ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ

 

(Αίτηση Αρ. 25/2024)

 

 

 22 Οκτωβρίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

 

 

ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 182/2018 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17.05.2024 -

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

                                  1. ΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΔΑ,

2. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ,

 

Καθ΄ων η Αίτηση/Εφεσειόντων στο Εφετείο,

 

 

ΚΑΙ

 

 

ΔΩΡΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ,

 

Αιτητή/Εφεσίβλητου στο Εφετείο.

 

Χ. Παπαχριστοδούλου με Φ. Χαραλάμπους (κα) για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή/Εφεσίβλητο.

 

Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Καθ'ων η Αίτηση/Εφεσείοντες.

_________________________________________________________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί  από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

_________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής/Εφεσίβλητος στην αναφερόμενη στον τίτλο Πολιτική Έφεση Αρ. 182/2018 στην οποία εκδόθηκε Απόφαση από το Εφετείο στις 17/5/2024, καταχώρισε την υπό κρίση Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιζητώντας άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (3) του 2023 (εφεξής «ο Νόμος»).

 

Η πιο πάνω Απόφαση εκδόθηκε σε Έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία εκδόθηκαν, κατόπιν αίτησης του Εφεσίβλητου, διατάγματα κηρύσσοντας άκυρες μεταβιβάσεις μετοχών από τον Καθ' ου η Αίτηση αρ. 1 στην πρωτόδικη διαδικασία (ο οποίος δεν ήταν διάδικος κατ' έφεση), προς την Εφεσείουσα 1 και ενός οχήματος προς τον Εφεσείοντα 2 στην εν λόγω Έφεση. Είχαν εκδοθεί επίσης διατάγματα επανεγγραφής των ως άνω περιουσιακών στοιχείων, καθώς και διάταγμα πώλησής τους.

 

Μετά την έκδοση της Απόφασης του Εφετείου ακολούθησε η καταχώριση από τον Αιτητή της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητά άδεια για την εκδίκαση Νομικών Θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση καταχώρισαν Ένσταση στη βάση του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Ειδικότερα προβάλλουν ότι δεν επεξηγούνται, ούτε προσδιορίζονται με σαφήνεια στην Αίτηση τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης και η συνάρτηση τους με διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας η οποία δεν παρατίθεται προς τεκμηρίωση του αιτήματος. Ούτε ο Νόμος ή η νομοθετική διάταξη η οποία ερμηνεύτηκε ή εφαρμόστηκε λανθασμένα επεξηγούνται ή προσδιορίζονται στην Αίτηση, ενώ δεν καταγράφονται οι λόγοι που καθιστούν την ερμηνεία από το Ανώτατο Δικαστήριο αναγκαία. Επιπλέον προβάλλεται ότι ο Αιτητής δεν καταγράφει, ούτε προσδιορίζει ποιο ζήτημα δημόσιας σημασίας προκύπτει που να τεκμηριώνει λόγο εξέτασης του από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αποδίδεται επίσης στον Αιτητή ότι δεν καταγράφει, ούτε προσδιορίζει με λεπτομέρεια τις συγκρουόμενες ή αντιφατικές αποφάσεις του Εφετείου.

 

Το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:

 

«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη  πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

 

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.» 

 

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30/1/2024:

 

«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων. Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:

 

-    με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-    με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-    με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-    ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-    ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.

 

  Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.»

 

 

Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023, με τον Κανονισμό 9(2)(α)(iv) προβλέπεται ότι για τη χορήγηση άδειας επισυνάπτεται έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ στον Κανονισμό 9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 14(1)(α) προβλέπει ότι, όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η έκθεση Νομικών Θεμάτων θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση. Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε σε πρόσφατες Αποφάσεις μας, αυτό σημαίνει ότι το νομικό ζήτημα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τρόπο ώστε να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως έχει.

 

Η πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.

 

Οι προϋποθέσεις  παροχής άδειας προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου καθορίζει και η νομολογία μας έχει επεξηγήσει στη συνέχεια, είναι αυστηρές.  Σκοπός δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου, αλλά η παρέμβαση  του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον, όντως, συντρέχουν οι εκ του Νόμου προϋποθέσεις.

 

Προτού γίνει αναφορά στην έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση κρίνεται σκόπιμο για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης των όσων εγείρονται και έπονται, να γίνει σύντομη αναφορά στο δικονομικό ιστορικό της υπό κρίση διαδικασίας, το οποίο αποτελεί κοινό έδαφος.

 

Στις 28/11/2011 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του Αιτητή (Εφεσίβλητου) και εναντίον του Ιωάννη Καρυδά (εφεξής Ι. Κ.) για συγκεκριμένο ποσό στην Αγωγή υπ' αρ. 965/2008, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να καταστεί εξ αποφάσεως πιστωτής του Ι. Κ.

 

Στις 16/12/2014 ο Αιτητής καταχώρισε αίτηση ακύρωσης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων εναντίον του Ι. Κ., της Άννας Καρυδά (εφεξής Α. Κ.) (Εφεσείουσας 1), τότε συζύγου του Ι. Κ. και του Ευάγγελου Πελεκάνου (εφεξής Ε. Π.) (Εφεσείοντα 2), τότε πεθερού του Ι. Κ.

 

Με την αίτηση ακύρωσης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, ακύρωση μεταβίβασης οχήματος η οποία έγινε στις 29/11/2012 από τον Ι. Κ. στον Ε. Π. (η αναφερόμενη από τον Αιτητή ως «πρώτη μεταβίβαση»).

 

Στην αίτηση αυτή κατεχωρήθη ένσταση από τους Εφεσείοντες 1 και 2, Α. Κ. και Ε. Π., καθώς και από τον Ι. Κ.

 

Στις 20/9/2016 ο Εφεσείων Ε. Π. μεταβίβασε το όχημα στην ενήλικη εγγονή του, κόρη του Ι. Κ. (η αναφερόμενη ως «δεύτερη μεταβίβαση»).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 30/3/2018 ακύρωσε τις πιο πάνω μεταβιβάσεις (εφεξής η πρωτόδικη Απόφαση). Ο Εφεσείων Ε. Π. εφεσίβαλε την πρωτόδικη Απόφαση με αριθμό Λόγων Έφεσης, μεταξύ των οποίων και το ότι η αίτηση ακύρωσης δεν είχε επιδοθεί στην εγγονή του.

 

Το εν λόγω ζήτημα ηγέρθηκε με το Λόγο Έφεσης 9 ο οποίος παρατίθεται κατωτέρω αυτολεξεί:

 

«Ένατος λόγος έφεσης

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε διάταγμα για ακύρωση μεταβίβασης του οχήματος που ισχυρίστηκε ότι έκαμε ο ΚΑ3 προς την εγγονή του.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ:

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ή και ο Αιτητής όφειλαν αφού ο ΚΑ3 ανάφερε ότι μεταβίβασε το όχημα να προσθέσουν το εν λόγω πρόσωπο ως διάδικο στην διαδικασία ή να διαταχθεί όπως του επιδοθεί η αίτηση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα εναντίον προσώπου που δεν συμμετείχε στην διαδικασία και χωρίς να εισακουσθούν οι θέσεις του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την νομολογία και δεν έλαβε υπ' όψιν του ότι ενώπιον του δεν υπάρχει μαρτυρία αναφορικά με τον χρόνο της ισχυριζόμενης μεταβίβασης τις συνθήκες που έγινε και την γνώση ή και αντιπαροχή από το εν λόγω τρίτο πρόσωπο.»

 

 

Ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης πέτυχε και το Εφετείο ακύρωσε το μέρος της πρωτόδικης Απόφασης κατά του Εφεσείοντα, το οποίο αφορούσε το όχημα, στη βάση του ότι «. θα έπρεπε η αίτηση να είχε επιδοθεί στην εγγονή του εφεσείοντα 2 στην οποία αυτός είχε μεταβιβάσει το επίδικο όχημα .».

 

Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό η επισήμανση από πλευράς του Αιτητή ότι η εγγονή δεν είχε παρέμβει ούτε στην αίτηση ακύρωσης, ούτε στην έφεση κατά της πρωτόδικης Απόφασης.

 

Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια καταγράφονται πέντε «Νομικά Ζητήματα» τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία.

 

Τα εν λόγω «Νομικά Ζητήματα» - χωρίς την αιτιολογία που τα συνοδεύει - έχουν ως ακολούθως:

 

«Πρώτο νομικό θέμα

Κατά πόσον το Εφετείο δύναται να ακυρώσει πρωτόδικη απόφαση στο βαθμό που αυτή αφορά Εφεσείοντα, για λόγο ο οποίος δεν αφορά τον ίδιο τον Εφεσείοντα ή τα δικαιώματα του, αλλά δυνητικά δικαιώματα τρίτου προσώπου».

 

«Δεύτερο νομικό θέμα

 

Κατά πόσον το Εφετείο δύναται να ακυρώσει πρωτόδικη απόφαση στο βαθμό που αυτή αφορά Εφεσείοντα, για ζήτημα το οποίο ο Εφεσείοντας δεν έχει εγείρει κατά την ακρόαση της πρωτόδικης διαδικασίας, και το οποίο δεν είναι δικαιοδοτικής φύσης και/ή αφορά ειδικά το δικαίωμα τρίτου μέρους (μη διάδικου) να ακουστεί».

 

«Τρίτο νομικό θέμα

 

Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να διατάζει την επίδοση αίτησης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων, σε κάθε πρόσωπο το οποίο καθίσταται μέρος σε μία αλυσίδα καταδολιευτικών μεταβιβάσεων και εάν υπάρχει, πότε σταματά αυτή η υποχρέωση».

 

«Τέταρτο νομικό θέμα

 

Κατά πόσον το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να διατάξει την επίδοση αίτησης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι τρίτο στη σειρά σε αλυσίδα καταδολιευτικών μεταβιβάσεων (δηλαδή στον οποίο έγινε μεταβίβαση από Καθ' ου η Αίτηση, ο οποίος έλαβε καταδολιευτικά περιουσία από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη) παρότι η μεταβίβαση προς το τρίτο πρόσωπο, έγινε μετά την καταχώρηση της ένστασης του δεύτερου στην αλυσίδα, Καθ' ου η Αίτηση, και αποκαλύφθηκε με δική του πρωτοβουλία».

 

«Πέμπτο νομικό θέμα

 

Κατά πόσον η ορθή δικονομική πορεία σε περιπτώσεις διαδοχικών καταδολιευτικών μεταβιβάσεων είναι η παρέμβαση στη διαδικασία από το επηρεαζόμενο πρόσωπο (υποβάλλοντας λόγους για την παρέμβαση και προβάλλοντας πειστικά επιχειρήματα στο Δικαστήριο για το έννομό του συμφέρον) αντί η επιβολή υποχρέωσης είτε στον Αιτητή είτε στο Δικαστήριο, να καθιστούν κάθε ένα πρόσωπο στην αλυσίδα καταδολιευτικών μεταβιβάσεων μέρος της διαδικασίας».

 

 

Στο πλαίσιο προβολής των λόγων για τους οποίους κατά τον Αιτητή θα πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια, αναφέρεται ότι μέσω των πιο πάνω Νομικών Θεμάτων προκύπτουν «σοβαρά ζητήματα ουσιαστικού δικαίου, δικονομικής τάξης και δικαστικής πρακτικής». Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι το Εφετείο στην Απόφαση του έχει προβεί «σε λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου (και ειδικά του Κεφ. 6 και του Κεφ. 62) και/ή παραγνωρίζει ή παρερμηνεύει τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία αφορά το ζήτημα ακύρωσης δόλιων μεταβιβάσεων».

 

Ό,τι εντοπίζεται στην υπό συζήτηση περίπτωση, πέραν της απλής καταγραφής του ιστορικού, εξαντλείται σε γενική και αόριστη αναφορά των λόγων για τους οποίους η πλευρά του Αιτητή κρίνει ότι το Εφετείο κατέληξε λανθασμένα παραμερίζοντας την πρωτόδικη Απόφαση καθόσον αφορά το όχημα, τόσο γιατί, κατά τη θέση του Αιτητή, δεν υπήρχε υποχρέωση επίδοσης της Αίτησης ακύρωσης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων στην εγγονή του Εφεσείοντα, όσο και γιατί ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να ζητά ακύρωση της πρωτόδικης Απόφασης ένεκα της μη επίδοσης της Αίτησης σε αυτή. Όπως ειδικότερα προβάλλεται στην Αγόρευση του Αιτητή, «το Εφετείο λανθασμένα έκρινε ότι υπάρχει υποχρέωση (αντί ευχέρεια) του Δικαστηρίου να διατάσσει την επίδοση της αίτησης σε κάθε πρόσωπο στην αλυσίδα καταδολιευτικών μεταβιβάσεων». Και ότι «το Εφετείο εσφαλμένα ακύρωσε την Πρωτόδικη Απόφαση όσον αφορά τον Εφεσείοντα, για λόγο που αφορά - το τονίζουμε - δυνητικά δικαιώματα τρίτου προσώπου (εγγονής) και όχι τον ίδιο ή τα δικαιώματα του».

 

Ό,τι βασικά προβάλλεται από τον Αιτητή είναι η κατ' ισχυρισμό λανθασμένη, από μέρους του Εφετείου, ερμηνεία του Νόμου, καθώς και η παραγνώριση και/ή παρερμηνεία της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία αφορά το ζήτημα ακύρωσης δόλιων μεταβιβάσεων, ήτοι ότι εφάρμοσε λανθασμένα τη σχετική επί του θέματος νομολογία και όχι ότι διαφοροποιήθηκε από την πάγια νομολογία. Δεν είναι, όμως, αυτή η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3/6/2024, «Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης». Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορά αποκλειστικά και μόνο νομικά σημεία όπως αυτά προκύπτουν ξεκάθαρα μέσα από την Απόφαση του Εφετείου και όχι κατ' ισχυρισμό λάθη του Εφετείου. 

 

Δεδομένων των πιο πάνω, ό,τι επιχειρείται και ό,τι αξιώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι καινούρια κρίση και μια δεύτερη ευκαιρία επί των γεγονότων της υπόθεσης, ζήτημα το οποίο σαφώς και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, όπως αυτή καθορίζεται από το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου. Όπως τονίσθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Αίτηση Αρ. 2/2023, Αναφορικά με την Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ.  ΕΔΔ 04/19, ημερ. 31/1/2024 και στο πλαίσιο εξέτασης αιτήματος για άδεια με βάση το αντίστοιχο προς το Άρθρο 9(3)(γ) του ΝόμουΆρθρο 9(2)(γ)[1], η παροχή άδειας στη βάση του εν λόγω Άρθρου δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της Απόφασης που εξεδόθη από το Εφετείο. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εν λόγω Άρθρου.

 

Επιπλέον τα όσα εγείρει ο Αιτητής δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις αυστηρές προϋποθέσεις που το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου εξαντλητικά καταγράφει. Κατ' ακρίβεια, τα αναφερόμενα ως «Νομικά Θέματα» ουδόλως συναρτήθηκαν με διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομολογίας, ορθή ερμηνεία νομοθεσίας και ζητήματα γενικής δημόσιας σημασίας και συμφέροντος. Ως εκ τούτου δεν εντοπίζεται, στην υπό συζήτηση περίπτωση,   αλλά ούτε και προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον Αιτητή, οποιαδήποτε διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, οποιαδήποτε πρωτογενής ή δευτερογενής ουσιαστική νομοθετική διάταξη η οποία χρήζει ερμηνείας, ούτε και μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. Η γενικόλογη αναφορά του Αιτητή ότι «επιβάλλεται για σκοπούς διαύγειας και βεβαιότητας δικαίου όπως χορηγηθεί η άδεια», ουδόλως ικανοποιεί τις περιοριστικά καθορισμένες από το Νόμο περιπτώσεις, για παροχή άδειας.

 

Η δε αναφορά από μέρους του Αιτητή ότι το Εφετείο στην Απόφαση του «παραγνωρίζει ή παρερμηνεύει τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία αφορά το ζήτημα ακύρωσης δόλιων μεταβιβάσεων», οπωσδήποτε δεν είναι αρκετή για να εντάξει τα υπό συζήτηση «Νομικά Θέματα» στις προϋποθέσεις του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου. Ο Αιτητής όφειλε, εν προκειμένω, να καταδείξει, αφενός, ποια είναι αυτή η νομολογία και, αφετέρου, με ποιο τρόπο το Εφετείο, δια της Απόφασης του, ουσιαστικά αποκλίνει από αυτή.

 

Σε συμφωνία δε με τα όσα υποστηρίχθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των Καθ΄ων η Αίτηση, λέμε ότι η υπό κρίση Αίτηση συνιστά προσπάθεια του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσης και, ουσιαστικά,  δεύτερη ευκαιρία προκειμένου να τεθούν προς κρίση τα ίδια ζητήματα και νομικό πλαίσιο.

 

Ως αποτέλεσμα των όσων πιο πάνω αναφέρθηκαν, είναι η κατάληξη μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3000 πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

 

 

                            

                                           Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

 

 

                                                  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

                                                  Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.



[1] (γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων από την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:

 [..]

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο