ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2016)
21 Νοεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΪΤΙΔΗΣ
2. ΟΛΕΓΚ ΔΟΜΟΤΣΙΔΗΣ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Εφεσίβλητης/Εναγομένης.
________________________________________________
Αλ. Χρ. Αλεξάνδρου με Ελ. Αλεξάνδρου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Στ. Ερωτοκρίτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα δοθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε υπόθεση παράνομου ξυλοδαρμού, βασανισμού και κακοποίησης από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου (πρώην Εναγόμενοι 2-5)[1] που βρίσκονταν εν ώρα καθήκοντος και υπηρεσίας σε βάρος των Εφεσειόντων. Κατά την έναρξη της διαδικασίας δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα τόσο σε σχέση με το όλο συμβάν όσο και σε σχέση με τους τραυματισμούς. Συμφώνως των εν λόγω παραδεκτών γεγονότων οι πιο πάνω παράνομες πράξεις έλαβαν χώρα κατά τη σύλληψη των Εφεσειόντων και μετά τη σύλληψη τους ενώ τελούσαν υπό κράτηση στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου. Δηλώθηκε, επίσης, ότι η σύλληψη των Εφεσειόντων ήταν παράνομη και, κατ' επέκταση, και η κράτηση τους η οποία διήρκησε 24 ώρες.
Ως αποτέλεσμα της επίδικης επίθεσης, οι Εφεσείοντες υπέστησαν σωματικές βλάβες οι οποίες περιλάμβαναν, σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1, θλαστικό τραύμα συρραφέν στο αριστερό φρύδι, πρήξιμο στην περιοχή του αριστερού μάγουλου με άλγος, πρήξιμο στην περιοχή πάνω από το αριστερό αυτί, αυχενικό άλγος, μώλωπας στην αριστερή ωμοπλάτη, πρήξιμο στους καρπούς των χεριών, ζάλη και πονοκέφαλο. Σε σχέση με τον Εφεσείοντα 2 οι σωματικές βλάβες περιελάμβαναν, απόξεση επιδερμίδας, άλγος, πρήξιμο και εκδορές στους καρπούς των χεριών, μωλωπισμό, πρήξιμο και άλγος στο πτερύγιο του αριστερού αυτιού, πρήξιμο με άλγος στην περιοχή κάτω από το δεξί μάτι, μωλωπισμό στην περιοχή των ματιών και τραυματισμό των τριχοειδών αγγείων του αριστερού ματιού με πρόκληση έντονου πόνου και προσωρινή μείωση της ικανότητας όρασης, μικρό θλαστικό τραύμα και εκδορά στην άνω επιφάνεια του δεξιού κάτω άκρου. Τα πιο πάνω είναι σταχυολογικά τα όσα αναφέρονται στα παραδεκτά γεγονότα σε σχέση με τις σωματικές βλάβες των Εφεσειόντων.
Ενόψει της κατάθεσης παραδεκτών γεγονότων, ό,τι παρέμεινε να αποφασισθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το θέμα των αποζημιώσεων με τους Εφεσείοντες να είχαν αξιώσει γενικές, παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ευθύνη της Εφεσίβλητης, Εναγόμενης 1, Κυπριακής Δημοκρατίας, για την επίθεση που διενεργήθηκε στους Εφεσείοντες με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 172 του Συντάγματος, επιδίκασε υπέρ των Εφεσειόντων γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και ταλαιπωρία που υπέστησαν στις οποίες συμπεριέλαβε και επαυξημένες (aggravated) αποζημιώσεις προς αποκατάσταση της πληγείσας αξιοπρέπειας και περηφάνιας «συνεπεία της επίδικης επίθεσης και γενικά της συμπεριφοράς» των μελών της Αστυνομίας, καθώς και «για την παράνομη σύλληψη και κράτηση» των Εφεσειόντων. Ειδικότερα, σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1, το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάσθηκε ανήλθε σε €8.000, ενώ σε σχέση με τον Εφεσείοντα 2 σε €12.000.
Με ένα Λόγο Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση της νομολογίας, «επιδίκασε αποζημιώσεις για τους τραυματισμούς» των Εφεσειόντων «και όχι για τις πράξεις των υπαλλήλων» της Εφεσίβλητης.
Όπως προβάλλεται μέσω της αιτιολογίας του εν λόγω Λόγου Έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο «αγνόησε παντελώς ότι το ύψος των Γενικών και τιμωρητικών αποζημιώσεων δεν έχει μόνο σχέση από την σοβαρότητα των τραυμάτων και τον πόνο που αυτά προκάλεσαν αλλά και από τον τρόπο που προκλήθηκαν και από ποιους». Επιπλέον προβλήθηκε ότι «οι γενικές, παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις δεν έχουν σκοπό να απαλύνουν τον πόνο του θύματος αλλά και τον παραδειγματισμό-τιμωρία του θύτη ούτως ώστε να λάβει μέτρα να μην επαναληφθεί ξανά τέτοια συμπεριφορά».
Παρά την ασαφή διατύπωση του μοναδικού Λόγου Έφεσης, είναι προφανές ότι το παράπονο των Εφεσειόντων αφορά στη μη επιδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Όσον αφορά την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία αναφορικά με περιπτώσεις όπου λειτουργοί του κράτους ενεργούν με καταπιεστικό και αντισυνταγματικό τρόπο, έκρινε ότι δεν μπορούσαν, στην υπό συζήτηση περίπτωση, να επιδικασθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις «στην απουσία μαρτυρίας ή παραδεκτού γεγονότος ότι ο Εναγόμενος 1», δηλ. η Δημοκρατία, «ενεθάρρυνε» τα μέλη της Αστυνομίας «να συμπεριφερθούν όπως συμπεριφέρθηκαν». Παραθέτουμε πιο κάτω το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Η έννοια των τιμωρητικών αποζημιώσεων περιλαμβάνει το στοιχείο της τιμωρίας του αδικοπραγούντα. Και δεν νοείται η τιμωρία κάποιου για τις αντισυνταγματικές πράξεις των εργοδοτουμένων του. Έτσι κι' αλλιώς ο εργοδότης αποβαίνει το θύμα της διαγωγής του εργοδοτουμένου του αφού είναι υπόλογος σε αποζημίωση του ζημιωθέντος. Είναι μόνο όταν ο εργοδότης ενθαρρύνει την εκτέλεση της παράνομης πράξης που δικαιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων εναντίον του για τις πράξεις του υπηρέτη του (Βλ. Σύγγραμμα «Assessment of Damages» των Harold Luntz, παράγραφοι 1220 και 1814). Στην απουσία μαρτυρίας ή παραδεκτού γεγονότος ότι ο Εναγόμενος 1 ενεθάρρυνε τους Εναγόμενους 2 και 5 να συμπεριφερθούν όπως συμπεριφέρθηκαν δεν μπορούν να επιδικασθούν εναντίον του Εναγόμενου 1 τιμωρητικές αποζημιώσεις. Αναπόφευκτα οι αποζημιώσεις που θα επιδικασθούν εναντίον του Εναγόμενου 1 θα περιορισθούν σε αποζημιώσεις αντισταθμιστικού χαρακτήρα (compensatory) οι οποίες θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν και επαυξημένες (aggravated) αποζημιώσεις ώστε να αντανακλάται το αυξημένο μέγεθος της βλάβης που έχουν υποστεί τα αισθήματα, η αξιοπρέπεια και η περηφάνια των Εναγόντων λόγω της συμπεριφοράς των Εναγόμενων 2 και 5.»
Με βάση τη νομολογία, η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων επιτρέπεται στις περιπτώσεις εκείνες που η διαγωγή του εναγόμενου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από πολιτικό Δικαστήριο. Αξιόμεμπτη διαγωγή είναι εκείνη που συνοδεύεται από έντονα στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κινήτρου ή όταν τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος (Andrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 1836). Τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τη συμπεριφορά του εναγόμενου έχοντας στόχο τόσο την τιμωρία όσο και τον παραδειγματισμό (Stassinos Investment and Finance Limited v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2013, ημερ. 3/3/2020)[2].
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδριανής Πάλμα κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489:
«Ό,τι προκύπτει από τη θεώρηση της επί του θέματος νομολογίας είναι ότι οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν όμως στην αποκατάσταση του θύματος όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις, αλλά τέτοιες αποζημιώσεις επιδικάζονται όταν διαπιστώνεται βλάβη στα αισθήματα του ενάγοντα λόγω της επίδειξης από τον εναγόμενο στοιχείων ακραίας αλαζονείας ή καταπιεστικής συμπεριφοράς για την οποία επιβάλλεται η τιμωρία του ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια συμπεριφορά.»
Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Ονουφρίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 463/2012, ημερ. 23/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A517, λέχθηκαν τα εξής:
«Όσον αφορά την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων, οι αποζημιώσεις αυτές ενδείκνυνται σε περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο επιθυμεί να δείξει απέχθεια έναντι στην άδικη συμπεριφορά που υπέστη ο παραπονούμενος. Σκοπός τους είναι η τιμωρία ουσιαστικά του εναγομένου για απαράδεκτες πράξεις και συμπεριφορές έξω από το ορθό και νόμιμο μέτρο, (Παπακόκκινου ν. Κάνθερ (1982) 1 Α.Α.Δ. 65). Στόχος είναι η τιμωρία του αδικοπραγούντος όταν η συμπεριφορά του αφενός καταδεικνύει έντονη αδιαφορία για τα δικαιώματα του άλλου μέρους και αφετέρου στοχεύει στην επίτευξη κέρδους στον ίδιο.»
Όπως υπογραμμίσθηκε και στην υπόθεση Νικολάου v. Επίσημου Παραλήπτη ως Διαχειριστή της Περιουσίας του Πτωχεύσαντος Λούη Αιμιλίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 1339, οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις. Κύριος σκοπός των παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι και η τιμωρία του εναγομένου ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια αλόγιστη συμπεριφορά (Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715).
Το πότε ενδείκνυται η επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων έχει εξεταστεί και στην υπόθεση Τσίβικου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2011, ημερ. 29/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:A255, με αναφορά στις υποθέσεις Papakokkinou and Other v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, Κωνσταντίνου ν. Γ. και Κ. Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1912 και McGregor on Damages, 18η Έκδοση, σελ. 441-449). Στην υπόθεση εκείνη τέσσερεις αστυνομικοί επιτέθηκαν στον εφεσείοντα και του προκάλεσαν διάφορες σωματικές βλάβες. Το Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι κύριος σκοπός των παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι η τιμωρία του εναγομένου ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια αλόγιστη συμπεριφορά, έκρινε ότι η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων στην προκείμενη περίπτωση, όπου ένας πολίτης ανυποψίαστα δέχθηκε σοβαρή επίθεση από τέσσερα αστυνομικά όργανα, ήταν ενδεδειγμένη.
Είναι εντελώς εσφαλμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην απουσία μαρτυρίας ή παραδεκτού γεγονότος ότι το κράτος ενεθάρρυνε τα μέλη της Αστυνομίας που εμπλέκονταν στην επίδικη επίθεση να συμπεριφερθούν όπως συμπεριφέρθηκαν, δεν μπορούσαν να επιδικασθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 503/2012, ημερ. 31/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:A212, η οποία και αυτή αφορούσε περίπτωση απρόκλητης και παράνομης επίθεσης αστυνομικών οργάνων εναντίον πολίτη όπως και η Τσίβικου (ανωτέρω):
«Αλίμονο εάν το κράτος ενθαρρύνει τέτοιου είδους ενέργειες από τα μέλη της αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση παραμένει υπεύθυνο για τις πράξεις των ενεργούντων ή αντλούντων εξουσία από αυτό. Αυτό ορίζεται ρητά από το Άρθρο 172 του Συντάγματος. Ούτε και έχει σημασία ότι το κράτος πλήρωσε και θα συνεχίσει να πληρώνει για την ανάρμοστη συμπεριφορά των λειτουργών της ως ανέφερε το Δικαστήριο ως μέρος της αιτιολογίας του να μην επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις. Οι τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται ακριβώς για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τέτοιου είδους συμπεριφορές.»
Παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι με τις πράξεις και τη συμπεριφορά τους τα μέλη της Αστυνομίας που εμπλέκονταν στην επίδικη επίθεση είχαν καταχραστεί το αξίωμα τους και την εξουσία που τους δίνεται από το Νόμο, αναγνωρίζοντας, συνάμα, το αυξημένο μέγεθος της βλάβης που τα αισθήματα, η αξιοπρέπεια και η περηφάνια των Εφεσειόντων είχε υποστεί λόγω της συμπεριφοράς των Αστυνομικών οργάνων, λανθασμένα δεν επιδίκασε οποιεσδήποτε παραδειγματικές αποζημιώσεις. Κρίνουμε ότι ένα ποσό της τάξης των €3000 προς όφελος εκάστου Εφεσείοντα υπό μορφή τιμωρητικών αποζημιώσεων θα ήταν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, εύλογο.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω η Έφεση επιτυγχάνει και επιδικάζονται, επιπρόσθετα με τα ποσά των γενικών αποζημιώσεων που έχουν επιδικασθεί, και ποσό τιμωρητικών αποζημιώσεων το οποίο καθορίζεται σε €3000 προς όφελος εκάστου Εφεσείοντα.
Επιδικάζονται €3000 έξοδα της Έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Η Αγωγή εναντίον των Εναγόμενων 2, 3 και 5 αποσύρθηκε και εναντίον του Εναγόμενου 4 διακόπηκε.
[2] Δέστε και την πιο πρόσφατη Απόφαση στην υπόθεση Cornelius Desmond O' Dwyer v. Χριστόφορου Καραγιαννά κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 47/2015, ημερ. 1/12/2023.