ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 264/2016)

 

14 Νοεμβρίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΜΩΝΟΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ

ΤΗΣ MAXDATA LTD

 

Εφεσείων

ν.

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

 

Εφεσίβλητων

_________________

A. Σωτηρίου για Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για για τον Εφεσείοντα.

Θ. Κορφιώτης για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

_________________

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη  και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Ο εφεσείων, ως εκκαθαριστής της εταιρείας Maxdata Ltd, δυνάμει διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, καταχώρισε αγωγή εναντίον της ΣΠΕ Στροβόλου, αξιώνοντας το ποσό των €69.036,28 ως «ποσό αχρεωστήτως καταβληθέν ή/και ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ή/και ως ποσό καταβληθέν λόγω μη χαριστικής αιτίας ή/και άλλως πως». Για λόγους που δεν ενδιαφέρουν, εφεσίβλητοι σήμερα είναι η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης, η εταιρεία Maxdata Ltd, κατά/ή περί τον Ιούνιο του 2000, ενέγραψε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, προς όφελος της εναγομένης ΣΠΕ Στροβόλου, την Υποθήκη Υ4790/00. Δυνάμει της πιο πάνω Υποθήκης, ακίνητο της εν λόγω εταιρείας υποθηκεύτηκε για εξασφάλιση δανείου ύψους ΛΚ250.000 (€427.150,36), με τόκο 8% από 15.6.2000, που χορηγήθηκε από την ΣΠΕ Στροβόλου σε συγκεκριμένα πρόσωπα. 

 

Ο εκκαθαριστής στις 9.10.2009 πώλησε και μεταβίβασε σε τρίτο πρόσωπο το ενυπόθηκο ακίνητο. Από το εισπραχθέν τίμημα πώλησης καταβλήθηκε στην εναγόμενη ΣΠΕ την ίδια ημέρα, το ποσό των €923.337,00 «για εξόφληση της απαίτησης και απόσυρση της πιο πάνω υποθήκης με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του να διεκδικήσει οποιοδήποτε ποσό πέραν του διπλασίου του αρχικού κεφαλαίου του δανείου των ΛΚ250,000 (€427,150,36) που κατέβαλε στην εναγόμενη».

 

Σύμφωνα πάντα με τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης:

 

 «Κατά τον χρόνο που η υπό εκκαθάριση εταιρεία παραχώρησε την πιο πάνω υποθήκη στην εναγόμενη εταιρεία είχε εφαρμογή ο Νόμος 2/77 (Νόμος Προνοιών Περί Τόκων και Συναφών Θεμάτων) ο οποίος προνοούσε ότι το ποσό το οποίο δύναται να ανακτηθεί δι΄ αγωγής ως καθυστερημένος τόκος εφ΄ οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν θα υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέση με την οποία ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος».

 

Εν κατακλείδι, η δικογραφημένη θέση του ενάγοντα ήταν πως με την καταβολή του ποσού των €923.337,00, αφαιρουμένου του ποσού των €854.300,72 (€427.150,36 αρχικό κεφάλαιο Χ 2), «η εναγόμενη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη για το ποσό των €69.036,28», πλέον τόκους, ποσό το οποίο αξίωσε με την αγωγή. Στην πορεία το ποσό αυτό περιορίστηκε σε €35.534,01.

 

Η εναγόμενη με το δικόγραφο της αρνήθηκε την αιτούμενη θεραπεία. Ειδικότερα, ήταν η θέση της πως ουδέποτε αυτή κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη. Μάλιστα είχε δικογραφήσει πως ο ενάγων «παραγνωρίζει ότι για το υπ΄ αναφοράν χρέος, εκτός του κεφαλαίου, η εναγόμενη είχε έξοδα ασφαλειών και/ή έξοδα εκποίησης και/ή έξοδα τήρησης λογαριασμού». Άνευ βλάβης της πιο πάνω θέσης της, ήταν η θέση της πως «ο Ενάγων έχοντας πλήρη γνώση των γεγονότων, με δική του απόφαση κατέβαλε το προαναφερόμενο ποσό και δεν δικαιούται και/ή κωλύεται να διεκδικεί οτιδήποτε από την εναγομένη».

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής κατέθεσαν δύο μάρτυρες εκ μέρους του ενάγοντα και ένας μάρτυρας εκ μέρους της εναγομένης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέγραψε πως η μαρτυρία που προσκομίστηκε ήταν βασικά παραδεκτή.  Σημείωσε επίσης πως αμφισβητούμενο ήταν μόνο το νομικό πλαίσιο που διέπει τα γεγονότα. Αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/77, στο γεγονός ότι αυτός καταργήθηκε από τον περί Ελευθεροποίησης του Εποτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 Ν.160(Ι)/99, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2001, και στη νομολογία, κατέληξε, για λόγους που καταγράφει, πως ο Ν.2/77, και ειδικότερα το άρθρο 6 αυτού, δεν μπορούσε να είχε εφαρμογή, για να προσθέσει πως ο ενάγων «δεν είχε στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε άλλα γεγονότα που να τον θέτουν εντός της εμβέλειας του εν λόγω άρθρου».  Σημείωσε μάλιστα, πως ακόμη και αν έβρισκε πως είχε εφαρμογή ο Ν.2/77, δεν θα μπορούσε να δικαιώσει τον ενάγοντα, ο οποίος ισχυρίστηκε πως δεν είχε άλλη επιλογή από του να πωλήσει το ενυπόθηκο ακίνητο, και πως αναγκάστηκε να καταβάλει το ποσό στην εναγόμενη «για να ελευθερωθεί το ακίνητο». Ως κατέγραψε, από την ενώπιον του μαρτυρία, αυτό που απεκαλύφθη ήταν ότι ο ίδιος ο ενάγων θεώρησε συμφέρουσα την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου τη δεδομένη χρονική στιγμή, και συνεπώς ήταν δική του επιλογή να το πωλήσει.

Εν κατακλείδι, η αγωγή απερρίφθη με έξοδα εναντίον του ενάγοντα, ο οποίος αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εξού και η καταχώριση εκ μέρους του της έφεσης.  Αρχικά οι λόγοι έφεσης ήταν έξι. Κατά την ακρόαση της εφέσεως ο έκτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορούσε στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγων δεν είχε εξαναγκαστεί να πωλήσει το ενυπόθηκο ακίνητο, απεσύρθη.

 

Θα είμαστε σύντομοι. Ως ελέχθη, η θέση του εφεσείοντα ήταν πως το καταβληθέν ποσό των €35.534,01, αφού η αρχική δικογραφημένη αξίωση περιορίστηκε, καταβλήθηκε αχρεωστήτως. Όμως, η Έκθεση Απαίτησης δεν απεκάλυπτε καταβολή οποιουδήποτε ποσού στην εφεσίβλητη αχρεωστήτως. Τα όποια ποσά ο εφεσείων κατέβαλε, τα κατέβαλε για υπαρκτό χρέος της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Συνεπώς, ακόμη και αν ο εφεσείων εδικαιωνόταν στη θέση του ότι εφαρμογή είχε ο Ν.2/77, δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει απόφαση προς όφελος του. Ο Ν.2/77 δεν αναφέρει πως καθυστερούμενος τόκος που υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους δεν συνιστά χρέος. Ο νόμος αναφέρει πως:

 

«6.-(1) Το ποσόν το οποίον δύναται να ανακτηθή δι΄ αγωγής ως καθυστερούμενος τόκος εφ΄ οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν θα υπερβαίνη το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος.»  

         

     [Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

Εν προκειμένω, ουδέποτε η ΣΠΕ Στροβόλου επεδίωξε να ανακτήσει με αγωγή οιονδήποτε ποσό. Ο εφεσείων κατέβαλε οικειοθελώς στην ΣΠΕ Στροβόλου, από την οικειοθελή πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, στην οποία προέβη, το ποσό των €923.337,00, το οποίο αναγνώρισε ως χρέος της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Και που όντως ήταν.

 

Συνεπώς, ακόμη και αν στο ποσό που κατέβαλε, υπήρχαν καθυστερούμενοι τόκοι, που υπερέβαιναν το ποσό του αρχικού χρέους, κάτι που δεν αποφασίζουμε, αυτοί συνιστούσαν χρέος το οποίο ο εφεσείων με την καταβολή του πιο πάνω ποσού εξόφλησε. Ουδέποτε κατέβαλε ποσό χρημάτων αχρεωστήτως και ουδέποτε η εναγόμενη ΣΠΕ κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη, ως η δικογραφημένη θέση του.

 

 

 

 

Η έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

                                            Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                            Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                            Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο