ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 184/2024)
29 Νοεμβρίου, 2024
[ΔΑΥΙΔ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) OMAR SULEYMAN, (2) MOHAMMAD AL AGHA Ή KHALEDΚΑΙ Ή HAMADA ΚΑΙ (3) MOHAMMAD KASSAB, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔIΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22/10/2024 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΡ. 10892/24, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ ΣΤΟ TΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥΣ.
Αλ. Κληρίδης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας (στο εξής «το Κατώτερο Δικαστήριο»), με ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 22.10.2024, αποφάσισε την επιβολή ποινής στους Αιτητές (κατηγορούμενους 3, 4 και 5 στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 10892/24 που εκκρεμεί ενώπιoν του) στο τέλος της διαδικασίας, παρά το αίτημα τους να τους επιβληθεί ποινή αμέσως μετά την παραδοχή τους στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν και πριν την ακρόαση της υπόθεσης σε σχέση με άλλους συγκατηγορούμενους τους στην ως άνω Ποινική Υπόθεση.
Με την υπό συζήτηση, μονομερώς προωθούμενη αίτηση τους, οι ως άνω Αιτητές επιζητούν την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση της ως άνω ενδιάμεσης απόφασης.
Ως προβάλλεται στη σχετική Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση του Χρίστου Μεσαρίτη, δικηγόρου στον δικηγορικό οίκο που εκπροσωπεί τους Αιτητές στην παρούσα διαδικασία, οι τελευταίοι, μαζί με τους συγκατηγορούμενους τους 1, 2 και 6 στην ως άνω Ποινική Υπόθεση Αρ. 10892/24, αντιμετωπίζουν διάφορες κατηγορίες. Ειδικότερα και οι έξι πιο πάνω κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν:
- Το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης (Κατηγορία 1),
- Το αδίκημα της κατοχής πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια (Κατηγορία 2),
- Το αδίκημα της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια (Κατηγορία 3),
- Το αδίκημα της κλεπταποδοχής (Κατηγορίες 4-6).
Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος 3 αντιμετωπίζει το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας (Κατηγορία 7), ενώ ο κατηγορούμενος 4, το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (Κατηγορία 8).
Τόσο οι κατηγορούμενοι 3, 4 και 5, όσο και ο κατηγορούμενος 6, παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Αντίθετα, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες που τους αποδίδονται. Το Κατώτερο Δικαστήριο, μετά από αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, προχώρησε στην επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο 6, λαμβάνοντας υπόψη την πρόθεση της τελευταίας να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Αντίθετα, παρά την επιθυμία των κατηγορουμένων 3, 4 και 5 να επιβληθεί ποινή και στους ίδιους άμεσα, μετά την παραδοχή τους και όχι στο τέλος της διαδικασίας, το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημα. Σημειώνοντας τη δήλωση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής ότι δεν προτίθεται να χρησιμοποιήσει ως μάρτυρες κατηγορίας τους Αιτητές - κατηγορούμενους 3, 4 και 5, και ως εκ τούτου δεν ζητά να τους επιβληθεί ποινή προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία της ακρόασης για τους κατηγορούμενους 1 και 2, υπέδειξε παράλληλα πως το ζήτημα της επιβολής ποινής σε κατηγορούμενους που δεν θα κληθούν ως μάρτυρες κατηγορίας, εξετάζεται μόνο αν ζητηθεί από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου, κατέληξε, ούτε του παρέχεται τέτοια εξουσία, στην επιλογή της Κατηγορούσας Αρχής να μην ζητήσει την επιβολή ποινών στους Αιτητές - κατηγορούμενους 3, 4 και 5.
Αποτελεί θέση των Αιτητών ότι το Κατώτερο Δικαστήριο «αποφάσισε έξω από το πλαίσιο που του παρέχεται από το νόμο, δημιουργώντας πασίδηλο νομικό σφάλμα». Λειτούργησε, προστίθεται, κατά τρόπο που παραβιάζονται οι Συνταγματικές πρόνοιες που διασφαλίζουν το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης, αποφασίζοντας τη διαφορετική μεταχείριση των Αιτητών από τον πρώην συγκατηγορούμενο τους (κατηγορούμενο 6), για τον οποίο έκρινε επιτρεπτή την ως άνω εξέλιξη, χωρίς να εξετάσει και αποφασίσει στη βάση ποιων δεδομένων θα μπορούσε να προβεί σε τέτοια διαφορετική μεταχείριση συγκατηγορουμένων. Όφειλε, υποδεικνύουν, με δεδομένη την επιθυμία των ως άνω κατηγορούμενων Αιτητών, σε περίπτωση που δεν υπήρχαν άλλα εμπόδια, να αποφασίσει την άμεση επιβολή ποινής αμέσως μετά την παραδοχή τους. Η προσβαλλόμενη απόφαση, υποστηρίζουν, οδηγεί σε πασιφανή αδικία. Το Κατώτερο Δικαστήριο, υποστηρίζουν περαιτέρω, ενήργησε υπό πλάνη και με τη λανθασμένη αντίληψη ότι θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής ποινής άμεσα στους Αιτητές - κατηγορούμενους 3, 4 και 5, μόνο κατόπιν αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέα. Πράττοντας έτσι, υποδεικνύουν, ακύρωσε το δικαίωμα των Αιτητών στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντιπαραθετικού χαρακτήρα, να ακούγονται και τα δικά τους αιτήματα και θέσεις και να εξετάζονται με τον ίδιο, ίσο και δίκαιο τρόπο. Το Κατώτερο Δικαστήριο, καταλήγουν, θεωρώντας ότι δεν έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει το στάδιο που μπορεί να επιβληθεί ποινή στους Αιτητές, παρά μόνο μετά από αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα μπορεί να εξετάσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενήργησε υπό πλάνη.
Το Δικαστήριο με πολλή προσοχή έχει διεξέλθει τόσο την προσβαλλόμενη απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, την Έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την υπό συζήτηση Αίτηση όσο και τις αναφορές, θέσεις και εισηγήσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου των Αιτητών.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναδειχθεί σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η διαχρονική και καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, καταδεικνύει ότι τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Παρέχεται κατά προνόμιο, όπου από το πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Σύγγραμμα Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.ε., Αναφορικά με την Αίτηση του Α. Κωνσταντινίδη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298). Το βάρος να καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, βρίσκεται πάντα στους ώμους του Αιτητή (Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018). Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τέτοια άδεια δεν δίδεται, εκτός και αν καταδειχθούν, με επάρκεια, εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 42, ΧΧΧ Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).
Παρεμβάλλεται πως η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρεια τους. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Ούτε μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών. Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ' έφεση και όχι μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων (βλ. μεταξύ άλλων: Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018, Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημερ. 06.04.2021).
Γεγονός παραμένει ότι το Κατώτερο Δικαστήριο, στην ως άνω ενδιάμεση απόφαση του αναφέρθηκε και με επιμέλεια παράθεσε τις αρχές οι οποίες ρυθμίζουν το ζήτημα και την πρακτική που ακολουθείται στις περιπτώσεις επιβολής ποινής σε συγκατηγορουμένους, τόσο στην περίπτωση που αυτοί θα αξιοποιηθούν από την Κατηγορούσα Αρχή ως μάρτυρες κατηγορίας σε βάρος άλλων συγκατηγορούμενων τους, όσο και στην περίπτωση που δεν θα κληθούν ως τέτοιοι μάρτυρες στη διαδικασία. Παρέπεμψε προς τούτο σε σχετικά συγγράμματα και νομολογία, επισημαίνοντας στο τέλος της ημέρας ότι ο κανόνας που ακολουθείται στις περιπτώσεις που ένας συγκατηγορούμενος παραδέχεται και άλλος όχι, ήτοι να αναβάλλεται η διαδικασία επιβολής ποινής για τον συγκατηγορούμενο που παραδέχτηκε μέχρι τη δίκη του συγκατηγορούμενου που δεν παραδέχεται, δεν είναι ανελαστικός, και ότι το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιβάλει άμεσα ποινή ακόμα και σε συγκατηγορούμενους οι οποίοι δεν θα κληθούν ως μάρτυρες κατηγορίας. Παραπέμποντας δε, μεταξύ άλλων, στο λόγο της Χατζηξενοφώντος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 26/2020, 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B441, υπέδειξε ότι το ζήτημα κρίνεται στη βάση των περιστατικών της κάθε υπόθεσης και εναπόκειται στην ευχέρεια του Δικαστηρίου, ανάλογα να το ρυθμίσει.
Ωστόσο, παρά την παράθεση του νομικού καθεστώτος και της νομολογικής προσέγγισης για το πιο πάνω ζήτημα, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν φαίνεται να προχωρά στην εξέταση του ζητήματος, επί της ουσίας του, κατά πόσο δηλαδή η υπό συζήτηση περίπτωση ήταν πράγματι η πρέπουσα για να επιβληθεί η ποινή στους κατηγορούμενους 3, 4 και 5 άμεσα, χωρίς να αναμένεται η διεκπεραίωση της διαδικασίας για τους κατηγορούμενους 1 και 2. Περιορίστηκε στην υπόδειξη ότι τούτο αποτελεί ζήτημα που εξετάζεται μόνο αν ζητηθεί από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, για να συμπληρώσει καταληκτικά ότι: «Εν προκειμένω, δεν υφίσταται περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου στην επιλογή της Κατηγορούσας Αρχής να μην ζητήσει την επιβολή ποινών στους κατηγορούμενους 3, 4 και 5. Δεν μας παρέχεται τέτοια εξουσία.»
Με δεδομένη την πρακτική και την προσέγγιση της νομολογίας για το ζήτημα, ως την έχει αποτυπώσει και το Κατώτερο Δικαστήριο στην εγκαλούμενη απόφαση, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Άλλωστε, σε αυτό το στάδιο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την υπόθεση σε βάθος. (βλ. Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41).
Στην υπό συζήτηση περίπτωση και υπό το πρίσμα της εκ πρώτης όψεως θεώρησης των πραγμάτων προς το σκοπό παροχής ή μη άδειας ως η αίτηση, φαίνεται να προκύπτει συζητήσιμο θέμα σε σχέση με την κατάληξη του Κατώτερου Δικαστηρίου ότι το ενδεχόμενο της επιβολής ποινής στους Αιτητές αμέσως μετά την παραδοχή τους και όχι στο τέλος της διαδικασίας, θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο αν ζητηθεί από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής.
Συνακόλουθα, δίδεται άδεια για καταχώριση δια κλήσεως αίτησης Certiorari, η οποία περιορίζεται ειδικότερα στην κατάληξη του Κατώτερου Δικαστηρίου ότι το ζήτημα της επιβολής ποινής σε συγκατηγορούμενους που παραδέχονται τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και οι οποίοι δεν θα χρησιμοποιηθούν ως μάρτυρες κατηγορίας, αμέσως μετά την παραδοχή τους και όχι στο τέλος της διαδικασίας - ως οι Αιτητές/κατηγορούμενοι 3, 4, 5 στην υπό συζήτηση περίπτωση - μπορεί να εξεταστεί μόνο εφόσον τούτο ζητηθεί από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, χωρίς να παρέχεται στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία αν δεν ζητηθεί τούτο από την Κατηγορούσα Αρχή.
Η δια κλήσεως Αίτηση, να καταχωριστεί εντός 12 ημερών από σήμερα.
Εφόσον καταχωριστεί ως ανωτέρω, να οριστεί από το Πρωτοκολλητείο για οδηγίες στις 16.12.2024 και ώρα 08:30.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της δια κλήσεως Αίτησης.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/κβπ