ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 136/2016)
20 Δεκεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕΣΣΙΟΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ, ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
2. ΘΕΜΗΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
3. ΟΜΗΡΟΣ ΜΟΤΙΤΗΣ,
4. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Εφεσίβλητοι.
____________________
Χρ. Μάγος για Ανδρέα Χρ. Μάγο & Συνεργάτες, για τον
Εφεσείοντα.
Κ. Δημητριάδης για Κώστα Π. Δημητριάδη ΔΕΠΕ, για τον
Εφεσίβλητο1.
Χρ. Τσεκούρας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 2,
3 και 4.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Ο Εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα απορρίφθηκε η αγωγή του με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για σοβαρούς τραυματισμούς και υλικές ζημιές που υπέστη συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Εναγόμενος 1 στην αγωγή ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου με το οποίο συγκρούστηκε ο Εφεσείων, ο οποίος μετά την καταχώρηση της Έφεσης απεβίωσε και προστέθηκε ως διάδικος ο διαχειριστής της περιουσίας του (στο εξής, για σκοπούς ευκολίας, θα αναφέρεται ως «Εφεσίβλητος 1»). Οι άλλοι Εναγόμενοι ήταν δύο Αστυφύλακες, οι οποίοι λάμβαναν μέρος σε καταδίωξη του Εφεσείοντα που προηγήθηκε του ατυχήματος και η Δημοκρατία, Εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 αντίστοιχα. Τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ιδιαίτερα.
Με τρεις λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση. Ο πρώτος και ο τρίτος λόγος αφορούν τη σύγκρουση με το όχημα του Εφεσίβλητου 1 και θα εξεταστούν μαζί.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι ο Εφεσίβλητος 1 δεν έφερε οιανδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα. Στην αιτιολογία του λόγου απλώς αναφέρεται ότι ο Εφεσίβλητος 1 εισήλθε στον κύριο δρόμο από πάροδο, χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, συνδράμοντας άμεσα και σε πολύ μεγάλο ποσοστό ευθύνης στην πρόκληση του δυστυχήματος.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η ταχύτητα της μοτοσικλέτας του Εφεσείοντα ήταν αυτή που έδειχνε το ταχύμετρο που βρέθηκε στο έδαφος στο μέρος του ατυχήματος. Στην αιτιολογία του τρίτου λόγου αναφέρεται ότι, με βάση επιστημονική έρευνα, η ταχύτητα της μοτοσικλέτας κατά τη σύγκρουση δεν ήταν αυτή που δείχνει το ταχύμετρο και, συνεπώς, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η ταχύτητα του οδηγού της μοτοσικλέτας ήταν αυτή που έδειχνε το ταχύμετρο είναι λανθασμένη.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο, στο περίγραμμα αγόρευσης γίνεται αναφορά σε λανθασμένα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων και διαδίκων, στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Παραπέμπει στη μαρτυρία του εξεταστή που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, ο οποίος ανέφερε ότι η αρχική του καταμέτρηση της ορατότητας ήταν λανθασμένη. Προβάλλεται ότι αυτό αποτελεί σημαντικό σημείο της υπόθεσης και πως η μαρτυρία του εξεταστή δεν έχει ενισχυθεί από άλλο μάρτυρα, γεγονός αξιοσημείωτο, κατά την εισήγηση, εφόσον πρόκειται για πολυσύχναστη λεωφόρο, ειδικότερα την ημέρα του ατυχήματος, που ήταν Σάββατο. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι το όχημα που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος 1 ήταν παλαιάς τεχνολογίας και, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι χρειαζόταν αρκετά δευτερόλεπτα για να διασχίσει την εν λόγω λεωφόρο, τότε είναι φανερό ότι οδηγούσε το όχημα του με τέτοιο τρόπο που δεν το έλεγχε, έτσι ώστε να εισέλθει και να προχωρήσει εντός της λεωφόρου εντός εύλογου χρόνου. Καταλήγοντας, ανέφερε ότι, σε περίπτωση που γίνει αποδεκτό ότι ο Εφεσείων οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και λαμβάνοντας υπόψη τη μικρή ταχύτητα που κινείτο ο Εφεσίβλητος, «είναι ξεκάθαρο ότι με την εφαρμογή κοινής λογικής», η ευθύνη θα έπρεπε να καταμεριστεί 50-50.
Ο τρίτος λόγος δεν αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης, συνεπώς παραμένει στη γενικότητα του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παρατήρησε ότι «αναμφίβολα η ταχύτητα με την οποία ο ενάγων οδηγούσε κατά την στιγμή του δυστυχήματος έχει καθοριστική σημασία, σε συνάρτηση με την ορατότητα του εναγόμενου 1». Ο Εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία, η πλευρά του όμως κάλεσε ως μάρτυρες τον εξεταστή της υπόθεσης και έναν εμπειρογνώμονα, η μαρτυρία των οποίων, ήταν διιστάμενη ως προς αυτά τα σημεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με περισσή λεπτομέρεια και επιμελώς, αξιολόγησε τη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων και κατέληξε να αποδεχθεί αυτή του εξεταστή, τόσο ως προς την ορατότητα που είχε ο Εφεσίβλητος 1 όταν σταμάτησε στο Αλτ της οδού Υπατίας και έλεγξε το δρόμο στα δεξιά του, προτού εισέλθει στη Λεωφόρο Λεμεσού, όσο και ως προς την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα ο Εφεσείων. Κατέληξε, συναφώς, ότι ο Εφεσίβλητος 1 είχε ορατότητα 130μ. όταν αποφάσισε να εισέλθει στη Λεωφόρο, ενώ ο Εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα 152 χαω. Με την έφεση δεν αμφισβητείται ευθέως η αξιολόγηση της μαρτυρίας. Πέραν τούτου, δεν προβάλλεται στην αγόρευση οποιοσδήποτε πειστικός λόγος που να αμφισβητεί την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, ο εξεταστής της υπόθεσης ήταν μάρτυρας του Εφεσείοντα και η μαρτυρία του τον δεσμεύει. Ως προς τον τρόπο που έγινε το ατύχημα, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 1, την οποία έκρινε ειλικρινή και ανεπιτήδευτη, επισημαίνοντας ότι αυτός δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις, παρά την επανειλημμένη επί συγκεκριμένων θεμάτων αντεξέταση του, σημειώνοντας συγχρόνως ότι η μαρτυρία του συνάδει με το σχεδιάγραμμα της σκηνής που ετοιμάστηκε από τον εξεταστή της υπόθεσης. Κατέληξε συναφώς ότι:
«. ο εναγόμενος 1 το βράδυ της 27.7.07 και περί ώρα 23.55 κινείτο επί της οδού Υπατίας, η οποία ευρίσκεται αριστερά σε σχέση με την πορεία από τα φώτα του Ρ.Ι.Κ προς Λευκωσία. Σταμάτησε στο αλτ με πρόθεση να διασχίσει τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας για να εισέλθει δεξιά επί της λεωφόρου Λεμεσού με κατεύθυνση προς το Ρ.Ι.Κ. Η λεωφόρος Λεμεσού με κατεύθυνση προς την Λευκωσία έχει δυο λωρίδες κυκλοφορίας και από Λευκωσία προς τα φώτα του Ρ.Ι.Κ. έχει τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, εκ των οποίων μια, η δεξιά σε σχέση με την πορεία προς Ρ.Ι.Κ. έχει στροφή δεξιά προς την οδό Υπατίας. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και η λεωφόρος Λεμεσού ήταν καθαρή χωρίς οχήματα.».
Ως προς την ευθύνη του Εφεσίβλητου 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Στην βάση των ευρημάτων και γεγονότων ως και των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα, η μόνη αναπόφευκτη γενεσιουργός αιτία για το δυστύχημα ήταν η ιλιγγιώδης ταχύτητα του ενάγοντα. Ελλείπει ο ουσιώδης συνδετικός κρίκος της αλυσίδας, η αιτιώδης συνάφεια και σχέση μεταξύ της κατ' ισχυρισμό αμέλειας του εναγομένου 1 με το δυστύχημα. Η ταχύτητα των 152 χαω του ενάγοντα αποτελεί την μοναδική και αποκλειστική αιτία που έγινε το δυστύχημα. Το γεγονός ότι η μοτοσικλέτα δεν άφησε ίχνη τροχοπέδησης, υποδηλώνει πως ούτε και ο ενάγων με την ταχύτητα που έτρεχε είδε τον εναγόμενο 1 που ήδη βρισκόταν εντός και διέσχιζε τη λεωφόρο Λεμεσού, ή έδωσε ή και άφησε κάποια ευκαιρία στον εαυτό του ώστε να έχει επαρκή παρατηρητικότητα στο δρόμο. Είναι συνεπώς η κατάληξη του δικαστηρίου ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί και αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος 1 παρέβη οποιοδήποτε καθήκον και/ή ότι η παράβαση του καθήκοντος του ήταν η αιτία της ζημιάς, ήτοι του δυστυχήματος (Κτηνοτροφική Επιχείρηση ανωτέρω).».
Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο ανέλυσε όλες τις πτυχές της μαρτυρίας και την αξιολόγησε λεπτομερώς εντός του ορθού πλαισίου, καταλήγοντας στα ορθά συμπεράσματα.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη την ευθύνη των μοτοσικλετιστών της αστυνομίας που καταδίωκαν τον Εφεσείοντα, μέχρι την στιγμή της πρόκλησης του ατυχήματος. Στην αιτιολογία αναφέρει ότι η καταδίωξη και ο φόβος σύλληψης συνέτεινε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πρόκληση του ατυχήματος, αφού «όπως το δικαστήριο διαπίστωσε ο οδηγός της μοτοσικλέτας Ενάγοντας δεν αντελήφθη ούτε γνώριζε ότι δόθηκαν οδηγίες από τον αρχηγό της ομάδας των μοτοσικλετιστών να σταματήσει η καταδίωξη του αλλά πίστευε ότι συνεχιζόταν.».
Αποτελεί θέση του Εφεσείοντα, ως προωθήθηκε στην αγόρευση του, ότι η αιτία πρόκλησης του ατυχήματος ήταν οι ενέργειες των Εφεσιβλήτων 2 και 3, οι οποίοι, όντες αστυφύλακες και γνώστες του ορίου ταχύτητας εντός κατοικημένης περιοχής, είχαν καθήκον και υποχρέωση να προφυλάξουν, τόσο τον Εφεσείοντα όσο και τους άλλους χρήστες της λεωφόρου. Η υπερβολική ταχύτητα που χρησιμοποίησαν οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 από τον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας-Λευκωσίας μέχρι και τα φώτα του ΡΙΚ, όπου σταμάτησε η καταδίωξη, ήταν η αιτία πρόκλησης του ατυχήματος, κατά την εισήγηση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, περί τις 23.30 της ημέρας του ατυχήματος, οι Εφεσίβλητοι 2 και 3, μαζί με ακόμα ένα συνάδελφο τους βρίσκονταν καθήκον για έλεγχο μοτοσικλετιστών στη Λάρνακα. Κατά την επιστροφή τους στο Αρχηγείο από τον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας - Λευκωσίας, στο ύψος της συμβολής του Κοτσιάτη, αντιλήφθηκαν μπροστά τους δυο μοτοσικλετιστές, ο ένας εκ των οποίων στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι ήταν ο Εφεσείων, που οδηγούσαν με μια ταχύτητα γύρω στα 130-140 χαω, πολύ επικίνδυνα και χωρίς πινακίδες εγγραφής. Ο ένας οδηγούσε στον πισινό τροχό και ο άλλος προσπερνούσε πότε από την αριστερή και πότε από την δεξιά λωρίδα και σε κάποιες περιπτώσεις από την λωρίδα ασφαλείας. Άναψαν αμέσως τους φάρους και ανέπτυξαν ταχύτητα, πλησίασαν τους οδηγούς και ηχώντας τις σειρήνες, τους έκαναν σήμα να σταματήσουν. Οι μοτοσικλετιστές, αντί να συμμορφωθούν, ανέπτυξαν ταχύτητα για να διαφύγουν. Τους ακολούθησαν με ταχύτητα περί τα 180-200 χαω, για να προσπαθήσουν να τους ανακόψουν, να προβούν σε έλεγχο και να μάθουν τα στοιχεία των οδηγών και των μοτοσικλετών και να καταγγελθούν. Οι μοτοσικλετιστές έτρεχαν με περισσότερη ταχύτητα. Στη συνέχεια, ο Εφεσείων σε δυο περιπτώσεις σταμάτησε και, αντί να παραμείνει στη θέση του, την μια φορά κτύπησε τον ένα αστυφύλακα με το χέρι του και ανέπτυξε ταχύτητα και τη δεύτερη φορά κλώτσησε με το δεξί του πόδι τη μοτοσικλέτα του αστυφύλακα και εισήλθε στην αντίθετη κατεύθυνση του κυκλικού κόμβου Καλαμών. Ο Εφεσείων πέρασε τα φώτα Καλησπέρα και ο Εφεσίβλητος 2 συνέχισε την καταδίωξη μέχρι τα φώτα του ΡΙΚ, οπόταν τον ειδοποίησαν να την σταματήσει. Ο Εφεσείων, πέρασε τα φώτα του ΡΙΚ με αναμμένο το κόκκινο φως και με υπερβολική ταχύτητα και συγκρούστηκε με το όχημα του Εφεσίβλητου 1, που εξερχόταν από την οδό Υπατίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή ανάλυση της μαρτυρίας και των εισηγήσεων των δικηγόρων του Εφεσείοντα, καθώς και της νομολογίας ως προς το καθήκον που επιβάλλεται στα αστυνομικά και άλλα κρατικά οχήματα σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη και κατέληξε ως ακολούθως:
«Στην παρούσα υπόθεση οι ενέργειες των εναγομένων 2 και 3 και η απόφαση τους να καταδιώξουν τον ενάγοντα και τον άλλο μοτοσικλετιστή, υπό τις δοσμένες συνθήκες που έχουν περιγραφεί, δεν συνιστούσε κάποια παράβαση καθήκοντος εκ μέρους τους, ή αμελή πράξη έναντι του ενάγοντα (reckless disregard), αλλά μια καθόλα νόμιμη ενέργεια και εντός των καθηκόντων τους και εντός των πλαισίων της υπόθεσης Marshall ανωτέρω. Θα ήταν και αντινομικό αλλά και τελείως παράλογο να επιβάλλεται ειδικό καθήκον επιμέλειας και ευθύνης σε αστυνομικό, όταν σε άρνηση του πολίτη να σταματήσει στο σήμα του και ακολουθήσει νόμιμη καταδίωξη, να έχει καθήκον διαφορετικό από αυτό που έχει εξηγηθεί, ώστε να λάβει μέτρα για την προστασία του καταδιωκώμενου. Και επειδή ακριβώς είναι αδύνατον να τεθούν κριτήρια για τέτοια μέτρα, ούτε και έχει υποδειχθεί ποια είναι αυτά τα μέτρα, αυτό θα κατέληγε στο παράλογο και παντελώς άτοπο αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή, ή να καθίσταται, εκ των πραγμάτων, αδύνατη η καταδίωξη των παρανομούντων. Αντίθετα, όπως κάθε πολίτης, έτσι και ο καταδιωκώμενος από την αστυνομία, και κάθε άλλος παρανομών πολίτης, έχει το ίδιο καθήκον επιμέλειας και προσοχής προς τους τρίτους, στην βάση της διακηρυγμένης αρχής στην κλασσική υπόθεση Donoghue v. Stevenson (1932) A.C. 562, ώστε να λαμβάνει μέτρα φροντίδας και προστασίας προς τους τρίτους. Η αρχή είναι καθολική μηδενός εξαιρουμένου. Κατά συνέπεια, η απόφαση του ενάγοντα να αγνοήσει το σήμα των αστυνομικών για να σταματήσει και η προσπάθεια του να διαφύγει αναπτύσσοντας ιλιγγιώδη ταχύτητα, πέραν του ότι αποτελούσε δική του επιλογή, αναπόφευκτα τον επιφόρτιζε με το καθήκον της επιμέλειας και προσοχής προς τους τρίτους που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο.
Στην βάση όσων έχουν εξηγηθεί και αναλυθεί, υπό τις δοσμένες συνθήκες της καταδίωξης του ενάγοντα υπό των εναγομένων 2 και 3 και του δυστυχήματος που στην συνέχεια προκλήθηκε, είναι η κατάληξη του δικαστηρίου, ότι οι εναγόμενοι 2-4 δεν φέρουν καμιά ευθύνη για το δυστύχημα. Κατά συνέπεια η αγωγή εναντίον των εναγομένων 2-4 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.».
Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Εξέτασε εντός του ορθού πλαισίου το καθήκον που έχουν τα αστυνομικά όργανα σε τέτοιου είδους υποθέσεις και, στη βάση των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα, κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα. Επαναλαμβάνουμε ότι ο Εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία και, συνεπώς, δεν μπορεί να γνωρίζει κάποιος κατά πόσο θεωρούσε ότι συνέχιζε η καταδίωξη, παρά το ότι αυτό το στοιχείο δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να έχει οποιαδήποτε επίδραση, όπως κατέληξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Εν κατακλείδι, αναφέρεται ότι το Δικαστήριο, με περισσή λεπτομέρεια ανέλυσε την προσαχθείσα μαρτυρία και το καθήκον επιμέλειας που είχε ο κάθε διάδικος και κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ του Εφεσίβλητου 1. Για τους υπόλοιπους Εφεσίβλητους δεν επιδικάζονται έξοδα, λόγω του ότι δεν καταχώρησαν γραπτή αγόρευση και, κατά συνέπεια, δεν τους επετράπη ούτε να αγορεύσουν προφορικά.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΧΤΘ