κατηγορητήριο δεν πρέπει να είναι μόνο διατυπωμένο ορθά και νομότυπα ώστε να αποφεύγεται σύγχυση ή κατάχρηση ή πίεση σε ένα κατηγορούμενο πρόσωπο, αλλά πρέπει και να συνάδει με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης ευρύτερα. Μεταξύ των παραγόντων που το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη είναι και η πάροδος του χρόνου, η φύση των αδικημάτων, η δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως η ενόχληση που μπορεί να προκύψει στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης λόγω μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας.»
Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε κατηγορητήριο με 57 κατηγορίες εναντίον εταιρείας και ενός εκ των διευθυντών της για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα, αδικήματα που φέρονταν να είχαν διαπραχθεί προ πενταετίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι η μη παραγραφή δεν εξισούται με ελευθερία άσκησης δίωξης, όποτε αυτό κριθεί πρόσφορο από τον παραπονούμενο και ότι οι διαβουλεύσεις προς επίλυση της διαφοράς είναι μεν ως ένα σημείο θεμιτές, αλλά ο παράγοντας χρόνος έχει τη δική του αυτοτέλεια. Επομένως, κατέληξε ότι «η καθυστερημένη δίωξη σε αυτά τα δεδομένα είναι τέτοια που σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της ποινικής διαδικασίας δικαιολογεί ένα δικαστήριο να αναχαιτίσει την περαιτέρω πορεία όσον αφορά τουλάχιστον την ποινική πτυχή της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων».
Όπως αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Ttofinis v. Theocharides and Anoather (1983) 2 C.L.R. 363, το ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον για την εφαρμογή του Νόμου, καθώς και το συμφέρον των παθόντων ενός εγκλήματος να καταλήγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους επικαλούμενοι την προστασία του ποινικού δικαίου. Στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ταυτόχρονα ότι το κριτήριο νομιμοποίησης έγερσης ποινικής δίωξης είναι ο δυσμενής επηρεασμός δικαιωμάτων ιδιώτη.
Η εξουσία προς έγκριση ή μη κατηγορητηρίου πρέπει να ασκείται ουσιαστικά και μόνο σε ακραίες και καθαρά ανυπόστατες υποθέσεις δεν πρέπει να εγκρίνεται η καταχώριση, όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Δήμος Παραλιμνίου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 312 και Designside Ltd, Ποιν. Αίτηση Αρ. 19/2018, ημερ. 20.11.2018.
Στην υπό εξέταση περίπτωση οι Αιτητές αναγνωρίζουν ότι γνώριζαν τα γεγονότα από το 2006 και προέβαλαν τις πιο πάνω θέσεις για να δικαιολογήσουν τον χρόνο. Ο δικηγόρος των Αιτητών αναγνώρισε μεν την καθυστέρηση, την οποία αιτιολόγησε εκ νέου όπως αναφέρεται ανωτέρω, επισημαίνοντας ότι το αδίκημα είναι συνεχές και εξακολουθεί να υφίσταται και το όποιο συμπέρασμα περί κατάχρησης είναι πρόωρο και αυθαίρετο σε αυτό το πρώιμο στάδιο της διαδικασίας και χωρίς να ακουστούν οι προτεινόμενοι κατηγορούμενοι.
Ανασκόπηση της νομολογίας καταδεικνύει ότι η καθυστέρηση δύναται να αποτελεί εξ αντικειμένου επαρκή λόγο για την άρνηση καταχώρισης κατηγορητηρίου. Αυτό συνέβη στην προαναφερόμενη υπόθεση L.C.A. Domiki Ltd (ανωτέρω).
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Μ & Π Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λτδ v. Αθανασίου, Ποιν. Έφεση Αρ. 104/2019, ημερ. 3.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B216, τέτοια κατάληξη θα πρέπει να προκύπτει αντικειμενικά και ξεκάθαρα από τα όσα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τον ουσιώδη χρόνο που τίθεται το κατηγορητήριο ενώπιον του προς έγκριση. Και τούτο καθότι,
«Όταν ζήτημα κατάχρησης εξετάζεται με αναφορά στη καθυστέρηση στη καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, το υπόβαθρο για την εξέταση του είναι η διάσταση χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος της κατηγορίας, όπως αποκαλύπτεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος και η ημερομηνία της καταχώρησης του κατηγορητηρίου. Υπεισέρχονται στη συνέχεια και άλλες παράμετροι, όπως, για παράδειγμα, ο χρόνος εξιχνίασης, κατά πόσο ο κατηγορούμενος απουσίαζε στο εξωτερικό ή στη περίπτωση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης τυχόν αντικειμενική αδυναμία του παραπονούμενου να προωθήσει τη δίωξη.
.................................................................................................
Στα πλαίσια της φυσικής δικαιοσύνης ο κατήγορος έχει το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει γεγονότα που μπορεί να ανατρέπουν την εκ πρώτης εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης, όπως μπορεί να αναδύεται από την αντικειμενική διάσταση χρόνου μεταξύ της κατ' ισχυρισμό διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης του κατηγορητηρίου. Εάν τα γεγονότα αυτά αμφισβητούνται και δεν κρίνεται ευχερές να διαπιστωθούν έξω από το πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης δεν θα μπορεί να διαπιστωθεί κατάχρηση σε εκείνο το στάδιο και μπορεί να επανεξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο όταν θα καταστεί πρόσφορο ή στο τέλος. Το ζήτημα θα κριθεί με αναφορά αποκλειστικά στην ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και στην ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου, όταν δεν έχει προσφερθεί καμιά ή καμιά αποδεχτή εξήγηση για την καθυστέρηση.»
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Βεβαίως σε εκείνη την υπόθεση είχε καταχωριστεί το κατηγορητήριο και υπεβλήθη αίτημα από τον κατηγορούμενο για ακύρωση του κατηγορητηρίου λόγω κατάχρησης η οποία οφειλόταν στην καθυστερημένη καταχώριση.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η καθυστέρηση είναι δεδομένη, εφόσον οι Αιτητές δέχονται ότι γνώριζαν τα γεγονότα από το 2006. Η έγερση αστικών διαδικασιών, οι διαβουλεύσεις μεταξύ των μερών και ακόμη και η συγγενική σχέση μεταξύ τους, με την πλήρη γενικότητα που έχουν παρατεθεί, δεν αποτελούν αφ' εαυτών επαρκή εξήγηση για την πολυετή αυτή καθυστέρηση. Η θέση των Αιτητών ότι πρόκειται για συνεχή αδικήματα δεν κρίνεται βάσιμη, εφόσον οι λεπτομέρειες αδικήματος των τριών κατηγοριών καταδεικνύουν ότι αυτά φέρονται να διαπράχθηκαν το 2006 με την καταβολή του ποσού από τους Αιτητές στους προτεινόμενους κατηγορούμενους και την υποθήκευση των ακινήτων από τους τελευταίους προς όφελος των Αιτητών, ενώ από τότε τα ακίνητα δεν ανήκαν πλέον στους προτεινόμενους κατηγορούμενους, ανεξαρτήτως του ότι οι όποιες συνέπειες της κατ' ισχυρισμόν αξιόποινης συμπεριφοράς εξακολουθούν ενδεχομένως να υφίστανται.
Η υπόθεση Amsteso Electric Ltd, Ποιν. Αίτηση Αρ. 14/2019, ημερ. 9.5.2019, είναι επίσης σχετική. Σε εκείνη, το προς έγκριση κατηγορητήριο αφορούσε αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, τα οποία φέρονταν να είχαν διαπραχθεί επτά έτη προηγουμένως. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε πως «το γεγονός ότι υπήρξε προσπάθεια «επίλυσης» εκ μέρους των διαδίκων για το χρέος που σχετίζεται με τις επίδικες επιταγές ή το γεγονός ότι υπήρξαν φιλικές, ως ειπώθηκε, σχέσεις μεταξύ τους δεν αλλοιώνει τα πράγματα ως προς το αντικειμενικό γεγονός της παρέλευσης 6½ ετών περίπου από την κατ΄ ισχυρισμόν διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία παρουσίασης των κατηγορητηρίων προς καταχώρηση».
Η πάροδος τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος χωρίς επαρκή εξήγηση δεν δύναται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να δικαιολογήσει την ποινική δίωξη για τέτοιας φύσης αδικήματα συνοπτικής διαδικασίας με τόση καθυστέρηση. Οι Αιτητές άλλωστε ήδη προωθούν αστικές διαδικασίες προς προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους.
Η πιο πάνω διαπίστωση είναι ικανή και δικαιολογεί από μόνη της την άρνηση καταχώρισης του κατηγορητηρίου, χωρίς να καθίσταται ανάγκη ενασχόλησης με το ζήτημα της κατάχρησης.
Ως εκ τούτου η Αίτηση απορρίπτεται.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ