ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 182/2024)

 

 27 Νοεμβρίου, 2024

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ. Π. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ Ν.183(Ι)/2007 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 21, 22 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 (92(Ι)/1996) ΚΑΙ 2015

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 58/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 3/10/2024, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ/Η ΛΗΨΗ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ 

........

Λ. Νεοφύτου μαζί με Τ. Τελιανίδου (κα) για Χ. Τιμοθέου και Λ. Νεοφύτου, για τον Αιτητή

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα πρόσβασης και ή επιθεώρησης και ή λήψης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας ημερ. 3.10.2024.  

        Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι οι ακόλουθοι:

(i)       Το υπό κρίση διάταγμα εκδόθηκε συνεπεία ψευδορκίας και ή δόλου και ή απόκρυψης ουσιωδών για την κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ενώπιον του οποίου τέθηκε η αίτηση για την έκδοση αυτού, γεγονότων.

 

(ii)      Το υπό κρίση διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και ή εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο ενήργησε μηχανικά, καθότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(1) του Ν.92(Ι)/1996.

 

(iii)     Το υπό κρίση διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας και ή εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο ενήργησε μηχανικά, καθότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(2) του Ν.92(Ι)/1996.

 

        Η Αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή στην οποία αναφέρεται στην έκδοση του υπό κρίση διατάγματος και επαναλαμβάνει και αναλύει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση.

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των ενταλμάτων certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ'  εξαίρεση και όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. 

Ο δόλος και η ψευδορκία αποτελούν λόγους για την έκδοση προνομιακού εντάλματος, όπως αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας ημερ. 8.7.2019, Πολ. Αίτηση Αρ. 139/2019, ημερ. 5.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:D461. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:

«Ο δόλος και η ψευδορκία αναγνωρίζονται ως λόγοι ακύρωσης μιας πράξης κατώτερου δικαστηρίου, πλην όμως όταν πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση. Το ζήτημα εξηγείται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 130-136. Δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων. Ο δόλος και η ψευδορκία πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας. Όπως ελέχθη στην υπόθεση R. v. Ashford (Kent) Justices, ex-parte, Richley [1955] 3 All ER 604: 

«.an order of Certiorari to quash proceedings on the ground that they were procured by fraud or perjury should seldom if ever be made unless the facts regarding the alleged fraud or perjury have either been the subject of a conviction in regular criminal proceedings against the person to whom the fraud or perjury is imputed, or else have been admitted by something amount to a confession by such person .» 

(βλ. επίσης In Re Charalambous (1985) 1 CLR 746).»

          Στο πλαίσιο της υπό κρίση Αίτησης, αποδίδεται ψευδορκία στον αστυνομικό ο οποίος προέβη στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος. Σύμφωνα πάντα με τον Αιτητή, η ψευδορκία προκύπτει από τη σύγκριση του περιεχόμενου του συγκεκριμένου όρκου με τους όρκους που συνόδευαν αίτηση για την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Αιτητή και αίτηση για την έκδοση εντάλματος έρευνας του διαμερίσματος του Αιτητή.

          Προς υποστήριξη αυτής της θέσης, ο Αιτητής παρουσιάζει και τους τρεις όρκους που συνόδευαν τις τρεις αιτήσεις από τρεις διαφορετικούς αστυνομικούς της ΥΚΑΝ Λεμεσού αντίστοιχα και επισημαίνει τις κατ'  ισχυρισμό αντιφάσεις οι οποίες συνιστούν την ψευδορκία. Αυτές οι αντιφάσεις αφορούν συγκεκριμένες αναφορές στους όρκους οι οποίες θα εξεταστούν ξεχωριστά η καθεμιά.

          Η πρώτη τέτοια αναφορά αφορά στην πληροφορία η οποία λήφθηκε από την Αστυνομία. Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος, ο ομνύων αστυνομικός της ΥΚΑΝ Λεμεσού ανέφερε τα εξής:

«. στις 24.9.2024 λήφθηκε πληροφορία στην ΥΚΑΝ ότι ο ύποπτος ασχολείται με εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών και συγκεκριμένα κοκαΐνης και κάνναβης, τα οποία ναρκωτικά αποθηκεύει στο διαμέρισμα που διαμένει στην πιο πάνω διεύθυνση, καθώς και στην πατρική του οικία στην οδό ...». 

Ο όρκος που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση εντάλματος σύλληψης περιείχε την ίδια αναφορά ως ανωτέρω.

Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση εντάλματος έρευνας, αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Πληροφορία που δόθηκε στην Υ.ΚΑ.Ν. ημερομηνίας 22/09/2024, αναφέρει ότι ο Σ. Π., ασχολείται με την φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α΄ και Β΄ και συγκεκριμένα κάνναβη και κοκαΐνη.

Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη, το πιο πάνω αναφερόμενο πρόσωπο, έχει στην κατοχή του ποσότητες κάνναβης και κοκαΐνης, τις οποίες αποκρύβει τόσο στην οικία του όσο και στο διαμέρισμα του, το οποίο διατηρεί για φύλαξη μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών και στη συνέχεια τις προμηθεύει σε άλλα πρόσωπα. Επίσης σύμφωνα με την ίδια πληροφορία ο Π. χρησιμοποιεί το όχημα με αριθμούς εγγραφής . για να προβαίνει σε παραδόσεις ναρκωτικών.

.............................

Η πιο πάνω πληροφορία, δόθηκε από πρόσωπο το οποίο έχει κατ΄ ιδίαν αντίληψη των γεγονότων και τον είδε πρόσφατα να αποκρύπτει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών στο διαμέρισμα του ενώ μικρότερες ποσότητες αποκρύπτει στην οικία του καθώς και στο συγκεκριμένο όχημα.

Η πληροφορία είναι δεόντως καταχωρημένη στα μητρώα της Αστυνομίας.»

Εκτός από την ημερομηνία, με την οποία θα ασχοληθώ σε κατοπινό στάδιο, διαφαίνεται ότι και οι τρεις αναφορές στην πληροφορία αφορούν το ίδιο περιεχόμενο, ήτοι τη φύλαξη από τον Αιτητή ναρκωτικών τάξεως Α και Β στην οικία και το διαμέρισμα του καθώς επίσης την προμήθεια αυτών σε άλλα πρόσωπα. Οι όποιες διαφορές υπάρχουν, όπως π.χ. η αναφορά στον τρίτο όρκο σε χρήση από τον Αιτητή ναρκωτικών ουσιών και σε διακίνηση αυτών με το όχημα του, δεν είναι τέτοιες που να αλλοιώνουν την ουσία της πληροφορίας ή να τείνουν να παραπλανήσουν ή αποκρύψουν οτιδήποτε από το Δικαστήριο. Η πρόσθετη αναφορά στο πρόσωπο του πληροφοριοδότη και στην καταχώριση της πληροφορίας στα μητρώα της αστυνομίας στον τρίτο όρκο, δεν οδηγούν στην υποψία περί μη ύπαρξης της πληροφορίας. Αντιθέτως, από τη στιγμή που γίνεται αναφορά και στους τρεις όρκους στην πληροφορία με το ίδιο βασικά περιεχόμενο αυτής, τότε δεν φαίνεται να προκύπτει αμφιβολία ως προς την ύπαρξη και λήψη αυτής.

Θα πρέπει να λεχθεί πως δεν αναμένεται ούτε και απαιτείται η πανομοιότυπη παράθεση μιας πληροφορίας ή περιγραφής γεγονότων στους όρκους που αφορούν σε διαφορετικές αιτήσεις για διαφορετικούς σκοπούς, ακόμα και αν αυτές αφορούν στα ίδια υπό διερεύνηση αδικήματα και ή στο ίδιο πρόσωπο. Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι να διαφανεί η παράθεση στο Δικαστήριο όλων των απαραίτητων ουσιαστικών στοιχείων στη διάθεση της αστυνομίας προς υποστήριξη της αίτησης και κυρίως η ειλικρινής και γνήσια αποκάλυψη αυτών. Θεωρώ ότι αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται με την πιο πάνω αναφορά.

Η δεύτερη αναφορά αφορά στην παρακολούθηση του Αιτητή από την ΥΚΑΝ. Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος αναφέρθηκαν τα εξής:

«Κατόπιν τούτου την ίδια ημέρα η οικία του υπόπτου τέθηκε υπό συνεχή και διακριτική παρακολούθηση από μέλη της ΥΚΑΝ. Κατά την διάρκεια της παρακολούθησης και περί ώρα 17:00, θεάθηκε το όχημα με αριθμούς εγγρ. ., με οδηγό τον ύποπτο να σταθμεύει έξω από τα διαμερίσματα ., o ύποπτος να εξέρχεται του οχήματος του και να μεταβαίνει στο συγκρότημα ..

Ακολούθως και περί ώρα 17:15 ο ύποπτος εξήλθε του εν λόγω συγκροτήματος και αφού μετέβηκε σε παρακείμενο χωράφι κρατώντας στα χέρια του ένα φτυάρι και μια τσάππα, θεάθηκε να προσεγγίζει συγκεκριμένο σημείο στο εν λόγω χωράφι που εφάπτεται των κτιριακών εγκαταστάσεων των διαμερισμάτων .. Αφού προσέγγισε το πιο πάνω σημείο, ο ύποπτος θεάθηκε να σκάβει κάτω από δέντρο που υπήρχε εκεί, με την χρήση τόσο της τσάππας όσο και του φτυαριού, να μετακινεί χώμα και να ξεθάβει κάτι, αλλά λόγω της απόστασης δεν ήταν δυνατόν να εξακριβωθεί τι ήταν. Στην συνεχεία, θεάθηκε ο ύποπτος να σκύβει, να μετακινεί κομμάτι ξύλου το οποίο ομοίαζε με πλακάζ μικρού μεγέθους και να τοποθετεί κάτι στο σημείο αυτό. Στη συνεχεία αφού τοποθέτησε το πλακάζ στο ίδιο σημείο που ήταν προηγουμένως, με την χρήση των ίδιων εργαλείων τοποθέτησε χώμα και μετά αναχώρησε.

 

Από διακριτικές εξετάσεις που ακολούθησαν δεν προέκυψε οτιδήποτε άλλο το επιλήψιμο και στις 25/09/2024 εκδόθηκε Δικαστικό ένταλμα έρευνας τόσο του πιο πάνω διαμερίσματος του υπόπτου όσο και του αυτοκινήτου του με αρ. εγγρ. . .»

Και πάλι υπήρχε η ίδια αναφορά επί αυτού του θέματος στον όρκο που συνόδευε την αίτηση έκδοση εντάλματος σύλληψης.

Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση εντάλματος έρευνας  αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Από την λήψη της πληροφορίας δόθηκαν οδηγίες για διακριτική παρακολούθηση του Π.. Από τις παρακολουθήσεις που διενεργήθηκαν ο ίδιος εντοπίστηκε τόσο στην οικία του όσο και στο εν λόγω διαμέρισμα. Αυτός θεάθηκε επίσης να μετακινείται με το συγκεκριμένο όχημα και να συναντιέται σε διάφορα σημεία στη Λεμεσό με άγνωστα νεαρά πρόσωπα και σε συνδυασμό με την πληροφορία δημιουργούν εύλογη υποψία ότι σχετίζονται με παράνομες δοσοληψίες ναρκωτικών ουσιών.

Επίσης από την παρακολούθηση διαπιστώθηκε ότι ο ύποπτος στις 24/09/2024 θεάθηκε να μεταβαίνει σε παρακείμενο χωράφι που βρίσκεται δίπλα από το πιο πάνω διαμέρισμα, να χρησιμοποιεί σκαπτικά εργαλεία και να σκάβει και να αποκρύβει στο έδαφος πιθανό ναρκωτικές ουσίες.

..............................

Από τις παρακολουθήσεις διαπιστώθηκε ότι ο Π. σε ακανόνιστες ώρες και μεταβαίνει στην οικία και στο διαμέρισμα του αργά το βράδυ ή/και τα ξημερώματα για αυτό αιτούμαι όπως το ένταλμα παραμείνει ανοιχτό για εκτέλεση οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου εντός ενός μηνός από την έκδοση του .».

 

Οι πιο πάνω αναφορές συγκλίνουν πλήρως ως προς την περιγραφή των διαπιστώσεων της Αστυνομίας κατά την παρακολούθηση. Το γεγονός ότι στην πρώτη αναφορά γίνεται μια πιο συνοπτική περιγραφή των γεγονότων δεν οδηγεί σε συμπέρασμα απόκρυψης ή παραπλάνησης του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο σκοπός της κάθε αίτησης, που είναι η έκδοση διαφορετικής φύσης διαταγμάτων, κάτι το οποίο φαίνεται να δικαιολογεί είτε πιο γενική είτε πιο αναλυτική περιγραφή αναλόγως της αίτησης.

Και πάλι δεν διαπιστώνεται τέτοια διαφοροποίηση η οποία να οδηγεί στη δημιουργία αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη της ίδιας της παρακολούθησης ως εισηγείται ο Αιτητής. Η επισήμανση του ότι στους όρκους που συνοδεύουν τις αιτήσεις για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος και του εντάλματος σύλληψης αναφέρεται ότι «δεν προέκυψε οτιδήποτε άλλο το επιλήψιμο» προβάλλεται εντελώς αποσπασματικά. Αυτή η αναφορά ακολουθεί την περιγραφή της παρακολούθησης και των διαπιστώσεων της Αστυνομίας και δεν προσθέτει οτιδήποτε, ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η μη συμπερίληψη της στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του υπό κρίση εντάλματος έρευνας έγινε εσκεμμένα και με πρόθεση παρουσίασης ψευδούς εικόνας ή απόκρυψης γεγονότων από πλευράς Αστυνομίας στο πλαίσιο της αίτησης για την έκδοση διατάγματος πρόσβασης.

Επανερχόμενη στην ημερομηνία λήψης της πληροφορίας, πράγματι παρουσιάζεται διαφορά σε αυτή. Στους δύο πρώτους όρκους αναφέρεται ότι αυτή λήφθηκε στις 24.9.2024 ενώ στον τρίτο όρκο, στις 22.9.2024. Υπενθυμίζεται ότι το περιεχόμενο αυτής είναι το ίδιο, ως επίσης και η περιγραφή της παρακολούθησης και του τι ακολούθησε παραμένει η ίδια. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας λήψης της πληροφορίας, σε όλους τους όρκους διαφαίνεται η λήψη οδηγιών για παρακολούθηση και η παρακολούθηση και οι διαπιστώσεις της Αστυνομίας κατά την παρακολούθηση στις 24.9.2024. Τελικώς δεν διαφαίνεται ότι η ημερομηνία λήψης της πληροφορίας, όπως παρουσιάστηκε με διαφορά δύο ημερών, σε συνδυασμό με τις ίδιες περιγραφές των όσων ακολούθησαν, αποτελεί ψευδή αναφορά με πρόθεση παραπλάνησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Σημασία είχε το υπαρκτό γεγονός της λήψης της πληροφορίας, οι δοθείσες όντως οδηγίες παρακολούθησης και η ίδια η παρακολούθηση με την περιγραφή των γεγονότων κατά τις 24.9.2024, η οποία παρουσιάζεται ταυτόσημη και στους τρεις όρκους. ’λλωστε, δεν έχει καταδειχθεί με οποιονδήποτε τρόπο ότι αυτή η διαφορά στην ημερομηνία είχε οποιοδήποτε αντίκτυπο ή επηρέαζε αρνητικά είτε τα γεγονότα είτε τον ίδιο τον Αιτητή, στο πλαίσιο πάντοτε της αίτησης για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος.

Η τρίτη περίπτωση αφορά αφενός στη μη συμπερίληψη στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του κρινόμενου διατάγματος, του γεγονότος της έκδοσης του εντάλματος έρευνας και αφετέρου της αναφοράς σε πληροφορία και παρακολούθηση με διαφορετικό περιεχόμενο.

Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος αναγράφεται ότι στις 26.9.2024 διενεργήθηκαν έρευνες στο διαμέρισμα και στο όχημα του υπόπτου δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας και περιγράφεται το τι ανευρέθηκε στο διαμέρισμα του. Ενόψει της διαπίστωσης του παρόντος Δικαστηρίου πως δεν υπήρξε τέτοια διαφοροποίηση μεταξύ των όρκων που να θέτει υπό αμφισβήτηση τη λήψη της πληροφορίας και ή τη διενέργεια της παρακολούθησης και του περιεχόμενου αυτών, κρίνεται ότι και αυτή η θέση του Αιτητή δεν βρίσκει έρεισμα στα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεδομένα.

Επομένως, δεν διαπιστώνεται, ακόμα και για σκοπούς της υπό κρίση αίτησης, δόλος ή ψευδορκία που να δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας. Ο πρώτος λόγος δεν κρίνεται βάσιμος.

Ο δεύτερος λόγος αφορά στη μη ικανοποίηση των προνοιών του άρθρου 23(1) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996. Ειδικότερα, αποτελεί θέση του Αιτητή ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει πιθανότητα και ή υποψία πως σε συγκεκριμένη/ες τηλεφωνική/ές συσκευή/ές του Αιτητή υπήρχε καταγεγραμμένη συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία η οποία να συνδέεται και ή να είναι συναφής με τα υπό διερεύνηση αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β, με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο.

            Το προσβαλλόμενο διάταγμα παραπέμπει ρητώς στα προαναφερόμενα αδικήματα με αναφορά στο ’ρθρο 17.2Β(α) του Συντάγματος, για το οποίο δικαιολογείται η επέμβαση στο δικαίωμα του απόρρητου της αλληλογραφίας και άλλης επικοινωνίας που κατοχυρώνει το ’ρθρο 17.1 του Συντάγματος

        Στο διάταγμα αναφέρεται επίσης ότι αφού το Δικαστήριο ανέγνωσε την αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ικανοποιήθηκε ότι «με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν» συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ρητώς το άρθρο 23(1)(α)-(γ) του Ν.92(Ι)/1996, τις οποίες και παραθέτει μία προς μία. Ακολούθως το Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση του εντάλματος.

        Επομένως, προκύπτει πως το Δικαστήριο ανέγνωσε, βασίστηκε, επικαλέστηκε και παρέπεμψε στα γεγονότα όπως αυτά καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για να δηλώσει πως ικανοποιήθηκε για την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος. Η εισήγηση του Αιτητή πως το Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά δεν βρίσκει έρεισμα στο ίδιο το περιεχόμενο του διατάγματος.

        Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος, αναφέρονταν επίσης τα ακόλουθα:

«Στις 26/09/2024 μέλη της ΥΚΑΝ μετέβηκαν στο διαμέρισμα του υπόπτου για την διενέργεια έρευνας δυνάμει δικαστικού εντάλματος.

Την ίδια ημέρα και ώρα 12:26 ο ύποπτος εντοπίστηκε και ανακόπηκε έξω από το διαμέρισμα του. Σε σωματικό έλεγχο που ακολούθησε ανευρέθηκε μέσα σε τσαντάκι ώμου που φορούσε, ένα τεμάχιο νάιλον διαφανές σακουλάκι εντός του οποίου υπήρχε ποσότητα άσπρης σκόνης μικτού βάρους 0,5 του γραμμαρίου περίπου και η ώρα 12:29 συνελήφθηκε για αυτόφωρο αδίκημα. Επίσης από την κατοχή του υπόπτου παραλήφθηκαν ως τεκμήρια 1) Ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας ., με αρ. ΙΜΕΙ . και ΙΜΕΙ ., με ηλεκτρονική κάρτα με αρ. κλήσης . και 2) Ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας . με αρ. ΙΜΕΙ . και ΙΜΕΙ ., με δύο κάρτες SIM της ., με αρ. . και αρ. . .

Ακολούθως και μεταξύ των ωρών 12:31 - 12:42 διενεργήθηκε έρευνα στο διαμέρισμα του υπόπτου, στην παρουσία του, όπου μέσα σε χρηματοκιβώτιο εντός του υπνοδωματίου ανευρέθηκε το χρηματικό ποσό των 500 Ευρώ σε χαρτονομίσματα των 10 χ 50 Ευρώ. Επίσης ερευνήθηκαν τα οχήματα του υπόπτου με αρ. εγγρ. . και ., χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε το παράνομο.

Στην συνέχεια και ώρα 12:51 ο ύποπτος οδηγήθηκε στο σημείο όπου θεάθηκε στις 24/09/2024 να σκάβει και να τοποθετεί άγνωστο αντικείμενο. Από έρευνα που διενεργήθηκε στο εν λόγω σημείο ανευρέθηκε θαμμένη στο χώμα Μια πλαστική παγωνιέρα, χρώματος γαλάζιου εντός της οποίας υπήρχαν μεταξύ άλλων τεκμηρίων μια νάιλον συσκευασία με άσπρη ουσία κοκαΐνη μεικτού βάρους τριάντα (30) γραμμαρίων περίπου, - πέντε (5) ξεχωριστές νάιλον συσκευασίες με πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης συνολικού μεικτού βάρους διακοσίων είκοσι πέντε (225) γραμμαρίων περίπου, μια νάιλον συσκευασία με μπεζ συμπαγή ουσία ομοιάζουσα με MDMA μεικτού βάρους τριάντα (30) γραμμαρίων περίπου και ένα μεταλλικό δοχείο με μπεζ συμπαγή ουσία ομοιάζουσα με MDMA βάρους μισού (0,5) γραμμαρίου περίπου. Όλα τα πιο πάνω παραλήφθηκαν ως τεκμήρια αφού προηγουμένως λήφθηκε αριθμός φωτογραφιών, τόσο της σκηνής όσο και τεκμηρίων.

Μετά το τέλος των ερευνών ο ύποπτος οδηγήθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λεμεσού, όπου ανακρινόμενος γραπτώς μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η ποσότητα κοκαΐνης που ανευρέθηκε στην κατοχή του, είναι δική του και την κατείχε για δική του χρήση, καθώς επίσης και τα δύο κινητά τηλέφωνα που είχε στην κατοχή είναι δικά του. Επίσης ο ύποπτος ισχυρίστηκε ότι προς το τέλος της εβδομάδας πριν την σύλληψη του, έβαλε δίπλα από τον κάλαθο των σκουπιδιών (πέταξε) μια παγωνιέρα όμοια με αυτή που ανευρέθηκε θαμμένη, μαζί με ένα μπουκαλάκι με χασισέλαιο και ένα δοχείο κρεατίνης, αρνούμενος οποιαδήποτε ανάμειξη με τα ανευρεθέντα τα ναρκωτικά εντός της παγωνιέρας.

..............................Την ίδια ημέρα και ώρα [.] ο ύποπτος συνελήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης [.]

Στις 27/09/2024 [.] εναντίον του εκδόθηκε Διάταγμα προσωποκράτησης για περίοδο επτά (7) ημερών [.]

 

Συνεπώς, [.]

(γ) σημειώνεται ότι η χρήση διαφορετικών τηλεφωνικών συσκευών και διαφορετικών αριθμών είναι τακτική που χρησιμοποιείται από τους εμπλεκόμενους σε υποθέσεις ναρκωτικών,

(δ) Ανακρινόμενος γραπτώς ο ύποπτος ο ύποπτος όσο αφορά τα δύο κινητά τηλέφωνα που ανευρέθηκαν στην κατοχή του είναι δικά του, εκ των οποίων το ένα μάρκας (χ). το αγόρασε όταν χάλασε το άλλο του κινητό τηλέφωνο (ψ)., όμως στη συνέχεια αποφάσισε να το κρατήσει για να το παίρνει στην δουλειά του, γεγονός το οποίο πιθανόν να μην ισχύει και ο ύποπτος να χρησιμοποιούσε το κινητό μάρκας (χ). για αγοραπωλησίες ναρκωτικών, καθότι την ώρα ανακοπής του δεν εργαζόταν και είχε το μάρκας (ψ). μέσα στο τσαντάκι του, ενώ το κινητό μάρκας (χ). το κρατούσε στο χέρι του. Επίσης να σημειωθεί ότι το κινητό τηλέφωνο μάρκας (χ). είχε δύο κάρτες κινητής τηλεφωνίας γεγονός το οποίο επίσης ενισχύει την εύλογη υποψία να το κατείχε για τους σκοπούς αγοραπωλησίας ναρκωτικών.»

 

        Με βάση το περιεχόμενο του όρκου, δίδεται μια αρκετά λεπτομερής περιγραφή του όλου πλαισίου των γεγονότων από την παρακολούθηση μέχρι και την σύλληψη και ανάκριση του ίδιου του Αιτητή. Μέσα από την περιγραφή των γεγονότων, διαφαίνεται να υπήρχε μια στοχευμένη συμπεριφορά του Αιτητή με την κατοχή, διακίνηση και φύλαξη σε παρακείμενο στο διαμέρισμα του χωράφι μεγάλης ποσότητας ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β.  Ο ίδιος φέρεται να παραδέχθηκε την κατοχή αυτής, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι είναι για δική του χρήση, ενώ ο Νόμος για τέτοια ποσότητα προνοεί τεκμήριο ότι αυτή προορίζεται για προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Στην κατοχή του βρέθηκαν δύο κινητά τηλέφωνα, το ένα με δύο κάρτες και οι εξηγήσεις που φέρεται να έδωσε σε σχέση με τις κινήσεις του, ήτοι ότι η μια συσκευή την οποία βρέθηκε να κρατά σε μη εργάσιμες ώρες ήταν αυτή που αφορούσε την εργασία του, δημιουργούν εύλογη υποψία ή πιθανότητα να μην ανταποκρίνονται στην αλήθεια.  Το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων, δεν δημιουργεί απλή εικασία πιθανής σύνδεσης των συσκευών τηλεφώνου του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα αλλά εύλογη υποψία αυτές να χρησιμοποιούνταν σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

        Τα πιο πάνω δεδομένα διακρίνουν την υπό κρίση περίπτωση από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μ.Π., Πολ. Αίτηση Αρ. 160/2023, ημερ. 22.12.2023, στην οποία βασίστηκε ο Αιτητής. Σε εκείνη την υπόθεση δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά που να συνέδεε με οποιονδήποτε τρόπο τις τηλεφωνικές συσκευές με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, σε αντίθεση με την υπό κρίση περίπτωση στην οποία η περιγραφή των γεγονότων δημιουργεί εύλογη υπόνοια για τέτοια σύνδεση.

        Επομένως, διαφαίνεται ότι το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης καταδεικνύει εύλογη υποψία και πιθανότητα, η οποία απαιτείται για τους σκοπούς έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996.

Ο τρίτος λόγος αφορά στη μη ικανοποίηση του άρθρου 23(2) του Ν.92(Ι)/1996. Αυτό προβλέπει τα ακόλουθα:

«(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί ∆ιατήρησης Τηλεπικοινωνιακών ∆εδο΅ένων ΅ε Σκοπό τη ∆ιερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικη΅άτων Νό΅ου, ΅ε το δικαστικό ένταλ΅α που εκδίδεται δυνά΅ει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να εξουσιοδοτείται πρόσβαση σε δεδο΅ένα, ως αυτά ορίζονται στον περί ∆ιατήρησης Τηλεπικοινωνιακών ∆εδο΅ένων ΅ε Σκοπό τη ∆ιερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικη΅άτων Νό΅ο, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγρα΅΅ένα σε συσκευές ή αντικεί΅ενα, τα οποία έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνο΅ίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 21.»

 

 

Η εισήγηση του Αιτητή σε σχέση με το άρθρο 23(2) στηρίζεται εξ ολοκλήρου στη μη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 23(1), καθότι το αίτημα για «πρόσβαση σε δεδομένα» δυνάμει του άρθρου 23(2) αποτελεί δευτερογενές αίτημα το οποίο δεν είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από το αίτημα δυνάμει του άρθρου 23(1). Από τη στιγμή όμως που το παρόν Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί, για σκοπούς πάντοτε της παρούσας Αίτησης, πως έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 23(1), τότε και αυτή η εισήγηση του Αιτητή δεν φαίνεται να έχει προοπτική επιτυχίας.

Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Α. κ.ά, Πολ. Έφεση Αρ. 272/2021, ημερ. 13.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:D383, την οποία επικαλέστηκε ο Αιτητής προς υποστήριξη αυτής της εισήγησης του, δεν διαφοροποιεί τις πιο πάνω διαπιστώσεις του παρόντος Δικαστηρίου. Σε εκείνη λέχθηκε, μεταξύ άλλων, πως δεν παρέχεται δυνατότητα στον Γενικό Εισαγγελέα να υποβάλει αίτηση με μοναδικό αίτημα την πρόσβαση σε δεδομένα, καθότι το πρώτιστο αίτημα είναι αναφορικά με το περιεχόμενο επικοινωνίας που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή συσκευές δυνάμει του άρθρου 21(1) και (2) του Νόμου και σε αίτηση που περιέχει τέτοιο αίτημα δύναται να περιληφθεί και αίτημα για πρόσβαση σε δεδομένα. Αναφέρθηκε πως υποστήριξη για την πιο πάνω θέση παρέχει, μεταξύ άλλων και το άρθρο 23(2) του Ν.92(Ι)/1996.

        Για όλους τους λόγους που αναλύονται ανωτέρω, κρίνεται πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει επαρκή λόγο για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                                   Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο