ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.194/2016)

 

 

  31 Οκτωβρίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

1.   Ανδρέα Διονυσίου,

2.   Ανδρέα Διονυσίου υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Άντρης Διονυσίου,

3.   Μυριάνθης Διονυσίου Μενελάου υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης Άντρης Διονυσίου

Εφεσείοντες,

ν.

 

Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited,

 

Εφεσίβλητης.

____________________

 

 

Κ. Αριστείδου για Δημόκριτος Αριστείδου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Τ. Γρηγορίου (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για την Εφεσίβλητη.

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η πρωτόδικη απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον των Εφεσειόντων αφορούσε χρεωστικά υπόλοιπα σε δύο λογαριασμούς.  Η έφεση σε σχέση με το λογαριασμό δανείου αποσύρθηκε.  Οι λόγοι έφεσης παρέμειναν αναφορικά με τον τρεχούμενο λογαριασμό.

 

    Επρόκειτο για λογαριασμό που ανοίχθηκε το 1995, με πιστωτική διευκόλυνση μέχρι €68.344 (Λ.Κ.40.000).  Ο λογαριασμός λειτούργησε μέχρι τον τερματισμό της σχετικής συμφωνίας από την Τράπεζα την 20.3.2001.  Κατά την ημερομηνία αυτή, ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο €90.635,14 (Λ.Κ.53.046,39) με τόκο προς 9% επί ποσού €75.557,16 (Λ.Κ.44.221,64).  Το τελευταίο αυτό ποσό αναφέρεται στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε ως το «τοκοφόρο υπόλοιπο».

  

    Με την πρωτόδικη απόφαση, που εκδόθηκε την 31.3.2016, επιδικάστηκε ποσό €269.019,42, πλέον τόκος προς 9% από 31.10.2015 του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

    Αμφότεροι οι λόγοι έφεσης αφορούν στον τόκο.  Όχι αυτόν που αναφέρεται στην απόφαση, αλλά που κεφαλαιοποιήθηκε και αποτελεί μέρος του ποσού των €269.019,42, που οι Εφεσείοντες καλούνται να πληρώσουν.     

 

    Ο περί Τόκου Νόμος του 1977, Ν.2/1977, προέβλεπε με το άρθρο 6(1) ότι: «Το ποσόν το οποίον δύναται να ανακτηθή δι' αγωγής ως καθυστερούμενος τόκος εφ' οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν θα υπερβαίνη το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος».

 

    Η πρόνοια αυτή καταργήθηκε με τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, Ν.160(Ι)/1999, που τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2001 και κατάργησε ολόκληρο το Ν.2/1977.

 

Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην περίπτωση εφαρμογή είχε ο Ν.160(Ι)/1999 στη βάση ότι η συμφωνία τερματίστηκε την 20.3.2001, μετά που ο νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ.  Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, σε κάθε περίπτωση, εφόσον επρόκειτο για τρεχούμενο λογαριασμό με παρατράβηγμα, όπου το χρεωστικό υπόλοιπο δεν παρέμενε σταθερό, το άρθρο 6(1) του Ν.2/1977 δεν  εφαρμοζόταν. 

 

Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι το άρθρο 6(1) του Ν.2/1977 εφαρμοζόταν και εφόσον το παρατράβηγμα του λογαριασμού περιοριζόταν στις €68.344 (Λ.Κ.40.000), η Τράπεζα δεν θα μπορούσε να ανακτήσει από αυτούς με αγωγή τόκους πέραν των €68.344, δηλαδή συνολικό ποσό πέραν των €136.688 (Λ.Κ.80.000). 

 

Ως προς το επιτόκιο, ο όρος 2 της σχετικής συμφωνίας προνοούσε 8,5% ετησίως.  Προέβλεπε ακόμη ότι « . η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε αποφασίσει να αυξομειώνει το ποσοστό επιτοκίου που αναφέρεται πιο πάνω, μέσα στα όρια του νόμιμου επιτοκίου που ισχύει κάθε φορά, με γραπτή ειδοποίηση προς το χρεώστη . » και ότι «Και όλες αυτές οι χρεώσεις θα κεφαλαιοποιούνται πάντα στις 30 Ιουνίου και/ή 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου νοουμένου ότι αυτή η κεφαλαιοποίηση δεν θα είναι αντίθετη με τη νομοθεσία που ισχύει κάθε φορά».  Πριν τεθεί σε ισχύ ο Ν.160(Ι)/1999, η Τράπεζα χρέωνε 8% ετησίως χωρίς κεφαλαιοποίηση.  Με τον τερματισμό, μετά που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.160(Ι)/1999, αύξησε το επιτόκιο σε 11,9% (περιόρισε όμως την αξίωση της στη βάση επιτοκίου 9%) και κεφαλαιοποίηση δύο φορές ετησίως (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2287, 2297 και Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2009) 1(Α) Α.Α.Δ.194, 201-2).

 

Οι Εφεσείοντες δεν αμφισβητούν ότι οποιοδήποτε ποσό επιδικαζόταν εναντίον τους, μέχρι €136.688, θα έφερε από την καταχώριση της αγωγής τόκο προς 9% του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. 

 

Στη Ξιούρουππας κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2604, 2615, επιβεβαιώθηκε ότι ο Ν.160(Ι)/1999 δεν έχει οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις.  Το απόσπασμα που ακολουθεί υιοθετήθηκε αυτούσιο στην Πιπονίδη ν. Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.429/2011, ημερ. 6.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A444:

 

«Ως ουσιαστικής, λοιπόν υφής και χωρίς ρητή και συγκεκριμένη πρόνοια, ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορά σε δικονομικές πρόνοιες, (Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 A.A.Δ. 245).  Δεν επηρεάζει συνεπώς δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του Νόμου αρ. 26/77 που καταργήθηκε με το νέο Νόμο.  Σύμφωνα με τις αποφάσεις Datamedia AE v. KSN (Business Aids) Ltd (1990) 1 C.L.R. 13 και Ιδιωτική Τριτοβάθμια Σχολή INTERCOLLEGE ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Παιδείας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 296, αναδρομικότητα στις πρόνοιες νομοθετήματος δεν εξυπακούεται ούτε υφίσταται εκτός εάν καθορίζεται ρητά τούτο.  Το ίδιο προνοεί και ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1.  Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Νόμος δεν είχε οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις».

 

 

Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.

 

Στην Παπαχριστοφόρου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2326, την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε αναφερθεί ότι (σελ.2334-5):

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο . προέβη στον περιορισμό της ανάκτησης του τόκου με το σκεπτικό ότι «κατά το χρόνο του τερματισμού» που ήταν η 22/8/1997, ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/1977). Η απόφαση δόθηκε στις 24/9/2010 που ίσχυε ο Ν. 160(Ι)/1999. . Είμαστε της γνώμης ότι ο Ν. 160(Ι)/99 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Η ισχύς του, αρχίζει από 1/1/2001 και συνεπώς δεν καλύπτει τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης που αφορά διαφορά του 1997. Υπενθυμίζεται ότι η μεταξύ των μερών συμφωνία τερματίστηκε στις 22/8/1997. Πρόκειται περί νόμου ουσίας και όχι διαδικαστικού και συνεπώς δεν έχει αναδρομική ισχύ (βλ. Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245).  Παρ' όλα ταύτα η αντέφεση θα πρέπει να επιτύχει. Στην Αrchbold Inv. Ltd. κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. (2006) 1 A.A.Δ. 1084, εξετάστηκε παρόμοιο θέμα όπως το αντικείμενο της αντέφεσης και αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 6(1) του Ν. 2/1977 τυγχάνει εφαρμογής όταν το κεφάλαιο είναι σταθερό. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση ο επίδικος λογαριασμός ήταν λογαριασμός παρατραβήγματος και το εκάστοτε οφειλόμενο υπόλοιπο δεν ήταν σταθερό. Εγένοντο συνεχείς χρεοπιστώσεις και κεφαλαιοποιήσεις τόκων στους συμφωνηθέντες χρόνους με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σταθερό κεφάλαιο. Συνεπώς το Άρθρο 6(1) του Ν. 2/1977 επί του οποίου στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τυγχάνει εφαρμογής».

 

 

Στην Αrchbold Inv. Ltd., είχε αναφερθεί (σελ.1096) ότι στο λογαριασμό είχαν εγκριθεί αυξήσεις των ορίων παρατραβήγματος και γίνονταν συνεχείς χρεοπιστώσεις, ώστε να μην υπάρχει σταθερό κεφάλαιο όπως είχαν εισηγηθεί οι χρεώστες.

 

Η νομολογία  δεν αναφέρεται σε τρεχούμενους λογαριασμούς δογματικά, αλλά σε περιπτώσεις όπου, ως εκ της λειτουργίας του τρεχούμενου λογαριασμού, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί σταθερό ποσό κεφαλαίου.  Σε περίπτωση, για παράδειγμα, που οι Εφεσείοντες θα είχαν προβεί σε μια μόνο ανάληψη ποσού Λ.Κ.40.000 από τον επίδικο λογαριασμό και καμία άλλη κίνηση δεν είχε πραγματοποιηθεί, το κεφάλαιο θα ήταν σταθερό, και δεν θα μπορούσε η Τράπεζα να αξιώσει την ανάκτηση ποσού μεγαλύτερου των Λ.Κ.80.000.  Όταν τερματίζεται η λειτουργία τρεχούμενου λογαριασμού το χρεωστικό υπόλοιπο σταθεροποιείται.  Στη συνέχεια ό,τι προστίθενται είναι τόκοι.  Κατά κανόνα, η τράπεζα δεν θα μπορεί να αξιώσει την ανάκτηση ποσού πέραν του διπλάσιου του χρεωστικού υπόλοιπου κατά τον τερματισμό.  Ακόμα και μικρότερο ποσό σε κάποιες περιπτώσεις.  Εφόσον διαφαίνεται από τις σχετικές καταστάσεις ότι οι τελευταίες χρεώσεις αφορούν τόκους, αυτό σημαίνει ότι το κεφάλαιο είχε σταθεροποιηθεί νωρίτερα και αυξήθηκε στη συνέχεια με την προσθήκη των τόκων αυτών. 

 

Εν προκειμένω, παρά το γεγονός ότι ο επίδικος λογαριασμός ήταν τρεχούμενος λογαριασμός με παρατράβηγμα, κατά τη λειτουργία του οποίου το χρεωστικό υπόλοιπο δεν ήταν σταθερό, αυτό σταθεροποιήθηκε κατά τον τερματισμό την 20.3.2001, παρουσιάζοντας χρεωστικό υπόλοιπο €90.635,14 (Λ.Κ.53.046,39) με «τοκοφόρο υπόλοιπο», όπως αναφέρεται στην κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε, €75.557,16 (Λ.Κ.44.221,64).  Το «τοκοφόρο υπόλοιπο» ήταν το ποσό που τοκιζόταν, δηλαδή το κεφάλαιο, αφού κεφαλαιοποίηση του τόκου στο λογαριασμό έγινε για πρώτη φορά την 30.6.2021.  Η διαφορά των δύο ποσών κατά τον τερματισμό ήταν οι συσσωρευμένοι μέχρι τότε τόκοι.  Επομένως, το χρεωστικό υπόλοιπο κατά τον τερματισμό συνίστατο σε €75.557,16 κεφάλαιο, πλέον €15.077,98 συσσωρευμένους τόκους.  Στο μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τον τερματισμό  την 20.3.2001 μέχρι την καταχώριση της αγωγής την 14.5.2009 συσσωρεύτηκε περαιτέρω τόκος.  Στην περίπτωση που ο τόκος αυτός μαζί με τον τόκο που είχε ήδη συσσωρευτεί ξεπερνούσε τις €75.557,16, δεν θα μπορούσε να ανακτηθεί. 

 

Η Τράπεζα που είχε να λαμβάνει €90.635,14 κατά τον τερματισμό, δεν θα μπορούσε να ανακτήσει με την αγωγή της πέραν του διπλάσιου ποσού του κεφαλαίου των €75.557,16, δηλαδή €151.114,32. 

 

Στις αναδομημένες καταστάσεις δεν υπάρχει το χρεωστικό υπόλοιπο κατά την καταχώριση της αγωγής την 14.5.2009.  Ωστόσο, το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού που ήταν κατά την 31.12.2008 €146.184,20, ανήλθε την 30.6.2009 στις €152.799,03.  Το τελευταίο εξάμηνο συσσωρεύτηκαν τόκοι €6.614,83, δηλαδή €4.897,17 μέχρι την 14.5.2009 (σύμφωνα με τους δικούς μας υπολογισμούς) οπόταν το χρεωστικό υπόλοιπο κατά την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής ήταν €151.081,37. Δεν είχε δηλαδή υπερβεί το όριο των €151.114,32, όπως το προσδιορίσαμε πιο πάνω.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 προκύπτει να είναι αλυσιτελής και απορρίπτεται.

 

Έτσι, παρά την επιτυχία του λόγου έφεσης 1, ουδέν πρακτικό αποτέλεσμα προκύπτει και η έφεση απορρίπτεται.

 

Κρίνουμε ότι είναι ορθό και δίκαιο να μην επιδικάσουμε έξοδα.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το Νόμο που είχε εφαρμογή ήταν εσφαλμένη και οι Εφεσείοντες δικαιολογημένα διαφώνησαν, καταχωρώντας την παρούσα έφεση, η οποία όμως, για τους λόγους που εξηγήσαμε δεν είχε επιτυχή κατάληξη (Παπαϊωάννου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ.310/2015, ημερ.4.9.2024).  

 

 

 

                    `                                     Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Α. Δαυίδ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο