ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 238/2016)
14 Νοεμβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΦΑΡΜΑ ΡΕΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσείουσα
-ν-
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητης
_________________
Ν. Χατζηϊωάννου (κα) για Α. Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για την Εφεσείουσα.
Α. Ρήγας για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Η εφεσίβλητη, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, είχε καταχωρίσει εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας αγωγή με την οποία αξίωνε το ποσό των €25.000 ως «ποσό οφειλόμενο από την εναγόμενη προς τους ενάγοντες σαν αποτέλεσμα επιβολής διοικητικών κυρώσεων επιβληθείσες προς την εναγόμενη με απόφαση ημερομηνίας 4 Μαΐου 2008 και κοινοποίηση την 2 Ιουνίου 2009 και εισπρακτέο δυνάμει του άρθρου 39(2) Περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Δομή, αρμοδιότητες, εξουσίες, οργάνωση και άλλα συναφή θέματα), Νόμου ως τροποποιήθηκε από τον Ν. 73(Ι)/2001.»
Στην Έκθεση Απαίτησης γινόταν αναφορά πως η εφεσίβλητη, σε συνεδρία της κατά/ή περί τις 4.5.2009, αποφάσισε την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στην εφεσείουσα ύψους €25.000 για παραβίαση των άρθρων 9 και 16 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου του 2007, Ν.190(Ι)/2007. Ακόμη πως η εφεσίβλητη κοινοποίησε στην εφεσείουσα την εν λόγω απόφαση της μαζί με το σχετικό τιμολόγιο και ότι η τελευταία παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να καταβάλει το πιο πάνω ποσό.
Η εφεσείουσα στο δικό της δικόγραφο είχε ισχυριστεί πως αγνοούσε την ύπαρξη συνεδρίας ημερ. 4.5.2009, αφού, ως έλεγε, δεν είχε κληθεί να παραστεί σε αυτήν. Άνευ βλάβης της πιο πάνω θέσης της, είχε ισχυριστεί ότι «έστω και αν οι ενάγοντες αποφάσισαν στις 04/05/2009 να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις στους εναγόμενους ύψους €25.000, η συγκρότηση αυτών κρίθηκε παράνομη στη προσφυγή με αριθμό 1589/2009 και η απόφαση τους είναι ανίσχυρη και/ή παράνομη. Οι εναγόμενοι θα στηριχθούν στην αρχή ex turpi causa non oritur action.» Τέλος, είχε δικογραφήσει πως ουδέποτε έλαβε οιανδήποτε επιστολή της εφεσίβλητης με την οποία η τελευταία αξίωνε το πιο πάνω ποσό.
Η ακρόαση της αγωγής διεξήχθη στη βάση παραδεκτών γεγονότων που δηλώθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στη βάση κατατεθέντων εγγράφων. Παραθέτουμε ορισμένα από αυτά, αυτολεξεί, από την πρωτόδικη απόφαση:
«[.]
5. Οι ενάγοντες σε συνεδρία τους στις 04/05/2009 αποφάσισαν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στην εναγόμενη ύψους €25.000 λόγω παράβασης της υποχρέωσης βάσει του άρθρων 9 και 16 του Περί Προϋποθέσεων Διαφάνειας Νόμου για εμπρόθεσμη δημοσιοποίηση της Ετήσιας Οικονομικής της Έκθεσης για το 2007. Τεκμήριο 1.
6. Η σύνθεση των εναγόντων κατά τη συνεδρία τους ημερ. 04/05/2009 ήταν οι Γ. Χαραλάμπους πρόεδρος, Α Χατζηπιερής, αντιπρόεδρος και Μ. Μωϋσέως, Μ. Κυπριανού και Σπ. Κόκκινος μέλη, με παρόντα και τον Κ. Τρικούπη ως εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, όπως φαίνεται και από το Τεκμήριο 1. Αυτή η συγκρότηση και η σύνθεση κρίθηκε παράνομη στην προσφυγή με αριθμό 1589/2009. Τεκμήριο 2.
7. Οι ενάγοντες κοινοποίησαν την εν λόγω απόφαση, Τεκμήριο 1, και το σχετικό τιμολόγιο υπ. αρ. 1462 προς την εναγόμενη με επιστολή τους ημερομηνίας 2 Ιουνίου 2009 με την οποία την καλούσαν να πληρώσει το πιο πάνω ποσό το αργότερο μέχρι την 17 Ιουνίου 2009. Τεκμήριο 3.
8. Οι ενάγοντες με διπλοσυστημένη επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 24 Σεπτεμβρίου 2009 κάλεσαν την εναγόμενη όπως προβεί σε πλήρη εξόφληση των ανωτέρω οφειλών της εντός 10 ημερών από τη λήψη της επιστολής τους. Η εν λόγω επιστολή παραλήφθηκε από την εναγομένη την 2 Νοεμβρίου 2009. Τεκμήριο 4.
9. Η εναγόμενη μέχρι σήμερα δεν κατέβαλε το πιο πάνω ποσό και/ή οποιοδήποτε μέρος τούτου προς τους ενάγοντες και/ή να εξοφλήσει το σχετικό τιμολόγιο και/ή οποιοδήποτε μέρος τούτου καθιστώντας το ποσό εισπρακτέο δυνάμει του άρθρου 39 (2) του Νόμου της Κεφαλαιαγοράς.
[.]»
Διευκρινίζεται από τώρα πως η Προσφυγή με Αρ. 1589/2009, για την οποία γινόταν αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα, δεν ήταν προσφυγή που καταχωρίστηκε από την εδώ εφεσείουσα και βεβαίως αφορούσε σε διοικητικό πρόστιμο που επεβλήθη από την εφεσίβλητη σε άλλο νομικό πρόσωπο και για άλλο λόγο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έθεσε ενώπιον του και τις γραπτές αγορεύσεις των μερών, με αναφορά σε νομολογία, απέρριψε, για λόγους που καταγράφει, όλες τις θέσεις της Υπεράσπισης. Και ακολούθως, ως ήτο αναμενόμενο, εξέδωσε απόφαση προς όφελος της εφεσείουσας, ως η Έκθεση Απαίτησης, πλέον έξοδα.
Πιο συγκεκριμένα, απέρριψε τη θέση της Υπεράσπισης πως εν προκειμένω ίσχυε το δόγμα «ex turpi causa non oritur actio». Απέρριψε όμως και το άλλο επιχείρημα της εφεσείουσας, ότι δηλαδή η αξίωση της εφεσίβλητης δεν μπορεί να επιτύχει «επειδή η πράξη με την οποία επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε από όργανο το οποίο δεν έχει νομική ισχύ και συνεπώς είναι παράνομη και/ή λήφθηκε κατά νόσφιση εξουσίας». Για το θέμα αυτό, αφού αναφέρθηκε στο πότε ένα όργανο δεν έχει νομική υπόσταση, και στο Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 1, 13η Έκδοση, στο οποίο παρέπεμψε η εφεσείουσα, κατέληξε πως «Η επίδικη πράξη δεν ήταν προϊόν νόσφισης εξουσίας καθότι δεν προήλθε από όργανο διοικητικό το οποίο δεν είχε λάβει νόμιμη υπόσταση για το σκοπό για τον οποίο την έλαβε».
Τέλος, απέρριψε και τη θέση της Υπεράσπισης περί κατάχρησης διαδικασίας, αφού δεν διαπίστωσε να υφίσταται κάτι τέτοιο με την καταχώριση και προώθηση της αγωγής εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Με την υπό εκδίκαση έφεση, επιδιώκεται, με τέσσερις λόγους, η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Τους παραθέτουμε αυτολεξεί, χωρίς την αιτιολογία τους, την οποία βεβαίως έχουμε θέσει ενώπιον μας:
«1ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν εφαρμόζεται το δόγμα ex turpi causa non oritur action λόγω του ότι η απαίτηση των εφεσίβλητων/εναγόντων δεν ήταν παράνομη και/ή δεν ήταν παράνομη εξ΄ αρχής.
2ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε ότι μπορούσε να εξετάσει τη νομιμότητα (ύπαρξης) της επίδικης πράξης.
3ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η επίδικη πράξη είχε το τεκμήριο της νομιμότητας.
4ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκδωσε απόφαση ως η απαίτηση.»
Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ενώπιον μας, ανάμεσα σε άλλα, πως «Οι ενάγοντες δεν μπορούν «να κρυφτούν» πίσω από την αρχή του τεκμήριου της νομιμότητας, απλά και μόνο επειδή η πράξη δεν προσβλήθηκε με προσφυγή και/ή ότι αυτή δεν ακυρώθηκε. Η επίδικη απόφαση δεν ήταν ποτέ εκτελεστή, και δεν είχε ποτέ τα χαρακτηριστικά μίας εκτελεστής διοικητικής πράξης. Η μη νόμιμη συγκρότηση των εναγόντων καθιστά όλες τις αποφάσεις τους ανύπαρκτες, ανίσχυρες. Η απόφαση τους δεν περιήλθε στην σφαίρα του δικαίου ως αναρμοδίως ή κατά νόσφηση εξουσίας εκδοθείσα.»
Με κάθε σεβασμό, οι πιο πάνω θέσεις της δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Δεν συμφωνούμε πως η συγκεκριμένη απόφαση ήταν απόφαση νομικά ανύπαρκτη, ως απόφαση που εξεδόθη κατά νόσφισιν εξουσίας, όπως συνέβη στην υπόθεση Αριστείδης Μ. Λιασή και άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας και άλλου (1975) 3 C.L.R. 558, στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε σε Προσφυγή Ειδικών Αστυφυλάκων κατά του τερματισμού των υπηρεσιών τους, με γραπτή ειδοποίηση ημερ. 29.7.1974, από τον τότε Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού, δυνάμει συγκεκριμένης πρόνοιας του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285. Απεφασίσθη πως ο διορισμός του Μιχαήλ Παντελίδη ως Αρχηγού της Αστυνομίας υπό της πραξικοπηματικής κυβερνήσεως, εις αντικατάσταση του νομίμως κατέχοντος το εν λόγω αξίωμα, ήταν πράξη νομικά ανυπόστατη. Κατ΄ επέκταση, η τοποθέτηση από τον εν λόγω Αρχηγό Αστυνομίας του Χρύσανθου Αναστασιάδη στη θέση του Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού, έπασχε λόγω της πιο πάνω παρανομίας, ώστε να καθίσταται και αυτή νομικά ανύπαρκτη. Έτσι, η απόφαση του εν λόγω Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού, με την οποία αυτός είχε τερματίσει τις υπηρεσίες των αιτητών ως Ειδικών Αστυφυλάκων, εκρίθη ότι ήταν πράξη ανύπαρκτη «και ως τοιαύτη δεν ηδύνατο να παράξει έννομον αποτέλεσμα και δεν ισχύει υπέρ αυτής το τεκμήριο της νομιμότητας».
Αλλά ούτε και η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, Αναθεωρητική Δικαιοδοσία, στην Aspis Holdings Public Company Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1589/2009, ημερ. 12.8.2011, η οποία μνημονεύεται στα παραδεκτά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα, υποστηρίζει την εισήγηση της εφεσείουσας περί ύπαρξης απόφασης που εξεδόθη κατά νόσφισιν εξουσίας επειδή κρίθηκε ότι τα διορισθέντα μέλη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου δεν είχαν τα σχετικά προσόντα που απαιτούσε ο νόμος. Εξού και το Ανώτατο Δικαστήριο (Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία) στην πιο πάνω υπόθεση, δεν έκρινε την προσβαλλόμενη απόφαση ως ανύπαρκτη, αλλά υπαρκτή, την οποία και ακύρωσε.
Εν προκειμένω, η εφεσείουσα ουδέποτε επεδίωξε να ακυρώσει, μέσω της νόμιμης οδού, την συγκεκριμένη διοικητική απόφαση που την επηρέαζε. Όπως πολύ ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Η θέση των εναγόντων για το τεκμήριο της νομιμότητας που διέπει μια διοικητική πράξη, ότι ισχύει και στην παρούσα περίπτωση, κατά την άποψη μου είναι ορθή. Ορθή επίσης είναι η θέση τους ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει καμία απολύτως εξουσία ούτε και δικαιοδοσία να εξετάσει καθ' οιονδήποτε τρόπο την απόφαση των εναγόντων με την οποία επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο στους εναγομένους.
[.]
Ενόψει των ανωτέρω είναι η θέση μου ότι το τεκμήριο νομιμότητας διέπει και εφαρμόζεται και στην παρούσα υπόθεση σε ότι αφορά την πράξη των εναγόντων να επιβάλουν διοικητικό πρόστιμο στους εναγομένους ημερομηνίας 4/5/09 με αποτέλεσμα το ποσό το οποίο έχει επιδικαστεί υπό μορφή διοικητικού προστίμου και είναι παραδεκτό ότι εξακολουθεί να οφείλεται, να πρέπει να πληρωθεί από τους εναγόμενους προς τους εναγόντες.»
Στη βάση των πιο πάνω δικαιολογημένων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να τίθεται θέμα εφαρμογής της υπεράσπισης της παρανομίας, η οποία στα λατινικά αναφέρεται ως «ex turpi causa non oritur actio» ή στην αγγλική γλώσσα «no action can arise from an illegal action», ως η εφεσείουσα με συγκεκριμένο λόγο έφεσης υποστηρίζει. Όμως, για μίαν ενδιαφέρουσα ανάλυση της πιο πάνω αρχής, παραπέμπουμε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, Patel v. Mirza [2016] UKSC 42.
Τα ίδια ισχύουν και για τη θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα δεν άσκησε την εξουσία του να εμποδίσει την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να θεραπεύεται αυτός που παρανομεί» (αιτιολογία του 4ου Λόγου Έφεσης). Κατ΄ αρχάς, κατάχρηση εξουσίας υπάρχει όταν μία διοικητική πράξη ενώ φέρει όλα τα στοιχεία της νομιμότητας, αυτή έχει εκδοθεί για σκοπό προδήλως άλλον από αυτόν για τον οποίο έχει θεσπισθεί. Ο αιτητής σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να προσδιορίσει τον αλλότριο σκοπό, και μάλιστα ότι αυτός είναι προδήλως διαφορετικός από τον σκοπό που ο νόμος έχει αποδώσει στην έκδοση της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Όλα αυτά βεβαίως, αποφασίζονται στο πλαίσιο προσβολής της εν λόγω διοικητικής πράξης, μέσω της νόμιμης οδού, και εφόσον υπάρχει τέτοιος συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη εν προκειμένω, αφού, ως ελέχθη, η απόφαση επιβολής διοικητικών κυρώσεων ύψους €25.000 στην εφεσείουσα, ουδέποτε προσεβλήθη και ουδέποτε ακυρώθη.
Η δε απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία, Μέσω Υπουργείου Οικονομικών ν. Ιωάννη Μονογιού (2006) 3 Α.Α.Δ. 133, στην οποία επίσης παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας, με κάθε σεβασμό, ουδόλως εφαρμόζεται. Εκεί αποφασίστηκε πως «η διοίκηση δεσμευόταν από τις αρχές της χρηστής διοίκησης να εφαρμόσει τις νομοθετικές πρόνοιες προς όφελος όλων των επηρεαζόμενων υπαλλήλων και όχι μόνο προς όφελος εκείνων μόνο που είχαν επιζητήσει την εφαρμογή τους με την καταχώριση προσφυγών. Η επιλεκτική κρίση της διοίκησης δεν αντιστρατεύεται μόνο τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αλλά επιπρόσθετα ισοδυναμεί και με άνιση μεταχείριση του εφεσίβλητου». Εν προκειμένω, από την συγκεκριμένη πράξη, η οποία, ως ελέχθη, ουδέποτε προσεβλήθη και ουδέποτε ακυρώθη, επηρεαζόταν μόνο η εφεσείουσα και ουδείς άλλος. Συνεπώς, δεν μπορεί να τίθεται θέμα παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, σύμφωνα με την οποία τα διοικητικά όργανα οφείλουν να συμπεριφέρονται ορθά και αμερόληπτα προς τους διοικουμένους.
Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή, από κάθε άποψη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΣΓεωργίου