ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ   

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 71/2015

 

19 Νοεμβρίου, 2024

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗ,  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

CHRISTINCE HARISSON

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

ΚΑΙ

 

CARIBBEAN SWIMMING POOLS LTD

Εφεσίβλητους/Εναγόμενους

-----------------------------

 

Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,  για εφεσείουσα

Λυσάνδρου, Φλώρου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους

------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.   Η ενάγουσα, με την αγωγή της απαιτούσε από τους εναγόμενους, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, την καταβολή αποζημιώσεων για παράβαση γραπτής συμφωνίας την οποία είχαν συνάψει μεταξύ τους την 1.12.2003.  Αυτή αφορούσε την παροχή από τους τελευταίους υπηρεσιών για την κατασκευή μιας κολυμβητικής δεξαμενής και μιας μονάδας SPA, (jacuzzi),  έναντι ποσού Λ.Κ. 26.000.- που αντιστοιχούσε στο ποσό των €44.423,64.  Συγκεκριμένα, ήταν η δικογραφημένη θέση της ενάγουσας ότι οι εναγόμενοι δεν περάτωσαν το έργο εντός 35 ημερών από την έναρξη των εργασιών, όπως προέβλεπε η συμφωνία.  Πλέον σημαντική, όμως, ήταν η θέση της ότι το έργο μετά την ολοκλήρωση του, παρουσίαζε ελαττώματα και κακοτεχνίες.  Για την επιδιόρθωση τους θα χρειαζόταν ποσό €35.500.- ενώ για την επανακατασκευή της κολυμβητικής δεξαμενής και της μονάδας SPA θα χρειαζόταν ποσό €57.000.-  Η ενάγουσα απαιτούσε τα πιο πάνω ποσά διαζευκτικά, ανάλογα με το τι θα προωθούσε στην πορεία, δηλαδή επιδιόρθωση ή ανακατασκευή των διαφόρων τμημάτων του έργου. 

 

Oι εναγόμενοι, παραδέχονταν, στο δικόγραφο τους ότι είχαν συνάψει με την ενάγουσα την προαναφερθείσα συμφωνία.  Αρνούντο, όμως, για τους διάφορους λόγους που προέβαλαν, την αποδιδόμενη σε αυτούς ευθύνη για παραβίαση της.  Συνακόλουθα, αρνούντο ότι είχαν υποχρέωση και να καταβάλουν σε αυτή οποιοδήποτε από τα αξιούμενα, ανωτέρω, χρηματικά ποσά.  Μετά την ολοκλήρωση της δικογραφίας, τα μέρη, ενεργώντας μέσω των δικηγόρων τους κατέβαλαν προσπάθεια προκειμένου να κατέληγαν σε συμφωνία για καταφυγή σε διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης της διαφοράς τους.  Το Δικαστήριο τούς έδωσε χρόνο προς τούτο.  Τελικώς, συμφώνησαν να αναθέσουν σε ανεξάρτητο πραγματογνώμονα, μέλος του ΕΤΕΚ, την ετοιμασία έκθεσης η οποία θα ήταν δεσμευτική και θα οδηγούσε, χωρίς άλλο, στην επίλυση της διαφοράς τους.

 

Αναφορά στη συμφωνία των μερών θα γίνει στη συνέχεια.  Στο παρόν στάδιο σημειώνεται πως η πιο πάνω προσπάθεια, τελικώς, δεν ευοδώθηκε.  Χωρίς οποιεσδήποτε εξηγήσεις και ειδικά από μέρους του Δικαστηρίου, ως προς την τύχη της συμφωνίας, η απαίτηση της ενάγουσας προχώρησε σε ακρόαση, η οποία κατέληξε με την έκδοση απορριπτικής απόφασης. Το Δικαστήριο, στο στάδιο εκείνο έκρινε ότι η μαρτυρία της ενάγουσας και των μαρτύρων της, ο ένας εκ των οποίων ήταν ο πραγματογνώμονας που είχε ετοιμάσει την έκθεση, δεν ήταν αρκούντως πειστική και απέρριψε την απαίτηση, με έξοδα σε βάρος της.  Οι εναγόμενοι, από την πλευρά τους, προσέφεραν τη μαρτυρία μόνο του διευθυντή τους.  Το Δικαστήριο, όπως άφησε να νοηθεί, εξέτασε εκ περισσού τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρος των εναγομένων.  Στο πλαίσιο αυτό παρατήρησε, όμως, ότι η καθίζηση της πισίνας και τα προβλήματα στο μηχανοστάσιο και στη μονάδα SPA είχαν όντως παρουσιαστεί και αποτελούσαν βλάβες στο έργο.  Κατά την έκφραση του, τα ανωτέρω ήταν «τα μόνα ασφαλή ευρήματα και συμπεράσματα» πλην, όμως, όπως έκρινε δε διασυνδέθηκαν με συμβατικές παραλείψεις από μέρους των εναγομένων.

 

Η ενάγουσα, εφεσείουσα πλέον, προσέβαλε την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση με τέσσερις λόγους έφεσης.  Με τους πρώτους δύο αμφισβητεί την  παράλειψη του Δικαστηρίου να εφαρμόσει τη συμφωνία των διαδίκων και να εκδώσει απόφαση ως η έκθεση του πραγματογνώμονα τον οποίο είχαν διορίσει από κοινού, συμφωνώντας, συγχρόνως, ότι η έκθεση του θα ήταν δεσμευτική γι' αυτούς.  Με τους άλλους δύο λόγους έφεσης, η εφεσείουσα ψέγει την απόφαση του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία των δύο πραγματογνωμόνων, τους οποίους η ίδια είχε καλέσει ως μάρτυρες στη δίκη.  Στο πλαίσιο αυτό εισηγείται, συναφώς, πως το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων, μετέτρεψε εαυτόν σε πραγματογνώμονα, πράγμα ανεπίτρεπτο. 

 

Κατά το στάδιο των αγορεύσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος που χειρίστηκε την υπόθεση εκ μέρους της εφεσείουσας στο στάδιο της έφεσης, εισηγήθηκε όπως και  πιο πάνω με τους λόγους έφεσης, εστιάζοντας ιδιαίτερα την προσοχή στους πρώτους δύο. Συμπλήρωσε δε, πως αν οι εφεσίβλητοι  διαφωνούσαν με την έκθεση, δικαιούντο να την αμφισβητήσουν, όμως, θα έπρεπε και να αποδείξουν ότι αυτή ήταν άδικη για τους ίδιους.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος εκ μέρους των εφεσίβλητων, ανεξάρτητα με  την πιο πάνω πτυχή, βεβαίωσε ότι η απαίτηση της ενάγουσας, τελικώς, προχώρησε σε εκδίκαση χωρίς να είχε τεθεί οποιοδήποτε θέμα αναφορικά με τη συμφωνία των διαδίκων. Αντίθετα, βεβαίωσε και ο ίδιος τα περί της συνομολόγησης της συμφωνίας και ότι η έκθεση που θα προέκυπτε θα αποτελούσε τη βάση για επίλυση της διαφοράς των διαδικών.

 

Αποτελεί, λοιπόν, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι διάδικοι στην παρούσα υπόθεση συνήψαν μεταξύ τους συμφωνία για διευθέτηση της διαφοράς τους, καθ' όλα δεσμευτική γι'  αυτούς στη βάση του δικαίου των συμβάσεων. Η εν λόγω συμφωνία προέβλεπε την ανάθεση από κοινού, σε πραγματογνώμονα, μέλος του ΕΤΕΚ, την ετοιμασία έκθεσης, το περιεχόμενο της οποίας θα ήταν δεσμευτικό γι'  αυτούς και θα οδηγούσε σε οριστική επίλυση της διαφοράς τους σε σχέση με το σύνολο του προαναφερθέντος έργου. Η συμφωνία αυτή  κατεγράφη στο πρακτικό του Δικαστηρίου και προέβλεπε, συγκεκριμένα, τα εξής:

 

«Αμφότεροι οι συνήγοροι: Έχουμε συμφωνήσει όπως διοριστεί ανεξάρτητος εκτιμητής από το ΕΤΕΚ και το αποτέλεσμα το οποίο θα προκύψει από την εκτίμηση του θα είναι δεσμευτικό και για τις δύο πλευρές.»

 

Επί του προκείμενου να λεχθεί, κατ' αρχάς, πώς αντιδικούντα μέρη σε αστική υπόθεση δύνανται να συμφωνήσουν στο διορισμό πραγματογνώμονα για την ετοιμασία έκθεσης προς επίλυση της διαφοράς τους που βρίσκεται ενώπιον δικαστηρίου, (βλ. Χρίστου ν. Khoreva (2001) 1 A.A.Δ. 1874). Η συμφωνία αυτή είναι δεσμευτική για τα μέρη.  Το Δικαστήριο δε δύναται να παρέμβει προς το σκοπό τροποποίησης της.  Έχει, όμως, εξουσία στη βάση αυτής, να ενεργήσει για την υλοποίηση της (βλ. Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583). Η δέσμευση που αυτή επιφέρει παραπέμπει στο δίκαιο των συμβάσεων. Εφόσον δε αυτή διατυπώνεται υπό τέτοιους απόλυτους όρους, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δίνει συγχρόνως στο δικαστήριο εξουσία να προβεί στην εφαρμογή της, για την έκδοση απόφασης, αναλόγως. Βέβαια, εάν ένα από τα εν λόγω μέρη διαφωνεί και αποδείξει ότι το πόρισμα της έκθεσης του πραγματογνώμονα είναι άδικο για την πλευρά του, το δικαστήριο έχει, επίσης, εξουσία να αποφασίσει να μην την εφαρμόσει.  Ο όλος χειρισμός για την υλοποίηση τέτοιας συμφωνίας γίνεται με την ενεργό εμπλοκή του δικαστηρίου και υπό το πρίσμα της αρχής της δίκαιης δίκης που πρέπει να χαρακτηρίζει τη δικαστική διαδικασία σε κάθε υπόθεση αστικής φύσεως. 

 

Εμφανώς, δεδομένου του πιο πάνω περιεχομένου της συμφωνίας, τα μέρη δεν άφησαν οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το απόλυτο της συμβατικής δέσμευσης τους.  Η έκθεση δε του πραγματογνώμονα, με την κατάθεση της στο Δικαστήριο κατέστη  μέρος της συμφωνίας τους και τη συμπλήρωσε ως προς το τι έπρεπε να γίνει από τεχνικής άποψης για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών και των ελαττωμάτων στο όλο έργο, καθώς επίσης, ως προς τα ποσά που έπρεπε να δαπανηθούν για την αποκατάσταση τους.  Οι διαπιστώσεις του για τις διάφορες εργασίες που έπρεπε να γίνουν σε σχέση με την κολυμβητική δεξαμενή και τη μονάδα SPA, ήταν συγκεκριμένες και προέκυψαν συνεπεία της εξέτασης που αυτός διενήργησε στο υπό αναφορά έργο. Τα ευρήματα του, συναφώς, δεν αμφισβητήθηκαν όταν ετοιμάστηκε η έκθεση και πριν από την έναρξη της ακρόασης.  Εν πάση περιπτώσει, δεν αναφέρθηκε κάτι τέτοιο. Έπρεπε να τύγχανε υλοποίησης. Τέλος, η υπό αναφορά συμφωνία ήταν σαφής και αναγνώριζε,  ευθέως, το ενδεχόμενο ευθύνης από μέρους των εφεσιβλήτων στην περίπτωση διαπίστωσης της ύπαρξης κακοτεχνιών και ελαττωμάτων στο έργο.

 

Επομένως, δεδομένης της παράλειψης του Δικαστηρίου να ενεργήσει στη βάση αυτή και να εκδώσει απόφαση υπέρ της εφεσείουσας, η έφεση, όσον αφορά τους πρώτους δύο λόγους επιτυγχάνει.  Διαδραμώντος  του χρόνου, κρίνεται δε ορθό όπως η πτυχή που αφορά στο ποσό που πρέπει να επιδικαστεί στην εφεσείουσα, διαπιστωθεί από το παρόν Δικαστήριο στη βάση της έκθεσης του πραγματογνώμονα.  Παρεμπιπτόντως, υπό τις περιστάσεις καθίσταται αχρείαστη και η εξέταση των άλλων δύο λόγων έφεσης. 

 

Ο πραγματογνώμονας, στο μέρος της έκθεσης του που τιτλοφορείται «Πόρισμα», καταλήγει ότι για την αποκατάσταση των ελαττωμάτων του έργου έπρεπε να δαπανηθούν συγκεκριμένα ποσά.  Σε σχέση με δύο σημεία που αφορούν στην αποκατάσταση των υψομέτρων και της ηλεκτρομηχανολογικής εγκατάστασης αποφάσισε ότι τα ποσά αυτά ήταν €7.600.- και €4.200.- αντίστοιχα.  Για την αποκατάσταση της διαρροής νερού υπολόγισε ότι η αναγκαία δαπάνη επί πλήρους ευθύνης ήταν €6.950.- Εισηγήθηκε όμως, ως μέση λύση, λόγω πιθανώς της ύπαρξης και κάποιας ευθύνης και από μέρους της εφεσείουσας,  την κατανομή του πιο πάνω ποσού εξίσου μεταξύ των μερών, ήτοι να επωμίζοντο ποσό €3.475.- έκαστος. 

 

Όσον αφορά τη μονάδα SPA η εγκατάσταση της οποίας ήταν ευθύνη των εφεσιβλήτων, ο πραγματογνώμονας διαπίστωσε ότι αυτή είχε τοποθετηθεί λανθασμένα από τους τελευταίους και εξήγησε τι εννοούσε ως προς τούτο.  Ως αποτέλεσμα, η εν λόγω μονάδα δεν χρησιμοποιείτο με αποτέλεσμα να εμφανιστούν φθορές σε αυτή λόγω αχρησίας της.  Στο πλαίσιο επιδιόρθωσης της έπρεπε να αφαιρεθεί και να ελεχθεί.  Αν ήταν κατάλληλη θα επανατοποθετείτο αφού θα γίνονταν και κάποιες πρόσθετες εργασίες στο χώρο.  Η δαπάνη για την εργασία αυτή θα ήταν €2.950.  Διαφορετικά θα έπρεπε να εγκατασταθεί καινούργια μονάδα SPA με ευθύνη των εφεσιβλήτων έναντι δαπάνης €5.900.-. Και το Δικαστήριο, αφού θα άκουγε  τα μέρη όσον αφορά το τμήμα αυτό του έργου, λογικό θα ήταν να επέλεγε την τοποθέτηση του καινούργιου συστήματος SPA, ως δικαιότερη επιλογή για την εφεσείουσα, υπό τις περιστάσεις.  Τούτο θα ανέβαζε τη δαπάνη για αποκατάσταση του έργου ως αυτό θα έπρεπε να είχε κατασκευαστεί, ήτοι αν όλες οι εργασίες εκτελούντο ορθά από την αρχή, στο συνολικό ποσό των €21.175 .

 

Επομένως, εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων για το συνολικό ποσό των €21.175.- με νόμιμο τόκο επί του ποσού αυτού, από την καταχώρηση της αγωγής.  Επίσης, παραμερίζεται η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα τα οποία να υπολογιστούν στην κλίμακα που εμπίπτει το πιο πάνω επιδικασθέν ποσό.  Όσον αφορά την έφεση, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.- πλέον Φ.Π.Α.

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

          /γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο