ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 19/2024)
2 Δεκεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.130/2024
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ O. A. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΔΙΚΗ ΕΝΤΟΣ ΔΙΚΗΣ ΑΡ. 1) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.7.2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΚΗΣ ΕΝΤΟΣ ΔΙΚΗΣ ΕΠΙ ΕΝΣΤΑΣΕΩΣ ΑΠΟΔΕΚΤΟΤΗΤΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡ. 12, 17, 18 ΚΑΙ 19 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 6, 8 ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ Ν.92/1996 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ, ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΗΜΕΡ. 27.4.2016, Ν.125(Ι)/2018 ΚΑΙ Ν.44(Ι)/2019
____________________
Κ. Ευσταθίου, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση δια κλήσεως αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 8.7.2024 στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης και Prohibition για την παρεμπόδιση συνέχισης της ακροαματικής διαδικασίας της εν λόγω υπόθεσης. Η ενδιάμεση απόφαση εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης με την οποία έγινε δεκτή η κατάθεση ενός ψηφιακού δίσκου ο οποίος περιείχε αρχεία εικόνας, βίντεο και τοποθεσιών, τα οποία εξάχθηκαν από τα κινητά τηλέφωνα και την κάμερα του Εφεσείοντα (εκεί κατηγορούμενου 1).
Στο πλαίσιο ακρόασης της ποινικής υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων με άλλα πρόσωπα για αδικήματα τρομοκρατίας, κατοχής πυροβόλου όπλου, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ο πρώτος μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής επιχείρησε να καταθέσει τον προαναφερόμενο ψηφιακό δίσκο. Ο Εφεσείων, μεταξύ άλλων, έφερε ένσταση στην κατάθεση του στη βάση του ότι η πρόσβαση σε ιδιωτική επικοινωνία του παραβίαζε το Σύνταγμα και τον Νόμο. Το Κακουργιοδικείο έκρινε σκόπιμο να διεξάγει δίκη εντός δίκης για να αποφασιστεί η δεκτότητα αυτού. Άκουσε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, προέβη στην αξιολόγηση αυτής και σε ευρήματα και, στο πλαίσιο εξέτασης της νομικής πτυχής, κατέληξε ότι η λήψη αυτής της μαρτυρίας έγινε νόμιμα, προς πλήρη συμμόρφωση με το Σύνταγμα και τον Νόμο. Η κατάληξη του αυτή οδήγησε στην απόρριψη της ένστασης και αποδοχή της κατάθεσης των τεκμηρίων.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομικά εσφαλμένη καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως αντικείμενο της αίτησης για άδεια ήταν ο τερματισμός και ή η διακοπή της ποινικής δίωξης και δίκης. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο παράγοντα άσχετου με την αίτηση, ήτοι το κατά πόσο θα δημιουργείτο αμηχανία και δυσκολία στην Κατηγορούσα Αρχή στην απόδειξη της υπόθεσης. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε πασιφανές σφάλμα καθότι ενώ αποδέχθηκε την πρόσβαση και επεξεργασία δεδομένων κινητής τηλεφωνίας του Αιτητή, θεώρησε ότι δεν έλαβε χώρα επεξεργασία και χρήση τους εν τη εννοία του Νόμου. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο η παράλειψη να εξετάσει κατά πόσο η επεξεργασία και κατάσχεση των δεδομένων των κινητών τηλεφώνων επιτρεπόταν από τον Νόμο και το Σύνταγμα.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτή η δικαιοδοσία ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, κατά προνόμιο, όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Σχετική είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, το κριτήριο σε τέτοιας φύσης διαδικασία είναι κατά πόσο το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του και σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες του δικαίου. Η ίδια αρχή επαναλήφθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με Αίτηση του Ευθύβουλου Λιασίδη (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 185, στην οποία λέχθηκε ότι αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και όχι της ορθότητας της απόφασης. Το βάρος να καταδείξει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση βρίσκεται στους ώμους του αιτητή.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε το κατά πόσο τυχόν έκδοση εντάλματος Prohibition θα οδηγούσε στον τερματισμό της ποινικής διαδικασίας και τυχόν έκδοση εντάλματος Certiorari θα προκαλούσε αμηχανία στην Κατηγορούσα Αρχή ανάλογα και με τη σημασία της μαρτυρίας της σε σχέση με την υπόθεση.
Παρά την ενασχόληση του με το πιο πάνω ζήτημα, προκύπτει ότι, τελικώς, η ουσία του σκεπτικού της υπό κρίση απόφασης ήταν το κατά πόσο υπήρχε προφανές νομικό σφάλμα στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η ενδιάμεση απόφαση δεν καταδεικνύει πως εκφεύγει των ορίων της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου και ότι η κρίση του ήταν το αποτέλεσμα της ερμηνείας που αυτό έδωσε αναφορικά με το άρθρο 21 του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 έως 2020, Ν.92(Ι)/1996, η οποία «δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προφανέστατο νομικό σφάλμα».
Επομένως, παρέλκει η εξέταση των δύο πρώτων λόγων έφεσης και προχωρούμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 3 και 4 μαζί λόγω του ότι αυτοί αφορούν την ουσία της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και είναι συναφείς.
Θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πράγματι, το ζήτημα εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου, το οποίο για την εξέταση του διεξήγαγε δίκη εντός δίκης εφόσον δεν υπήρχε κοινώς αποδεκτό υπόβαθρο γεγονότων. Το Κακουργιοδικείο άκουσε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές την οποία και αξιολόγησε για να καταλήξει στα ευρήματα του. Ακολούθως, ερμήνευσε το άρθρο 21 του Ν.92(Ι)/1996 για να προβεί στην τελική του τοποθέτηση περί της δεκτότητας των τεκμηρίων. Επομένως, το Κακουργιοδικείο ενήργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, άκουσε τις δύο πλευρές και εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση δίδοντας την ανωτέρω νομική ερμηνεία.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Χρίστου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 398:
«Είναι ορθό ότι όταν από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της διαδικασίας εμφαίνεται ότι η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη κατά νόμο μπορεί να δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος Certiorari που να ακυρώνει την απόφαση (R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [1952] 1 All E.R.122). Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για Certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (R. v. Christian [1842], 12 L.J. Μ. C. 26, R. ν. Murphy [1921] 2 I. R. 190, R. (Limerick Corpn.) v. Local Government Board [1922] 2 I. R. 76, C. A., R. v. Healy [1923], 57 L L T. 21). Όταν το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέβη ή έκανε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του, απλά και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα νομοθέτημα, αποδέκτηκε παράνομη μαρτυρία, απέρριψε νόμιμη μαρτυρία, προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή ακόμα και αν καταδικάσει χωρίς μαρτυρία. (Βλέπε σχετικά Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος Π, παραγρ. 119).»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Είναι αυτή τη νομική αρχή που εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξού και παρέπεμψε στις υποθέσεις Ex parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122 και Re Kakos (ανωτέρω). Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αναφορικά την Αίτηση της Εταιρείας Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1066, θα πρέπει η πλάνη να μπορεί να διαπιστωθεί αμέσως από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν ανάλυσης των στοιχείων ή της μαρτυρίας για να μπορεί να ακυρωθεί μια απόφαση με ένταλμα Certiorari. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις του Εφεσείοντα και έκρινε ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν ήταν πρόσφορη για την έκδοση εντάλματος Certiorari (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Κυριάκου, Πολ. Αίτηση Αρ. 118/2021, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:D253 και Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Κυριάκου, Πολ. Αίτηση Αρ. 220/2021, ημερ. 24.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:D530).
Ενόψει της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπήρξε προφανές νομικό σφάλμα στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, το ζήτημα τελείωνε εκεί και δεν απαιτείτο όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχοληθεί με το κατά πόσο υπήρχε άλλο διαθέσιμο ένδικο μέσο στον Αιτητή.
Παρά ταύτα και χωρίς αυτό να ήταν αναγκαίο, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση πως η εν λόγω απόφαση δύναται να προσβληθεί με έφεση σε περίπτωση καταδίκης, με βάση το άρθρο 25(2) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ.2) του 2024, Ν.14/1960. Εκ του περισσού αναφέρουμε ότι αυτή η διαπίστωση του είναι ορθή (βλ. Αναφορικά με την υπό εκκαθάριση εταιρεία S.N.K. Exclusive Properties Ltd (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1734).
Για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ