ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.40/2016)
18 Οκτωβρίου 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΦΑΙΔΩΝΟΣ ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ CSP CITY LIVING,
Εφεσείοντας,
ν.
ΜΑΙΡΗΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Χρ. Χριστοφόρου με Τ. Χριστοφόρου (κα) για Χρίστος Σ. Χριστοφόρου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Κ. Καρατσής για Ν. Πιριλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη, ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια ενός τεμαχίου που πωλήθηκε δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ.24.7.2007 στην εταιρεία Pafilia Property Developers Ltd για το ποσό των £3.400.000. Η Εφεσίβλητη είχε αναθέσει στον έμπιστο, οικογενειακό της φίλο Γεώργιο Ανδρονίκου να της εξεύρει αγοραστή και ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Ανδρονίκου είχε αναθέσει στον Εφεσείοντα, εγγεγραμμένο και αδειούχο κτηματομεσίτη, την εξεύρεση αγοραστή. Ήταν περαιτέρω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων προέβη σε ενέργειες οι οποίες διαδραμάτισαν «καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο» στην πώληση του τεμαχίου στην Pafilia (Χατζηκυριάκος ν. Σεβέρη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 92, 96). Χωρίς αυτές, ανέφερε, ήταν αδύνατο τα μέρη να καταλήξουν στη συμφωνία πώλησης. Απέρριψε ωστόσο την αξίωση του Εφεσείοντα για να του καταβληθεί οιονδήποτε ποσό προμήθειας, αφού αποφάνθηκε ότι δεν είχε αποδειχτεί ότι η Εφεσίβλητη είχε αναθέσει στον Εφεσείοντα την εξεύρεση αγοραστή.
Η εξουσιοδότηση της Εφεσίβλητης προς τον Ανδρονίκου για να εξεύρει αγοραστή, δεν απεδείκνυε χωρίς άλλο ότι τον είχε εξουσιοδοτήσει και για να διορίσει κτηματομεσίτη. Ούτε το γεγονός ότι ο Ανδρονίκου κατείχε και παρουσίασε στον Εφεσείοντα αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας του τεμαχίου της Εφεσίβλητης, ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οδηγούσε σε συμπέρασμα ότι του είχε αναθέσει το διορισμό κτηματομεσίτη. Ο Ανδρονίκου δεν ήταν μάρτυρας στη δίκη και δεν είχε ποτέ επιστρέψει στον Εφεσείοντα υπογεγραμμένο από την Εφεσίβλητη το σχετικό έντυπο συμφωνίας ανάθεσης σε κτηματομεσίτη, που ο Εφεσείων του είχε παραδώσει για να υπογράψει η Εφεσίβλητη.
Περαιτέρω, κανένας από τους μάρτυρες που κάλεσε η πλευρά του Εφεσείοντα δεν είχε συναντήσει ή μιλήσει με την Εφεσίβλητη. Η μαρτυρία του υιού και συνεργάτη του Εφεσείοντα ότι είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με την Εφεσίβλητη, δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε κενό στην υπόθεση του Εφεσείοντα. Αποφάνθηκε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία δεν είχε διαφανεί ότι η ανάθεση από τον Ανδρονίκου στον Εφεσείοντα είχε γίνει δυνάμει προς τούτο παραχωρηθείσας εξουσιοδότησης ή οδηγιών της Εφεσίβλητης, ούτε ότι η τελευταία είχε ενημερωθεί για τη διαμεσολάβηση του Εφεσείοντα και είχε αποδεχτεί, έστω σιωπηρά, το διορισμό του. Γι' αυτό και απέρριψε την αξίωση.
Η απόρριψη της μαρτυρίας του υιού του Εφεσείοντα ότι είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με την Εφεσίβλητη, προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 1. Ο μάρτυρας είχε κριθεί ως αξιόπιστος, πλην όμως η μαρτυρία του δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή σε όλη της την έκταση. Όπως, ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο κάποια σημεία της διαπνέονταν από υπερβολή και από μια εμφανή προσπάθεια να ενισχύσει την υπόθεση του Εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε συγκεκριμένους λόγους γιατί απέρριψε τη θέση του μάρτυρα ότι είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με την Εφεσίβλητη. Τα κατ' ισχυρισμό τηλεφωνήματα είχαν γίνει κατά τη διάρκεια συνάντησης του μάρτυρα σε ξενοδοχείο της Λεμεσού με εκπρόσωπο της Pafilia και τον Ανδρονίκου και από το κινητό τηλέφωνο του τελευταίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαπίστωσε διάσταση μεταξύ του περιεχομένου της γραπτής δήλωσης του μάρτυρα και της αντεξέτασης του, ως προς το πόσες φορές μίλησε μαζί με την Εφεσίβλητη, δύο ή τρεις. Περαιτέρω, διαπίστωσε και ασάφεια στη μαρτυρία του ως προς το περιεχόμενο της πρώτης επαφής.
Επισήμανε ακόμη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο μάρτυρας δεν είχε επεξηγήσει πώς είχε αντιληφθεί ότι το πρόσωπο το οποίο βρισκόταν στην άλλη άκρη του τηλεφώνου, με το οποίο συνομιλούσε, ήταν η Εφεσίβλητη και διερωτήθηκε γιατί δεν είχε ζητήσει να πληροφορηθεί τον αριθμό του τηλεφώνου της. Όπως αναφέραμε, τα τηλεφωνήματα είχαν πραγματοποιηθεί από το κινητό τηλέφωνο του Ανδρονίκου και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο ανταποκριτής θα μπορούσε να ήταν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο ήθελε να του παρουσιάσει ο Ανδρονίκου ως την Εφεσίβλητη, υπενθυμίζοντας ότι ο Ανδρονίκου ήταν ένα πρόσωπο χωρίς ηθικούς φραγμούς, που στη συνέχεια διαφάνηκε ότι είχε εξαπατήσει και την ίδια την Εφεσίβλητη αποσπώντας της ποσό £100.000, καταχρώμενος την εμπιστοσύνη της και τη μεταξύ τους φιλία.
Παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά κανόνα το εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία, το εφετείο δεν επε΅βαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1). Το εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη (Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).
Δικαιολογείτο το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, με αναφορά και στο χαρακτήρα του Ανδρονίκου, να διαπιστώσει την εγγενή αδυναμία της επιμέρους μαρτυρίας, ακόμα και ανεξάρτητα από το ζήτημα της φιλαλήθειας του υιού του Εφεσείοντα. Και δεν έχουμε διαπιστώσει κανένα περιθώριο που θα μας επέτρεπε να επέμβουμε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την επί του προκειμένου μαρτυρία του υιού του Εφεσείοντα και να μην αποδεχτεί ότι αυτός είχε συνομιλήσει με την Εφεσίβλητη. Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 3 (ο λόγος έφεσης 2 αποσύρθηκε) προβάλλεται ότι «εάν το Δικαστήριο αξιολογούσε ορθά όλα τα ενώπιον του δεδομένα και μαρτυρία, θα κατέληγε στο αντίθετο συμπέρασμα ότι μέσα στο πλαίσιο της εξουσιοδοτήσεως του Ανδρονίκου ήταν και ο διορισμός κτηματομεσίτη».
Αναφερόμαστε εισαγωγικά στην Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1(Γ) A.A.Δ. 2258, 2271, όπου αναφέρθηκε ότι:
«η αρχή της δημιουργίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων («privity of contract»), υπόκειται σε εξαιρέσεις και μια κλασσική εξαίρεση είναι η συνομολόγηση συμφωνίας μέσω αντιπροσώπου («agency»).
Όπως αναφέρεται και εξηγείται στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract, 6η έκδ., σελ. 498-499, παρ. 18.43-18.47, η συνομολόγηση σύμβασης με τη μεσολάβηση αντιπροσώπου είναι μια από τις μεθόδους περιορισμού της αρχής του «privity of contract». Όμως τα Δικαστήρια είναι διστακτικά στο να εφαρμόσουν σύμβαση με εξυπακουόμενη αντιπροσώπευση, απλώς και μόνο για να εξαγάγουν τέτοια σύμβαση. Πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία ότι ο αντιπρόσωπος έχει εξουσία από τον αντιπροσωπευόμενο να ενεργεί εκ μέρους του είτε ρητά είτε εξυπακουόμενα ως αποτέλεσμα της σχέσης των διαδίκων. Όταν υπάρχει αυτή η ρητή ή εξυπακουόμενη σχέση δημιουργείται «πραγματική» εξουσία αντιπροσώπευσης. Διαφορετικά μπορεί η αντιπροσώπευση να εγερθεί και υπό το φως των άλλων συνθηκών όποτε και μπορεί να ομιλεί κάποιος για «φαινομενική» («apparent») αντιπροσώπευση».
Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα περιστράφηκε γύρω από το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη είχε καταβάλει στον Ανδρονίκου, σε χρόνο μεταγενέστερο της υπογραφής του αγοραπωλητηρίου εγγράφου το ποσό των £100.000 και όταν τον Φεβρουάριο του 2008 ο Εφεσείων της απέστειλε επιστολή με επισυναπτόμενο αντίγραφο τιμολογίου του αναφορικά με την προμήθεια κτηματομεσίτη που απαιτούσε, τότε ήταν που η Εφεσίβλητη καταχώρισε σύντομα μετά αγωγή εναντίον του Ανδρονίκου, διεκδικώντας επιστροφή των £100.000 στη βάση ότι την είχε εξαπατήσει. Η ίδια η Εφεσίβλητη συνέδεσε την απόφαση της να κινηθεί εναντίον του Ανδρονίκου με την επιστολή του Εφεσείοντα. Επομένως, συνεχίζει η επιχειρηματολογία του τελευταίου, γνώριζε ότι είχε διοριστεί κτηματομεσίτης, δεν είχε αντιδράσει στο διορισμό, κατέβαλε το ποσό των £100.000 στον Ανδρονίκου ώστε να πληρωθεί ο κτηματομεσίτης και αντέδρασε μόνο όταν ανακάλυψε, μέσα από την επιστολή του ιδίου, ότι ο Ανδρονίκου δεν είχε πληρώσει την προμήθεια του κτηματομεσίτη με τα χρήματα που η Εφεσίβλητη του είχε παραδώσει, αλλά τα οικειοποιήθηκε.
Η εκδοχή της Εφεσίβλητης στην αγωγή που είχε καταχωρίσει εναντίον του Ανδρονίκου, ήταν ότι ο τελευταίος της είχε ζητήσει τις £100.000 με σκοπό να δωροδοκήσει αξιωματούχους της Pafilia ώστε να επηρεάσουν για να τελεσφορήσει η αγοραπωλησία.
Το κρίσιμο ερώτημα ήταν κατά πόσο η δεδομένη καταβολή των £100.000 προς τον Ανδρονίκου οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η Εφεσίβλητη γνώριζε ότι είχε μεσολαβήσει κτηματομεσίτης και η καταβολή του ποσού αφορούσε στην πληρωμή του κτηματομεσίτη ή η καταβολή του ποσού θα μπορούσε να αφορά σε κάτι άλλο. Η Εφεσίβλητη που υποστήριξε ότι δεν αφορούσε πληρωμή για προμήθεια κτηματομεσίτη δεν έγινε πιστευτή. Αυτό δεν τεκμηρίωνε την υπόθεση του Εφεσείοντα, ωστόσο, αν δεν ευσταθούσε άλλη εξήγηση και η πληρωμή της προμήθειας κτηματομεσίτη ήταν η μόνη, το συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα γνώριζε και είχε τουλάχιστον σιωπηρά αποδεχτεί ότι είχε διοριστεί εκ μέρους και για λογαριασμό της κτηματομεσίτης, ήταν αναπόφευκτο συμπέρασμα.
Η εξήγηση ότι οι £100.000 καταβλήθηκαν με σκοπό να δωροδοκήσει ο Ανδρονίκου αξιωματούχους της Pafilia ουσιαστικά ανετράπη από την ίδια την Εφεσίβλητη, που κατάθεσε ότι η πώληση επιτεύχθηκε από την ίδια. Είχε δεχτεί τηλεφώνημα από τον Ηλία Ηλιάδη, διευθυντή και ιδιοκτήτη της Pafilia, που αμέσως την ρώτησε κατά πόσο ήταν θυγατέρα του Σταμάτη Μαυρόπουλου. Η Εφεσίβλητη ήταν η θυγατέρα του. Ο Ηλιάδης της ανέφερε ότι ο πατέρας της ήταν αγαπητός του φίλος. Η Εφεσίβλητη κατέθεσε ότι έγιναν κάποιες διαπραγματεύσεις και «έκλεισε η υπόθεση όμορφα, ωραία, με σεβασμό ο ένας προς τον άλλο και με καλή διάθεση». Είπε ακόμη πως δεν είχε μεσολαβήσει οποιοδήποτε πρόσωπο και «Ούτε ήθελε κανένα ο κ. Ηλιάδης να τον πείσει». Κάτω από τέτοιες περιστάσεις δεν θα μπορούσε να ευσταθεί εξήγηση ότι η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να είχε ξεγελαστεί από τον Ανδρονίκου και να του είχε δώσει £100.000 με σκοπό να δωροδοκήσει ο τελευταίος αξιωματούχους της Pafilia.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την πιο πάνω ανακολουθία. Με αναφορά στους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης στην αγωγή της εναντίον του Ανδρονίκου, ότι την είχε ξεγελάσει να του δώσει τις £100.000 με σκοπό να δωροδοκήσει ο τελευταίος αξιωματούχους της Pafilia, ανέφερε:
«Διερωτώμαι πως μπορεί λογικά να συμβιβαστούν, από τη μια ο ισχυρισμός της ότι είχε δώσει το ως άνω ποσό στον Ανδρονίκου για να πληρώσει υπαλλήλους της εταιρείας Pafilia να ασκήσουν επιρροή στη διεύθυνση της εταιρείας ώστε να γινόταν αποδεκτή η τιμή που ζητούσε και, από την άλλη, ο ισχυρισμός της ότι είχε κλείσει απευθείας τη συμφωνία πώλησης του ακινήτου της με τον Ηλιάδη, χωρίς καν συζήτηση για την τιμή που ζητούσε και χωρίς να αναμιχθεί τρίτο πρόσωπο στην επίτευξη της συμφωνίας».
Περαιτέρω, σημειώνουμε, το ποσό των £100.000 διατέθηκε στον Ανδρονίκου μετά την πραγματοποίηση της πώλησης. Δεν ήταν η θέση της Εφεσίβλητης ότι επρόκειτο για χρήματα τα οποία είχαν υποσχεθεί να έδιδαν εκ των υστέρων σε περίπτωση πραγματοποίησης της πώλησης.
Αντεξεταζόμενη γιατί να δώσει στον Ανδρονίκου £100.000 αφού η ίδια είχε επιτύχει την πώληση, κατ' ευθείαν με τον Ηλιάδη, δεν έδωσε ουσιαστική απάντηση. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Ε. Τότε θέλω να πείτε στο Δικαστήριο και να εξηγήσετε γιατί δώσατε £100.000 στον κ. Αντρονίκου για να πείσουν οι, υψηλά πρόσωπα της Pafilia τη διεύθυνση, να πείσουν τη διεύθυνση για αγορά του ακινήτου, όταν ο ίδιος ο διευθυντής εξέφρασε την επιθυμία να το αγοράσει;
Α. Αφού ήταν ψέματα του κ. Αντρονίκου, αυτά όλα.
Ε. Γιατί του τα έδωσες;
Α. Γιατί του τα έδωσα. Ήμουν στην τράπεζα, μαζί όλοι εκεί και μου είπε, ξέρεις Μαίρη, θέλω και εγώ £100.000. Εγώ τότε επιάστηκα, διότι δεν είμαι συνηθισμένη να χρωστώ σε κανένα. Καταλαβαίνετε; Και λέω, του τα έδωσα. Αλλά, του τα έδωσα, αλλά είχα μέσα μου μια απορία. Και όταν μετά, θα πω, όταν μετά ήλθαν οι κύριοι και ζητούσαν, του λέω, τι γίνεται; Έχω απειλητικά τηλεφωνήματα, έχει άνθρωπο που ζητά, είναι ψευτιές και μου επήρες τα χρήματα, θέλω τις £100.000 πίσω».
Γιατί η επιστολή του Εφεσείοντα την εξώθησε να κινηθεί εναντίον του Ανδρονίκου; Γιατί ενοχλήθηκε και ένοιωσε ότι την ξεγέλασε ο Ανδρονίκου, επειδή κάποιος κτηματομεσίτης προέβαλε μια απαίτηση; Τα συναισθήματα της θα ήταν δικαιολογημένα μόνο αν είχε δώσει τα χρήματα στον Ανδρονίκου για να πληρώσει κτηματομεσίτη και με τη λήψη της επιστολής είχε αντιληφθεί ότι ο Ανδρονίκου δεν τον είχε πληρώσει και τα κατακράτησε.
Στο αγοραπωλητήριο έγγραφο αναφερόταν ότι «Οι συμβαλλόμενοι δηλώνουν ότι στην παρούσα αγοραπωλησία ουδείς μεσίτης ήταν αναμεμειγμένος». Όμως, αυτό το γεγονός δεν οδηγεί προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. ’λλωστε διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Μεσίτης είχε διαμεσολαβήσει, είτε η Εφεσίβλητη το γνώριζε, είτε όχι. Ο Εφεσείων δεν ήταν παρόν κατά την υπογραφή και η αναφορά θα μπορούσε να είχε εισαχθεί εκ του πονηρού και κακόπιστα.
Καταλήγουμε ότι ο λόγος έφεσης 3 είναι βάσιμος. Οι περιστάσεις της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναδείκνυαν ότι ήταν περισσότερο πιθανό παρά όχι (Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, 639 και Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπ. Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858, 1868) η Εφεσίβλητη να γνώριζε, να αποδέχτηκε και να είχε καταβάλει στον Ανδρονίκου χρήματα για να πληρώσει τον κτηματομεσίτη που είχε μεσολαβήσει για την πραγμάτωση της πώλησης του επίδικου τεμαχίου της. Επομένως, ο Εφεσείοντας, αντίθετα με ότι αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που είχε να πείσει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, για το καθοριστικό για την αξίωση του γεγονός, ότι ουσιαστικά η Εφεσίβλητη είχε εξουσιοδοτήσει τον Ανδρονίκου να τον διορίσει ως κτηματομεσίτη για την πώληση του τεμαχίου της.
Είναι η κατάληξη μας ότι ο Εφεσείων δικαιούται σε προμήθεια από την Εφεσίβλητη για τη μεσολάβηση του για την πώληση του επιδίκου τεμαχίου της.
Κατά τους ουσιώδεις χρόνους ίσχυε ο περί Κτηματομεσιτών Νόμος του 2004, Ν.273(Ι)/2004,[1] με τον οποίο είχαν καταργηθεί οι περί Κτηματομεσιτών Νόμοι του 1987 μέχρι 2003, ωστόσο οι Κανονισμοί που ίσχυαν στη βάση των Νόμων που καταργήθηκαν συνέχισαν να ισχύουν. Επομένως, συνέχισαν να ισχύουν οι περί Κτηματομεσιτών Κανονισμοί του 1988, Κ.Δ.Π.131/1988, οι οποίοι με τον Καν.16 και Παράρτημα ΙΙ (Α)(1) καθόριζαν το ανώτατο ποσοστό προμήθειας για πωλήσεις ακινήτων, «μέχρι 3% επί της τιμής πωλήσεως καταβαλλόμενο από τον πωλητή, εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά από τους συμβαλλομένους».
Στην Έκθεση Απαίτησης του ο Εφεσείων αναφερόταν σε συμφωνηθείσα προμήθεια 5% πλέον 15% Φ.Π.Α. και δόθηκε μαρτυρία από τον Νίκο Ακάμα, υπάλληλο στο γραφείο του Εφεσείοντα και ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Ανδρονίκου του είχε αναφέρει ότι η προμήθεια του γραφείου στο οποίο εργαζόταν θα ήταν 5%.
Με την τελική αγόρευση των δικηγόρων του στην πρωτόδικη διαδικασία, ο Εφεσείων, στην απουσία γραπτής συμφωνίας με την Εφεσίβλητη, μείωσε την απαίτηση του στη βάση ποσοστού 3% της τιμής πώλησης, περιορίζοντας την αξίωση του στις 174.277,34 (Λ.Κ.102.000) πλέον Φ.Π.Α. και νόμιμο τόκο.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης για το ποσό των 174.277,34 πλέον Φ.Π.Α. και νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.
` Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Τροποποιήθηκε στη συνέχεια από το περί Κτηματομεσιτών Νόμο του 2007, Ν.118(Ι)/2007 και καταργήθηκε με τον περί Κτηματομεσιτών Νόμο του 2010, Ν.71(Ι)/2010. Σήμερα ισχύουν οι περί Κτηματομεσιτών Νόμοι του 2010 έως 2017.