ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 49/2016)

 

 

 

 13 Νοεμβρίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

 

UNITECH LIMITED,

 

 

 

Εφεσείoυσα/Καθ'ης η Αίτηση 1,

 

ν.

 

 

 

CRUZ CITY 1 MAURITIUS HOLDINGS,

 

 

 

Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.

 

 

 

 

Χρ. Φρακάλας με Ι. Μούχλη (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Γρ. Δράκος για Κώστας Τσιρίδης & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

______________________________________________________________________

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με εναρκτήρια Αίτηση η Εφεσίβλητη αιτήθηκε «την εγγραφή και/ή την αναγνώριση και/ή την εκτέλεση στην Κύπρο, κατά τον ίδιο τρόπο σαν να ήταν μια απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, της Διαιτητικής Απόφασης που εκδόθηκε στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, από το Δικαστήριο Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (London Court of International Arbitration) στις 06/07/2012 στην υπόθεση διαιτησίας του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου με τον αριθμό 11792». Η Αίτηση στηριζόταν στον Κυρωτικό Νόμο ο οποίος επικύρωσε και ενσωμάτωσε τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης, ο περί της Σύμβασης για την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικός) Νόμος 84/1979, καθώς και στον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/2000. Η Αίτηση αφορούσε τέσσερις Εταιρείες/Καθ' ων η Αίτηση και συμπεριλάμβανε την Εφεσείουσα, Καθ'ης η Αίτηση 1. Η Αίτηση καθόσον αφορά τις Καθ' ων η Αίτηση 2-4 απερρίφθη. Η Εφεσείουσα είχε καταθέσει ένσταση στην Αίτηση προβάλλοντας διάφορους λόγους ένστασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 30/12/2015 (εφεξής «πρωτόδικη Απόφαση»), απέρριψε τους λόγους ένστασης και ενέγραψε τη Διαιτητική Απόφαση ακολουθώντας το σκεπτικό της απόφασης που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Μετοχική Εταιρεία Ανοιχτού Τύπου ΝΚΑΖ, Αρ. Αίτησης 58/2001, ημερ. 19/12/2003, σύμφωνα με το οποίο ο Κυρωτικός Νόμος παρέχει το απαραίτητο δικαιοδοτικό βάθρο για την εγγραφή μιας διαιτητικής απόφασης, έστω και αν ο αιτητής ή ο καθ' ου η αίτηση δεν είναι κάτοικος Κύπρου.

 

Η Εφεσείουσα με ένα Λόγο Έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη Απόφαση, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι κέκτηται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της Αίτησης για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι τόσο η Εφεσείουσα όσο και η Εφεσίβλητη είναι αλλοδαπές εταιρείες με έδρα το εξωτερικό, κατά παράβαση των προνοιών του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/2000.

 

Ο κ. Φρακάλας που εκπροσώπησε την Εφεσείουσα, αφού επεσήμανε εξαρχής ότι δεν εντοπίζεται στο υπό συζήτηση θέμα τελικός εφετειακός λόγος αλλά αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων, υποστήριξε ότι δεν τίθεται, εν προκειμένω, ζήτημα αποκλεισμού ή προτεραιότητας συγκεκριμένου νομοθετήματος, δηλαδή ζήτημα εφαρμογής των προνοιών του Κυρωτικού Νόμου 84/1979 και αποκλεισμού των προνοιών του                Ν. 121(Ι)/2000. Οι πρόνοιες των πιο πάνω νομοθετημάτων συμπληρώνουν,  όπως το έθεσε, η μια την άλλη, εφόσον ο Ν. 121(Ι)/2000 είναι Νόμος του οποίου οι πρόνοιες ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή των προνοιών του Ν. 84/1979. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας, πρόσθεσε, δεν καταργείται, ως μπορεί να προβάλλεται ως εισήγηση από την Εφεσίβλητη, με τη μη εξέταση του και την αυξημένη ισχύ των άρθρων της Συνθήκης. Αφού εξετασθεί και ξεκαθαρίσει το θέμα της δικαιοδοσίας, τότε εξετάζονται οι προϋποθέσεις που τίθενται από τη Συνθήκη.

 

Ο κ. Δράκος εκ μέρους της Εφεσίβλητης, αφού υποστήριξε ότι η Σύμβαση της Νέας Υόρκης θέτει εξαντλητικά τους λόγους για τους οποίους ημεδαπό Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει εγγραφή διαιτητικής απόφασης, τόνισε ότι οι κατοικίες δεν αποτελούν ούτε προϋπόθεση, ούτε λόγο άρνησης εγγραφής. Πουθενά δεν αναφέρεται στους λόγους άρνησης του Άρθρου V ο περιορισμός ο οποίος φαίνεται να τίθεται από το Άρθρο 2 του                            Ν. 121(Ι)/2000. Όπως υποστήριξε, από τη στιγμή που η Σύμβαση της Νέας Υόρκης προνοεί την εγγραφή, ο Νόμος 121(Ι)/2000 δεν μπορεί να περιορίσει αυτό το δικαίωμα επισημαίνοντας ότι βάσει του Άρθρου 169.3 του Συντάγματος ο Κυρωτικός Νόμος υπερισχύει.

 

Έχουμε διεξέλθει και προσεχτικά μελετήσει την προσβαλλόμενη Απόφαση καθώς και τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων, τη νομολογία και αυθεντίες στις οποίες παρέπεμψαν, αναφορικά με τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα.

 

Εν πρώτοις, με βάση τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης η οποία έχει εισαχθεί στην Κυπριακή έννομη τάξη μέσω του Κυρωτικού Νόμου 84/1979, έχουσα αυξημένη, με βάση το Άρθρο 169.3 του Συντάγματος, ισχύ έναντι της ημεδαπής νομοθεσίας, η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε να αναγνωρίζει και να εκτελεί αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις. Ως διαλαμβάνεται στο Άρθρο ΙΙΙ της Σύμβασης:

 

«Έκαστον Συμβαλλόμενον Κράτος θα αναγνωρίζη τας διαιτητικάς αποφάσεις ως δεσμευτικάς και θα εκτελή αυτάς συμφώνως προς τους κανόνας διαδικασίας της εδαφικής επικρατείας ένθα λαμβάνει χώραν η επίκλησις της αποφάσεως και υπό τους εν τοις ακολούθοις άρθροις καθοριζομένους όρους.

 

Δέον όπως μη επιβάλλωνται ουσιωδώς επαχθέστεροι όροι ή υψηλότερα τέλη ή δικαιώματα ως προς την αναγνώρισιν ή εκτέλεσιν διαιτητικών αποφάσεων επί των οποίων εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβασις από εκείνα τα οποία επιβάλλονται ως προς την αναγνώρισιν ή εκτέλεσιν ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων.»

Τι απαιτείται να γίνει για να επιτύχει η αναγνώριση και εκτέλεση προς αναγνώριση διαιτητικών αποφάσεων του είδους, προβλέπεται στο αμέσως επόμενο Άρθρο της Σύμβασης, ήτοι το Άρθρο IV, το οποίο καθορίζει τα εξής:

 

«1. Προς επίτευξιν της εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένης αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, το αιτούν την αναγνώρισιν και εκτέλεσιν μέρος οφείλει, κατά τον χρόνον της υποβολής της αιτήσεως, να προσκομίση:

 

  (α) το δεόντως κεκυρωμένον πρωτότυπον της αποφάσεως ή δεόντως πιστοποιημένον αντίγραφον αυτής•

  (β)   το πρωτότυπον της εν άρθρω ΙΙ αναφερομένης συμφωνίας ή δεόντως πιστοποιημένον αντίγραφον αυτής.

 

2. Εάν η ειρημένη απόφασις ή συμφωνία δεν συνετάχθη εις την επίσημον γλώσσαν της χώρας εις την οποίαν γίνεται επίκλησις αυτής, το αιτούν την αναγνώρισιν και εκτέλεσιν της αποφάσεως μέρος δέον να προσκομίση μετάφρασιν των εγγράφων τούτων, εις την γλώσσαν ταύτην. Η μετάφρασις δέον να πιστοποιήται υπό επισήμου ή ορκωτού μεταφραστού ή υπό διπλωματικού ή προξενικού αντιπροσώπου.»

 

 

Οι λόγοι άρνησης της αναγνώρισης και εκτέλεσης διαιτητικών αποφάσεων είναι περιορισμένοι και καταγράφονται στο Άρθρο V της Σύμβασης.

 

Όπως ορθώς επισημάνθηκε από τον κ. Δράκο, ο τρόπος που η Σύμβαση της Νέας Υόρκης εφαρμόζεται εξηγήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αναφορικά με Αίτηση της BEOGRADSKA ΒΑΝΚΑ D.D. (1995) 1 Α.Α.Δ. 737 ως ακολούθως:

 

«Το βάρος της απόδειξης των όσων αναφέρονται στο άρθρο IV το έχει ο αιτητής, ενώ τα όσα αναφέρονται στο άρθρο V, που σχετίζονται με τους λόγους απόρριψης της αίτησης, βαρύνουν εκείνον εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση της απόφασης. Σύμφωνα με το άρθρο IV ο αιτητής δεν έχει τίποτε άλλο να πράξει για να επιτύχει την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης από του να προσκομίσει τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οπότε το βάρος απόδειξης των όσων αναφέρονται στο άρθρο V, μετατοπίζεται στους ώμους του προσώπου εκείνου εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση.»

 

 

Οι λόγοι άρνησης της αναγνώρισης και εκτέλεσης διαιτητικών αποφάσεων δεν είναι μόνο περιορισμένοι αλλά, όπως ορθά υποστηρίχθηκε εκ μέρους της Εφεσίβλητης, εξαντλητικοί. Όπως επισημαίνεται στο Σύγγραμμα Redfern and Hunter on International Arbitration, 6η Έκδοση, 2015:

 

"[11.57] Secondly, the grounds for refusal of recognition and enforcement set out in the New York Convention (and in the Model Law) are exhaustive. They are the only grounds on which recognition and enforcement may be refused."

 

Χρήσιμη ως προς την ερμηνευτική του ζητήματος προσέγγιση είναι και η  Αγγλική υπόθεση Rosseel NV v. Oriental Commercial & Shipping Co [1991] 2 Lloyds Rep. 625 στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Δράκος.  Σε εκείνη την υπόθεση η αιτήτρια, Βελγική εταιρεία, αιτήθηκε εγγραφή αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης εναντίον, μεταξύ άλλων, εταιρείας από τη Σαουδική Αραβία. Είχε προβληθεί ένσταση στη βάση του ότι δεν υφίστατο επαρκής δικαιοδοτική σύνδεση (sufficient jurisdictional connection) ένεκα της ανυπαρξίας μαρτυρίας ότι η καθ' ης η αίτηση είχε περιουσιακά στοιχεία στην Αγγλία. Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την ένσταση ανέφερε τα εξής:

 

"There is no evidence that the third defendants (a company trading in Saudi Arabia) have any assets within the jurisdiction. It was submitted that there is no sufficient jurisdictional connec­tion; and that it was therefore not a proper case for granting leave to serve out of the jurisdic­tion against the third defendants.

 

I disagree. The English Court is bound by a statute, arising from treaty obligations, to enforce the award. The presence of assets in the jurisdiction is not a precondition under the stat­ute to the enforcement of the award. It ought not to be regarded in the exercise of the Court's discretion as a pre-requisite to the granting of leave to serve out of the jurisdiction. A contrary view would in effect introduce into the statute, which carefully reflects our treaty                  obli­gations, a precondition which is not to be found in the 1958 New York Convention. That Con­vention has now entered into force in the laws of some 80 countries. It is the great success story of international commercial arbitration. This Court ought to be astute to avoid making an order which will derogate from the efficacy of the New York Convention system and our treaty obligations as enshrined in the 1975 Act."

 

 

 

 

Είναι, βεβαίως, γεγονός ότι στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο 121(Ι)/2000, το οποίο με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 4 εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις όπου ζητείται αναγνώριση, εγγραφή ή εκτέλεση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου[1], σε σχέση με τον όρο «δικαστήριο» όριζε κατά τον ουσιώδη χρόνο, πριν την τελευταία τροποποίηση με το Ν. 113(I)/2023, ως ακολούθως:

 

««δικαστήριο» σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου ο καθ' ου η αίτηση διαμένει και προκειμένου για διαφορές σε οικογενειακές σχέσεις, το Οικογενειακό Δικαστήριο της Επαρχίας όπου διαμένει ο καθ' ου η αίτηση. Σε περίπτωση διαμονής του καθ' ου η αίτηση στο εξωτερικό ή σε περίπτωση όπου στη διαδικασία κατά την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση δεν υπήρχε αντίδικος, «δικαστήριο» σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο ή το Οικογενειακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου διαμένει ο αιτητής·»

 

Με δεδομένες, ωστόσο, τις πρόνοιες που καθορίζονται από την ίδια τη Διεθνή Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958 για τη διασφάλιση της δυνατότητας αναγνώρισης και εγγραφής αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων στην οποία δεν τίθεται οποιοσδήποτε τέτοιος περιορισμός, δεν μπορεί ο Ν. 121(Ι)/2000, ο οποίος αποτελεί νομοθέτημα που έπεται στην ιεραρχία της πιο πάνω Σύμβασης - η οποία έχει εισαχθεί στην Κυπριακή έννομη τάξη μέσω του Κυρωτικού Νόμου 84/1979, έχουσα αυξημένη, με βάση το Άρθρο 169.3 του Συντάγματος ισχύ έναντι της ημεδαπής νομοθεσίας - να ερμηνευθεί εις τρόπο ώστε να περιορίζει το εύρος εφαρμογής της. Έπειτα ο Ν. 121(Ι)/2000, όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως v. Καραμπατάκη (2007) 1 Α.Α.Δ. 503, «δεν προσθέτει στο ουσιαστικό δίκαιο. Εξαντλείται στην ακολουθητέα διαδικασία, με δοσμένη την κατά τον τρόπο που εξειδικεύει ύπαρξη υποχρέωσης αναγνώρισης και εγγραφής». Εν ολίγοις, ο Ν. 121(Ι)/2000 κατ' ουσίαν ρυθμίζει τη διαδικασία που ακολουθείται σε αιτήσεις για εγγραφή και αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης, είτε δικαστικής είτε διαιτητικής, χωρίς, όμως, να παρέχει το δικαιοδοτικό και ουσιαστικό υπόβαθρο δυνάμει του οποίου δίδεται εξουσία στο Δικαστήριο να προβεί στην αναγνώριση ή εκτέλεση[2].

 

Η παραπομπή από μέρους του κ. Φρακάλα στην υπόθεση VTB BANK (OPEN JOINT-STOCK COMPANY) v. 1. ALEKSEYEVICH, 2. ARROWCREST LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 206/2014, ημερ. 12/6/2014, με κάθε σεβασμό, δεν ενισχύει την επιχειρηματολογία του. Σε εκείνη την υπόθεση καθοριστικής σημασίας ήταν η διαμονή του αιτητή στη Δημοκρατία με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 27 του Κυρωτικού Νόμου 172/1986[3] της Συνθήκης που υπογράφηκε μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της τότε Σοβιετικής Ένωσης στις 18/1/1974 («Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου»). Η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε προσπάθεια αναγνώρισης, εγγραφής και εκτέλεσης απόφασης Ρωσικού Δικαστηρίου, διαδικασία που ειδικά ρυθμιζόταν με την ως άνω διακρατική Συνθήκη. Στην υπό κρίση περίπτωση ό,τι επιδιώκετο ήταν η εγγραφή και/ή η αναγνώριση και/ή η εκτέλεση στην Κύπρο της Διαιτητικής Απόφασης που εκδόθηκε στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, από το Δικαστήριο Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (London Court of International Arbitration) με την αίτηση να βασίζεται στον Κυρωτικό Νόμο ο οποίος επικύρωσε και ενσωμάτωσε τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης, ο περί της Σύμβασης για την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικός) Νόμος 84/1979 στην  οποία, αντίθετα με τον Κυρωτικό Νόμο 172/1986, δεν ετίθετο οποιοσδήποτε περιορισμός για την προώθηση της αίτησης ο οποίος να συνδέεται με τη διαμονή στη Δημοκρατία είτε του αιτητή είτε του καθ' ου η αίτηση. Κατ' ακρίβεια η υπόθεση VTB BANK (OPEN JOINT-STOCK COMPANY) (ανωτέρω), όπως ορθά επεσήμανε ο              κ. Δράκος, υποστηρίζει την προσέγγιση της Εφεσίβλητης εφόσον, όπως τονίζεται σε αυτή, ο Νόμος Ν. 121(Ι)/2000 - στον οποίο προσπάθησε η Εφεσείουσα να βασιστεί για να διαφοροποιήσει τις πρόνοιες της Συνθήκης - δεν μπορεί «να διαφοροποιεί ή επεκτείνει τις πρόνοιες της Συνθήκης».

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η Έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και, συνεπώς, απορρίπτεται με €3000 έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ του Εφεσίβλητου.

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.



[1] 4. Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις όπου ζητείται η αναγνώριση, εγγραφή ή εκτέλεση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου.

[2] Δέστε και την απόφαση στην υπόθεση Μονογιός v. Μονογιού, Έφεση Αρ. 17/2016, ημερ. 22/2/2018.

[3] 1. Η αίτηση για την εκτέλεση δικαστικής απόφασης θα υποβάλλεται σε δικαστική αρχή του τόπου της έκδοσης της. Η αρχή αυτή θα διαβιβάζει την αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

 2. Αν το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση για εκτέλεση διατηρεί μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους όπου επιδιώκεται να εκτελεσθεί η δικαστική απόφαση, η αίτηση μπορεί επίσης να υποβάλλεται απ' ευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο του Συμβαλλόμενου τούτου Μέρους.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο