ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 248/2015)
18 Οκτωβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
1. GEOFFREY LIPSCOMBE
2. NATALIE JANE HOLT
Εφεσείοντες
-KAI-
1. NICOS DEMETRIOU (FINANCE) LTD
2. HADJIMANTHEOU BROTHERS & CO LTD,
3. IACOVOU BROTHERS (DEVELOPMENT) LTD
Εφεσίβλητων
ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 13/06/2014 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
1. GEOFFREY LIPSCOMBE
2. NATALIE JANE HOLT
Εφεσείοντες
-KAI-.
1. NICOS DEMETRIOU FINANCE ΑΝD CONSTRUCTION LTD
2. A/ΦΟΙ Χ"ΜΑΤΘΑΙΟΥ & ΣΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
3. IACOVOU BROTHERS (DEVELOPMENT) LTD
Εφεσίβλητων
____________________
Κ. Γ. Κουκούνης, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Ανδρέου (κα) για Ανδρέου, Χατζηχριστοφή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τους Εφεσίβλητους.
___________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Oι εφεσείοντες είχαν αγοράσει από τους εφεσίβλητους, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 30.9.2006, ένα διαμέρισμα το οποίο οι τελευταίοι ανέλαβαν να ανεγείρουν στη Βορόκληνη, της επαρχίας Λάρνακας. Επρόκειτο για το οικοδομικό συγκρότημα «Αmphithea», αποτελούμενο από πολυκατοικίες διαμερισμάτων, με κοινόχρηστη κολυμβητική δεξαμενή και άλλους κοινόχρηστους χώρους. Το πωληθέν διαμέρισμα, θα ανεγειρόταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας «Αmphithea - Kalypso Court - Block C».
Το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης ήταν €152.065,53 (ΛΚ89.000) και αυτό συμφωνήθηκε να πληρωθεί σταδιακά, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών ανέγερσης του διαμερίσματος. Έναντι του τιμήματος πώλησης, οι εφεσείοντες κατέβαλαν το ποσό των €3.417,20 (ΛΚ2.000) ως «κράτηση» και το ποσό των €26.995,90 (ΛΚ15.800) με επιταγή ημερ. 14.11.2006. Ουδέν άλλο ποσό κατέβαλαν στη συνέχεια, παρόλο που υπήρξε πρόοδος στις εργασίες ανέγερσης του διαμερίσματος. Σημειώνεται πως σύμφωνα με συγκεκριμένο όρο της γραπτής συμφωνίας πώλησης, μόνο η τελευταία δόση, ύψους ΛΚ8.900, ήταν πληρωτέα με την παράδοση της κατοχής του διαμερίσματος στους εφεσείοντες.
Σύμφωνα με άλλο όρο της καταρτισθείσας γραπτής συμφωνίας, η κατοχή του διαμερίσματος θα έπρεπε να δοθεί στους αγοραστές κατά/ή περί τις 31.12.2008, και σε περίπτωση που οι πωλητές παρέλειπαν να συμμορφωθούν με τον πιο πάνω όρο, αυτοί θα ήταν υπόχρεοι να καταβάλλουν στους αγοραστές το ποσό των ΛΚ300 μηνιαίως ως συμφωνηθείσες αποζημιώσεις και/ή ως ενοίκιο και/ή ως απώλεια χρήσης. Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω πρόνοια, οι αγοραστές επεφύλασσαν τα δικαιώματα τους σε περίπτωση παράβασης της συμφωνίας εκ μέρους των πωλητών.
Στην πορεία προέκυψαν διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων με αποτέλεσμα να ανταλλαγούν επιστολές από τους δικηγόρους και των δύο πλευρών. Οι αγοραστές θεωρούσαν πως το πωληθέν διαμέρισμα και οι κοινόχρηστοι χώροι δεν είχαν αποπερατωθεί και παραδοθεί σε αυτούς, ως προέβλεπε η συμφωνία. Από την άλλη, οι πωλητές θεωρούσαν πως αυτοί που είχαν διαρρήξει τη συμφωνία ήταν οι αγοραστές οι οποίοι δεν είχαν καταβάλει τις συμφωνηθείσες δόσεις ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών ανέγερσης της οικοδομής, ως προέβλεπε η συμφωνία.
Οι δικηγόροι των αγοραστών με επιστολή ημερ. 21.8.2009 προς τους πωλητές ζητούσαν όπως συμπληρωθεί και παραδοθεί σε αυτούς το διαμέρισμα κατά/ή περί τις 30.9.2009, διαφορετικά θα τερμάτιζαν τη συμφωνία και θα αξίωναν αποζημιώσεις. Οι δικηγόροι των πωλητών απάντησαν με επιστολή ημερ. 11.9.2009, με την οποία έλεγαν ότι το διαμέρισμα ήταν έτοιμο για παράδοση νοουμένου ότι οι πωλητές θα κατέβαλλαν τα οφειλόμενα δυνάμει της συμφωνίας ποσά. Με την ίδια επιστολή ενημέρωναν τους δικηγόρους των αγοραστών πως ουδέποτε οι τελευταίοι διαμαρτυρήθηκαν για οιανδήποτε παράβαση της συμφωνίας εκ μέρους των πωλητών. Οι αγοραστές επανήλθαν με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 18.9.2009, με την οποία έλεγαν πως το ακίνητο δεν είχε αποπερατωθεί. Με την ίδια επιστολή ζητούσαν να οριστεί ημερομηνία και ώρα παράδοσης του ακινήτου λέγοντας μάλιστα πως «. my clients have always been ready and able to pay any amount due.»
Οι πωλητές με επιστολή τους ημερ. 21.9.2009 επέμεναν πως αυτοί που ήταν σε παράβαση της συμφωνίας ήταν οι ίδιοι οι αγοραστές, ενημερώνοντας τους δικηγόρους τους πως το οφειλόμενο και καταβλητέο ποσό ανήρχετο σε €106.445,75. Σημείωναν όμως και τα ακόλουθα «Νot only your clients failed to pay the agreed installments but they also failed to take all necessary steps to secure in time the necessary mortgage despite our clients efforts to help .. Irrespective of the above our clients are willing to deliver the flat on 29/30 September 2009 in the afternoon, provided your clients before the end of this week i.e. 25-09-09 pay the outstanding balance as mentioned above. The common areas you mentioned in your letter have been finished months ago and this was acknowledged in August 2009.»
Λίγες ημέρες μετά, και συγκεκριμένα στις 14.10.2009, και αφού το διαμέρισμα είχε επιθεωρηθεί στις 5.10.2009 από τον δικηγόρο των εφεσειόντων κ. Γ. Κουκούνη, οι τελευταίοι με επιστολή των δικηγόρων τους τερμάτισαν τη συμφωνία. Στην επιστολή τερματισμού γινόταν αναφορά πως σε πρόσφατη επιθεώρηση του διαμερίσματος και του συγκροτήματος διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: (α) τα τρία κλιματιστικά δεν είχαν εγκατασταθεί στο διαμέρισμα, ως προέβλεπε η συμφωνία, (β) ο ανελκυστήρας δεν λειτουργούσε, αφού αυτός δεν είχε εγκριθεί από την Αρχή Ηλεκτρισμού, (γ) δεν υπήρχε ηλεκτρισμός στους λαμπτήρες των κοινόχρηστων χώρων του συγκροτήματος, και ειδικότερα στο χώρο στάθμευσης, στην είσοδο του κτιρίου και στα σκαλιά, και (δ) ο δρόμος δεν είχε συμπληρωθεί. Παράπονο είχε εκφραστεί και για το μέγεθος και σχήμα της κοινόχρηστης κολυμβητικής δεξαμενής, αφού κατά τους εφεσείοντες το μέγεθος ήταν μικρότερο, το δε σχήμα διαφορετικό.
Οι πωλητές θεωρούσαν πως τα πιο πάνω ήταν προφάσεις των αγοραστών για να αποφύγουν την καταβολή του υπόλοιπου του τιμήματος, αφού δεν επιθυμούσαν πλέον το διαμέρισμα. Κατ΄ επέκταση, η θέση των πωλητών ήταν πως αυτοί που παραβίασαν τους όρους της συμφωνίας ήταν οι αγοραστές, οι οποίοι κατά παράβαση των συμφωνηθέντων παρέλειπαν και/ή αμελούσαν να καταβάλουν τις συμφωνηθείσες δόσεις.
Μάλιστα, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 27.10.2009 απέρριψαν το περιεχόμενο της επιστολής των αγοραστών ημερ. 14.10.2009. Στην εν λόγω επιστολή κάνουν αναφορά πως στις 5.10.2009 οι δικηγόροι των αγοραστών επισκέφθηκαν το διαμέρισμα στην παρουσία του κ. Ανδρονίκου εκ μέρους των πωλητών, όπου τους ελέχθη πως το μόνο που παρέμενε ήταν η εγκατάσταση στο διαμέρισμα των τριών κλιματιστικών και ότι η εισήγηση των δικηγόρων προς τους πελάτες τους αγοραστές, ήταν να αποδεχθούν την παράδοση του διαμερίσματος χωρίς οιονδήποτε όρο ή επιφύλαξη.
Παρόλο που οι αγοραστές είχαν ήδη τερματίσει τη σύμβαση, οι πωλητές τους κάλεσαν, για τελευταία φορά, όπως μέχρι τις 30.10.2009 και ώρα 12:00 το μεσημέρι, διευθετήσουν την αποδοχή παράδοσης του διαμερίσματος και ταυτόχρονα εξοφλήσουν το τίμημα, διαφορετικά η επίδικη συμφωνία θα τερματιζόταν εξ υπαιτιότητας των αγοραστών στο αμέσως επόμενο λεπτό, χωρίς οιανδήποτε άλλη γνωστοποίηση. Ως ήτο αναμενόμενο, ανταπόκριση εκ μέρους των αγοραστών δεν υπήρξε. Και λέμε αναμενόμενο αφού οι αγοραστές είχαν ήδη εκδηλώσει την πρόθεση τους να μην εμμένουν στη σύμβαση. Μάλιστα με αίτηση τους ημερ. 3.11.2009 προς το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας, απέσυραν το πωλητήριο έγγραφο από τα κτηματικά μητρώα.
Εν κατακλείδι, οι διαφορές των συμβαλλομένων όχι μόνο δεν γεφυρώθηκαν, αλλά οδηγήθηκαν και ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου. Οι αγοραστές με αγωγή που καταχώρισαν εναντίον των πωλητών ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται πως αυτοί τερμάτισαν νόμιμα τη συμφωνία πώλησης. Κατ΄ επέκταση, αξίωναν γενικές και/ή παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις. Ακόμη, αποζημιώσεις για ειδικές ζημιές που υπέστησαν ως ακολούθως: (α) επιστροφή του ποσού των €30.413,11 (ΛΚ17.800) που κατέβαλαν έναντι του τιμήματος, (β) €4.000, πλέον €600 Φ.Π.Α. ως δικηγορικά έξοδα που κατέβαλαν στους δικηγόρους τους για την ετοιμασία, σύνταξη, χαρτοσήμανση και κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας, καθώς επίσης και για την ετοιμασία και υποβολή των σχετικών αιτήσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο για την εξασφάλιση της σχετικής άδειας που απαιτείτο τότε για τους αλλοδαπούς για την απόκτηση ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο, (γ) €4.000 για ταξιδιωτικά/μεταφορικά έξοδα και για έξοδα διαμονής στην Κύπρο από την Αγγλία, και (δ) τόκο προς 7% ετησίως και/ή νόμιμο τόκο.
Από την άλλη, οι πωλητές με το δικόγραφο τους αρνήθηκαν όλες τις αιτούμενες θεραπείες. Με ανταπαίτηση τους ζητούσαν δηλωτική απόφαση με την οποία να αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο ότι η συμφωνία πώλησης τερματίστηκε εξ υπαιτιότητας των αγοραστών. Περαιτέρω, επειδή μετά τον τερματισμό της συμφωνίας πώλησαν σε τρίτα πρόσωπα το επίδικο διαμέρισμα σε χαμηλότερη τιμή, και συγκεκριμένα στην τιμή των €130.000, ζητούσαν να τους αναγνωριστεί ως δικαιολογημένη ζημιά η διαφορά των €22.065. Αξίωναν επίσης το ποσό των €13.223,08 (ΛΚ7.739), ποσό το οποίο κατέβαλαν σε εταιρεία και/ή σε κτηματομεσίτες για την πώληση του επίδικου διαμερίσματος στους αγοραστές. Ακόμη το ποσό των €2.000 «ως αμοιβή σύστασης και/ή πώλησης του διαμερίσματος μετά τον τερματισμό της συμφωνίας ημερ. 30.9.2006», και τέλος, δικηγορικά έξοδα €3.450.
Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής και της ανταπαίτησης, κατέθεσαν μάρτυρες. Ανάμεσα σε αυτούς, ο εφεσείων 1 και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσειόντων στην Κύπρο, κ. Γιώργος Κουκούνης. Ανάμεσα στους μάρτυρες που κατέθεσαν εκ μέρους των εφεσίβλητων ήταν ο κ. Χάρης Ποταμάρης, Διευθυντής της εφεσίβλητης 1 εταιρείας, αλλά και ο κ. Χρίστος Τσαγγαρός, δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους πωλητές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας. Στη βάση αυτών προέβη σε ευρήματα γεγονότων, με ουσιαστικότερο εύρημα πως αυτοί που είχαν παραβεί τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ήταν οι αγοραστές και όχι οι πωλητές. Κατ΄ επέκταση, βρήκε πως ο εκ μέρους των αγοραστών τερματισμός της συμφωνίας ήταν παράνομος. Όπως χαρακτηριστικά κατέγραψε:
«Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες ούτε πράγματι έτοιμοι, αλλά ούτε και πρόθυμοι ήσαν να εκπληρώσουν την δική τους υπόσχεση (να πληρώσουν το υπόλοιπο του τιμήματος πληρωμής) με την παράδοση του διαμερίσματος. Οι ενάγοντες δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα να τερματίσουν την σύμβαση. Ως εκ τούτου, ο τερματισμός της συμφωνίας εκ μέρους των ήταν παράνομος. Οι εναγόμενοι στον αντίποδα τερμάτισαν νόμιμα το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ενεργοποιώντας τον όρο 5.5 της συμφωνίας.»
Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την τελική απόφαση του δικαίωσε τους πωλητές. Ήταν περαιτέρω εύρημα του πως αυτοί δικαιολογημένα πώλησαν, μετά τον τερματισμό της σύμβασης, το διαμέρισμα σε τρίτους έναντι του τιμήματος των €130.000, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημιά ύψους €22.065,53. Απέρριψε, για συγκεκριμένους λόγους, τις υπόλοιπες αξιώσεις των πωλητών.
Επειδή οι αγοραστές είχαν καταβάλει στους πωλητές, ενόσω η σύμβαση ήταν ζωντανή, το ποσό των €30.413,11, έκρινε πως έπρεπε από το εν λόγω ποσό να αφαιρεθεί ποσό ύψους €20.065,53, που ήταν η ζημιά που είχαν υποστεί οι πωλητές. Το υπόλοιπο ποσό που παρέμενε, δηλαδή €8.347 έκρινε πως έπρεπε να επιστραφεί στους αγοραστές δυνάμει της αρχής του άδικου ή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Έτσι, εξέδωσε απόφαση προς όφελος των αγοραστών και εναντίον των πωλητών για το πιο πάνω ποσό, με νόμιμο τόκο. Τα έξοδα της δικαστικής διαδικασίας διέταξε όπως βαραίνουν τους αγοραστές.
Οι τελευταίοι, με έντεκα λόγους έφεσης, οι οποίοι μαζί με την αιτιολογία τους καταλαμβάνουν 32 σελίδες, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Αναφέρουμε από τώρα πως έχουμε θέσει ενώπιον μας το περιεχόμενο της ειδοποίησης εφέσεως, το περιεχόμενο των εμπεριστατωμένων περιγραμμάτων αγόρευσης και τα όσα προφορικά ανέπτυξαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι. Το ίδιο ισχύει και για τη νομολογία στην οποία μας παρέπεμψαν. Θα κάνουμε ειδική αναφορά σε όλα αυτά, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Ξεκινούμε από τον ένατο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα και κατ΄ εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου, της Νομολογίας και της ενώπιον του μαρτυρίας αξιολόγησε λανθασμένα, αναιτιολόγητα, πρόχειρα και αυθαίρετα την προσκομισθείσα μαρτυρία και απέτυχε να δικαιολογήσει επαρκώς ή/και καθόλου την κατάληξη του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ως εκ τούτου το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραπλανήθηκε και οδήγησε εαυτόν σε εσφαλμένα ευρήματα και συμπεράσματα και για αυτό και η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έδει και πρέπει να ακυρωθεί.»
Από το περιεχόμενο του πιο πάνω λόγου, προκύπτει πως οι εφεσείοντες θεωρούν πως τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας. Με άλλα λόγια, δεν είναι η θέση των εφεσειόντων ότι τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που αυτό απεδέχθη ως αξιόπιστη. Το παράπονο τους εστιάζεται στα ευρήματα αξιοπιστίας. Σε αυτό το παράπονο θα εστιάσουμε και εμείς, εξετάζοντας τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης.
Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης γίνεται αναφορά, ανάμεσα σε άλλα, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη «τη μαρτυρία και ερμηνεία του πωλητηρίου εγγράφου που δόθηκε από τον Μ.Ε.3 - κ. Γιώργου Κουκούνη καθόσον αυτός ήταν το πρόσωπο που συνέταξε το εν λόγω πωλητήριο έγγραφο. Περαιτέρω ο Μ.Ε.3 ήταν αυτός που συνέταξε όλες τις επιστολές εκ μέρους των εναγόντων, ήταν αυτός ο οποίος διενήργησε την επιθεώρηση της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας και επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε και όφειλε να στηριχθεί στη μαρτυρία του .».
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα όσα κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.3:
«Ο Μ.Ε.3 όταν ρωτήθηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του, γιατί οι ενάγοντες δεν πλήρωσαν το οφειλόμενο υπόλοιπο των €106.445,75.- όπως τους ζητήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 21.09.2009 (Τεκμήριο 19) ο ΜΕ3, απάντησε πως «εάν κατά τον συγκεκριμένο χρόνο απέστελλαν οποιοδήποτε πιστοποιητικό, τότε θα είχε αξία η επιστολή του κ. Ανδρέου». Ουδέποτε όμως και ο ίδιος στις επιστολές που απέστειλε είτε στους εναγομένους είτε στους δικηγόρους των, έθεσε θέμα «πιστοποιητικών».. Όταν ρωτήθηκε σχετικά (για ποιο λόγο στις επιστολές του δεν γινόταν μνεία των πιστοποιητικών) απάντησε «ήταν συμβατικός τους όρος, ενώ δεν είχα υποχρέωση να υπομνήσω στους πωλητές την υποχρέωση τους». Η γραμμή αυτή διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια. Όταν ρωτήθηκε εάν οι ενάγοντες είχαν διευθετήσει με την τράπεζα το θέμα του δανείου και εάν στις 30.09.2009 (ημερομηνία που ο ίδιος έθεσε για την παράδοση του διαμερίσματος) θα ήσαν έτοιμοι για την πληρωμή, δεν επέμενε στη θέση πως θα έπρεπε να σταλούν τα πιστοποιητικά του αρχιτέκτονα ή του μηχανικού, αλλά απάντησε «τον Αύγουστο του 2009, το θέμα ήταν η αποπεράτωση ή όχι, αν γινόταν οι πελάτες μου θα διευθετούσαν το τίμημα και θα παραλάμβαναν το διαμέρισμα». Ζητήθηκε από τον κ. Κουκούνη να παρουσιάσει τις οδηγίες που έλαβε από τους πελάτες του. Μεσολάβησαν κάποιες μέρες και στις 15.10.2009 έλαβε γραπτές οδηγίες (Τεκμήριο 46). Προηγήθηκε η επίσκεψη του στο διαμέρισμα στις 5.10.2009. Την επομένη (6.10.2009) επικοινώνησε, όπως κατέθεσε, με τους πελάτες του. Μεσολάβησαν κάποιες μέρες και στις 15.10.2009 έλαβε γραπτές οδηγίες (Τεκμήριο 47) για να τερματίσει το συμβόλαιο. Ο ενάγοντας αρ. 1 όμως, στις 7 Οκτωβρίου 2009 και ώρα 12:06 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα (σελίδα 2 του Τεκμηρίου 55) σε υπάλληλο της τράπεζας και αφού αναφέρθηκε στην κατάσταση του διαμερίσματος, ζήτησε διευκρινίσεις για την ολοκλήρωση της διαδικασίας δανειοδότησης τους. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο μήνυμα «I believe we are now at the point where the apartment is complete. Can you give me a status of the loan should I implement it this week.). Εύλογα τίθεται το ερώτημα πως είναι δυνατόν οι ενάγοντες να ενημερώθηκαν στις 6.10.2009 πως «τα πράγματα δεν ήταν σε τάξη» αλλά στις 7.10.2009 ο ενάγοντας αρ. 1 να στείλει στην Τράπεζα το μήνυμα με το συγκεκριμένο περιεχόμενο; Ερωτηματικά εγείρονται επίσης για ποιο λόγο, οι ενάγοντες δεν απέστειλαν μετά την επιθεώρηση (μέσω του δικηγόρου τους) επιστολή στην οποία να καταγράφουν τα απορρέοντα από την επιθεώρηση παράπονα τους, αλλά έδωσαν οδηγίες μετά από δέκα σχεδόν ημέρες για τερματισμό της συμφωνίας;»
Παράπονο όμως εκφράζεται και για το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο τον άλλο δικηγόρο, τον κ. Χρίστο Τσαγγαρό, ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους των εφεσίβλητων. Είναι η θέση των εφεσειόντων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφόσον αυτή δεν υποστηριζόταν από την προσκομισθείσα μαρτυρία και αντικειμενικά δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή». Να πούμε από τώρα πως o δικηγόρος κ. Τσαγγαρός είχε καταθέσει πως στις 30.10.2009 και περί ώρα 12.00 το μεσημέρι είχε μεταβεί μαζί με τον κ. Ανδρονίκου εκ μέρους των πωλητών στο συγκρότημα των διαμερισμάτων και ανέμεναν τους αγοραστές και/ή τους δικηγόρους τους για να τους παραδώσουν το επίδικο διαμέρισμα. Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει «περιμέναμε αρκετή ώρα εκεί αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας και ούτε ειδοποιηθήκαμε ότι δεν θα έρθει κάποιος. Δεν εμφανίστηκε κανένας.» Αναφέρουμε από τώρα πως η μαρτυρία του ότι ουδείς εμφανίστηκε εκ μέρους των αγοραστών κατά την πιο πάνω ημερομηνία και ώρα, δεν αμφισβητήθηκε. Ο κ. Τσαγγαρός είχε αναφέρει ακόμη πως εισήλθε εντός του πωληθέντος διαμερίσματος, το οποίο ήταν στο ισόγειο, μαζί με τον κ. Ανδρονίκου, και το διαμέρισμα «ήταν τελειωμένο και έτοιμο για παράδοση». Για να προσθέσει πως στο διαμέρισμα υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα αφού, ως ανέφερε, «ανάψαμε τα φώτα, δούλευε». Αντεξεταζόμενος του υποβλήθηκε, ανάμεσα σε άλλα, πως ο λόγος που μετέβηκε στο διαμέρισμα «ήταν απλώς για να δημιουργήσετε μία δικαιολογία ούτως ώστε οι εναγόμενοι να μην επιστρέψουν τα χρήματα που οφείλουν στους ενάγοντες», υποβολή την οποία απέρριψε, όπως και τις υπόλοιπες. Ως ελέχθη, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο δικηγόρος κ. Χρ. Τσαγγαρός είπε την αλήθεια, ενώ για τη μαρτυρία του δικηγόρου κ. Γ. Κουκούνη, σημείωσε πως δεν μπορούσε να βασιστεί επ΄ αυτής.
Για τον ενάγοντα 1 (ΜΕ2), τη μαρτυρία του οποίου απέρριψε, σημείωσε, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα:
«Η προβαλλόμενη θέση του πως για τον ίδιο ήταν πάντοτε σημαντικός ο χρόνος παράδοσης του διαμερίσματος, καταρρίπτεται από το περιεχόμενο την ηλεκτρονικών μηνυμάτων (emails) που απέστελνε στον αντιπρόσωπο των εναγομένων Άντρο Ανδρονίκου. Σε μήνυμα που εστάλη στις 12.05.2009 και ώρα 14.54 (σελίδα 2 του Τεκμηρίου 38) αναφέρει «Timing for when my apartment completes isn΄t that important to be-but the date does seem to be a moving target». Στο τέλος του μηνύματος επαναλαμβάνει «As I said, timing isn't critical to me but it would be nice to make plans-whether it΄s June or September». Η εκδοχή του πως η παράλειψη του να καταβάλει τις τμηματικές πληρωμές (αυτές έπρεπε να γίνονται ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών ανέγερσης του διαμερίσματος) οφείλετο στο γεγονός πως δεν είχε λάβει τα πιστοποιητικά από τον αρχιτέκτονα ή τον πολιτικό μηχανικό και έτσι δεν γνώριζε που βρισκόταν το όλο θέμα (σε σχέση πάντα με την πρόοδο των εργασιών), πέραν του γεγονότος ότι είναι ασύμβατη με την κοινή λογική αφού τον Αύγουστο του 2009 που επισκέφθηκε την Κύπρο η ανέγερση του διαμερίσματος είχε ολοκληρωθεί, καταρρίπτεται επίσης και από την αλληλογραφία που είχε με τον Ανδρονίκου. Από αυτή καταδεικνύεται πως ο ΜΕ2 γνώριζε πως είχε συμπληρωθεί η ανέγερση του διαμερίσματος αφού στα μηνύματα του αναφερόταν σε «delivery» του διαμερίσματος. Συγκεκριμένα σε ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στον Ανδρονίκου στις 2 Ιουνίου του 2009 και ώρα 19.09 (σελίδα 2 του Τεκμηρίου 38) αναφέρει «We will probably try to come out at the end of August to take delivery of the apartment (and make a family holiday of our visit).
[.]
Η θέση επίσης την οποία προέβαλε πως ο ίδιος εξακολουθούσε να θέλει το διαμέρισμα αλλά ήθελε «αυτό το διαμέρισμα να ήταν τελειωμένο» όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται από την αλληλογραφία που είχε με τον Ανδρονίκου αλλά αντίθετα καταρρίπτεται από αυτή. Σε ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στον Ανδρονίκου στις 28 Αυγούστου του 2009 και ώρα 14.32 (σελίδα 1 του Τεκμηρίου 40) αναφέρει «The property was bought solely as an investment since then a lot has changed. Interest rates are worse. The Exchange rate is MUCH worse. There are a lot of other properties for sale and the market is slow. Generally the investment is not as good now as it was three years ago when we started».
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε την πλούσια νομολογία που αφορά στο πότε το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παρεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων στα οποία προβαίνουν τα πρωτόδικα Δικαστήρια. Θα αρκεστούμε να παραπέμψουμε σε ένα απόσπασμα από μίαν παλαιά υπόθεση, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο. Πρόκειται για την Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, όπου ο Πικής, Δ., ως ήταν τότε, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει την μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλ. μεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582, και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372)».
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνουμε είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά τα όσα ισχύουν σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του, και καθοδηγήθηκε ορθά. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του.
«Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας (έθεσα ενώπιον μου και το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια) έλαβα υπόψη την εικόνα των μαρτύρων στο δικαστήριο αλλά εξέτασα την μαρτυρία τους υπό το φως της ανθρώπινης πείρας και συμπεριφοράς, στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για να καταλήξει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων (Βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1199 και Αθανασίου και άλλος ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.
Η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά υπό την έννοια πως δεν απομονώνονται τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Μπορεί η αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα να είναι ατομική, δηλαδή να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα της, και την πειστικότητά της, όμως θα πρέπει τα όσα αναφέρονται από τον κάθε μάρτυρα να συναρτώνται, να αντιπαραβάλλονται και να συγκρίνονται με τα λεγόμενα των λοιπών μαρτύρων και έτσι να διερευνάται η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών (Βλ. Μουσταφά ν. Καυκαρή, Πολιτική Έφεση αρ. 10705, ημερ. 8.2.02, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, 530).»
Σημειώνουμε από τώρα πως εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόταν τη μαρτυρία του δικηγόρου κ. Γ. Κουκούνη (ΜΕ3), μόνο και μόνο επειδή αυτός έτυχε να συντάξει το πωλητήριο έγγραφο, τις επιστολές και όλα τα άλλα στα οποία κάνει αναφορά ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης, θα διέπραττε σφάλμα και θα ξέφευγε από αυτά που η νομολογία μας κατ΄ επανάληψη έχει αναφέρει.
Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία, υπό το φως και των όσων έχουν προβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων. Καταλήγουμε, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πως όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα, και σε τέτοια περίπτωση το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παρεμβαίνει (Νικολαίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271).
Όσον αφορά στον χρόνο, να σημειώσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι αρχικά αυτός δεν ήταν ουσιώδης δυνάμει των προνοιών της σύμβασης αλλά και της συμπεριφοράς των συμβαλλομένων. Δεν χρειάζεται να παραπέμψουμε στην πλούσια νομολογία που αφορά στο θέμα του χρόνου και στο πότε αυτός είναι ή καθίσταται ουσιώδης. Ενδεικτικά και μόνο παραπέμπουμε στις αποφάσεις Iris Development Limited v. Λαζαρίδη (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1504, Mindoras Estates Ltd v. Ποταμού κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1729 και Demari Kronos Limited v. Μichael Leslie Gray κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 264/2014, ημερ. 22.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A62.
Παρόλο που υπάρχει το δικαιολογημένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι εφεσείοντες συγκατατέθηκαν σε παράταση του χρόνου παράδοσης του διαμερίσματος μέχρι τις 5.10.2009, και ότι οι εφεσίβλητοι ήταν έτοιμοι να το παραδώσουν μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία, νοουμένου ότι οι εφεσείοντες θα κατέβαλλαν το υπόλοιπο του τιμήματος, εμείς θα προσθέσουμε πως αυτό που προκύπτει από τα δικαιολογημένα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι πως οι εφεσείοντες δεν ήθελαν πλέον το διαμέρισμα και ουσιαστικά ο τερματισμός εκ μέρους τους έγινε για να εξυπηρετηθεί η εν λόγω επιθυμία τους. Να επαναλάβουμε αυτό που κατέγραψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως ο εφεσείων 1 σε ηλεκτρονικό μήνυμα που είχε αποστείλει στον κ. Ανδρονίκου, ο οποίος ενεργούσε εκ μέρους των εφεσίβλητων, ενάμιση περίπου μήνα πριν από τον τερματισμό, έλεγε, μεταξύ άλλων, πως το διαμέρισμα αγοράστηκε αποκλειστικά για σκοπούς επένδυσης και έκτοτε τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο αφού τα επιτόκια αυξήθηκαν. Έλεγε ακόμη πως υπάρχουν αρκετά άλλα διαμερίσματα προς πώληση και πως η συγκεκριμένη επένδυση δεν ήταν πλέον καλή. Να σημειώσουμε ακόμη, όπως ορθά κατέγραψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως το δάνειο που οι εφεσείοντες θα εξασφάλιζαν από τραπεζικό ίδρυμα για την πληρωμή του υπόλοιπου του τιμήματος, δεν κατέστη δυνατό να εξασφαλιστεί λόγω απραξίας και/ή συμπεριφοράς των ίδιων των εφεσειόντων, κάτι που είχε παραδεχθεί και ο εφεσείων 1 σε ηλεκτρονικό μήνυμα του ημερ. 15.7.2009 προς τον κ. Ανδρονίκου, με το οποίο έλεγε πως «.we had failed to return certain documents to them over a year ago so the mortgage has not been put in place».
Καταλήγουμε πως όλα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα, δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία που έκρινε αξιόπιστη. Πιο συγκεκριμένα, το εύρημα του ότι «οι ενάγοντες ούτε πράγματι έτοιμοι, αλλά ούτε και πρόθυμοι ήταν να εκπληρώσουν τη δική τους υποχρέωση (να πληρώσουν το υπόλοιπο του τιμήματος πληρωμής με την παράδοση του διαμερίσματος)», και ότι ο τερματισμός εκ μέρους τους ήταν παράνομος, δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία που απεδέχθη ως αξιόπιστη. Σε τέτοια περίπτωση, όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Demari Kronos Limited (ανωτέρω), ο τερματισμός της συμφωνίας είναι αδικαιολόγητος/εσφαλμένος (wrongful) και «συνιστά διάρρηξη της συμφωνίας (Pop Life Electric Shops Ltd κ.ά. ν. Ονησιφόρου κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 359, 367), που επιτρέπει στο αναίτιο μέρος να διεκδικήσει θεραπεία από το μέρος που είχε προχωρήσει στον παράνομο τερματισμό». Εν προκειμένω, το αναίτιο μέρος ήταν οι εφεσίβλητοι.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1-6, με τους οποίους ουσιαστικά προσβάλλονται τα ευρήματα γεγονότων και συμπεράσματα, στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστηρίου, είναι αβάσιμοι.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης ουσιαστικά προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι υπέστησαν ζημιά επειδή μετά τον τερματισμό της συμφωνίας πώλησαν το επίδικο διαμέρισμα σε τρίτα πρόσωπα στην τιμή των €130.000 (σχετικό είναι το συμβόλαιο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6Α) αφού δεν έγινε κατορθωτό να το πωλήσουν σε υψηλότερη τιμή.
Σημειώνουμε από τώρα πως οι δικηγόροι των εφεσίβλητων με την επιστολή τους ημερ. 3.12.2009 (Τεκμήριο 32), είχαν ενημερώσει τους δικηγόρους των εφεσειόντων πως είχαν προσφορά από τρίτα πρόσωπα για να πωλήσουν το επίδικο διαμέρισμα έναντι του τιμήματος των €130.000. Στην εν λόγω επιστολή γινόταν αναφορά και στα ακόλουθα:
«If our clients therefore by the expiration of the sixth day as from today have no other firm offer from any other interested buyer they will proceed and sell the apartment to Mr. Gray at the price offered.
In such a case your clients will be liable to our clients for any damage they may suffer because of your clients΄ breach of contract».
Οι δικηγόροι των εφεσειόντων απάντησαν με την επιστολή ημερ. 7.12.2009 (Τεκμήριο 33), στην οποία επαναλάμβαναν τη θέση τους ότι τερμάτισαν νόμιμα τη συμφωνία πώλησης, ενώ για το εγειρόμενο στην επιστολή ημερ. 3.12.2009 (Τεκμήριο 32) θέμα, έλεγαν τα εξής: «It is up to your clients what to do with their apartment».
Σημειώνουμε από τώρα πως δεν αμφισβητείται πως επρόκειτο περί γνήσιας πώλησης του επίδικου ακινήτου σε τρίτα πρόσωπα μετά τον τερματισμό της συμφωνίας. Η μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη (ΜΥ2 - Χάρης Ποταμάρης) κατέδειξε πως οι εφεσείοντες, παρά τις προσπάθειες τους, δεν κατόρθωσαν να πωλήσουν το ακίνητο σε υψηλότερη τιμή. Οι εν λόγω προσπάθειες έγιναν μέσω αντιπροσώπων, στους οποίους είχαν αναθέσει την εξεύρεση αγοραστή. Μάλιστα η θέση του πιο πάνω μάρτυρα ήταν πως «είμαστε πολύ τυχεροί που βρήκαμε κάποιο και το αγόρασε το διαμέρισμα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα παρέπεμψε στην παρ. 5.5 της καταρτισθείσας συμφωνίας, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση τερματισμού ο πωλητής έχει δικαίωμα να πωλήσει το ακίνητο στην ελεύθερη αγορά και να χρησιμοποιήσει το προϊόν πώλησης για κάλυψη των απωλειών και ζημιών του («further more, the Vendors shall have the right to sell the said property in the open market and use the proceeds from such sale to cover their losses and damages and any expenses incurred by such breach and termination of the sale contract»). Είναι στη βάση αυτής της αδιαμφισβήτητης πρόνοιας που οι εφεσίβλητοι πώλησαν σε τρίτους το ακίνητο μετά τον τερματισμό της συμφωνίας. Μάλιστα πριν από την πώληση, ενημέρωσαν σχετικά τους εφεσείοντες, οι οποίοι ουσιαστικά επέμεναν στις θέσεις τους, ότι δηλαδή είχαν τερματίσει νόμιμα τη συμφωνία και ότι η πώληση του διαμερίσματος σε τρίτους δεν τους αφορούσε.
Σημειώνουμε ακόμη πως η θέση των εφεσειόντων για το συγκεκριμένο θέμα δεν είναι σαφής. Δεν διευκρινίζουν κατά πόσο οι εφεσίβλητοι δεν έπρεπε τη δεδομένη χρονική στιγμή να πωλήσουν το επίδικο διαμέρισμα ή ορθά επέλεξαν να το πωλήσουν τη δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά θα μπορούσαν να είχαν εξασφαλίσει υψηλότερη τιμή. Ως γνωστό, το καθήκον μείωσης της ζημιάς υφίσταται και σε παραβάσεις συμβάσεων. Εν προκειμένω, το ουσιώδες είναι κατά πόσο οι εφεσίβλητοι, πωλώντας τη δεδομένη χρονική στιγμή το ακίνητο στη συγκεκριμένη τιμή, ενήργησαν εύλογα ή όχι. Όμως, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης δεν στρέφεται προς αυτήν την κατεύθυνση. Τουναντίον στην αιτιολογία του, επαναλαμβάνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 για να εξάξει το συμπέρασμα του» και ότι οι εφεσείοντες «νόμιμα, δικαιολογημένα και κανονικά τερμάτισαν τη σύμβαση σε αντίθεση με τους εναγόμενους των οποίων ο τερματισμός ήταν λανθασμένος, πρόωρος, αντινομικός και άκυρος». Όμως το δικαιολογημένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πως ο τερματισμός της σύμβασης εκ μέρους των εφεσειόντων, δεν ήταν νόμιμος.
Εν πάση περιπτώσει, ουδέν έχει τεθεί ενώπιον μας που να συνηγορεί ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν εύλογα ενεργώντας με τον συγκεκριμένο τρόπο κατ΄ επίκληση της συγκεκριμένης πρόνοιας στη συμφωνία. Δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας ούτε στην πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Προχωρούμε με τον όγδοο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνταν σε επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν προς τους εναγόμενους και ότι δεν ισχύουν οι αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ότι οι εναγόμενοι δεν πλούτισαν αδικαιολόγητα εις βάρος των εναγόντων και ότι οι ενάγοντες δικαιούνται μόνο στην επιστροφή του ποσού των €8.347,58 και ούτε έξοδα. Ως εκ τούτου, η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έδει και πρέπει να ακυρωθεί.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε πως οι εφεσείοντες κατέβαλαν έναντι του τιμήματος πώλησης στους εφεσίβλητους μόνο το ποσό των €30.413,11 και ότι οι τελευταίοι υπέστησαν ζημιά ύψους €22.065,53 (ζημιά η οποία προέκυψε από το γεγονός ότι το επίδικο διαμέρισμα πωλήθηκε μετά τον τερματισμό της σύμβασης σε χαμηλότερη τιμή), σημείωσε πως θα ήταν άδικο για τους εφεσείοντες να μην τους επιστραφεί η διαφορά των €8.347,58, και τούτο με αναφορά στις προϋποθέσεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1311).
Η θέση των εφεσειόντων στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης ότι «οι ενάγοντες και το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν διέταξε την επιστροφή του ποσού στους ενάγοντες, εφόσον οι εναγόμενοι ουδεμία ζημιά υπέστησαν, ούτε και απέδειξαν τέτοια», με κάθε σεβασμό δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τα δικαιολογημένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στα οποία έχουμε ήδη κάνει αναφορά, δεν υποστηρίζουν τα πιο πάνω. Θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού θα προέκυπτε εάν οι εφεσίβλητοι κατακρατούσαν και το ποσό των €8.347,58. Δεν ακολούθησε όμως τέτοια προσέγγιση το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τουναντίον, εξέδωσε απόφαση προς όφελος των εφεσειόντων για το εν λόγω ποσό. Συνεπώς, δεν συμφωνούμε, με κάθε σεβασμό, πως στη βάση των πιο πάνω, οι εφεσίβλητοι πλούτισαν αδικαιολόγητα, ως η θέση των εφεσειόντων.
Τέλος, με τον δέκατο και εντέκατο λόγο έφεσης, εκφράζεται παράπονο γιατί δεν είχαν επιστραφεί στους εφεσείοντες και άλλα ποσά, όπως δικηγορικά έξοδα, έξοδα ταξιδιών, κλπ, και τούτο γιατί, σύμφωνα πάντα με τη θέση των εφεσειόντων, «Ο τερματισμός των εναγόντων ήταν καθ΄ όλα νόμιμος, έγκυρος και δικαιολογημένος, ενώ αντίθετα ο τερματισμός των εναγομένων ήταν παράνομος και άκυρος». Όμως, το δικαιολογημένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πως ο τερματισμός της συμφωνίας εκ μέρους των εφεσειόντων δεν ήταν νόμιμος.
Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή. Η έφεση απορρίπτεται, με €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσίβλητων.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου