ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 186/2024)

                                                                                                            (i-justice)

 

25 Νοεμβρίου, 2024

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΡΕΤΗ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., 2. Α. Χ., 3. Σ. Ε., 4. Μ. Β., 5. Α. Α., 6. Χ. Π., 7. Κ. Τ., 8. Ζ. Μ., 9. Ε. Α., 10. Ν. Π., 11. Α. Α., 12. Α. Π., ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08/10/2024.

Η. Στεφάνου με Ε. Καπαρδή (κα), Στ. Δημητρίου και Β. Κυβερνήτη, για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

 

_____________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενου από Ένορκη Δήλωση του Α/Λοχ. 819, Μάριου Ηροδότου του ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) εξέδωσε στις 8/10/2024 Ένταλμα Έρευνας του γραφείου της Αιτήτριας αρ. 1, δικηγορικής εταιρείας, επί τη βάσει ύπαρξης εύλογης υποψίας ότι σε αυτό βρίσκονται τεκμήρια, όπως έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή, ηλεκτρονική αλληλογραφία και άλλα τεκμήρια, που σχετίζονται και θα παρέχουν απόδειξη για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, ήτοι,

 

1)   Συνομωσία για καταδολίευση, Άρθρο 302 του Κεφ. 154,

2)   Συνομωσία για διάπραξη κακουργημάτων, Άρθρο 371 του Κεφ. 154,

3)   Αδικήματα κατά παράβαση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007, Άρθρα 3, 4, 5 και 27.

4)   Ψευδείς Δηλώσεις κατά παράβαση του Άρθρου 116(1) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002),

5)   Παράλειψη συμμόρφωσης στους Νόμους και Κανονισμούς κατά παράβαση του Άρθρου 88 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002),

6)   Πλαστογράφηση Ταξιδιωτικών Εγγράφων κατά παράβαση του Άρθρου 89(1)(ε) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002).

 

Σύμφωνα με το σχετικό Όρκο, τα υπό διερεύνηση αδικήματα είχαν διαπραχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2015 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης του υπό έλεγχο Εντάλματος και σχετίζονται με τις κατ' εξαίρεση πολιτογραφήσεις ως Κύπριων πολιτών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος των ακολούθων προσώπων (επενδυτών) και των εξαρτώμενων τους: 1) E.K. και D. T., από τη Ρωσία, 2) L. G. D., από τη Βενεζουέλα, 3) V. D., από τη Ρωσία και 4) A. Z., από τη Ρωσία.

 

Με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές ζητούν άδεια για να καταχωρίσουν Αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος Εντάλματος Έρευνας ημερ. 8/10/2024.

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από δύο Ένορκες Δηλώσεις. Η μία προέρχεται από το Σωκράτη Έλληνα, δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο της Αιτήτριας αρ. 1, ο οποίος δηλώνει εξουσιοδοτημένος από όλους τους Αιτητές για τους σκοπούς της Ένορκης του Δήλωσης. Η δεύτερη Ένορκη Δήλωση προέρχεται από το Χρίστο Παύλου, επικεφαλής του τμήματος πληροφορικής στο δικηγορικό γραφείο της Αιτήτριας αρ. 1, ο οποίος δηλώνει γνώση των συστημάτων πληροφορικής του εν λόγω δικηγορικού γραφείου, καθώς και των πρόσφατων ενεργειών της Αστυνομίας που έλαβαν χώρα στους χώρους της Αιτήτριας αρ. 1, ήτοι, της εκτέλεσης των Ενταλμάτων Έρευνας ημερομηνιών 5/4/2024, 9/10/2024 και 10/10/2024.

 

Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη η επισήμανση κάποιων γεγονότων, όπως αυτά προκύπτουν από τον Όρκο που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας για έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας.

 

Η Αστυνομία είχε εξασφαλίσει στις 3/4/2024 την έκδοση Εντάλματος Έρευνας για τα γραφεία της Αιτήτριας αρ. 1 («αρχικό Ένταλμα Έρευνας»). Το αρχικό Ένταλμα Έρευνας είχε εκτελεστεί στις 5/4/2024. Στο πλαίσιο εκτέλεσης του αρχικού Εντάλματος Έρευνας η Αστυνομία είχε λάβει σε έντυπη μορφή τέσσερις φακέλους οι οποίοι αφορούσαν τις αιτήσεις για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση ως Κύπριων πολιτών των ακολούθων προσώπων: α) L. G. D. με διακριτικά [ ], β) V. D. με διακριτικά [ ] (1/2), γ) V. D. με διακριτικά [ ] (2/2) και δ) D. T. με διακριτικά [ ]. Επιπλέον παρελήφθησαν αρχεία και αλληλογραφία σε ηλεκτρονική μορφή που εντοπίστηκαν στον Κεντρικό Εξυπηρετητή (Server) μέσω λέξεων κλειδιών που σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις και τα οποία μεταφέρθηκαν σε ψηφιακό δίσκο. Όπως περαιτέρω αναφέρεται στον Όρκο, «διαπιστώθηκε ότι κάποια από τα ηλεκτρονικά δεδομένα πιθανόν να αλλοιώθηκαν δια διαγραφής από τον Κεντρικό εξυπηρετητή του Δικηγορικού γραφείου με αποτέλεσμα να μην εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5/4/2024». Επιπλέον στον Όρκο αναφέρεται ότι η έκδοση του Εντάλματος Έρευνας είναι ευλόγως αναγκαία για επαναφορά των δεδομένων που πιθανό να έχουν διαγραφεί/αλλοιωθεί και σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Συγκεκριμένα, στον Όρκο γίνεται αναφορά ότι «υπάρχει η δυνατότητα μέσω της τεχνολογίας να επανακτηθούν διαγραφέντα/αλλοιωμένα αρχεία από τον κεντρικό εξυπηρετητή, με συγκεκριμένη διαδικασία όπου μπορούν να μεταφερθούν σε αποθηκευτική μονάδα, χωρίς να υπάρξει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία, τα οποία δεν σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις».

Επανέρχομαι στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για θεραπεία.

 

Οι Αιτητές μέσω του Λόγου 3Α επικαλούνται παραβίαση της νομιμότητας και/ή έκδηλη πλάνη Νόμου. Όπως προβλήθηκε, με δεδομένο ότι τα υπό διερεύνηση αδικήματα δεν εμπίπτουν εντός του εύρους του Άρθρου 17(2)(Β) του Συντάγματος, δεν δύναται να εκδοθεί Ένταλμα Έρευνας που εξ αρχής σκοπό έχει τη λήψη ιδιωτικής επικοινωνίας, η οποία προστατεύεται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος. Οι Αιτητές επισημαίνουν ότι, όπως προκύπτει από το διατακτικό του προσβαλλόμενου Εντάλματος, αλλά και το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου, το Κατώτερο Δικαστήριο εντελώς μηχανικά προχώρησε στην έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας, χωρίς να εξετάσει το κατά πόσο η Αστυνομία θα μπορούσε μελλοντικά να πετύχει πρόσβαση στο καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, ως η δηλωθείσα πρόθεσή της, ώστε η έκδοση του Εντάλματος Έρευνας να είναι αναγκαία και εύλογη υπό τις περιστάσεις.

 

Μέσω του Λόγου 3Β προβάλλεται ότι το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το υπό κρίση Ένταλμα Έρευνας χωρίς να εφαρμόσει την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τον τρόπο εκτέλεσής του. Όπως υποστηρίχθηκε, παρά το γεγονός ότι ο σκοπός του Εντάλματος Έρευνας ήταν ο εντοπισμός συγκεκριμένων αρχείων, ηλεκτρονικών φακέλων και  ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που πιθανόν να είχαν διαγραφεί από τον  Κεντρικό Εξυπηρετητή της Αιτήτριας αρ. 1 και παρά το γεγονός ότι κατά την εκτέλεση του αρχικού Εντάλματος Έρευνας κατέστη δυνατόν να γίνει αναζήτηση εγγράφων μέσων λέξεων κλειδιών αντί αντιγραφή όλων των δεδομένων που υπήρχαν στον Κεντρικό Εξυπηρετητή, η Αστυνομία αιτήθηκε όπως εξάγει το σύνολο των δεδομένων «σε μορφή live image του Mail Server και Data Server και υπολογιστών των υπαλλήλων που αναφέρονται πιο πάνω . καθώς και της Α. Χ.», προκειμένου στη συνέχεια να αναζητήσουν, μέσω λέξεων κλειδιών, τα αρχεία που πιθανόν να έχουν διαγραφεί.

 

Με το Λόγο 3Γ οι Αιτητές επικαλούνται υπέρβαση δικαιοδοσίας και έκδηλη παράβαση του Νόμου στη βάση του ότι το Κατώτερο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας, χωρίς να προκύπτει από τον Όρκο ή/και το πρακτικό του Δικαστηρίου ότι αυτό είχε πράγματι δικαιοδοσία να επιληφθεί του αιτήματος της Αστυνομίας για έκδοση Εντάλματος Έρευνας στα γραφεία της Αιτήτριας αρ. 1 τα οποία βρίσκονται στη Λεμεσό.

 

Μέσω του Λόγου 3Δ οι Αιτητές επικαλούνται παραβίαση της αρχής της νομιμότητας και μη αποκάλυψη ουσιαστικών δεδομένων και στοιχείων κατά την υποβολή του αιτήματος για έκδοση του προσβαλλόμενου Εντάλματος Έρευνας. Συγκεκριμένα, είναι η θέση τους πως η παράλειψη από μέρους του ανακριτή να αναφέρει ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την εκτέλεση του αρχικού Εντάλματος Έρευνας, συνιστά παραβίαση της νομιμότητας, αφού, όπως υποστηρίχθηκε, ήταν ουσιώδους σημασίας και ευθέως κρίσιμη για τη διαμόρφωση της δέουσας, υπό τις περιστάσεις, κρίσης από το Κατώτερο Δικαστήριο.

 

Έχω θέσει ενώπιον μου τόσο το περιεχόμενο των Ενόρκων Δηλώσεων όσο και της Έκθεσης και έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι οι Αιτητές μέσω  του ευπαίδευτου συνηγόρου τους έχουν θέσει, επιμελώς, ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν μέσω γραπτής αγόρευσης. Θα κάνω ειδική αναφορά σε αυτά, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. 

 

Οι αρχές με βάση τις οποίες παρέχεται άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος αυτής της μορφής είναι καλά εδραιωμένες και από μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέτοια άδεια παρέχεται όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή συζητήσιμη υπόθεση, ενώ ο έλεγχος σε σχέση με τα εντάλματα έρευνας, γίνεται σε σχέση με τη νομιμότητα της έκδοσής τους.

 

Εξετάζοντας εν πρώτοις το Λόγο 3Α, από όσα τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι το υπό κρίση Ένταλμα Έρευνας δεν επιδιώχθηκε να εκδοθεί και ούτε αφορά σε πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας με βάση τα διαλαμβανόμενα στον περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμο του 1996,                          Ν. 92(Ι)/1996.

 

Αντιθέτως, από το σύνολο των όσων περιέχονται στον Όρκο, καθώς και από τη νομική βάση που καταγράφεται στον τίτλο του Εντάλματος Έρευνας η οποία αφορά στο Κεφ. 155, είναι σαφές ότι το Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 27 του Κεφ. 155, με στόχευση την ανεύρεση, κατάσχεση και μεταφορά ενώπιον Δικαστηρίου των πραγμάτων εκείνων που αποτελούσαν το αντικείμενο του εν λόγω Εντάλματος («τα πράγματα»)[1].

 

Το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Ένταλμα Έρευνας, δεν διεφάνη να είχε κατά νου οτιδήποτε διαφορετικό από εκείνο που προέκυπτε από τον ίδιο τον Όρκο και το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του Εντάλματος Έρευνας στη βάση του Άρθρου 27 του Κεφ. 155. Ούτε, βεβαίως, το αίτημα της Αστυνομίας θα μπορούσε να λεχθεί ότι εδραζόταν στο                        Ν. 92(Ι)/96. Το λεκτικό του Εντάλματος ήταν σαφές, χωρίς να εντοπίζεται εξουσιοδότηση για οτιδήποτε που να παραβιάζει το δικαίωμα του απόρρητου της επικοινωνίας των Αιτητών ή οποιουδήποτε συνταγματικού τους δικαιώματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran (2016) 1 Α.Α.Δ. 926, Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Μ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 58/2021, ημερ. 20/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D151 και Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2021, ημερ. 1/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:A72).

 

Ως εκ τούτου, η δικαιοδοτική βάση για την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας είναι το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, το οποίο διαλαμβάνει ότι ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί όταν το Δικαστήριο ικανοποιείται με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, πως υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.

 

Συμπλέουσα με την πιο πάνω προσέγγιση είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των 1) Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 213/2021, ημερ. 10/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A82, στην οποία λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η κατάσχεση των τηλεφώνων ως «πραγμάτων» εν τη εννοία του άρθρου 27 του Κεφ. 155, ισοδυναμεί με πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία. Ιδιαίτερα εφόσον τέτοια πρόσβαση ρητά δεν εξουσιοδοτήθηκε από το δικαστήριο. Εάν αυτή προκύψει, ανάλογα με την πορεία των ερευνών, να είναι η ανάγκη και η εξ αυτής πρόθεση της Αστυνομίας, μπορεί να προχωρήσει με τις κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να λάβει την απαιτούμενη εξουσιοδότηση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία που τώρα, πρόωρα, επικαλούνται οι αιτητές.

Ως εκ των άνω κρίνεται ότι δεν υπήρχε παραβίαση νόμου, ή του Συντάγματος, ή ιδιωτικής επικοινωνίας, ούτε υπέρβαση δικαιοδοσίας, ως οι λόγοι που προβάλλονται. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην απόρριψη κάθε λόγου και κάθε επιχειρήματος που σχετίζεται με το Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος και με το Νόμο 92(Ι)/96, εφόσον οι πρόνοιες αυτές δεν εύρισκαν, εν προκειμένω, εφαρμογή

 

 

Έτσι και στην προκείμενη περίπτωση. Άλλο η έρευνα και η κατάσχεση αντικειμένων ως τεκμηρίων και άλλο η πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας. Στην υπό συζήτηση περίπτωση είναι σαφές ότι ζητήθηκε και εξασφαλίστηκε το πρώτο. Δεν ζητήθηκε και δεν εξουσιοδοτήθηκε πρόσβαση στην επικοινωνία.

 

Σε ό,τι αφορά το Λόγο η θέση των Αιτητών είναι ότι, αντί το Κατώτερο Δικαστήριο να περιορίσει την έρευνα σε επιτόπια αναζήτηση στον Κεντρικό Εξυπηρετητή της Αιτήτριας αρ. 1 μέσω της χρήσης λέξεων κλειδιών οι οποίες θα περιόριζαν τον κίνδυνο επισκόπησης εγγράφων άλλων από αυτά που αναζητούνταν από την Αστυνομία, τούτο εξουσιοδότησε την αντιγραφή όλων των δεδομένων που υπήρχαν στο Mail Server και Data Server.

 

Κρίνεται επιβεβλημένο στο σημείο αυτό να παρατεθεί απόσπασμα από τον Όρκο που αναφέρεται στην ακολουθητέα διαδικασία προς το σκοπό εντοπισμού και παραλαβής τεκμηρίων (ηλεκτρονικών δεδομένων) που πιθανόν να διαγράφηκαν/αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5/4/2024:

 

«Σύμφωνα με τους δικανικούς αναλυτές της Αστυνομίας και τους εμπειρογνώμονες που συνέδραμαν στην εξέταση των τεκμηρίων που κατασχέθηκαν από το Δικηγορικό γραφείο ARETI CHARIDEMOU & ASSOCIATES LLC, υπάρχει η δυνατότητα μέσω της τεχνολογίας, να επανακτηθούν διαγραφέντα/αλλοιωμένα αρχεία από τον κεντρικό εξυπηρετητή, με συγκεκριμένη διαδικασία όπου μπορούν να μεταφερθούν σε αποθηκευτική μονάδα, χωρίς να υπάρξει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία, τα οποία δεν σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις..

 

Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί για την διασφάλιση του επαγγελματικού απορρήτου και την επιθεώρηση μόνο ηλεκτρονικών δεδομένων που εξαχθήκαν με λέξεις κλειδιά κατά την έρευνα που διεξάχθηκε στις 05/04/2024 είναι:

 

Θα γίνει εξαγωγή σε μορφή live image του Mail Server και Data Server και υπολογιστών των υπαλλήλων που αναφέρονται πιο πάνω (Α. Α., Χ. Π., Μ. Β., Κ. Τ., Ζ. Μ., Ε. Α., Ν. Π., Σ. Έ.) καθώς και της Αρετής Χαριδήμου, επί τόπου στο εν λόγω Δικηγορικό γραφείο, που περιλαμβάνουν την ηλεκτρονική αλληλογραφία του πιο πάνω γραφείου. Με αυτό τον τρόπο δεν θα χρειαστεί να παραληφθούν τα μηχανήματα (υπολογιστές, server κτλ), έτσι ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση των εργασιών του Δικηγορικού γραφείου .

 

Τα image (δικανικά αντίγραφα) θα τοποθετηθούν σε εξωτερικούς σκληρούς  δίσκους ιδιοκτησίας της Αστυνομίας και με το πέρας της διαδικασίας θα τοποθετηθούν σε φακέλους με διακριτικά και θα σφραγιστούν στην παρουσία εκπροσώπων του γραφείου, ενώ παράλληλα θα τους δοθούν MD5 hash του κάθε δίσκου, που θα περιλαμβάνει δικανικά αντίγραφα για μελλοντικούς σκοπούς επιβεβαίωσης του περιεχομένου τους.

 

Στη συνέχεια τα δικανικά αντίγραφα θα μεταφερθούν αντίγραφα σε ασφαλές χώρο στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων της Αστυνομίας και θα ακολουθήσει αυτοματοποιημένη δικανική ανάλυση. Δηλαδή, με τη χρήση δικανικού λογισμικού θα γίνει αυτοματοποιημένη ανάλυση των δεδομένων του δικανικού αντιγράφου, χωρίς να γίνει φυσική επιθεώρηση από οποιονδήποτε. Αυτό δίνει την δυνατότητα για αυτοματοποιημένη επαναφορά διαγραμμένων ηλεκτρονικών αρχείων και τον αυτόματο διαχωρισμό των αρχείων ως προς το είδος τους (Αρχεία κειμένου, εικόνες και τα λοιπά). Ο δικανικός αναλυτής θα προχωρήσει με αυτοματοποιημένη εξαγωγή των ευρημάτων με λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πρώτη έρευνα που έγινε στις 5/4/2024 (κατάλογος επισυνάπτεται), χωρίς να επιθεωρηθούν ηλεκτρονικά δεδομένα. Έτσι διασφαλίζεται ότι δεν θα εξαχθούν ηλεκτρονικά δεδομένα που δεν σχετίζονται με τις πιο πάνω διερευνόμενες υποθέσεις. Ακολούθως τα εξαχθέντα ηλεκτρονικά δεδομένα θα τοποθετηθούν σε εξωτερικό σκληρό δίσκο. Κατά τη διαδικασία εισαγωγής των λέξεων κλειδιών δύναται να είναι παρών εκπρόσωπος του πιο πάνω Δικηγορικού γραφείου.

 

Τα δεδομένα που θα εξαχθούν από την εν λόγω διαδικασία, θα τοποθετηθούν σε δύο αντίγραφα ψηφιακών δίσκων .»

 

 

Οι Αιτητές υποστήριξαν ότι με δεδομένο ότι κατά την εκτέλεση του αρχικού Εντάλματος Έρευνας η Αστυνομία είχε τη δυνατότητα να πετύχει πρόσβαση στον Κεντρικό Εξυπηρετητή της Αιτήτριας αρ. 1 μέσω φορητού υπολογιστή και μέσω χρήσης λέξεων κλειδιών, να προσπαθήσει να εντοπίσει τα έγγραφα τα οποία αναζητούσε, δεν υπήρχε λόγος το Κατώτερο Δικαστήριο να εξουσιοδοτήσει την αντιγραφή, από μέρους της Αστυνομίας, του συνόλου των δεδομένων που βρίσκονταν στο Mail Server και Data Server του Κεντρικού Εξυπηρετητή και μεταφορά αυτών στο δικανικό εργαστήριο ηλεκτρονικών δεδομένων της Αστυνομίας. Όπως περαιτέρω υποστηρίχθηκε, το τι θα μπορούσε να κάνει το Κατώτερο Δικαστήριο, σεβόμενο την αρχή της αναλογικότητας, ήταν να εξουσιοδοτήσει την Αστυνομία να πετύχει πρόσβαση στον Κεντρικό Εξυπηρετητή της Αιτήτριας αρ. 1, να εντοπίσει και να αντιγράψει τα αρχεία τα οποία πιθανόν να είχαν διαγραφεί.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Mohammed, Πολιτική Έφεση Αρ. 279/2021, ημερ. 4/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:A151, αναφέρθηκαν σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

«Η αρχή της αναλογικότητας έχει καθιερωθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και εισήχθη στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, όπου τυγχάνει εφαρμογής, πέραν και επιπρόσθετα των νομοθετικών προϋποθέσεων, για τη συνδρομή του αναγκαίου συσχετισμού των πραγμάτων και αντικειμένων την κατάσχεση των οποίων επιθυμεί η Αστυνομία, του υπό διερεύνηση χώρου και την υπό εξέταση αξιόποινη πράξη.

 

Η συνήθης διατύπωση της εν λόγω αρχής είναι ότι ο περιορισμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες είναι νόμιμες μόνον όταν έχει υιοθετηθεί στο πλαίσιο θεμιτού σκοπού, από τη μια και δεν είναι δυσανάλογος προς τον εν λόγω θεμιτό σκοπό, από την άλλη.»

 

 

Ο Δικαστής θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο το ένταλμα ήταν απαραίτητο και πληροί την αρχή της αναλογικότητας τόσο όσον αφορά τον τρόπο έκδοσης του, αλλά και εκτέλεσης. (Βλ. R (Energy Financing Team Ltd) v. Bow Street Magistrates' Court [2006] 1 WLR 1316). Η αρχή της αναλογικότητας αφορά τόσο το σκοπό της έρευνας όσο και την εκτέλεση του εκδοθέντος εντάλματος.

 

Το κατά πόσο ένα ένταλμα έρευνας παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας είναι ζήτημα που άπτεται πρωτίστως των γεγονότων κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Ό,τι, συγκεκριμένα, εξετάζεται, στη βάση, βέβαια, πάντοτε, των περιστάσεων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση, προς το σκοπό διαπίστωσης ύπαρξης εφαρμογής της εν λόγω αρχής, είναι κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις της νομιμότητας, της καταλληλότητας και της αναγκαιότητας έκδοσης του υπό κρίση δικαστικού επεμβατικού μέτρου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Παπαδοπούλου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 75/2018, ημερ. 24/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:D164).

 

Έχοντας κατά νου τη διαδικασία που περιγράφεται με λεπτομέρεια στον Όρκο ως προς την εξασφάλιση των ηλεκτρονικών δεδομένων που εξάχθηκαν με λέξεις κλειδιά κατά την αρχική έρευνα, που πιθανόν να είχαν διαγραφεί, είναι σαφές ότι, μέσω αυτής της διαδικασίας, τα δικανικά αντίγραφα που θα εξασφαλιστούν και στη συνέχεια θα τοποθετηθούν σε εξωτερικούς σκληρούς δίσκους, θα υποστούν αυτοματοποιημένης δικανικής ανάλυσης και εξαγωγής με λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πρώτη έρευνα χωρίς να επιθεωρηθούν ηλεκτρονικά δεδομένα. Με αυτό τον τρόπο και μέσω αυτής της διαδικασίας διασφαλίζεται ότι δεν θα εξαχθούν ηλεκτρονικά δεδομένα που δεν σχετίζονται με τις υπό διερεύνηση υποθέσεις. Επιπλέον, ρητά προνοείται η δυνατότητα παρουσίας εκπροσώπου του Δικηγορικού γραφείου της Αιτήτριας αρ. 1 κατά τη διαδικασία εισαγωγής των λέξεων κλειδιών.

 

Έχει σημασία στο σημείο αυτό να επισημανθεί η προσθήκη που έγινε από το Κατώτερο Δικαστήριο στο εκδοθέν Ένταλμα Έρευνας, η οποία είχε ως ακολούθως:

 

«Η έρευνα να περιοριστεί στα όσα ρητά αναφέρονται στην αίτηση που υποβάλλεται από την Αστυνομία και νοείται, περαιτέρω, ότι το παρόν ένταλμα αποσκοπεί αποκλειστικά στην ανεύρεση υλικού που σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στον όρκο της Αστυνομίας. Οποιοδήποτε άλλο υλικό είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί και πολύ περισσότερο να ληφθεί ή και κρατηθεί.

 

Περαιτέρω, η έρευνα να διεξαχθεί στην παρουσία εκπροσώπων του υπό αναφορά γραφείου, για το οποίο το υπό κρίση ένταλμα έχει εκδοθεί, ή και εξουσιοδοτημένων από αυτό προσώπων, παρέχοντας σ' αυτούς, από την ώρα εκτέλεσης του εντάλματος, εύλογο χρονικό διάστημα που να μην ξεπερνά τις 4 ώρες, ώστε, σε περίπτωση που το επιθυμούν να είναι παρόντες κατά την έρευνα δικηγόρος ή και τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών.»

 

Είναι προφανές ότι η πιο πάνω προσθήκη συναρτάται με την ανησυχία του Δικαστηρίου να ικανοποιήσει τις νομολογιακές προϋποθέσεις αναφορικά με το επαγγελματικό απόρρητο και την αρχή της αναλογικότητας, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω (βλ. Klitzman, Klitzman and Gallagher v. Krut, United States Court of Appeals, 774 F.2d 955 (3d Cir. 1984), Kolesnichenko v. Russia, Application No. 19856/04, 9/4/2009, Golovan v. Ukraine, Appl. Νο. 41716/2006, 5/7/2012, Robathin v. Austria, Appl. No. 30457/2006, 3/7/2012 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, 29/12/2016).

 

Με βάση τα πιο πάνω και τις ασφαλιστικές δικλείδες που υπήρχαν ως προς την σκοπούμενη έρευνα, δεν είναι αντιληπτό πώς παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας (βλ. Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 Α.Α.Δ. 2560, 2587 και Αναφορικά με την Αίτηση των Λ. Ν. κ.ά., Αίτηση Αρ. 175/2023, ημερ. 13/3/2024). Η εξουσιοδότηση της Αστυνομίας ως προς το πρακτέο οριοθετείτο αυστηρά και με σαφήνεια. Υπήρχε, εν προκειμένω, σαφής και συγκεκριμένη εξουσιοδότηση. Να επαναφέρει τα δεδομένα που πιθανόν να διαγράφηκαν/αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν κατά την αρχική έρευνα, όπως αυτά προσδιορίζονταν στον Όρκο (ηλεκτρονικά δεδομένα που εξάχθηκαν με λέξεις κλειδιά κατά την αρχική έρευνα στις 5/4/2024), χωρίς να υπάρχει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία που δεν σχετίζονται με τις υπό διερεύνηση υποθέσεις.

 

Ο Λόγος 3Γ αφορά στο κατά πόσο το Κατώτερο Δικαστήριο είχε τη δικαιοδοσία να εκδώσει το υπό κρίση Ένταλμα Έρευνας με δεδομένη, μετά την τροποποίηση του Άρθρου 23 του Ν. 14/60 με το Νόμο 71(Ι)/2024 και την κατάργηση του Ν. 43/74, την πρόνοια της παραγράφου (1), η οποία διαλαμβάνει ότι Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να δικάζει «πάντα τα εντός της επαρχίας δι' ην το Δικαστήριον καθιδρύθη αδικήματα .».

 

Όπως προβλήθηκε από τους Αιτητές, από τον Όρκο δεν προκύπτει ότι τα υπό διερεύνηση αδικήματα είχαν διαπραχθεί εντός της επαρχίας Λευκωσίας.

 

Το Άρθρο 23 του Ν. 14/60[2], το οποίο οι Αιτητές έχουν επικαλεστεί, αφορά στην κατά τόπο δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάζει ποινικές υποθέσεις. Ουδεμία, επομένως, σχέση το εν λόγω Άρθρο έχει στην προκείμενη περίπτωση με την αρμοδιότητα του Κατώτερου Δικαστηρίου να εκδώσει το υπό κρίση Ένταλμα Έρευνας.

 

Στο πλαίσιο προώθησης του Λόγου 3Δ που αφορά στην απόκρυψη ουσιαστικών στοιχείων,  οι  Αιτητές παραπονούνται ότι ο ομνύων Α/Λοχ. Μ. Ηροδότου παρέλειψε στον Όρκο του να αναφέρει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από πλευράς Αστυνομίας κατά την εκτέλεση του αρχικού Εντάλματος Έρευνας την οποία (διαδικασία) καταγράφει με λεπτομέρεια στην Ένορκη Δήλωση του ο Χρ. Παύλου ο οποίος ήταν παρών ως επικεφαλής του τμήματος πληροφορικής του Δικηγορικού γραφείου της Αιτήτριας αρ. 1. Μεταξύ άλλων του αποδίδεται ότι παρέλειψε να αναφέρει ότι κατά την εν λόγω έρευνα η Αστυνομία είχε πετύχει πρόσβαση στον Κεντρικό Εξυπηρετητή της Αιτήτριας μέσω φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή και κατάφερε επιτόπου μέσω της χρήσης λέξεων κλειδιών να αντιγράψει/μεταφέρει σε ψηφιακό δίσκο αρχεία τα οποία πιθανόν να σχετίζονταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Προβάλλονται, επίσης, διάφοροι ισχυρισμοί μέσω των οποίων αμφισβητείται, ουσιαστικά, η θέση της Αστυνομίας όσον αφορά το ζήτημα της διαγραφής συγκεκριμένων αρχείων από τον Κεντρικό Εξυπηρετητή.

 

Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Λ. Λ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 153/2024, ημερ. 10/10/2024, «η επαρκής αποκάλυψη είναι βασική προϋπόθεση νομιμότητας σε σχέση με την έκδοση κάθε εντάλματος, είτε αυτό αφορά Ένταλμα Σύλληψης, είτε Ένταλμα Έρευνας. Η ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο για την έκδοση του Εντάλματος είναι, αναμφίβολα, υψίστης σπουδαιότητας. Σκοπός του Όρκου είναι να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα πραγματικά γεγονότα, στο ορθό τους πλαίσιο, ούτως ώστε το Δικαστήριο, έχοντας τη δυνατότητα της σφαιρικής εκτίμησης της υπόθεσης, να μπορέσει να εξασκήσει τη δική του κρίση αν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και αν θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο Ένταλμα». Όπως συναφώς τονίσθηκε στην πιο πάνω υπόθεση, η παράλειψη αναφοράς ουσιωδών γεγονότων «τα οποία κρίνονται ευθέως σχετικά προς τη διαμόρφωση της δέουσας, υπό τις περιστάσεις κρίσης από το Κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με την ενώπιον του Αίτηση», επηρεάζει το νόμιμο της έκδοσης ενός Εντάλματος.

 

Δεν ευρισκόμεθα, ωστόσο, ενώπιον τέτοιας περίπτωσης.

 

Με όλο τον σεβασμό στην προσπάθεια του ευπαίδευτου συνηγόρου, τα όσα επικαλέστηκε δεν στοιχειοθετούν τις θέσεις του. Δεν βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης όπου έχει καταδειχθεί, ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, ζήτημα μη αποκάλυψης ουσιωδών πληροφοριών. Απλώς υπάρχει αντίθετη εκδοχή και μια διαφορετική αντίληψη των γεγονότων από την πλευρά των Αιτητών. Η πλευρά της Αστυνομίας, μέσω των είκοσι σελίδων Όρκο του Α/Λοχ.                  Μ. Ηροδότου, αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στην έρευνα που είχε διενεργηθεί στο πλαίσιο εκτέλεσης του Εντάλματος Έρευνας ημερ. 3/4/2024, καθώς και στα αποτελέσματά της. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα ήταν επιτρεπτή, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη σε ανάλογα ευρήματα. Δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων. (Προνομιακά Εντάλματα, Πέτρου Αρτέμη, σελ. 130-136, R. v. Ashford (Kent) Justices, Ex-parte Richley [1955] 3 All E.R. 604).

 

Υπό το φως όλων όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση προς τεκμηρίωση της αξίωσης για παροχή άδειας.

 

Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

    Δ.            



[1] «Αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια να μπείτε στο δικηγορικό γραφείο και γραφείο παροχής διοικητικών υπηρεσιών ARETI CHARIDEMOU & ASSOCIATES LLC στην οδό Βασίλη Μιχαηλίδη 21, Τ.Κ. 3026 Λεμεσός οποιαδήποτε ώρα μεταξύ των ωρών 05:00 και 20:00 και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τους αναφερόμενους χώρους και αν αυτούς ή μέρος αυτών, ευρεθούν κατά την έρευνα, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι .. ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

[2] 23.-(1) Έκαστov Επαρχιακόv Δικαστήριov, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 19, θα έχη δικαιoδoσίαv vα δικάζη συμφώvως πρoς τας διατάξεις τoυ άρθρoυ 24-

 

(α) πάvτα τα εvτός της επαρχίας δι' ηv τo δικαστήριov καθιδρύθη αδικήματα

(β) πάvτα τα εvτός τωv Κυριάρχωv Περιoχώv τωv Βάσεωv υπό Κυπρίoυ διαπραχθέvτα αδικήματα κατά Κυπρίoυ ή εv σχέσει πρoς Κύπριov.

.......................

(4) Σε περίπτωση, κατά την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εισήχθη ή καταχωρίστηκε η ποινική διαδικασία δεν είναι το κατά τόπον αρμόδιο, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) διακόπτει την ενώπιόν του τεθείσα διαδικασία και παραπέμπει αυτή στο αρμόδιο κατά τόπον Επαρχιακό Δικαστήριο, νοουμένου ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει απαντήσει στην κατηγορία.

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο