ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 315/2014)
30 Οκτωβρίου, 2024
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΑ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ
Εφεσείουσας,
ν.
1. ΜΙΧΑΛΗ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ
2. ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΘΕΡΑΠΟΝΤΑ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσίβλητων.
.....................
Ελ. Ερωτοκρίτου (κα), για την Εφεσείουσα.
Α. Πέτσας, για Α. Πέτσας & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1.
Ν. Παπαμιχαήλ (κα), για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε. για τον Εφεσίβλητο 2.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί
από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: H διαφορά μεταξύ των διαδίκων στην υπό συζήτηση περίπτωση, παραπέμπει σε γεγονότα που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της αγωγής Αρ.2661/82, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στην εν λόγω υπόθεση, ο ενάγων, Χριστάκης Πασιουλής, διεκδικούσε από τους εναγόμενους (εφεσίβλητους στην παρούσα), την επ' ονόματι του εγγραφή δύο υπό διαχωρισμό οικοπέδων που αγόρασε από τους τελευταίους σε κτήμα συνιδιοκτησίας τους, και/ή αποζημιώσεις για παράβαση της επιτευχθείσας συμφωνίας πώλησης των ως άνω οικοπέδων προς τον ίδιο, ημερ. 20/12/80. Η εν λόγω αγωγή, τελικά διευθετήθηκε στις 22/2/84, όπως καταγράφεται στο πρακτικό του ως άνω Δικαστηρίου, ίδιας ημερομηνίας. Συγκεκριμένα, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγόμενων για Λ.Κ.5,000 με νόμιμο τόκο και Λ.Κ.200 έξοδα, η οποία υπόκειτο σε αναστολή εκτέλεσης μέχρι τις 31/12/84. Προβλεπόταν, παράλληλα, ότι στην περίπτωση που οι εναγόμενοι ή οιοσδήποτε εξ αυτών κατέβαλλαν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των Λ.Κ.4,600 μέχρι τις 28/2/84, η απόφαση και τα έξοδα θα θεωρούνταν ως πλήρως διευθετηθέντα. Ως προκύπτει από το ως άνω πρακτικό του Δικαστηρίου, είχε προηγηθεί ρητή δήλωση εκ μέρους του Ερρίκου Νεοφύτου, δικηγόρου των εκεί εναγόμενων (οι οποίοι ήταν απόντες), ότι η συμφωνία πώλησης, ημερ. 20/12/80, ακυρώθηκε και δεν έχει καμιά νομική ισχύ, θέση με την οποία συμφώνησε ο Ρένος Σχίζας, δικηγόρος του ενάγοντα, με τον τελευταίο να είναι παρών στο Δικαστήριο. Παρεμβάλλεται ότι το συμφωνηθέν ποσό των Λ.Κ.4,600 ως δηλώθηκε και από τον Χ. Πασιουλή, καταβλήθηκε στον ίδιο πριν τις 28/2/84, από τον εφεσείοντα.
Τo 2009, ο δικηγόρος Ιωάννης Ερωτοκρίτου, συνέταιρος σε πρότερο χρόνο και φίλος με τον εφεσίβλητο 1, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την αγωγή Αρ.4687/09, εναντίον των εναγόμενων στην αγωγή Αρ.2661/82 και εφεσίβλητων στην παρούσα, αξιώνοντας, μέσω του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου εντάλματος, αποζημιώσεις, εδράζοντας τις σε διάφορες βάσεις, μεταξύ των οποίων και για παράβαση συμφωνίας ημερ. 22/2/84, η οποία, ως διατεινόταν, έγινε κατόπιν πρότασης των ως άνω εναγόμενων προς τον ίδιο όπως αποδεχθεί να καταβάλει άμεσα συγκεκριμένα ποσά στον Χ. Πασιουλή (Λ.Κ.4.000 πλέον Λ.Κ.500 δικηγορικά έξοδα), προς πλήρη και τελική διευθέτηση της αγωγής Αρ.2661/82, υποκαθιστώντας και/ή αντικαθιστώντας τον τελευταίο σε όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του για τα δύο υπό διαχωρισμό οικόπεδα, ως αυτά απορρέουν από την ως άνω αναφερόμενη συμφωνία, ημερ. 20/2/1980. Θέση του εφεσείοντα ήταν ότι ανέλαβε την υπεράσπιση των εφεσίβλητων κατά την ακροαματική διαδικασία στην αγωγή Αρ.2661/82, κατόπιν παράκλησης του εφεσίβλητου 1. Ενόψει της μη ύπαρξης περιθωρίου αναβολής της ακρόασης της ως άνω υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 22/2/84, συνέβαλε και μεσολάβησε στον συμβιβασμό που επιτεύχθηκε στην παρουσία των διαδίκων, ως ανωτέρω. Στη συνέχεια, κατέβαλε στον Χ. Πασιουλή το ποσό των Λ.Κ.4,000 πλέον Λ.Κ.500 δικηγορικά έξοδα προς εξόφληση του ποσού της εκδοθείσας απόφασης, ως επίσης κατέβαλε στους εφεσίβλητους, κατά ή περί τον Ιούνιο του 1988, το ποσό των Λ.Κ.1,200 ως οικονομική βοήθεια για τη διεκπεραίωση του διαχωρισμού των οικοπέδων. Τούτο, εν αναμονή του διαχωρισμού, της έκδοσης τίτλων και της μεταβίβασης τους επ' ονόματι του, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας ημερ. 20/2/80. Τελικά και παρά την επανειλημμένη επίδειξη ενδιαφέροντος ως προς την εξέλιξη του συγκεκριμένου ζητήματος, επί σειρά ετών, πληροφορήθηκε ότι κατά ή περί τον Αύγουστο του 2008 μέρος της υπό συζήτηση περιουσίας πωλήθηκε σε τρίτους.
Στον αντίποδα, ο εφεσίβλητος 1, πλην της παραδοχής του δανεισμού στον ίδιο από τον εφεσείοντα, ποσού Λ.Κ.5.600, απέρριψε κάθε αξίωση και θέση του τελευταίου. Το τι πραγματικά συνέβη, υποστήριξε, αντικατοπτρίζεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 22/2/84, μέσω του οποίου καταρρίπτονται οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι παρευρίσκετο ως δικηγόρος των εναγόμενων στην αγωγή Αρ.2661/82 και ότι είχε ανάμιξη στο συμβιβασμό της υπόθεσης, με τον τρόπο που ο ίδιος τον περιγράφει. Με δεδομένη την απουσία των εναγόμενων από το Δικαστήριο κατά την ως άνω ημερομηνία, πρόταξε, οι τελευταίοι δεν ήταν σε θέση να προβούν σε διαπραγματεύσεις και να συνάψουν οιανδήποτε συμφωνία με τον εφεσείοντα, ούτε και έγινε εκχώρηση δικαιωμάτων της συμφωνίας πώλησης, ημερ. 20/2/1980, η ακύρωση της οποίας απερίφραστα δηλώθηκε από τους συμβαλλόμενους. Θέση του εφεσίβλητου 1, ο οποίος δεν αμφισβήτησε ότι ο εφεσείων κατέβαλε, μετά την έκδοση της απόφασης, το ποσό των 4.600 ΛΚ στον Χ. Πασιουλή και αργότερα, περί το 1988, Λ.Κ.1000 στον ίδιο, ήταν ότι, και στις δύο περιπτώσεις, αυτά καταβλήθηκαν ως οικονομική διευκόλυνση προς τον ίδιο, στα πλαίσια της ιδιάζουσας φιλικής και επαγγελματικής τους σχέσης και σε συνάρτηση με την πρόθεση του εφεσίβλητου 1 να δώσει τη δυνατότητα στον εφεσείοντα να αγοράσει ένα ή δύο οικόπεδα στην τιμή κόστους που θα προέκυπτε, όποτε και εάν τελικά θα γινόταν ο διαχωρισμός του συγκεκριμένου ακινήτου. Ο εφεσείων, υποστήριξε, έλαβε σχετική πληροφόρηση για το ζήτημα, στο πλαίσιο συζήτησης που είχε με τον ίδιο στο καφενείο του Δικαστηρίου, μετά την εκ συμφώνου ακύρωση του πωλητηρίου εγγράφου και την επακόλουθη έκδοση της απόφασης, όπου ο εφεσίβλητος 1 του ζήτησε βοήθεια για να μεσολαβήσει, ως ο τότε δικηγόρος της Λαϊκής Τράπεζας, προκειμένου να εξοφληθεί το εξ αποφάσεως χρέος τους. Ο εφεσείων, προέβαλε ο εφεσίβλητος 1, απαράδεκτα εισάγει με την ακολουθήσασα Έκθεση Απαίτησης της πλευράς του, μια νέα βάση αγωγής, επικαλούμενος νέα, προφορική συμφωνία, αντιλαμβανόμενος την αδυναμία της θέσης που ήγειρε στο κλητήριο ένταλμα περί μεταβίβασης των δικαιωμάτων της αρχικής συμφωνίας προς τον ίδιο, η οποία ως εμφαίνεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 22.2.1984, έπαυσε να έχει νομική ισχύ, άρα δεν ετίθετο θέμα εκχώρησης δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή.
Για σκοπούς συμπλήρωσης της εικόνας, σημειώνεται ότι ο εφεσίβλητος 2, πέραν από την επανάληψη των ως άνω θέσεων του εφεσίβλητου 1, παρέπεμψε στο γεγονός πως ουδεμία δοσοληψία είχε με τον εφεσείοντα, ο οποίος του ήταν παντελώς άγνωστος κατά τους ουσιώδεις χρόνους. Ως εκ τούτου, αντέτεινε, δεν ετίθετο θέμα εκπροσώπησής του από τον εφεσείοντα στο Δικαστήριο, σύναψης συμφωνίας για πώληση οποιωνδήποτε οικοπέδων και εκχώρησης δικαιωμάτων οποιασδήποτε συμφωνίας. Ούτε έλαβε ποτέ πληροφόρηση για τη διευκόλυνση του εφεσίβλητου 1 από τον εφεσείοντα, προς το σκοπό διαχωρισμού των οικοπέδων. Ενημέρωση προς τούτο έλαβε αργότερα, από τον εφεσίβλητο 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις θέσεις του εφεσείοντα, κατέληξε ότι η νομική βάση της αγωγής περί εκχώρησης των υφιστάμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του Χ. Πασιουλή προς τον εφεσείοντα, που απορρέουν από τη συμφωνία ημερ. 20/12/80, ως διέκρινε ότι προωθείτο μέσω του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος, υπό το πρίσμα της προσκομισθείσας μαρτυρίας, δεν θεμελιώθηκε. Εκφράζοντας τους προβληματισμούς του για τις ασυνέπειες που εντόπισε στην ως άνω εκδοχή, υπογράμμισε το γεγονός ότι οι σχετικές τοποθετήσεις, τόσο του εφεσείοντα όσο και του Χ. Πασιουλή, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνονται αλλά ήταν αντίθετες με τη μόνη αντικειμενική μαρτυρία ενώπιον του, ήτοι το πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερ. 22/2/84. Σημείωσε μεταξύ άλλων επί του ειδικότερου αυτού ζητήματος:
«Η μαρτυρία του κ. Πασιουλή, που δήθεν είναι εκχωρητής των δικαιωμάτων του στη συμφωνία 20/12/80, απορρίπτεται στην ολότητά της. Είναι αντίθετη όχι μόνο με την «απόφαση του Δικαστή» την οποία επικαλείται αλλά και από το γεγονός ότι μια τέτοια συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων απαιτεί εκτός από τη σύμφωνο γνώμη εκχωρητή και εκδοχέα τη σύμφωνο γνώμη των Εναγομένων-πωλητών οι οποίοι σύμφωνα με το πρακτικό του Δικαστηρίου ουδέποτε την έδωσαν. Αντίθετα, ενώπιον του Δικαστηρίου εδήλωσαν δια του δικηγόρου τους ότι έπαψε να ισχύει το πωλητήριο έγγραφο (ουσιαστικά ακυρώθηκε), και ως εκ τούτου δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, ούτε βέβαια απ' αυτό μπορεί να αντλήσει όποια δικαιώματα ο Ενάγων στην παρούσα αγωγή. Η μαρτυρία αυτή επίσης απορρίπτεται από το γεγονός ότι στην απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται χρόνος αποπληρωμής μέχρι τέλους 1984 και σε περίπτωση καταβολής μικρότερου ποσού μέχρι τέλους Φεβρουάριου 1984, το εξ αποφάσεως χρέος θα εθεωρείτο εξοφληθέν, κατά συνέπεια η όποια διαβούλευση πρέπει να έγινε μετά και όχι πριν την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου και η πληρωμή όχι ( αυθημερόν ως ο ισχυρισμός του κ. Χριστάκη Πασιουλή.»
Περαιτέρω, παρά το σχολιασμό ότι δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή νέας αιτίας αγωγής μέσω της μεταγενέστερης Έκθεσης Απαίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της προβαλλόμενης από την πλευρά του εφεσείοντα θέσης, ότι δηλαδή στο πλαίσιο διευθέτησης της αγωγής Αρ.2661/82, στις 22/2/84, έγινε νέα, προφορική συμφωνία μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου 1 για αγορά οικοπέδων, με τους ίδιους όρους ως η συμφωνία ημερ. 20/12/80, για να καταλήξει, σχολιάζοντας τις αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις των διαδίκων και τη μαρτυρία που τέθηκε υπόψη του, ότι καμία τέτοια συμφωνία πώλησης των υπό διαχωρισμό οικοπέδων έγινε μεταξύ των τελευταίων. Ως υπέδειξε:
«Από τις δύο αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις των διαδίκων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων αποδέχομαι τη θέση του κ. Κιτρομηλίδη ότι συμφωνία πώλησης κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν επετεύχθη ούτε ήταν δυνατόν να επιτευχθεί συμφωνία πώλησης άνευ όρων. Ούτε επιβεβαιώνεται τέτοια συμφωνία πώλησης από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία και ειδικά το πρακτικό του Δικαστηρίου. Αυτό που έγινε τη συγκεκριμένη ημέρα 22/2/1984 και είναι η θέση του κ. Κιτρομηλίδη, την οποία δέχομαι, είναι ότι υποσχέθηκε στον κ. Ερωτοκρίτου ότι για τη διευκόλυνση της οποίας ετύγχανε θα του επρόσφερε προς αγορά ένα ή δύο οικόπεδα εάν το επιθυμούσε σε τιμή κόστους όταν αυτά θα διαχωρίζονταν. Κατά συνέπεια η εναλλακτική θέση του κ. Ερωτοκρίτου ότι στις 22/2/1984 αγόρασε δύο υπό διαχωρισμό οικόπεδα από τον ένα εκ των δύο συνιδιοκτητών καταβάλλοντας μόνο την προκαταβολή που ο προηγούμενος αγοραστής κατέβαλε δεν μπορεί να γίνει αποδέκτη. Η μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον κ. Ερωτοκρίτου ως προς την αμέλεια που επέδειξε από το 1984 μέχρι το 2008 (ουσιαστικά συνεχίζοντας να εμπιστεύεται τον Εναγόμενο 1) και τις ενέργειες που έκαμε ο ίδιος προς υλοποίηση του διαχωρισμού των οικοπέδων δεν διαφοροποιεί τη θέση μου. Αυτή δηλαδή ότι δεν είναι αποδεκτό ότι στις 22/2/1984 επετεύχθη συμφωνία πώλησης των δύο υπό διαχωρισμών οικοπέδων.»
Καταληκτικά, στη βάση όσων τέθηκαν υπόψη του, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου 1 για το ποσό των €9,739.- (£5.700.-) που κατέληξε ότι κατέβαλε στον εφεσίβλητο 1, ενώ απέρριψε την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 2. Όσον αφορά τα έξοδα, κρίνοντας ότι δικαιολογείτο η απόκλιση από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο επιτυχών διάδικος δικαιούται στην καταβολή των εξόδων του, διέταξε όπως κάθε πλευρά επιβαρυνθεί τα δικά της.
Έντεκα συνολικά λόγους έφεσης προβάλλει ο εφεσείων προσβάλλοντας την ως άνω απόφαση. Ειδικότερα, προσβάλλει ως λανθασμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η βάση της αγωγής στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα της αγωγής Αρ.4687/09, ήταν η εκχώρηση των δικαιωμάτων της συμφωνίας ημερ. 20/2/80 από τον Χ. Πασιουλή προς τον ενάγοντα και όχι η κατ' ισχυρισμό νέα συμφωνία, στο πλαίσιο διευθέτησης της αγωγής Αρ.2661/82, ημερ. 22/2/84, μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου 1 που εκπροσωπούσε και τον εφεσίβλητο 2 (1ος και 5ος Λόγοι Έφεσης). Λανθασμένα, ως διατείνεται ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ίδιος, «ούτε υπεκατέστησε τον προηγούμενο αγοραστή ούτε συμφώνησε να αγοράσει τα δύο υπό διαχωρισμό οικόπεδα, απλά διευκόλυνε το φίλο και συνάδελφο του στη δύσκολη οικονομική κατάσταση που ευρίσκετο με αντάλλαγμα να καρπωθεί τα δύο οικόπεδα σε τιμές κόστους σε μεταγενέστερο χρόνο όταν αυτά θα διαχωρίζοντο» (6ος Λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, εγείρει σειρά λόγων έφεσης οι οποίοι άπτονται της αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της δοθείσας ενώπιον του μαρτυρίας. Ειδικότερα, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η μόνη αντικειμενική μαρτυρία ενώπιον του, ήταν το πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερ. 22/2/84 στην αγωγή Αρ.2661/2 (2ος Λόγος Έφεσης), τη λανθασμένη ή/και καθόλου αξιολόγηση της μαρτυρίας του ενάγοντα (3ος Λόγος Έφεσης) τη λανθασμένη ή/και καθόλου αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΕ2-8, περιλαμβανομένου του Χ. Πασιουλή (4ος, 7ος και 9ος Λόγοι Έφεσης), καθώς και την αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσίβλητων 1 και 2, ως αξιόπιστης (8ος Λόγος Έφεσης), με αποτέλεσμα να ελλείπει από την απόφαση η δέουσα «αιτιολόγηση» του συνόλου της μαρτυρίας (10ος Λόγος Έφεσης). Καταληκτικά, προκρίνεται ότι λανθασμένα απερρίφθη η αγωγή εναντίον του εναγόμενου 2 (11ος Λόγος Έφεσης).
Από πλευράς του εφεσίβλητου 2, καταχωρίστηκε Ειδοποίηση Αντέφεσης. Μέσω του μοναδικού λόγου Αντέφεσης, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 2, παρά το γεγονός ότι ήταν επιτυχών διάδικος και παρά το εύρημά του ότι δεν είχε λάβει μέρος στις προβαλλόμενες από τον εφεσείοντα συμφωνίες και διαπραγματεύσεις.
Στρέφοντας την προσοχή στους λόγους έφεσης που εγείρουν ζητήματα νομικής πλάνης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη βάση αγωγής του εφεσείοντα, (1ος και 5ος Λόγοι Έφεσης) αποτέλεσμα του γεγονότος, ως υποστηρίζει η πλευρά του τελευταίου, ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το Κλητήριο Ένταλμα της αγωγής στο οποίο γίνεται αναφορά σε παράβαση συμφωνίας μεταξύ του ενάγοντα και των εναγόμενων, ημερομηνίας 22.2.84, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πιο πάνω θέση, δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Το Δικαστήριο, πραγματευόμενο το ζήτημα και έχοντας προφανώς υπόψη τη βάση των διεκδικήσεων του εφεσείοντα ως οριοθετείται από τον τελευταίο στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα της αγωγής του, κατέληξε, ορθά, πως η βάση αγωγής του εφεσείοντα ήταν η επικαλούμενη εκχώρηση των δικαιωμάτων του Χ. Πασιουλή προς τον εφεσείοντα, ως αυτά απορρέουν από το πωλητήριο έγγραφο ημερ. 20/12/80, συμφωνία που επετεύχθη, κατά τον τελευταίο, στο πλαίσιο της διευθέτησης της αγωγής Αρ.2661/82, στις 22.2.84. Εν πάση περιπτώσει, παρά την επισήμανση της διαφοροποίησης της βάσης της αγωγής μέσω της επακολουθήσασας Έκθεσης Απαίτησης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, τελικά, δεν παρέλειψε να συζητήσει και να πραγματευτεί το ζήτημα της προβαλλόμενης από την πλευρά του εφεσείοντα, νέας σύμβασης μεταξύ του και των εφεσίβλητων, ημερομηνίας 22.2.84.
Είναι προφανές ότι στους πλείστους από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, παρεισφρέουν θέματα που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, φέρνοντας στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με αυτά. Πάγια είναι η νομολογία επί του ζητήματος (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου κ.α. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254). Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά, κρινόμενα εξ αντικειμένου φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη αυτής ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Όπως σημειώθηκε στην Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:
«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»
Παρεμβάλλεται, στην έκταση που ενδιαφέρει στην υπο συζήτηση περίπτωση, η νομολογικά καθιερωμένη αρχή ότι τα επίσημα πρακτικά μιας διαδικασίας, αποτελούν τη μόνη πηγή γνώσης για τα όσα έχουν λάβει χώρα ή και έχουν λεχθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία και «τον αυθεντικό οδηγό» για τα όσα έχουν διαδραματιστεί σε αυτή, βοηθώντας στην εξέταση από το Εφετείο των εγειρόμενων στην έφεση λόγων. (βλ. Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1372, Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.ά. (Αρ. 1) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 801 και Νεοφύτου κ.ά. ν. Πρίνος Λαχαναγορά Λίμιτεδ, Πολ. Έφ. 211/2018, ημερομηνίας 26.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:A19).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως έχει ήδη σημειωθεί, προχώρησε στην εξέταση και των δύο διαφορετικών εκδοχών του εφεσείοντα (εκχώρηση δικαιωμάτων ή νέα συμφωνία). Απέρριψε και τις δύο, παραθέτοντας και αιτιολογώντας τα συμπεράσματά του. Εξήγησε, επαρκώς και πειστικά, γιατί έκρινε αποδεκτή τη μαρτυρία που προσέφερε η πλευρά των εφεσίβλητων και αντίστοιχα, γιατί απέρριψε την εκδοχή και τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα. Ενόψει δε των ευρημάτων του ότι δεν επιτεύχθηκε καμία συμφωνία εκχώρησης ή πώλησης των υπό διαχωρισμό οικοπέδων, καθ' όλα δικαιολογημένα έκρινε ότι η περαιτέρω ενασχόληση με τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων που κλήθηκαν από την πλευρά του εφεσείοντα και η αξιολόγησή της, θα ήταν εκ του περισσού.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις και θέσεις της πλευράς του εφεσείοντα. Οι λόγοι έφεσης, που σχετίζονται είτε άμεσα είτε έμμεσα με θέματα αξιολόγησης και αξιοπιστίας, δεν μπορούν να επιτύχουν. Δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε ρήγμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο να πλήττει το καθόλα στέρεο βάθρο της αξιολόγησης στην οποία προέβη. Αντίθετα, κρίνουμε πως ήταν καθ' όλα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη και να καταλήξει, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος που είχε επί τους ώμους του να πείσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει τους εφεσίβλητους (βλ. Φραντζής (ανωτέρω).
Συνακόλουθα οι προβαλλόμενοι λόγοι Έφεσης, στο σύνολο τους, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Ο μοναδικός λόγος Αντέφεσης που προωθείται από την πλευρά του εφεσίβλητου 2, αφορά τη μη επιδίκαση εξόδων προς όφελός του, ως επιτυχόντα διαδίκου. Η κατάληξη του Δικαστηρίου επί του ζητήματος, υποστηρίζει, έρχεται σε αντίθεση με την καθιερωμένη από τη νομολογία πρακτική, σύμφωνα με την οποία τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.
Η ισχύς του ως άνω κανόνα, όσον αφορά τα έξοδα μιας δικαστικής διαδικασίας, είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, ο ως άνω κανόνας δεν είναι άκαμπτος. Δικαιολογείται η παρέκκλιση από αυτόν στην περίπτωση που συντρέχουν σοβαροί λόγοι προς τούτο. (Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12 και Σωκράτους v. Σιβιτανίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 16).
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, υπέρ του εφεσείοντα επιδικάστηκε συγκεκριμένο ποσό, το οποίο ο εφεσίβλητος 1 αναγνώρισε εξ' αρχής ότι αποτελούσε δάνειο. Μεγάλο μέρος του ως άνω ποσού, ειδικότερα το ποσό που καταβλήθηκε προς εξόφληση του επιδικασθέντος ποσού και εξόδων στην αγωγή Αρ.2661/82, αφορούσε και τον εφεσίβλητο 2, αφού καταβλήθηκε προς διευθέτηση της εκδοθείσας και σε βάρος του απόφασης, ημερομηνίας 22.1.1984 στην αγωγή Αρ.2661/82. Άλλωστε, ο εφεσίβλητος 2, που στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εκπροσωπείτο από τον ίδιο δικηγόρο που εκπροσωπούσε τον εφεσίβλητο 1, προβάλλοντας πανομοιότυπες κατά το πλείστον θέσεις, στην εξέλιξη των πραγμάτων παρουσιάζεται ενήμερος του γεγονότος ότι ο εφεσείων ήταν εκείνος που κατέβαλε, προς όφελος και του ίδιου, το ως άνω εξ αποφάσεως χρέος των εφεσίβλητων. Πραγματικότητα που επέτρεπε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο την επιλεγείσα από το ίδιο απόκλιση από τον γενικότερο κανόνα όσον αφορά τον επιδικασμό των εξόδων. Υπό τις περιστάσεις, δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την επιδίκαση των εξόδων.
Ενόψει των πιο πάνω, τόσο η Έφεση όσο και η Αντέφεση αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Όσον αφορά τα έξοδα της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ ενός εκάστου των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα, έξοδα ύψους €2.400.-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Ουδεμία διαταγή σε σχέση με τα έξοδα της Αντέφεσης.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/κβπ