ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2016)
2 Οκτωβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΤΣΙΓΑΡΑΣ ΚΑΙ ΑΝΝΑ ΕΡ. ΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΕΡ. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΣΙΓΑΡΑ
Εφεσείοντες
ν.
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΛΤΔ
Εφεσίβλητων
_________________
Κωστής Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Μαριαλένα Κωνσταντίνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 1.
Θανάσης Κορφιώτης για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους 2.
_________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Στις 5.3.2005 και ώρα 05:30 η τριανταπεντάχρονη Κ.Χ., σύζυγος και μητέρα δύο ανήλικων τέκνων, άφηνε την τελευταία της πνοή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Είχε μεταφερθεί, διασωληνωμένη, την προηγούμενη ημέρα, και περί ώρα 18:00, από το Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, στο οποίο είχε μεταβεί με σοβαρό πρόβλημα υγείας στις 3.3.2005, πρωινές ώρες, συνοδευόμενη από τον σύζυγο της. Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που προηγήθηκαν του θανάτου της.
«Η τραγική πορεία της άτυχης Κ. άρχισε το Νοέμβριο του 2004, όταν διαπιστώθηκε ότι έπασχε από πολυαρθρίτιδα. Κατ΄ εκείνο το χρόνο παρακολουθείτο από την ιατρό Μαριλένα Σόλωνος στο Απολλώνειο νοσοκομείο. Η σχετική παρακολούθηση συνεχίστηκε μέχρι και τον Ιανουάριο του 2005 και παρ΄ ότι έλαβε φαρμακευτική αγωγή η κατάσταση της υγείας της δεν βελτιώθηκε. Περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2005, τόσο η Κ. όσο και ο σύζυγος της, Αριστείδης Τσιγαρά, κρυολόγησαν. Αν και εντός ολίγων ημερών η υγεία του τελευταίου επανήλθε σε φυσιολογικό επίπεδο, η Κ. δεν είδε βελτίωση. Ως εκ τούτου κατέφυγε στην οικογενειακή ιατρό του ζεύγους, Δρ. Μαρία Παυλίδου, η οποία σε τρεις περιπτώσεις την επισκέφθηκε και την εξέτασε κατ΄ οίκον. Η Δρ. Παυλίδου περιέθαλψε την Κ. στις 28/2/2005, 1/3/2005 και 2/3/2005. Παρ΄ ότι η εξέταση της Δρος Παυλίδου διενεργήθηκε κατ΄ οίκον, εντούτοις κατά τον ίδιο χρόνο η Κ. ήταν περιπατητική και γεγονός είναι ότι μέχρι και την 2/3/2005 εργαζόταν. Ουδεμία επιστημονική μαρτυρία τέθηκε στο δικαστήριο σε σχέση με τη φαρμακευτική αγωγή που έλαβε η Κ. από τη Δρ. Παυλίδου. Εντούτοις, σύμφωνα με το σύζυγο της Κ., Αριστείδη Τσιγαρά, η Δρ. Παυλίδου διαπίστωσε ότι η Κ. είχε πυρετό που δεν υποχωρούσε, παρά τις ενέσεις που χορηγήθηκαν, και τουλάχιστον την τελευταία ημέρα εξέτασης είχε και ταχυκαρδία.
Τώρα, η εμπλοκή των εναγομένων, αρχικώς του Απολλωνείου και ακολούθως του Γενικού, άρχεται την 3/3/2005. Το πρωινό της 3/3/2005 η Κ. ζήτησε από το σύζυγό της να τη μεταφέρει σε κάποιο ιατρικό κέντρο, εφόσον, ως του ανέφερε, 'δεν ένιωθε καλά'. Το ζεύγος αποφάσισε να μεταβεί στο Απολλώνειο, στις Α΄ Βοήθειες του εν λόγω νοσοκομείου, όπου εκεί εξετάστηκε από τον επί καθήκοντι ιατρό και εν συνεχεία το Δρ. Στέλιο Χατζηστυλλή, που κλήθηκε από τον ιατρο των Α΄ Βοηθειών. Εκεί ο Δρ. Χατζηστυλλής έκρινε ότι επιβαλλόταν εισαγωγή της Κ. στην εντατική μονάδα του ίδιου νοσοκομείου. Σύμφωνα με το σύζυγο της Κ., ο ιατρός Χατζηστυλλής αμέσως τους εξήγησε την κρισιμότητα της κατάστασης της Κ., έκανε λόγο για μόλυνση των τοιχωμάτων της καρδίας, εξ ού και έκρινε ότι επιβαλλόταν να νοσηλευτεί στην εντατική μονάδα του Απολλωνείου. Σημειώνεται όμως ότι η Κ. μετέβη στο Απολλώνειο περιπατητική και όχι άλλως πως.
[.]
Εν τέλει η Κ. διακομίστηκε στο Γενικό περί τις 18.00 της 4/3/2005. Η διακόμιση διενεργήθηκε βεβαίως με ασθενοφόρο, ενώ την Κάτια συνόδευσε ο ιατρός Χατζηστυλλής. Στο Γενικό πλέον η Κ. εισήχθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας και έτυχε νοσηλείας. Η θεραπεία που έτυχε αναφέρεται στον ιατρικό φάκελο, αντίγραφο το οποίου είναι το τεκμήριο 10 ενώπιον του δικαστηρίου.»
Για την κατάσταση της υγείας της Κ.Χ., λίγες ώρες πριν αυτή αποβιώσει στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως η αδιαμφισβήτητη ιατρική μαρτυρία κατέδειξε πως «από την πρώτη στιγμή νοσηλείας της Κ.Χ. η κατάσταση της υγείας της ήταν άσχημη. Επιπλέον όσο περνούσε ο χρόνος επιδεινωνόταν και οι προσπάθειες των ιατρών δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν το μοιραίο». Πιο συγκεκριμένα, η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του καρδιολόγου Χατζηστυλλή, που είχε εξετάσει την Κ.Χ. στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, άμα τη αφίξει της, απεκάλυπτε πως αυτή είχε έντονη δύσπνοια, κυάνωση, χαμηλή αρτηριακή πίεση και έντονη ταχυκαρδία.
Τα ίδια περίπου επιβεβαιώνονται και από τον καρδιολόγο Αβρααμίδη, που την είχε εξετάσει στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 4.3.2005 και περί ώρα 20:00. Σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του, η Κ.Χ. ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, αφού αυτή ήταν υποτασική, ανουρική, είχε πυρετό και παρουσίαζε ταχυκαρδία. Όχι τυχαία, στην παρ. 8(β) της Έκθεσης Απαίτησης, γίνεται αναφορά σε «κρισιμότητα της κατάστασης» της Κ.Χ., όταν αυτή εισήχθη τόσο στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο όσο και στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Περαιτέρω, οι δικογραφημένες θέσεις των εφεσειόντων για την κατάσταση της υγείας της Κ.Χ. στις 3.4.2005 και 4.4.2005, επιβεβαιώνουν τη μαρτυρία των καρδιολόγων Χατζηστυλλή και Αβρααμίδη, οι οποίοι κλήθηκαν και κατέθεσαν εκ μέρους των εφεσίβλητων. Παραθέτουμε αυτολεξεί τις παραγράφους 6 και 7 από την Έκθεση Απαίτησης:
«6. Την πρωία της 3.3.2005 η αποβιώσασα μεταφέρθηκε από το σύζυγο της στο Απολλώνειο Νοσοκομείο με συμπτώματα δύσπνοιας και κόπωσης. Υποβλήθηκε σε καρδιογράφημα και ακτινογραφία θώρακος. Στους πνεύμονες της αποβιώσασας υπήρχε συσσωρευμένο υγρό. Η κατάσταση της υγείας της αποβιώσασας επιδεινώθηκε περαιτέρω, παρουσίασε νεφρική ανεπάρκεια, τοποθετήθηκε στον αναπνευστήρα και δεν ανταποκρινόταν στη φαρμακευτική αγωγή. Η αποβιώσασα κρατήθηκε για νοσηλεία στο Απολλώνειο Νοσοκομείο μέχρι την εσπέραν της 4.3.2005 οπόταν και μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.
7. Η αποβιώσασα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας το βράδυ της 4.3.2005 και υποβλήθηκε σε ακτινογραφία θώρακος, καρδιογράφημα και ηχοκαρδιακή εξέταση που έδειξαν ύπαρξη πνευμονικού οιδήματος, φλεβοκομβικής ταχυκαρδίας, παρουσία περικαρδικού υγρού καθώς και σοβαρή υποκινησία της καρδίας. Η κατάσταση της υγείας της αποβιώσασας συνέχισε να επιδεινώνεται και στις 5.3.2005 περί η ώρα 5.30μ.μ. απεβίωσε.»
Η μεταθανάτια εξέταση που διενεργήθηκε επί της σορού από τον ιατροδικαστή, Σ. Σοφοκλέους, στην παρουσία του ιατροδικαστή Π. Σταυριανού, τον οποίο διόρισε η οικογένεια της αποβιωσάσης, κατέδειξε ότι ο θάνατος της επήλθε από οξεία πνευμονία.
Οι διαχειριστές της περιουσίας της Κ.Χ. θεώρησαν υπεύθυνους για τον θάνατο της, τόσο το Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο όσο και το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, εξού και η καταχώριση αγωγής εναντίον τους. Η δικογραφημένη τους θέση ήταν ότι:
«8. Η αποβιώσασα απεβίωσε στις 5.3.2005 συνεπεία πνευμονίας, η οποία προήλθε από συσσωρευθέν υγρό στους πνεύμονες. Η δημιουργία της εν λόγω πνευμονίας και/ή συσσώρευσης υγρού στους πνεύμονες προήλθε και/ή ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών των ιατρών και/ή υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών των εναγομένων, οι οποίοι κατά την εξέταση και/ή θεραπεία και/ή περίθαλψη της αποβιώσασας στο Απολλώνειο Νοσοκομείο και στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας δεν επέδειξαν το απαιτούμενο και/ή προβλεπόμενο καθήκον επιμέλειας και/ή παρέβησαν τα εκ του Νόμου και/ή των Κανονισμών καθήκοντα και/ή αμελώς ενήργησαν, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν το θάνατο της αποβιώσασας στις 5.3.2009 (sic).»
Οι εναγόμενοι με ξεχωριστά δικόγραφα Υπεράσπισης αρνήθηκαν ότι υπήρξαν αμελείς ή ότι παραβίασαν τα εκ του Nόμου και των Κανονισμών απορρέοντα καθήκοντα τους. Πιο συγκεκριμένα, ο Γενικός Εισαγγελέας στο δικόγραφο του είχε ισχυριστεί πως το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας «επέδειξε την απαιτούμενη φροντίδα και επιμέλεια την οποία θα επεδείκνυε ένα ικανό Νοσοκομείο υπό τις περιστάσεις ή/και διέγνωσε ή/και αντιμετώπισε κάθε πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε η αποβιώσασα. Παρείχε δε την ενδεδειγμένη ή/και ορθή φαρμακευτική αγωγή ή/και θεραπεία ή/και έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα προς αποφυγή της επιδείνωσης της υγείας της αποβιώσασας ή/και έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα προς βελτίωση της και αποφυγή του θανάτου της».
Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκαν και οι δικογραφημένες θέσεις του εναγόμενου 2, Ιδιωτικού Νοσοκομείου, αφού η θέση του ήταν ότι «η περίθαλψη που έτυχε η αποβιώσασα κατά τη διάρκεια της εισαγωγής της στο ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ, ήταν η ενδεικνυόμενη με βάση την κλινική εικόνα και/ή τα συμπτώματα και/ή το ιστορικό της ασθενούς και/ή οι θεράποντες ιατροί και/ή το παραϊατρικό προσωπικό του ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟΥ επέδειξε κατά την άσκηση των καθηκόντων του τουλάχιστον την αναμενόμενη και/ή εύλογη επιμέλεια και/ή δεξιότητα που θα κατέβαλλε ο μέσος λογικός ιατρός της ειδικότητας των υπό τις περιστάσεις και/ή ενήργησαν σύμφωνα με τα πρωτόκολλα της ιατρικής επιστήμης και/ή εφάρμοσαν πρακτικές και/ή μεθόδους που είναι αποδεκτές στην ιατρική επιστήμη».
Κατά την ακροαματική διαδικασία, εκ μέρους των εναγόντων κατέθεσε ο σύζυγος της αποβιώσασας (Μ.Ε.1), τη μαρτυρία του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη, αφού αυτός, ως καταγράφεται στην απόφαση, «άφησε θετικότατες εντυπώσεις». Κατέθεσαν και πραγματογνώμονες. Η ιστοπαθολόγος, Δρ Μ. Βασιλείου (Μ.Ε.2), ο ιατροδικαστής Δρ Σ. Σοφοκλέους (Μ.Ε.3) και ο ιατροδικαστής Δρ Π. Σταυριανός (Μ.Ε.4). Εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 κατέθεσε ο καρδιολόγος Αβρααμίδης (Μ.Υ.1), ενώ εκ μέρους του εφεσίβλητου 2, ο καρδιολόγος Χατζηστυλλής (Μ.Υ.2).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων, βρήκε πως αιτία θανάτου της Κ.Χ. ήταν η οξεία πνευμονία. Το εύρημα του αυτό δεν αμφισβητείται. Βρήκε ακόμη πως οι ακτινογραφίες που διενεργήθηκαν απεικόνιζαν πνευμονικό οίδημα και όχι πνευμονία, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες. Περαιτέρω, η κλινική εικόνα της Κ.Χ. στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, ήταν εικόνα μυοκαρδίτιδας-περικαρδίτιδας. Τέλος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του καρδιολόγου Αβρααμίδη, την οποία το Δικαστήριο απεδέχθη, το πρόβλημα της Κ.Χ. ήταν καρδιολογικό. Καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση πως ο εν λόγω ιατρός «ανέφερε ότι η μυοκαρδίτιδα δεν είναι δομικό πρόβλημα ώστε να αφήνει κατάλοιπα που διαπιστώνονται ιστολογικά, αλλά λειτουργικό, δηλαδή επηρεάζει τη λειτουργία της καρδίας». Δεν αμφισβητήθηκε πως η Κ.Χ. είχε προσβληθεί και από τον ιό Coxsackie. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του καρδιολόγου Αβρααμίδη, ο εν λόγω ιός «σε κάποιο στάδιο επηρέασε και τον πνεύμονα πέραν δηλαδή από το καρδιολογικό πρόβλημα που προηγήθηκε, εξού και η διαπιστωθείσα πνευμονία». Όσον αφορά στην κατάσταση της καρδίας της αποβιωσάσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως δεν μπορούσε να καταλήξει ποια ήταν η εικόνα της καρδίας στο σύνολο της, αφού αυτή δεν είχε σταλεί ολόκληρη για επιστημονικές εξετάσεις αλλά μέρος αυτής, το οποίο εξεταζόμενο μικροσκοπικά δεν απεκάλυψε πρόβλημα.
Σε σχέση με το βασικό παράπονο των εφεσειόντων, ότι δεν διερευνήθηκε από τους ιατρούς των εφεσίβλητων η πνευμονία, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα πως «έστω περιορισμένα διερευνήθηκε και η πνευμονία». Για να καταλήξει στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας που απεδέχθη, πως στην Κ.Χ. χορηγήθηκε το αντιβιοτικό «Tienam», που είναι ένα ισχυρό αντιβιοτικό, το οποίο στοχεύει στην καταπολέμηση σοβαρών λοιμώξεων, μεταξύ άλλων, και της πνευμονίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα παρέπεμψε στις Κυπριακές υποθέσεις Αγγελή ν. Βορκά (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 761, 770 και Γιάλλουρος ν. Ψύλλου κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1552, 1571, από τις οποίες άντλησε καθοδήγηση σε σχέση με την ιατρική αμέλεια. Παρέθεσε αποσπάσματα από τις πιο πάνω αποφάσεις, σε σχέση με τα καθήκοντα των ιατρών, οι οποίοι οφείλουν να επιδεικνύουν ένα καλό, εύλογο και ικανό βαθμό επιδεξιότητας (Lanphier v. Phipos [1835-42] All E.R. Ree 421, η οποία μνημονεύεται στην υπόθεση Βορκά (ανωτέρω)). Στην τελευταία αυτή απόφαση, παρατίθενται και οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιήσει o ενάγων για να επιτύχει σε αγωγή που εδράζεται σε ιατρική αμέλεια.
Πέρα από τη σχέση ιατρού-ασθενούς, ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει ότι ο ιατρός έχει παραβιάσει το καθήκον του να είναι επιμελής, δηλαδή να αποδείξει ότι οι ενέργειες του ιατρού ήταν κατώτερες «από ό,τι θεωρούνται ως ικανοποιητικές από τα Δικαστήρια». Και βεβαίως να αποδειχθεί ότι προκλήθηκε ζημιά. Εν προκειμένω, ότι οι ιατροί του Απολλώνειου Ιδιωτικού Νοσοκομείου και του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας προκάλεσαν τον θάνατο της Κ.Χ., ως η δικογραφημένη θέση των εναγόντων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των ευρημάτων του, διαπίστωσε πως δεν υπήρξε αμέλεια εκ μέρους των πιο πάνω ιατρών και κατ΄ επέκταση ευθύνη εκ μέρους των εφεσίβλητων. Παραθέτουμε αυτολεξεί το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:
«Στην προκείμενη περίπτωση αδυνατώ να εντοπίσω σφάλμα που συνιστά αμέλεια.
Κατηγορούνται οι εναγόμενοι ότι απέτυχαν να θέσουν την πνευμονία ως διαφορική διάγνωση. Βεβαίως τα πιο πάνω συμπεράσματα σε σχέση με την ορθότητα της διάγνωσης που έθεσαν οι ιατροί Χατζηστυλλής και Αβρααμίδης, αποκλείουν, ακόμη και υπο το πρίσμα των ιστοπαθολογικών αποτελεσμάτων (τεκμήριο 6), συζήτηση τούτου του θέματος, εφόσον το γεγονός και μόνο ότι διαπιστώθηκε οξεία πνευμονία δεν σημαίνει πως αυτή ήταν η πρωταρχική αιτία που οδήγησε στο μοιραίο.
Παρ΄ όλα αυτά, γεγονός είναι ότι ο ιατρός οφείλει να λάβει υπόψιν του διάφορες και διαζευκτικές αιτίες, οι οποίες δυνατό να ευθύνονται για την κατάσταση του ασθενούς (βλ. Medical Negligence, Michael Jones, σελίδες 350 έως 356). Στην υπόθεση Law Estate v. Simice (1994) 21 C.C.L.T (2d) 228, 236, υποδείχθηκε ότι εκεί όπου απειλείται η ζωή του ασθενούς ο ιατρός υποχρεούται να δράσει έγκαιρα, ώστε να αποκλείσει ή να επιβεβαιώσει κάθε διαφορική διάγνωση που συμπεριλήφθηκε στις αιτίες που οφείλονται για την εν λόγω κατάσταση.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Κάτια εισήχθη στο Απολλώνειο την 3/3/2005 περί ώρα 08.00 και απεβίωσε στο Γενικό την 5/3/2005 περί ώρα 5.30. Η όλη υπόθεση εξελίχθηκε αστραπιαία, με αποτέλεσμα η άτυχη νέα να καταλήξει σε λιγότερο από 48 ώρες. Παρ΄ ότι όμως ο χρόνος έτρεχε και φυσιολογικά ήταν αδυσώπητος εχθρός των ενεργειών των ιατρών, έχει ήδη διαπιστωθεί ότι οι ιατροί πήραν μέτρα που αφορούσαν, και εν προκειμένω απέκλεισαν, την πνευμονία ως διαφορική διάγνωση. Οι δυο ακτινογραφίες στο Απολλώνειο απεικονίζουν πνευμονικό οίδημα και όχι πνευμονία. Από την άλλη στο Γενικό συστήθηκε ομάδα ιατρών και αντιμετωπίστηκε, μεταξύ άλλων, και το αναπνευστικό, εξ ου και η διάγνωση A.R.D.S, και γι΄ αυτό το λόγο χορηγήθηκε το αντιβιοτικό Tienam που καταπολεμά και την πνευμονία, ενώ και σε αυτή την περίπτωση λήφθηκε ακτινογραφία (τεκμήριο 12) που απεικόνιζε πνευμονικό οίδημα και όχι πνευμονία.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω είμαι πεπεισμένος ότι οι ιατροί εφάρμοσαν ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, ώστε να βοηθήσουν την Κάτια, και αυτό παρ' ότι από την πρώτη στιγμή είχαν γνώση ότι η κατάσταση της υγείας της ήταν σε φθίνουσα πορεία.
[...]
Υπο το φως όλων των ανωτέρω αδυνατώ να εντοπίσω ίχνος αμέλειας ή έστω σφάλματος στις ενέργειες των εναγομένων».
Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων. Πολύ ορθά προχώρησε να καθορίσει, και καθόρισε, το θέμα των αποζημιώσεων, σε περίπτωση που η απόφαση του σε σχέση με την ευθύνη ήθελε κριθεί εσφαλμένη από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Οι ενάγοντες, ως είχαν κάθε δικαίωμα, αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την ευθύνη, εξού και η καταχώριση εκ μέρους τους της υπό εκδίκαση έφεσης. Δύο είναι οι λόγοι έφεσης.
Ξεκινούμε από τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του Ιατροδικαστή Π. Σταυριανού, τον οποίο, ως ελέχθη, κάλεσαν ως μάρτυρα οι εφεσείοντες. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου λόγου έφεσης:
«Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε την μαρτυρία του ιατροδικαστή Σταυριανού θεωρώντας την ως επιπόλαια και αφοριστική και ότι αυτή δεν επιτρεπόταν να γίνει αποδεκτή κυρίως για τον λόγο ότι αυτή διέφερε από την μαρτυρία και τα ευρήματα των ιατρών Χατζηστυλλή και Αβρααμίδη (σελ. 29 και 30 της απόφασης), ενώ δεν θα έπρεπε να την απορρίψει. Η ως άνω μαρτυρία ήταν καθόλα σοβαρή και αξιόπιστη, ειλικρινής και όχι μόνον δεν ευρισκόταν σε αντίθεση με την υπόλοιπη μαρτυρία αλλά και τα ευρήματα της υπόθεσης, αλλά συνήδε πλήρως με αυτά. Το Δικαστήριο προσήγγισε αυτήν κατά νομική και/ή πραγματική πλάνη.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά τη νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση μαρτυρίας πραγματογνωμόνων, και καθοδηγήθηκε ορθά από αυτήν. Δικαιολογημένα παρέπεμψε στην υπόθεση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746, όπου λέχθηκε πως:
«.... Ο πραγματογνώμονας, κατ' εξαίρεση προς το γενικό κανόνα που δεν επιτρέπει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητάς του. (Βλ. Vassilico Cement Works v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389, Constantinides (Akinita) Ltd v. Mavrogenis (1983) 1 CUR 663). Σε τέτοια περίπτωση, όπως έχει εξηγηθεί επανειλημμένα, ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι που να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία. (Βλ. Davie ν. Edimborough Magistrates (1953) S.C. 34, Andreas Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Pouris and Another v. Republic (1983) 2 C.L.R. 170, Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1.)»
Στην πρόσφατη απόφαση Μιχάλης Α. Μιχαηλίδης ν. Αντώνη Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 94/2013, ημερ. 30.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά πως έπρεπε να προσεγγίσει και τη μαρτυρία που είχε δοθεί από τους πραγματογνώμονες, οι οποίοι στην προκείμενη περίπτωση ήταν ομολογουμένως αρκετοί. Με αναφορά στην υπόθεση Πιττάλης κ.α. ν. Ianira Enter. Ltd κ.α. (1997) 1(Β) ΑΑΔ, 814, ορθά σημείωσε ότι οι πραγματογνώμονες εφοδιάζουν τα Δικαστήρια με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους έτσι που αυτά να μπορούν να διαμορφώσουν τη δική τους ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων επί των γεγονότων που αποδεικνύονται με μαρτυρία. Για το πότε ένα Εφετείο είναι δυνατό να παρέμβει στον τρόπο που ένα Πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε την μαρτυρία ενός πραγματογνώμονα από τη μαρτυρία άλλου, σχετική είναι η υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ, 41. Να πούμε πως είναι δυνατό να υπάρχουν εκ μέρους των πραγματογνωμόνων όχι μόνο διαφορετικές επιστημονικές απόψεις ή γνώμες αλλά και διαφορετικές θέσεις που αφορούν σε πρωτογενή γεγονότα (Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) ΑΑΔ, 614). Σε τέτοια περίπτωση το Πρωτόδικο Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει και επί αυτών των θεμάτων.»
Σημειώνουμε από τώρα πως ο Ιατροδικαστής Π. Σταυριανός, δεν έδωσε μαρτυρία σε σχέση με πρωτογενή γεγονότα, αλλά η μαρτυρία του αφορούσε σε επιστημονική γνώμη. Ήταν η θέση του πως οι ιατροί των εφεσίβλητων όφειλαν να ενέτασσαν την πνευμονία στις διαγνώσεις τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο για το θέμα αυτό σημείωσε τα ακόλουθα:
«Η αμέλεια, ως προκύπτει από τη μαρτυρία του Ιατροδικαστή Σταυριανού, έγκειται στο ότι οι εναγόμενοι δεν ενέταξαν την πνευμονία στις διαγνώσεις τους. Αν και δεν αναφέρεται ρητά, αφήνεται να νοηθεί ότι είτε από την πρώτη στιγμή οι εναγόμενοι όφειλαν να διαγνώσουν πνευμονία, είτε έστω να εντάξουν τούτη ως διαφορική διάγνωση».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω μαρτυρία του, σημειώνοντας, ανάμεσα σε άλλα, και τα ακόλουθα:
«Για ό,τι εδώ ενδιαφέρει εξίσου σημαντικός λόγος δια τον οποίο δεν αποδέχομαι την παρα πάνω θέση του ιατροδικαστή Σταυριανού, είναι ότι τέθηκε αφοριστικά και χωρίς συνάρτηση με αναγκαίο πραγματικό και επιστημονικό υπόβαθρο. Υποστηρίχθηκε απλώς ότι αυτό ήταν που όφειλαν να πράξουν οι εναγόμενοι. Δια ποιο όμως λόγο, στη βάση ποιών γεγονότων και επι ποίας επιστημονικής θεώρησης, δεν επεξηγήθηκε. Έχει ήδη αναφερθεί ότι πολύπλοκη και σημαντική όσο και αν είναι η επιστημονική μαρτυρία, δεν υποκαθιστά το ρόλο του δικαστηρίου. Επικουρεί απλώς το έργο τούτου ώστε να διαγνώσει τα πραγματικά και επιστημονικά γεγονότα. Αλλά για να επιτύχει τούτο το στόχο ο εμπειρογνώμονας οφείλει να πληροφορήσει το δικαστήριο τόσο για το πραγματικό όσο και το επιστημονικό υπόβαθρο που υποστυλώνει τη θέση του. Αποφθεγματικές και γενικόλογες θέσεις δεν συνιστούν επιστημονική αιτιολόγηση. Τα πιο κάτω γεγονότα αποκαλύπτουν του λόγου το ασφαλές».
Για να προσθέσει πως ο Ιατροδικαστής Π. Σταυριανός εξέφρασε την επιστημονική του άποψη χωρίς να έχει ενώπιον του όλα τα στοιχεία, τα οποία απεκάλυπταν πως η αδιαμφισβήτητη κλινική εικόνα της Κ.Χ. συνηγορούσε υπέρ της μυοκαρδίτιδας-περικαρδίτιδας και απέκλειε την πνευμονία. Όπως καταγράφεται στην απόφαση του:
«Γιατί να εξεταστεί η πνευμονία τη στιγμή που η κλινική εικόνα την απέκλειε, δεν εξηγήθηκε επιστημονικά. Ούτε όμως και πραγματική βάση έχει υποδειχθεί που να δικαιολογεί ότι επιβαλλόταν τέτοια διαφορική διάγνωση και σχετική αντιμετώπιση. Και όταν ομιλώ για πραγματική βάση εννοώ σύμφωνα με εκείνα τα στοιχεία που είχαν ή όφειλαν να έχουν ενώπιον τους οι ιατροί του Απολλωνείου μεταξύ 3.3.2005 και 4.3.2005. Τίποτα εν προκειμένω υποδείχθηκε που να δικαιολογεί την εισήγηση του ιατροδικαστή.»
Yπήρχε όμως και άλλος λόγος για τον οποίο απερρίφθη η μαρτυρία του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως όταν ο εν λόγω πραγματογνώμων ερωτήθηκε κατά πόσο θα διαφοροποιούσε τη θέση του εάν γνώριζε ότι στην αποβιώσασα είχε χορηγηθεί το αντιβιοτικό «Tienam», αυτός ζήτησε να του αναφέρουν ποια είναι η φαρμακευτική βάση του εν λόγω αντιβιοτικού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα κατέγραψε πως από αυτό το ερώτημα, προέκυπτε η έλλειψη γνώσης εκ μέρους του περί της ύπαρξης του συγκεκριμένου αντιβιοτικού και κατ΄ επέκταση των ιδιοτήτων και του πεδίου δράσης αυτού. Με αυτό το δεδομένο, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως «Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς στη συνέχεια ο ιατροδικαστής απορρίπτει τη θέση ότι το εν λόγω αντιβιοτικό καταπολεμά την πνευμονία. Αν δεν γνωρίζει το φάρμακο και τις ιδιότητες του, τότε πού εδράζεται η απόρριψη;»
Aφού έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία, υπό το φως και των όσων έχουν προβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων προς υποστήριξη του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, καταλήγουμε πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη συγκεκριμένη μαρτυρία του Ιατροδικαστή Π. Σταυριανού, κρίνεται εύλογη και δικαιολογημένη και σε τέτοια περίπτωση το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παρεμβαίνει (Παπαλλής κ.ά. ν. Κυριακίδη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 83). Ως εκ τούτου, ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Προχωρούμε με τον πρώτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο:
«Το εύρημα του Σεβαστού Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε εντοπιστεί σφάλμα εκ μέρους των Εφεσιβλήτων το οποίο να συνιστούσε αμέλεια συνεπεία και/ή κατ΄ ακολουθία αυτού απορρίφθηκε η αγωγή των Εφεσειόντων και/ή το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε ίχνος αμέλειας ή έστω σφάλματος στις ενέργειες των εφεσιβλήτων ως προς την διάγνωση και/ή κατάσταση και/ή θεραπεία της υγείας της αποβιωσάσης Κάτιας Τσιγαρά είναι λανθασμένο υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένως ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υποθέσεως με αποτέλεσμα να καταλήξει στην πιο πάνω εσφαλμένη απόφαση.»
Έχει ήδη γίνει αναφορά πως το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη την επιστημονική μαρτυρία των καρδιολόγων Χατζηστυλλή και Αβρααμίδη, που κλήθηκαν εκ μέρους των εφεσίβλητων. Σημειώνουμε πως δεν απεδέχθη το μέρος της μαρτυρίας του ιατρού Αβρααμίδη που αφορούσε στο σχολιασμό του περιεχομένου των Ιατροδικαστικών Εκθέσεων (Τεκ. 8 και 9), και της Ιστοπαθολογικής Έκθεσης (Τεκ. 6). Ο λόγος που δεν απεδέχθη το συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας του, δεν ήταν γιατί αυτή δεν ήταν επιστημονικά τεκμηριωμένη ή γιατί δεν ήταν μάρτυρας προσηλωμένος στην αλήθεια, αλλά γιατί, ως προκύπτει από την απόφαση, οι δικηγόροι των εφεσίβλητων ουσιαστικά δεν αμφισβήτησαν το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων, παραλείποντας να υποβάλουν σχετικές ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες που κατέθεσαν τις πιο πάνω Εκθέσεις. Η ορθότητα της εν λόγω προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητείται με αντέφεση, και ως εκ τούτου δεν θα μας απασχολήσει.
Λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία των καρδιολόγων Αβρααμίδη και Χατζηστυλλή δεν υπάρχει. Ούτε βεβαίως υπάρχει λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πλημμελώς την ιατρική μαρτυρία (Χριστόδουλος Αργυρίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 56/2012, ημερ. 6.2.2018). Το παράπονο των εφεσειόντων, με τον πρώτο λόγο έφεσης, φαίνεται να εστιάζεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν αποτίμησε δεόντως ότι η αδιαμφισβήτητη αιτία του θανάτου της αποβιωσάσης ήταν η πνευμονία».
Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας πάντα κατά νου ότι ο θάνατος επήλθε από οξεία πνευμονία, εξέτασε κατά πόσο οι θεράποντες ιατροί υπήρξαν αμελείς επειδή δεν διαπίστωσαν οξεία πνευμονία, τόσο στις 3.3.2005 όσο και στις 4.3.2005, όταν είχαν περιθάλψει την Κ.Χ. Για το θέμα αυτό σημείωσε τα ακόλουθα:
«Έχει ήδη υποδειχθεί ότι η κλινική εικόνα της Κάτιας απεκάλυπτε μυοκαρδίτιδα - περικαρδίτιδα. Οι δε ακτινογραφίες που λήφθηκαν από την Κάτια (τεκμήρια 12 και 13Α και Β) απεικόνιζαν πνευμονικό οίδημα και όχι πνευμονία. Υπο αυτή τη θεώρηση του πράγματος μπορεί κανείς να εισηγηθεί ότι η διάγνωση των ιατρών δεν ήταν απλώς δικαιολογημένη, ήταν και ορθή. Το ότι σε κάποιο στάδιο ο ϊος Coxsackie δυνατό να επηρέασε και τους πνεύμονες, όπως επεξηγήθηκε από τον ιατρό Αβρααμίδη, και γι΄ αυτό η ιστοπαθολογική έκθεση έδειξε πνευμονία, δεν αλλοιώνει το συμπέρασμα ότι η διάγνωση μυοκαρδίτιδας - περικαρδίτιδας, ήταν ορθή.
Υποδεικνύεται ότι κατα αντίθεση όσων η νομολογία προβλέπει - βλ. Γιάλλουρος πιο πάνω δια υποχρέωση προσκόμισης εμπειρογνώμονης μαρτυρίας για την ορθή πρακτική που ακολουθείται στον κλάδο - οι ενάγοντες δεν πρόσφεραν τέτοια μαρτυρία. Ουδείς από τους μάρτυρες των εναγόντων είδε ή σχολίασε τους ιατρικούς φακέλους (τεκμήρια 10 και 17) που περιέχουν τα καρδιογραφήματα, ή τη φαρμακευτική αγωγή που χορηγήθηκε (τεκμήρια 12 και 18), ή τις ακτινογραφίες (τεκμήρια 11, 13Α και Β). Η θέση των εναγόντων εξαντλείται στο ιστοπαθολογικό εύρημα οξείας πνευμονίας. Καίτοι όμως αυτό το εύρημα είναι δεδομένο, δεν αποκλείει και ούτε αντιστρατεύεται το συμπέρασμα των κλινικών ιατρών για μυοκαρδίτιδα - περικαρδίτιδα. Αυτό γιατί, όπως έχει υποδείχθει, η ιστοπαθολόγος ανέφερε ότι δεν στάληκε ολόκληρη η καρδία για εξέταση και επιπλέον, ορθή κρίθηκε η θέση του ιατρού Αβρααμίδη ότι η μυοκαρδίτιδα δεν είναι δομικό πρόβλημα αλλά λειτουργικό. Ο δε ϊος Coxsackie αν και αρχικά επηρέασε τη λειτουργία της καρδίας, εξ ου και οι αλλοιώσεις στα διάφορα καρδιογραφήματα και η φθίνουσα κλινική εικόνα της Κάτιας, στη συνέχεια επηρέασε και τους πνεύμονες και γι΄ αυτό προκλήθηκε οξεία πνευμονία. Συνεπώς ουδεμία αμέλεια διαπιστώνεται στη διάγνωση των εναγομένων».
Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο για παρέμβαση μας στα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία, στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας που απεδέχθη, κρίνονται εύλογα και δικαιολογημένα.
Παράπονο όμως εκφράζεται και για τη θεραπεία. Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες παραδέχονται πως χορηγήθηκε στη Κ.Χ. το αντιβιοτικό «Τienam». Ωστόσο, γίνεται γενική αναφορά, πως «εάν οι εφεσίβλητοί ήταν προσεκτικότεροι θα έπρεπε να καταλήξουν στη διάγνωση και/ή θεραπεία της πνευμονίας». Κατ΄ αρχάς, δεν υπήρξε μαρτυρία πως εάν γινόταν διάγνωση για πνευμονία στις 3.3.2005 και 4.3.2005 (διάγνωση για πνευμονικό οίδημα έγινε), αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με επιτυχία, στο προχωρημένο εκείνο στάδιο. Για ό,τι αξίζει, να σημειώσουμε πως για την κατάσταση της υγείας της Κ.Χ. τις αμέσως προηγούμενες ημέρες (28.2.2005, 1.3.2005 και 2.3.2005) δεν καταλογίζεται οποιαδήποτε ευθύνη στους εφεσίβλητους, αφού αυτή είχε τύχει κατ΄ οίκον ιατρικής εξέτασης και περίθαλψης, από την οικογενειακή ιατρό, Δρ Μ. Παυλίδου, η οποία όμως δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στην αγωγή. Όπως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουδεμία επιστημονική μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του σε σχέση με τη διάγνωση και φαρμακευτική αγωγή που αυτή έλαβε. Να επαναλάβουμε πως όταν η Κ.Χ. αποφάσισε να μεταβεί στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο στις 3.3.2005, πρωινές ώρες, η κατάσταση της υγείας της είχε, δυστυχώς, επιδεινωθεί. Για το θέμα αυτό παραπέμπουμε στα όσα έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω.
Εν πάση περιπτώσει, χορηγήθηκε στην ασθενή το «Tienam», το οποίο, σύμφωνα με την αποδεκτή ιατρική μαρτυρία, είναι ισχυρό αντιβιοτικό, το οποίο καταπολεμά και την πνευμονία. Δυστυχώς, εν προκειμένω, δεν κατάφερε να τη νικήσει. Δικαιολογημένα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσίβλητων ανέφεραν πως οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία που να συνηγορεί ότι υπήρχε συγκεκριμένη ενδεδειγμένη ενέργεια η οποία ενώ μπορούσε να εφαρμοστεί, δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση της αποβιωσάσης.
Ακόμη όμως και αν οι εφεσείοντες είχαν καταφέρει να αποδείξουν ότι οι εφεσίβλητοι υπήρξαν αμελείς επειδή δεν διέγνωσαν ότι η Κ.Χ. παρουσίαζε πνευμονία στις 3 και 4 Μαρτίου, το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Θα έπρεπε περαιτέρω να αποδείξουν πως η εν λόγω αμέλεια προκάλεσε ή ουσιωδώς συνέβαλε στην πρόκληση του θανάτου της Κ.Χ., ως η δικογραφημένη τους θέση στην παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης. Για το θέμα αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραπέμψουμε στην Μ. HAJI κ.ά. ν. Adonis Baths Mavrokolimbos Waterfalls Limited κ.ά., Πολ. Έφ. 192/2014, ημερ. 10.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D181, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το επόμενο ερώτημα που τίθεται έγκειται στο κατά πόσον η αμέλεια των εφεσιβλήτων τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το θάνατο του αποβιώσαντος, δηλαδή ήταν η αιτία που προκάλεσε ή που ουσιωδώς συνέβαλε στην πρόκληση του θανάτου, έστω και αν δεν αποτελούσε τη μόνη ή την κύρια αιτία. Την προϋπόθεση αυτή είχαν το βάρος να την στοιχειοθετήσουν οι εφεσείοντες στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Halsbury΄s Laws of England, Volume 97A [2021]/2, para 114 και Volume 78 [2018]/1, para 3).
Η αιτιώδης συνάφεια πρέπει να αποδεικνύεται ως πραγματικό γεγονός (Layland Shipping Co Limited v. Norwich Union [1918] A.C. 350). Το ζήτημα προσεγγίζεται με πραγματιστική διάθεση ως ένα σύνηθες πρόβλημα της καθημερινής ζωής και όχι ως αντικείμενο θεωρητικής ενασχόλησης (Monarch Steamship Co Ltd v. Karlhamns Oljefabriker [1949] 1 All E.R. 16). Η αρχή αυτή αποτυπώνεται και στο σύγγραμμα Αρτέμης & Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, Τόμος 2, σελ.23 ως ακολούθως:
«Το θέμα της αιτιώδους συνάφειας είναι, σε τελευταία ανάλυση, πραγματικό και πρέπει να αποφασίζεται ως τέτοιο, με βάση τη συνηθισμένη, απλή κοινή λογική.»
Ως πρώτο κριτήριο χρησιμοποιείται, κατά κανόνα, το γνωστό ως «"but for" test», δηλαδή το κατά πόσον αν δεν λάμβανε χώρα η συμπεριφορά του εναγόμενου το ζημιογόνο αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν. Όπως σημειώθηκε στην Voicu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 78/16, ημερ. 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B389, ECLI:CY:AD:2018:B389 «η συμπεριφορά του κατηγορούμενου θα πρέπει να συνιστά μια condition sine qua non, αναγκαίο και απαραίτητο όρο της παραγωγής του αποτελέσματος (factual causation) (R. v. White [1910] 2 Q.B. 124) ».
Αποδεκτή μαρτυρία προς αυτήν την κατεύθυνση δεν προσκομίστηκε. Η μαρτυρία του Ιατροδικαστή Π. Σταυριανού εάν θα βοηθούσε στην αιτιώδη συνάφεια, είχε δικαιολογημένα απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Να επαναλάβουμε πως όταν η Κ.Χ. αφέθηκε στα χέρια των ιατρών των εφεσίβλητων ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Βεβαίως, η κρισιμότητα της κατάστασης ενός ασθενούς δεν επιτρέπει ούτε λάθη αλλά ούτε εφησυχασμό εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών. Όμως, εν προκειμένω, ούτε το ένα ούτε το άλλο συνέβη.
Εν κατακλείδι, οι εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν και το βάρος απόδειξης των δικογραφημένων τους θέσεων, ότι δηλαδή αυτοί που ευθύνονται για τον θάνατο της Κ.Χ. είναι οι εφεσίβλητοι, δεν προσκόμισαν μαρτυρία ικανή για απόδειξη της υπόθεσης τους, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός εάν τα μέρη αποφασίσουν διαφορετικά.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου