ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Κατ΄ έφεση από απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ως Εκλογοδικείο)
(Έφεση Αρ. 2/2024)
17 Δεκεμβρίου 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
1. Κατερίνα Γεωργίου, Προεδρεύουσα, υπάλληλος εκλογικού κέντρου Πολύστυπου,
2. Ανδρέα Χατζηπάκκου, Έφορος Εκλογής Κοινοταρχών και Μελών Κοινοτικών Συμβουλίων της Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας,
3. Δρ Ελίκκου Ηλία, Γενικού Εφόρου Εκλογών, από Υπουργείο Εσωτερικών,
Εφεσείοντες,
ν.
Νικόλα Αργυρίδη,
Εφεσίβλητου.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, μαζί με Θ. Πιπερή (κα), δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Σ. Πλατύ, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Π. Καύκαρος για Μιχάλης Βορκάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
_________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Την 9.6.2024 διεξήχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη κοινοτάρχη στην κοινότητα Πολύστυπου. Οι υποψήφιοι ήταν δύο. Ο Εφεσίβλητος και ο Γεώργιος Νικοδήμου. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα ο Εφεσίβλητος έλαβε 108 ψήφους έναντι 109 του ανθυποψηφίου του, που εξελέγη κοινοτάρχης.
Ο Εφεσίβλητος προσέβαλε την εγκυρότητα της εκλογικής διαδικασίας, καταχωρώντας εκλογική αίτηση στο αρμόδιο για την περίπτωση Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ως Εκλογοδικείο. Καθ' ου η Αίτηση 1 στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν ο Νικοδήμου. Καθ' ης η Αίτηση 2, ήταν η Εφεσείουσα 1, που ήταν η προεδρεύουσα στο εκλογικό κέντρο Πολύστυπου.
Το Εκλογοδικείο εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης της εκλογής και διάταγμα διαλογής και αναμέτρησης των ψήφων. Περαιτέρω, αποφάνθηκε ότι τρία συγκεκριμένα ψηφοδέλτια που είχαν κριθεί από την προεδρεύουσα ως άκυρα ήταν έγκυρα και πρέπει να ληφθούν υπόψη στην αναμέτρηση των ψήφων. Δύο ήταν υπέρ του Νικοδήμου και ένα υπέρ του Εφεσίβλητου. Ανέφερε ακόμα ότι:
«Μετά τη λήψη της αναμέτρησης και αφού ληφθούν υπόψη τα συγκεκριμένα 3 ψηφοδέλτια ως έγκυρα, ο Αιτητής θα έχει τον χρόνο 7 ημερών, να υποβάλει κατάλογο των ψήφων στις οποίες προτίθεται να ενστεί προβάλλοντας τους λόγους γιατί ενίσταται και να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από τον νόμο, ούτως ώστε να ληφθεί η όποια απόφαση του Εφόρου τελική επί ακυρότητας ψηφοδελτίου και να ανακοινωθεί εκλογικό αποτέλεσμα».
Οι Εφεσείοντες, εκπροσωπούμενοι από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, καταχώρησαν έφεση κατά της απόφασης με εννέα λόγους έφεσης. Ο Νικοδήμου δεν καταχώρισε έφεση, αφού ούτε και στην πρωτόδικη διαδικασία είχε λάβει μέρος. Ο Εφεσίβλητος καταχώρισε αντέφεση με τέσσερις λόγους αντέφεσης. Οι λόγοι αντέφεσης 3 και 4 δεν αφορούν στην ουσία της υπόθεσης, αλλά στο γεγονός ότι το Εκλογοδικείο δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου.
Οι περί Κοινοτήτων Νόμοι του 1999 έως (Αρ.3) του 2024, στο εξής ο Ν.86(I)/1999, προβλέπουν για την εκλογή των κοινοταρχών και των μελών των κοινοτικών συμβουλίων. Σύμφωνα με το άρθρο 31(1) οι διατάξεις των περί Εκλoγής Μελώv της Βoυλής τωv Αvτιπρoσώπωv Νόμων τoυ 1979 έως 2024, στο εξής ο Ν.72/1979, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στις εκλογές που ενεργούνται με βάση τις πρόνοιες του Ν.86(I)/1999.
Η απόφαση του Εκλογοδικείου υπόκειται σε έφεση «μόνο λόγω νομικού σημείου, ευκρινώς διατυπωμένου στη σχετική αίτηση έφεσης» (Δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 39 του Ν.86(I)/1999). Επομένως, τα ευρήματα του Εκλογοδικείου είναι απρόσβλητα και συνιστούν το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου θα κριθούν οι λόγοι έφεσης και αντέφεσης.
Μεταφέρουμε αυτούσιο το μέρος από την πρωτόδικη απόφαση που τιτλοφορείται «Ευρήματα»:
«Οι βοηθοί της Προεδρεύουσας, άνοιξαν και τοποθέτησαν τα ψηφοδέλτια σε δέσμες των 20 υπέρ των υποψηφίων. Η Προεδρεύουσα ήταν δίπλα στο τραπέζι και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την όλη διαδικασία. Το ίδιο και οι παρευρισκόμενοι που αντιλήφθηκαν ότι παρακολουθούσαν τη διαδικασία καταμέτρησης και διαλογής των ψήφων. Ήταν σε θέση να βλέπουν υπέρ ποιου ήταν το σημείο προτίμησης υποψηφίου σε έκαστο ψηφοδέλτιο, αλλά ήταν σε απόσταση που δεν έβλεπαν με ευκρίνεια τον σχηματισμό του σημείου για σκοπούς αντίληψης του άκυρου ψηφοδελτίου. Καταμετρήθηκαν 226 ψηφοδέλτια και οι βοηθοί υπέδειξαν στην Προεδρεύουσα, τα 2 άκυρα και τα 3 λευκά ψηφοδέλτια που τα έκρινε η Προεδρεύουσα ότι ήταν άκυρα και λευκά. Κανείς δεν αμφισβήτησε συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο κατά την καταμέτρηση. Υπήρχε αντίληψη όλων για το αποτέλεσμα των εκλογών, αφού ολοκληρώθηκε η συγκεκριμένη καταμέτρηση και διαλογή. Την ίδια αντίληψη την είχε και η Προεδρεύουσα που έκανε αναφορά στο ότι η εκλογική αναμέτρηση, κρίνεται στη μία ψήφο. Καταμέτρησε τα ψηφοδέλτια για να επιβεβαιωθεί χωρίς να υποδεικνύει τα ψηφοδέλτια στους παρευρισκόμενους και χωρίς να αναφωνεί και να καταγράφει ταυτόχρονα υπέρ ποιου είχε καταμετρηθεί συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο και ξεχώρισε από τις δέσμες τα 4 ψηφοδέλτια που έκρινε ότι ήταν άκυρα. Τα 4 τα άκυρα τα υπέδειξε στους υποψηφίους και ο Αιτητής [Εφεσίβλητος] αντιλαμβανόμενος ότι θα έχανε την εκλογή, διαμαρτυρήθηκε έντονα. Η ΜΥ1 [Προεδρεύουσα] του έδειξε τα δείγματα, αλλά δεν υπήρχε η αναγκαία διαβούλευση αφού δεν έλαβε υπόψη και ούτε κατέγραψε τις θέσεις του για να αποφασίσει προτού ανακοινώσει αποτέλεσμα για την ανάδειξη του κοινοτάρχη. Το αποτέλεσμα ήταν να αντιδράσει έντονα ο Αιτητής και η ΜΥ1 να του δίδει έντυπο για ένσταση που υπέγραψε, αλλά εις το οποίο δεν έγραψε πουθενά τις ενέργειες της και παρατηρήσεις. Στη συνέχεια αντί να κρίνει την ένσταση, την άφησε στο εκλογικό κέντρο. Τα ψηφοδέλτια 1 και 2 του κ. Νικοδήμου (Τεκμήριο 1) και το ψηφοδέλτιο 1 (Τεκμήριο 1) του κ. Αργυρίδη [Εφεσίβλητου] που κρίθηκαν άκυρα, φέρουν σημείο που προσομοιάζει με έγκυρο σημείο υπέρ της υποψηφιότητας του αντίστοιχου υποψηφίου. Το σημείο αυτό που προσομοιάζει με σταυρό, δεν έχει μοναδικό στοιχείο στον σχηματισμό του σταυρού από το οποίο πρόσωπο, θα μπορεί να διακρίνει την ταυτότητα του εκλογέα, ως είναι τα δείγματα 34 και 35 του Τεκμηρίου Β3».
Στη συνέχεια, και αφού αναφέρθηκε στο νόμο και τη σχετική νομολογία, το Εκλογοδικείο ανέφερε:
«Διαπιστώνονται παραβιάσεις σε σχέση με τη διαλογή και την καταμέτρηση των ψήφων. Ακολουθήθηκε υβριδική διαδικασία κατά τη διαλογή των ψήφων. Οι βοηθοί δεν περιορίστηκαν στην καταμέτρηση των ψήφων της συγκεκριμένης εκλογής, ήτοι 226 ψήφοι. Άνοιξαν τα ψηφοδέλτια, χωρίς όμως να ακολουθηθεί η διαδικασία καταγραφής ψήφου και αναφορά σε επήκοο όλων των παρευρισκόμενων για το υπέρ ποιου υποψηφίου είχε κριθεί η ψήφος. Την ίδια ώρα οι παρευρισκόμενοι είχαν την αντίληψη, ότι εκείνην την ώρα κρινόταν η εγκυρότητα/ακυρότητα των ψήφων, επειδή είχαν κριθεί 3 λευκά ψηφοδέλτια και 2 άκυρα από την Προεδρεύουσα. Επειδή τα ψηφοδέλτια είχαν τοποθετηθεί σε δέσμες εικοσάδων υπέρ του υποψηφίου που είχαν δοθεί, σχημάτισαν οι παρευρισκόμενοι αντίληψη, για το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης και το ότι το αποτέλεσμα ήταν οριακό. Το ίδιο και η ΜΥ1 που κατά τον χρόνο που διεξαγόταν αυτή η καταμέτρηση από τους βοηθούς της, κατ' εντολή της, απασχολήθηκε από τον Χρηστάκη Στυλιανού ο οποίος είχε σηκωθεί από τη θέση του και της μιλούσε. Η ΜΥ1 επανέλαβε την καταμέτρηση, χωρίς να αναφέρει στους παρευρισκόμενους ότι εκείνην την ώρα γινόταν καταμέτρηση και διαλογή των ψήφων. Σε κανένα στάδιο δεν έγινε αναφορά σε επήκοο υπέρ ποιου υποψηφίου είχε δοθεί η ψήφος με ταυτόχρονη καταγραφή του εκλογικού αποτελέσματος σε ειδικό έντυπο.
Στη συνέχεια, αφού ολοκληρώθηκε αυτή η διαδικασία, πήρε τις δεσμίδες και αφαίρεσε από μέσα τα 4 ψηφοδέλτια τα οποία τα έκρινε άκυρα. Τα συγκεκριμένα ψηφοδέλτια ως ανέφερε στο Δικαστήριο, τα θεώρησε άκυρα, όχι διότι δεν προσομοιάζουν τα σημεία με "+", "χ" ή το "√" προς όφελος συγκεκριμένου υποψηφίου, αλλά επειδή έκρινε ότι τα συγκεκριμένα 4 ψηφοδέλτια, θα έπρεπε να ακυρωθούν επειδή ο σχηματισμός τους έγινε με τέτοιον τρόπο, που μπορούσε να εξαχθεί η ταυτότητα του εκλογέα».
Το Εκλογοδικείο εξέτασε και τα έξι ψηφοδέλτια που είχαν κριθεί από την προεδρεύουσα ως άκυρα, δηλαδή τα δύο που της υπέδειξαν οι βοηθοί της και συμφώνησε και τα τέσσερα που στη συνέχεια ξεχώρισε η ίδια. Κατέληξε ότι για τα τρία από αυτά τα ψηφοδέλτια, ο λόγος που επικαλέστηκε η προεδρεύουσα για να τα ακυρώσει δεν ευσταθούσε, ενώ για τα υπόλοιπα τρία είπε ότι μπορούσαν να γίνουν βάσιμα επιχειρήματα ώστε να αιτιολογηθεί η απόφαση της προεδρεύουσας. Για τα τρία που αποφάνθηκε ότι ήταν έγκυρα, το Εκλογοδικείο ανέφερε ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη στην αναμέτρηση που διέταξε.
Θα προσεγγίσουμε τους λόγους έφεσης και αντέφεσης κατά τρόπο που θα κάνει τα ζητήματα πιο κατανοητά.
Με το λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ότι το Εκλογοδικείο αποφασίζοντας επί της εγκυρότητας των άκυρων ψηφοδελτίων, υποκατέστησε την προεδρεύουσα, παραβιάζοντας έτσι τις πρόνοιες του άρθρου 31(6)(γ) του Ν.72/1979, που προνοεί ότι: «η απόφασις τoυ Εφόρoυ επί της ακυρότητoς ψηφoδελτίoυ είvαι τελική». Ο λόγος έφεσης, αναφέρεται στην εξουσία του Εφόρου, δυνάμει του άρθρου 31(6)(α)(ii) του Ν.72/1979 να απορρίπτει ως άκυρο κάθε ψηφοδέλτιο «τo oπoίov φέρει oιovδήπoτε γράμμα ή σημείov διά τoυ oπoίoυ δύvαται vα εξακριβωθή η ταυτότης τoυ εκλoγέως». Για σκοπούς του άρθρου 31 του Ν.72/1979, «Έφορος» περιλαμβάνει και τον «Προεδρεύοντα της Εκλογής», ο οποίος έχει στο εκλογικό του κέντρο όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες του οικείου Εφόρου (άρθρο 31(8) του Ν.72/1979).
Οι Εφεσείοντες παρέπεμψαν σε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Δευτεροβάθμιο Εκλογοδικείο, για να υποστηρίξουν τη θέση τους. Στην Χαϊλής ν. Ανδρέα κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 165, 169, σε σχέση με ψηφοδέλτιο το οποίο είχε κριθεί άκυρο από τον προεδρεύοντα δυνάμει του άρθρου 31(6) και το οποίο ο αιτητής θεωρούσε έγκυρο, αναφέρθηκε ότι κατά τη διαλογή δεν είχε γίνει καμιά ένσταση για ψηφοδέλτιο, αλλά αντίθετα είχε επιβεβαιωθεί η απόφαση του προεδρεύοντα με την υπογραφή του τελικού αποτελέσματος από τον αιτητή. Στη Δημοκρατικού Συναγερμού κ.ά. ν. Ολύμπιου κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 358, 364, αναφέρεται η πρόνοια του νόμου ότι η απόφαση του Εφόρου επί της εγκυρότητας των ψηφοδελτίων είναι τελική. Και σε αυτή την περίπτωση σημειώνεται ότι δεν είχε προβληθεί καμιά ένσταση ως προς την εγκυρότητα ψηφοδελτίου. Ούτε στη μία, ούτε στην άλλη απόφαση υποστηρίζεται ότι η απόφαση του εφόρου ή προεδρεύοντα στο εκλογικό κέντρο δεν είναι αντικείμενο αναθεώρησης από το Εκλογοδικείο.
Στη Χριστοδούλου ν. Εφόρου Εκλογής Δημάρχου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 295, 298, που μνημονεύεται και στην Χαϊλής, γίνεται αναφορά στον Καν.6(1) των περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1981, στο εξής οι Καν.9/1981, που προνοεί ότι για να μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είχε την πλειοψηφία των νομίμως δοθεισών ψήφων, οφείλει να παραδώσει κατάλογο των ψήφων κατά των οποίων προτίθεται να ενστεί, διαφορετικά, εκτός, κατόπιν αδείας του Εκλογοδικείου, δεν θα μπορεί να δώσει μαρτυρία εναντίον της αποδοχής ή απορρίψεως οιασδήποτε ψήφου. Η προβλεπόμενη διαδικαστική πρόνοια επιμαρτυρεί ότι το Εκλογοδικείο έχει την εξουσία να κρίνει την αποδοχή ή απόρριψη συγκεκριμένου ψηφοδελτίου. Η πρόνοια στο άρθρο 31(6)(γ) του Ν.72/1979 ότι η απόφαση του Εφόρου επί της εγκυρότητας των ψηφοδελτίων είναι τελική, αφορά στη διαλογή στο εκλογικό κέντρο και δεν επηρεάζει την εξουσία του Εκλογοδικείου, στην κατάλληλη περίπτωση, να αναθεωρήσει την απόφαση του Εφόρου. Την κατάληξη μας βρίσκουμε να επιβεβαιώνει η αναφορά στους Halsbury's Laws of England, 3rd Ed., Vol.14, σελ.141, παρ.243, ότι η απόφαση του εφόρου εκλογής σε κάθε ερώτημα που εγείρεται αναφορικά με κάθε ψηφοδέλτιο είναι τελική, πλην όμως υπόκειται σε αναθεώρηση με εκλογική αίτηση.[1]
Με την Αιτιολογία του λόγου, εγείρεται και ζήτημα ότι στην περίπτωση που κρινόταν ότι το Εκλογοδικείο είχε τη σχετική εξουσία, η απόφαση του ήταν εσφαλμένη. Τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται με το λόγο έφεσης και δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση του λόγου μέσα από την αιτιολογία του, που στοχεύει και περιορίζεται στην αιτιολόγηση των όσων ο ίδιος ο λόγος έφεσης εγείρει (Παχατουριάν ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 322, 325 και Προκοπίου ν. Ryan κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982, 1986-7 και Χατζηχάννας ν. Κλεάνθους- Χατζηχάννα, Εφ. Αρ.28/2021, Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, ημερ.23.6.2022).
Επομένως, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Εφόσον λογίζονταν δύο επιπλέον ψήφοι υπέρ του Νικοδήμου και ένας επιπλέον ψήφος υπέρ του Εφεσίβλητου, όπως το Εκλογοδικείο αποφάσισε, το αποτέλεσμα της εκλογής δεν θα επηρεαζόταν. Αντίθετα η επικράτηση του Νικοδήμου θα διευρυνόταν και θα κέρδιζε με 111 ψήφους έναντι 109 του Εφεσίβλητου. Προκύπτει, κατ' ακολουθία, το ερώτημα γιατί εφόσον με την παρέμβαση του Εκλογοδικείου στο ζήτημα της εγκυρότητας των «άκυρων» ψηφοδελτίων το αποτέλεσμα της εκλογής δεν αλλοιωνόταν, διατάχθηκε η ακύρωση της εκλογής και η αναμέτρηση των ψήφων.
Το ζήτημα εγείρεται με το λόγο έφεσης 4. Οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι εφόσον το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αλλοιωνόταν και δεν επηρεαζόταν, η εκλογική αίτηση θα έπρεπε να είχε απορριφθεί. Επικαλούνται το άρθρο 58 του Ν.72/1979 το οποίο προβλέπει τους λόγους για τους οποίους με Εκλογική Αίτηση μπορεί μια εκλογή να κηρυχθεί άκυρη. Μεταξύ αυτών:
«(β) ότι δεv υπήρξε συμμόρφωσις πρoς τας διατάξεις τoυ παρόvτoς Νόμoυ τας αφoρώσας εις εκλoγάς εάv ήθελε φαvή ότι η εκλoγή δεv διεξήχθη συμφώvως πρoς τας καθιερoυμέvας αρχάς υπό τωv διατάξεωv τoύτωv και ότι η μη συμμόρφωσις επηρέασε τo απoτέλεσμα της εκλoγής».
Σχετικός είναι και ο λόγος έφεσης 2, ότι η θεραπεία της αναμέτρησης δεν μπορούσε να διαταχθεί, εφόσον το Εκλογοδικείο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσίβλητος είχε την πλειοψηφία των νομίμως δοθεισών ψήφων. Οι Εφεσείοντες επικαλούνται εδώ τις πρόνοιες του άρθρου 57(3) του Ν.72/1979 το οποίο διαλαμβάνει ότι:
«Διά της Εκλoγικής Αιτήσεως δύvαται vα απαιτηθή όπως τo Εκλoγoδικείov κηρύξη ότι η εκλoγή είvαι άκυρoς ή ότι η εκλoγή πρoσώπoυ τιvός είvαι άκυρoς ή ότι υπoψήφιoς τις εξελέγη ή εις περίπτωσιv καθ' ηv υπάρχει απαίτησις υπό απoτυχόvτoς υπoψηφίoυ ότι εξελέγη καθ' ότι είχε τηv πλειoψηφίαv τωv voμίμως δoθέvτωv ψήφωv δύvαται vα απαιτηθή αvαμέτρησις τωv ψήφωv».
Θα επανέλθουμε στο ζήτημα της διαταγής για αναμέτρηση αφού διαπιστώσουμε τι έπρεπε να ισχύσει σε σχέση με τα «άκυρα» ψηφοδέλτια.
Με το λόγο αντέφεσης 1 προβάλλεται ότι το Εκλογοδικείο, κατά παράβαση των Καν.4(2)(γ) και 6(1) των Καν.9/1981, κήρυξε ως έγκυρα δύο ψηφοδέλτια υπέρ του Νικοδήμου, τα οποία η προεδρεύουσα είχε κατατάξει ως άκυρα.
Οι Καν.9/1981 εφαρμόζονται, αφού σε αυτούς παραπέμπει το άρθρο 39 του Ν.86(I)/1999. Σύμφωνα με τον Καν 4(2)(γ):
«(2) Η εκλογική αίτησις δέον να είναι υπογεγραμμένη και χρονολογημένη υπό του αιτητού ή του συνηγόρου αυτού και ν' αναφέρη:
.............................
(γ) τους λόγους επί των οποίων ζητείται η αιτούμενη θεραπεία, αναφέρουσα επακριβώς τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αίτησις αλλ' ούχι την μαρτυρίαν διά της οποίας θ' αποδειχθούν».
Ο Καν.6 διαλαμβάνει ότι:
«(1) Οσάκις αιτητής απαιτή την έδραν δι' αποτυχόντα υποψήφιον, ισχυριζόμενος ότι ούτος είχε την πλειοψηφίαν των νομίμως δοθέντων ψήφων εκάστος των διαδίκων δέον όπως, ουχί ολιγώτερον των επτά ημερών προ της ημέρας της ορισθείσης διά την ακρόασιν της αιτήσεως, παραδώση εις το Αρχιπρωτοκολλητήν κατάλογον των ψήφων κατά των οποίων προτίθεται να ενστή και τους λόγους ενστάσεως δι' ένα έκαστον των τοιούτων ψήφων, και επιδώση αντίγραφον του καταλόγου εις ένα έκαστον των διαδίκων και εις τον Έφορον Εκλογής.
(2) Εκτός κατόπιν αδείας του Εκλογοδικείου δεν θα δίδεται μαρτυρία, υπό οιουδήποτε διαδίκου εναντίον της αποδοχής ή απορρίψεως οιασδήποτε ψήφου, ή αναφορικώς προς οιονδήποτε ισχυρισμόν ο οποίος δεν προσδιορίζεται εις τον κατάλογον τον καταχωρηθέντα δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος Κανονισμού».
Όπως υποδεικνύει ο Εφεσίβλητος, ζήτημα εγκυρότητας των δύο ψηφοδελτίων υπέρ του Νικοδήμου, που είχαν κριθεί από την προεδρεύουσα άκυρα, δεν εγειρόταν με τη δικογραφία, ούτε σε σχέση με τα δύο αυτά ψηφοδέλτια υπήρξε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Καν.6(1) των Καν.9/1981.
Οι Εφεσείοντες στο περίγραμμα αγόρευσης τους στην αντέφεση επικαλούνται ότι συνεπεία της διαδικαστικής συμπεριφοράς του Εφεσίβλητου, το Εκλογοδικείο μπορούσε να εξετάσει την εγκυρότητα των «άκυρων» ψηφοδελτίων που αφορούσαν και τον Νικοδήμου, εφαρμόζοντας ίδιο μέτρο κρίσης και προς τους δύο υποψηφίους. Επιχειρηματολογούν οι Εφεσείοντες ότι παρά το ότι με την καταχώριση του καταλόγου των ψήφων στον Πρωτοκολλητή ο Εφεσίβλητος προσδιόρισε το αντικείμενο της εκλογικής αίτησης, ζήτησε την ειδική αποκάλυψη όλων των «άκυρων» ψηφοδελτίων και παρά το ότι περιόρισε το αίτημα του μόνο στα τρία που ήταν υπέρ του, συμφώνησε να προσαχθούν ενώπιον του Εκλογοδικείου και τα έξι.
Διερχόμενοι το κείμενο της Ενδιάμεσης Απόφασης διαπιστώνουμε ότι το Εκλογοδικείο ολοκλήρωσε την απαγγελία της απόφασης του διατάσσοντας την αποκάλυψη των τριών ψηφοδελτίων που η προεδρεύουσα είχε ξεχωρίσει από τα υπέρ του Εφεσίβλητου και στα οποία περιοριζόταν η αμφισβήτηση του τελευταίου. Στη συνέχεια η δικηγόρος που εκπροσωπούσε τους Εφεσείοντες ανέφερε ότι θα έπρεπε να εξετάσει «το ενδεχόμενο αν πρέπει να έρθουν και οι άλλοι ψήφοι ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς ορθότητας, για σκοπούς δικαιοσύνης». Ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου ανέφερε ότι: «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, πλην όμως η διαδικασία θα διεξαχθεί επί των δικογραφημένων ισχυρισμών που αφορούν συγκεκριμένα ψηφοδέλτια». Το λόγο έλαβε και πάλι η δικηγόρος των Εφεσειόντων αναφέροντας ότι: «Το αίτημα μου είναι να διασφαλιστεί η παρουσία όλων των άκυρων ψηφοδελτίων για ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης». Ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου κατέληξε αναφέροντας: «Δεν έχω ένσταση να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα άκυρα ψηφοδέλτια κατά την καταμέτρηση για ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης». Στη συνέχεια το Εκλογοδικείο ανέφερε ότι η διαταγή του διαφοροποιείται με τον τρόπο που είχαν εισηγηθεί οι δικηγόροι.
Στη Χριστοδούλου (σελ.298) γίνεται παραπομπή στη Γεωργιάδης ν. Χάσικου και Άλλων (1991) 1( ) Α.Α.Δ. 1136, , όπου αποφασίστηκε ότι οι πρόνοιες του Καν.4(2)(γ) είναι επιτακτικές και ότι παράλειψη συμμόρφωσης εκθεμελιώνει την αίτηση. Στη Χριστοδούλου αναφέρθηκε ότι και στην περίπτωση του Καν.6(1) συντρέχουν οι ίδιοι λόγοι για την αυστηρή εφαρμογή του διαδικαστικού κανόνα, όπως και στην περίπτωση του Καν.4(2)(γ) και ότι και οι δύο διαδικαστικοί κανονισμοί έχουν ως λόγο τη στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της Εκλογικής Αίτησης.
Αναφέρθηκε ακόμα στη Χριστοδούλου (σελ.298) ότι «Ο αιτητής παρέλειψε να υποβάλει τον προβλεπόμενο από τον Κ.6(1) κατάλογο. Αντ' αυτού, υπέβαλε . αίτηση για οδηγίες για την παρουσίαση του καταλόγου. Η αίτηση δεν αποτελεί υποκατάστατο του καταλόγου ούτε πληρώνει το κενό από την απουσία των προϋποθέσεων για την εξέταση της Αίτησης».
Στη Μαυρομμάτης ν. Ασσιώτη κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ.1393, 1397-8, αναφέρθηκε ότι:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1981 στοιχειοθετημένος στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει εκλογικές αιτήσεις επιβάλλει για λόγους τύπου και ουσίας τον ακριβή προσδιορισμό των γεγονότων τα οποία συνθέτουν το αίτημα για τη χορήγηση θεραπείας από το εκλογοδικείο. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του προκείμενου είναι σαφής και καθοριστική για την τύχη αιτήσεων που παρεκκλίνουν από τις σχετικές δικονομικές διατάξεις. (Βλ. Γεωργιάδης v. Χάσικου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1136, Αστζιάν v. Καλαϊτζιάν (1992) 1 Α.Α.Δ. 287. Σχετικές με την αυστηρότητα με την οποία εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού είναι οι αποφάσεις Χριστοδούλου (Κούβαρος) v. Εφόρου Εκλογής Δημάρχου και και Άλλων, Εκλογική Αίτηση αρ. 1/94 - 24.3.95, Κουδουνάρης v. Γενικού Έφορου Εκλογών (1991) 1 Α.Α.Δ. 386, Κουδουνάρης κ.ά. v. Εφόρου Εκλογών κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 436), Παναγιώτη Μακεδόνα v. Εφόρου Εκλογής Δημάρχων και Μελών Δημοτικών Συμβουλίων των Δήμων της Επαρχίας Αμμοχώστου και Άλλου, Εκλογική Αίτηση αρ. 1/97 - 2.9.1997)».
Η νομολογία καθιερώνει ότι ο Καν. 4(2)(γ) των Καν.9/1981 επιβάλλει στον αιτητή να καθορίσει τη θεραπεία που ζητά και τα γεγονότα στα οποία θα βασιστεί. Ο Καν.6(1), δεν αναφέρεται μόνο στον αιτητή, αλλά σε κάθε διάδικο σε μια εκλογική αίτηση και δεν του επιτρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία εναντίον της αποδοχής ή απορρίψεως οιασδήποτε ψήφου η οποία δεν προσδιορίζεται στον κατάλογο που παραδίδεται στον Πρωτοκολλητή. Εν προκειμένω, κανένας από τους διάδικους δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει μαρτυρία για να υποστηρίξει ότι τα τρία ψηφοδέλτια υπέρ του Νικοδήμου που η προεδρεύουσα έκρινε ως άκυρα ήταν έγκυρα. Παρά μόνο «κατόπιν αδείας του Εκλογοδικείου», όπως αναφέρεται στον Καν.6(2). Διατηρεί δηλαδή το Εκλογοδικείο την ευχέρεια να επιτρέψει την προσαγωγή μαρτυρίας σε σχέση και με ψηφοδέλτια που δεν προσδιορίζονται στον κατάλογο που καταχωρείται στον Πρωτοκολλητή.
Εν προκειμένω, συνεπεία των δηλώσεων που έγιναν μετά την έκδοση της Ενδιάμεσης Απόφασης, η απόφαση του Εκλογοδικείου διαφοροποιήθηκε με αποτέλεσμα την κατάθεση ως τεκμηρίων και των έξι «άκυρων» ψηφοδελτίων. Η κατάθεση των τριών ψηφοδελτίων υπέρ του Νικοδήμου, συνιστούσε μαρτυρία σε σχέση με την αποδοχή/απόρριψη τους, εφόσον το Εκλογοδικείο μπορούσε πλέον να τα επιθεωρήσει και να αναθεωρήσει την απόφαση της προεδρεύουσας για κάθε ένα από αυτά, όπως ακριβώς θα έκανε σε σχέση με τα τρία ψηφοδέλτια υπέρ του Εφεσίβλητου. Δεν βρίσκουμε πως αλλιώς εξυπηρετείτο με την κατάθεση τους η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην οποία αναφέρθηκαν οι δικηγόροι των διαδίκων, ουσιαστικά προκαλώντας εκ συμφώνου την τροποποίηση της Ενδιάμεσης Απόφασης του Εκλογοδικείου. Δεν θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε ότι το Εκλογοδικείο, έχοντας την εξουσία να επιτρέψει σε οιονδήποτε διάδικο την προσαγωγή μαρτυρίας σε σχέση και με ψηφοδέλτια που δεν προσδιορίζονταν στον κατάλογο που καταχωρίστηκε στον Πρωτοκολλητή, στερείτο της εξουσίας να αναθεωρήσει την απόφαση της προεδρεύουσας σε σχέση με ψηφοδέλτια που, με την συναίνεση όλων των μερών στη διαδικασία, είχαν τεθεί ενώπιον του για σκοπούς, όπως δηλώθηκε, ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Επομένως, ο λόγος αντέφεσης 1 απορρίπτεται.
Με το λόγο αντέφεσης 2 προβάλλεται ότι το Εκλογοδικείο, λανθασμένα, χωρίς να εφαρμόσει το άρθρο 31(6Α) του Ν.72/1979, δεν εξέτασε την εγκυρότητα δύο ψηφοδελτίων τα οποία η προεδρεύουσα είχε κατατάξει ως άκυρα και τα οποία έπρεπε να θεωρηθούν έγκυρα και υπέρ του Εφεσίβλητου. Πρόκειται για τα δύο από τα τρία ψηφοδέλτια υπέρ του Εφεσίβλητου που η προεδρεύουσα είχε ξεχωρίσει ως άκυρα.
Το Εκλογοδικείο εξέτασε το ζήτημα και αποφάνθηκε ότι το ένα από τα τρία ψηφοδέλτια υπέρ του Εφεσίβλητου ήταν έγκυρο. Αναφορικά με τα άλλα δύο (και ένα που ήταν υπέρ του Νικοδήμου), το Εκλογοδικείο έκρινε ότι θα μπορούσαν να γίνουν βάσιμα επιχειρήματα ώστε να αιτιολογηθεί η απόφαση της Προεδρεύουσας και δεν επενέβη στην απόφαση της να τα κρίνει άκυρα.
Η απόφαση της προεδρεύουσας εδραζόταν στις πρόνοιες του άρθρου 31(6)(α)(ii) του Ν.72/1979, στη βάση ότι υπήρχαν στοιχεία από τα οποία ήταν δυνατό να εξακριβωθεί η ταυτότητα του εκλογέα. Ο Εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να προσβάλει τη διαπίστωση αυτή του Εκλογοδικείου, που συνιστά διαπίστωση γεγονότος (άρθρο 39 του Ν.86(I)/1999). Ό,τι επικαλείται τις διατάξεις του άρθρου 31(6Α)[2] του Ν.72/1979, το οποίο προβλέπει ότι:
«Αvεξαρτήτως τωv όσωv διαλαμβάvovται εις τov παρόvτα Νόμov ή εις oιovδήπoτε Καvovισμόv εκδιδόμεvov δυvάμει αυτoύ, ψηφoδέλτιov περιέχov εις oιovδήπoτε μέρoς της στήλης αυτoύ, η oπoία αvτιστoιχεί εις έκαστov συvδυασμόv κόμματoς, συvασπισμόv κoμμάτωv και αvεξαρτήτωv, ή εις έτερov μεμovωμέvov υπoψήφιov, εv τωv σημείωv "Χ", "+", ή "v" ή oιovδήπoτε έτερov σημείov πρoσoμoιάζov πρoς ταύτα, θεωρείται έγκυρov».
Και εισηγείται ότι εφόσον σε κάθε ένα από τα δύο αυτά ψηφοδέλτια υπήρχε «εν των σημείων "Χ", "+", ή "v" ή oιovδήπoτε έτερov σημείov πρoσoμoιάζov πρoς ταύτα» στο κουτάκι κάτω από το όνομα του, τα ψηφοδέλτια αυτά έπρεπε να κριθούν από το Εκλογοδικείο έγκυρα υπέρ του ψηφοδέλτια, ανεξάρτητα αν υπήρχε, όπως κρίθηκε από την προεδρεύουσα, γράμμα ή σημείο από το οποίο μπορούσε να εξακριβωθεί η ταυτότητα του εκλογέα.
Μας προβλημάτισε ιδιαίτερα η ερμηνεία της φράσης «Αvεξαρτήτως τωv όσωv διαλαμβάvovται εις τov παρόvτα Νόμov ή εις oιovδήπoτε Καvovισμόv εκδιδόμεvov δυvάμει αυτoύ» στο κείμενο του άρθρου 31(6Α). Κατά πόσο η ιεράρχηση της ισχύος και εφαρμογής του αφορά κάθε άλλη διάταξη, στο Νόμο ή τους Κανονισμούς, που αφορούν στην εγκυρότητα ψηφοδελτίου. Στην έκταση που ενδιαφέρει, κατά πόσο ένα ψηφοδέλτιο που περιέχει στο κουτάκι υποψηφίου ένα από τα σημεία που αναφέρονται ή που προσομοιάζει με αυτά είναι έγκυρο, παρά το ότι θα ήταν άλλως άκυρο επειδή είχε στοιχεία από τα οποία μπορούσε να εξακριβωθεί η ταυτότητα του εκλογέα.
Στην περίπτωση που η φράση ερμηνεύεται ώστε το άρθρο 31(6Α) να υπερισχύει κατ' αυτό τον τρόπο, αναφερόμαστε σε νομικό σημείο. Ότι δηλαδή εσφαλμένα το Εκλογοδικείο θεώρησε ότι μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι ψηφοδέλτιο ήταν άκυρο επειδή έφερε γράμμα ή σημείο από το οποίο μπορούσε να εξακριβωθεί η ταυτότητα του εκλογέα, παρά το ότι σε αυτό υπήρχε «εν των σημείων "Χ", "+", ή "v" ή oιovδήπoτε έτερov σημείov πρoσoμoιάζov πρoς ταύτα» που αντιστοιχούσε σε υποψήφιο και εν προκειμένω τον Εφεσίβλητο.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου αποδέχτηκε ότι το άρθρο 31(6Α) δεν ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να εξουδετερώνει τις περιπτώσεις όπου ένα ψηφοδέλτιο μπορεί να θεωρηθεί άκυρο. Εάν ένα ψηφοδέλτιο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 31(6Α), αλλά αναγράφεται σε αυτό το όνομα του εκλογέα, τότε θα πρέπει να θεωρείται άκυρο, όπως διαλαμβάνεται στο άρθρο 31(6)(α)(ii). Παρέπεμψε στους Halsbury's Laws of England, 3rd Ed., Vol.14, σελ.138-9, παρ.239,[3] όπου αναφέρεται ότι το Εκλογοδικείο πρέπει να επιθεωρήσει το ψηφοδέλτιο και να διαμορφώσει ιδία άποψη κατά πόσο οτιδήποτε, έχει γραφτεί με σκοπό να υποδηλώσει την ταυτότητα του εκλογέα ή επρόκειτο για πραγματική προσπάθεια του να δηλώσει την ψήφο του, έστω αδέξια ή με λανθασμένο τρόπο. Αποδέχεται δηλαδή ο Εφεσίβλητος ότι, παρά τις πρόνοιες του άρθρου 31(6Α), το Εκλογοδικείο διατηρούσε την ευχέρεια να κρίνει ότι ένα ψηφοδέλτιο ήταν άκυρο ή να επικυρώσει την απόφαση του Εφόρου ή προεδρεύοντα ότι ήταν άκυρο, επειδή είχε στοιχεία από τα οποία μπορούσε να εξακριβωθεί η ταυτότητα του εκλογέα. Από αυτό το σημείο βέβαια, υπεισέρχεται η κρίση του Εκλογοδικείου επί πραγματικού γεγονότος.
Είναι η κατάληξη μας ότι η αναφορά στο άρθρο 31(6Α) ότι «Αvεξαρτήτως τωv όσωv διαλαμβάvovται εις τov παρόvτα Νόμov ή εις oιovδήπoτε Καvovισμόv εκδιδόμεvov δυvάμει αυτoύ» αφορά στα όσα διαλαμβάνονται αλλού στο Ν.79/1979 και στους περί της Εκλογής της Βουλής των Αντιπροσώπων Κανονισμούς του 1981 και 1986 (Κ.Δ.Π.79/1981 και Κ.Δ.Π.113/1986) σε σχέση με τα σημεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να εκδηλωθεί η πρόθεση ψήφου και το μέρος επί του ψηφοδελτίου που αυτά τοποθετούνται. Δηλαδή, στα όσα διαλαμβάνονται αλλού στο Νόμο και τους Κανονισμούς για το επιμέρους ζήτημα που το άρθρο 31(6Α) ρυθμίζει.
Ο Καν 11(1)(β) των Κανονισμών, για παράδειγμα, προνοεί ότι ο εκλογέας τοποθετεί το σημείο μέσα στο τετράγωνο που βρίσκεται κάτω από τη στήλη του συνδυασμού της εκλογής του και στο τετράγωνο έναντι του ονόματος του μεμονωμένου υποψηφίου της εκλογής του. Μετά τη θέσπιση του άρθρο 31(6Α) ψηφοδέλτιο στο οποίο το σημείο δεν βρίσκεται μέσα στο τετράγωνο, αλλά μέσα στη στήλη που αντιστοιχεί σε κόμμα ή ανεξάρτητο υποψήφιο, θεωρείται έγκυρο, παρά τα όσα διαλαμβάνονται στον Καν.11(1)(β). (Βλ. ακόμη την πρόνοια στο άρθρο 28(5) του Ν.79/1979 ότι «Διά τoυς σκoπoύς της ψηφoφoρίας o Έφoρoς δύvαται vα oρίση διακριτικά σύμβoλα ή έτερα μέσα διακρίσεως.»).
Συμφωνούμε με τη θέση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν ήταν η πρόθεση του νομοθέτη να ανατρέψει τις προβλέψεις στο νόμο και τους κανονισμούς, μεταξύ των οποίων και την πρόνοια του άρθρου 31(6)(α)(ii) του Ν.79/1979, που σκοπό έχουν τη διαφύλαξη της παγιωμένης εκλογικής αρχής της μυστικότητας της ψηφοφορίας.
Επομένως, παρά το ότι τα δύο ψηφοδέλτια έφεραν σημείο όπως ορίζεται στο νόμο, που αντιστοιχούσε στον Εφεσίβλητο ως μεμονωμένο υποψήφιο, το άρθρο 31(6Α), όπως το ερμηνεύουμε, δεν δημιουργούσε κώλυμα για το Εκλογοδικείο να εξετάσει τα δύο ψηφοδέλτια και να καταλήξει, όπως ήταν η περίπτωση, να μην επέμβει στην απόφαση της προεδρεύουσας να τα κρίνει ως άκυρα, στη βάση ότι έφεραν στοιχεία από τα οποία ήταν δυνατό να εξακριβωθεί η ταυτότητα του εκλογέα (άρθρο 31(6)(α)(ii)).
Εφόσον ήταν επιτρεπτό για το Εκλογοδικείο, η άσκηση της κρίσης του επί των γεγονότων δεν συνιστά νομικό ζήτημα και δεν μπορεί να ελεγχθεί κατ' έφεση. Επομένως και ο λόγος αντέφεσης 2 απορρίπτεται.
Μετά την απόρριψη των λόγων αντέφεσης 1 και 2 παραμένουμε σε αριθμό ψήφων 111 υπέρ του Νικοδήμου, έναντι 109 υπέρ του Εφεσίβλητου, όπως ακριβώς διαμορφωνόταν το αποτέλεσμα με την απόφαση του Εκλογοδικείου.
Η αιτιολογία του Εκλογοδικείου για την απόφαση του να διατάξει την αναμέτρηση εμπεριέχεται στο απόσπασμα που ακολουθεί. Ανέφερε το Εκλογοδικείο ότι:
«Περαιτέρω, στην περίπτωση που ληφθούν υπόψη στην καταμέτρηση μόνο τα 3 ψηφοδέλτια, που υπέδειξα πιο πάνω, το εκλογικό αποτέλεσμα δυνατό να μην διαφοροποιηθεί, επειδή προστίθενται στην καταμέτρηση 2 ψηφοδέλτια για τον κ. Νικοδήμου και 1 στον κ. Αργυρίδη. Παρ' όλο τούτο, θα διατάξω την ακύρωση της εκλογικής αναμέτρησης και επανακαταμέτρηση των ψήφων, επειδή και για την υπόλοιπη διαδικασία, δεν θεωρώ ότι είναι αδιάβλητο το αποτέλεσμα».
Η εκτίμηση του Εκλογοδικείου φαίνεται να ήταν πως, παρά το ότι με το να ληφθούν υπόψη τα τρία ψηφοδέλτια δεν διαφοροποιείται το εκλογικό αποτέλεσμα και ο Εφεσίβλητος πάλι αποτυγχάνει να εκλεγεί, επειδή οι περιστάσεις κατά τη διαδικασία διαλογής και καταμέτρησης ήταν όπως περιγράφονται στα ευρήματα του, δεν θεωρούσε ότι το αποτέλεσμα ήταν αδιάβλητο, οπόταν η αναμέτρηση θα αποκάλυπτε κατά πόσο είχε γίνει κάποιο σφάλμα ή θα επιβεβαίωνε ότι η καταμέτρηση ήταν ορθή. Ιδιαίτερα εφόσον και η διαφορά ήταν πολύ μικρή.
Με το λόγο έφεσης 1, πάλι κατ' επίκληση του άρθρου 58, και στη βάση ότι η όποια μη συμμόρφωση δεν επηρέασε τo απoτέλεσμα της εκλoγής, οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Εκλογοδικείο εσφαλμένα ακύρωσε την εκλογή του Νικοδήμου, παραλείποντας να λάβει υπόψη του και το άρθρο 36 του Ν.72/1979, που διαλαμβάνει ότι:
«(1) Ουδεμία εκλoγή ακυρoύται λόγω-
........................
(γ) πάσης άλλης μη τηρήσεως ή συμμoρφώσεως πρoς τας διατάξεις τoυ παρόvτoς Νόμoυ, εάv ήθελε φαvή ότι η εκλoγή διεξήχθη συμφώvως πρoς τας αρχάς τας διατυπoυμέvας εις τας διατάξεις ταύτας και τo περί oυ ζήτημα θέμα δεv επηρέασε τo απoτέλεσμα της εκλoγής».
Οι λόγοι τους οποίους το Εκλογοδικείο επικαλέστηκε για να διατάξει αναμέτρηση δεν επέτρεπαν, εν προκειμένω, τέτοια προσέγγιση. Ενδεχομένως το Εκλογοδικείο να είχε παρασυρθεί από περιπτώσεις στη νομολογία όπου διατάχθηκε αναμέτρηση όταν η διαφορά στις ψήφους ήταν πολύ μικρή. Στην Evzonas v. Papadopoulos and Others (1986) 1 C.L.R. 266, 270, αναφέρθηκε ότι επρόκειτο για ιδιάζουσα περίπτωση, αφού η διαφορά στις ψήφους ήταν πολύ μικρή, ωστόσο, είχε ληφθεί υπόψη ότι και η μαρτυρία του εφόρου αναφερόταν σε αναταραχή που επικρατούσε κατά την καταμέτρηση. Είχε όμως και εκεί αναφερθεί ότι η αναμέτρηση δεν είναι μέσο για επιβεβαίωση των πραγματικών γεγονότων. Και η αναμέτρηση είχε διαταχθεί ενδιαμέσως, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια ο αιτητής να υποβάλει κατάλογο των ψηφοδελτίων για τα οποία θα είχε ένσταση. Στην Παρισινός ν. Κυριάκου κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 627, 636, αναφέρθηκε ότι:
«Η αναμέτρηση των ψήφων δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε προβλέπεται ως θεραπεία για τη διαπίστωση πιθανού λάθους στην καταμέτρηση και διαλογή των ψήφων. Ενστάσεις σε σχέση με την καταμέτρηση και διαλογή των ψήφων μπορεί να διατυπωθούν επί τόπου προς τελέσφορη αντιμετώπισή τους. Σ' αυτό αποβλέπει και η παρουσία των κομματικών αντιπροσώπων προς παρακολούθηση της διαδικασίας επισήμανσης λαθών και υποβολής ενστάσεων επί τόπου».
Εν προκειμένω, η αναμέτρηση ήταν και αχρείαστη. Ουδείς είχε αμφισβητήσει ότι τα ψηφοδέλτια ήταν 226 και ότι τρία ήταν λευκά, Παρέμεναν 221 ψηφοδέλτια. Η αμφισβήτηση που εγειρόταν με την εκλογική αίτηση αφορούσε τα τρία ψηφοδέλτια που η ίδια η προεδρεύουσα ξεχώρισε από τα υπέρ του Εφεσίβλητου και τα έκρινε ως άκυρα (και ακόμη ένα υπέρ του Νικοδήμου), ώστε να παραμένουν 108 ψήφοι υπέρ του Εφεσίβλητου και 109 ψήφοι υπέρ του Νικοδήμου. Ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η διαλογή και καταμέτρηση στο εκλογικό κέντρο, δεν επηρέασε το αποτέλεσμα. Τίποτα που αμφισβητήθηκε δεν παρέμεινε εκτός του ελέγχου και της κρίσης του Εκλογοδικείου. Το Εκλογοδικείο εξέτασε τα τρία ψηφοδέλτια υπέρ του Εφεσίβλητου, αλλά και τα τρία ψηφοδέλτια υπέρ του Νικοδήμου που τέθηκαν ενώπιον του. Η κρίση από το Εκλογοδικείο της εγκυρότητας τους επιβεβαίωσε ότι ο Νικοδήμου εξελέγη, με μόνη διαφοροποίηση ως προς τις ψήφους, 111 έναντι 109 του Εφεσίβλητου. Ως εκ της κατάληξης αυτής, ουδεμία από τις θεραπείες που ζητούσε ο Εφεσίβλητος με την αίτηση του μπορούσε να χορηγηθεί.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 επιτυγχάνουν. Καθίσταται αχρείαστο να εξετάσουμε τους εναπομείναντες λόγους έφεσης, ενώ οι λόγοι αντέφεσης 3 και 4 καθίστανται άνευ αντικειμένου.
Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται.
Η απόφαση του εκλογοδικείου να εκδώσει διάταγμα ακύρωσης της εκλογής και διάταγμα διαλογής και αναμέτρησης των ψήφων, παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση απόρριψης της εκλογικής αίτησης.
Καταλήξαμε ότι στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης θα ήταν ορθό και δίκαιο, ασκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια, να μην επιδικάσουμε έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία.
€4000 έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Α. Δαυίδ, Δ.
[1] «243. Returning officer's decision final. The decision of the returning officer on any question arising in respect of any ballot paper is final, but subject to review on an election petition»
[2] Εισήχθη με τον περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1987, Ν.297/1987.
[3] «As respects ballot papers which have names, initials, figures or other possible marks of identification on them by which it might be suggested that the voter could be identified, it has been said that the court should look at the paper and form its own opinion whether what is there has been put there by the voter for the purpose of indicating for whom he votes; if the voter has not voted in the proper way (if for example, he has made two crosses, or some other such marks which might have been intended for purposes of identification), but the court comes to the conclusion on looking at the paper that the real thing that the voter has been doing is to try, badly or mistakenly, to give his vote, and make it clear for whom he voted, then these marks should not be considered to be marks of identification unless there is positive evidence of some agreement to show that it was so;»