ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 188/2016)

 

31 Οκτωβρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Εφεσείων

-ΚΑΙ-

 

CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED

(Πρώην MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD)  

Εφεσίβλητης

_________________

A. Kασιανής με Μ. Βασιλείου (κα) για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Ζ. Ζαχαρίου για Τσίτσιος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη  και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- To 2011 η εφεσίβλητη Τράπεζα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου αγωγή εναντίον του εφεσείοντα και εναντίον δύο άλλων προσώπων (που δεν ενδιαφέρουν), αξιώνοντας θεραπείες δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερ. 24.11.2008, η οποία αφορούσε σε τέσσερα μηχανοκίνητα οχήματα. Ο εφεσείων, εναγόμενος 3 στην αγωγή, φερόταν να είχε εγγυηθεί τον πρωτοφειλέτη, εναγόμενο 1.

 

Οι δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα ήταν, μεταξύ άλλων, πως η συμφωνία ενοικιαγοράς «ήταν εικονική ή και παράνομη ή και άκυρη ή και ανεφάρμοστη διότι η κατάρτιση της προωθήθηκε από τους ενάγοντες με σκοπό την συγκάλυψη παραχώρησης δανείου στον εναγόμενο 1».  Ακόμη ότι αυτός υπέγραψε «το επίδικο συμβόλαιο ως εγγυητής ενώ τούτο ήτο κατά μεγάλο μέρος του μη συμπληρωμένο ή και ατελώς συμπληρωμένο και υπέγραψε το εν λόγω συμβόλαιο κατόπιν των ψευδών ή και απατηλών παραστάσεων ή και δηλώσεων των εναγόντων ότι το ποσό της χρηματοδότησης του εναγομένου 1 και κατ΄ επέκταση η εγγύησης που παρείχε ο εναγόμενος 3 θα ήταν του ύψους των €20,000 και όχι το ποσό των €50,000 με το οποίο αργότερα οι ενάγοντες συμπλήρωσαν το επίδικο συμβόλαιο.» Εν κατακλείδι, με το τροποποιημένο δικόγραφο Υπεράσπισης του, είχε αρνηθεί όλους τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης Τράπεζας και κατ΄ επέκταση αξίωνε απόρριψη της αγωγής «ως πρόδηλα αβάσιμης και καταχρηστικής.»  Με ανταπαίτηση του αξίωνε δηλωτικές αποφάσεις πως «η επίδικη εγγύηση ή/και συμφωνία για αποζημίωση ή/και κάλυψη εάν ήθελε αποδειχθεί τέτοια είναι παράνομες ή/και άκυρες ή/και ανεφάρμοστες ή/και δέον όπως ακυρωθούν» και/ή ότι αυτός «εν πάση περιπτώσει απαλλάγηκε από οποιαδήποτε εξ΄ εγγυήσεως ευθύνη ή/και άλλως πως ευθύνη».  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του δικαίωσε εν μέρει την εφεσίβλητη Τράπεζα και εν μέρει τον εφεσείοντα. Έκρινε, για λόγους που καταγράφει, πως επειδή το ένα από τα τέσσερα μηχανοκίνητα οχήματα, αξίας €28.000, ουδέποτε ενεγράφη στο όνομα της εφεσίβλητης Τράπεζας και μάλιστα αυτό εν αγνοία του εφεσείοντα, πως «επί του οφειλόμενου ποσού της απόφασης θα έπρεπε να αφαιρεθεί το ποσό των €28.000, πλέον νόμιμο τόκο». Δεν διευκρινίζει από πότε θα ήρχιζε η αφαίρεση του «νόμιμου τόκου». Μάλιστα για το θέμα αυτό, το παράπονο του εφεσείοντα, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν διέταξε να αφαιρεθεί και οποιαδήποτε παράγωγη χρέωση που δημιουργήθηκε από το εν λόγω μη εγγεγραμμένο όχημα, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί με χρεώσεις ή/και τόκους ή/και δικαιώματα ενοικιαγοράς ή/και τόκους υπερημερίας, που αναλογούν ή/και παράγονται ή/και προκύπτουν από το επίδικο μη εγγεγραμμένο όχημα»  (εντέκατος λόγος έφεσης). Εν κατακλείδι, η εκδοθείσα εναντίον του εφεσείοντα απόφαση, είχε ως εξής:

 

«Συνεπώς εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγόμενου 3 για το ποσό των 18303.73 με νόμιμο τόκο επί του ποσού των 14695.23 από τις 22.9.2015 και β) και το ποσό των 54156.15 ως αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο επί του ποσού των 43479.51 από 22.9.2015. Επί του οφειλόμενου ποσού της απόφασης θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 28.000 ευρώ πλέον νόμιμο τόκο. Τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται εναντίον του εναγομένου 3 όπως αυτά υπολογιστούν στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού της απόφασης. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.»     

 

 

Ο εφεσείων, με δεκαεπτά λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης  απόφασης. Επικεντρωνόμαστε στους έξι πρώτους,  με τους οποίους ουσιαστικά προσβάλλεται τόσο ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε/αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, όσο και τα ευρήματα γεγονότων στα οποία αυτό προέβη.

 

Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι μέρος της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Η αιτιολογία κάθε δικαστικής απόφασης εξαρτάται από το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων είναι καθήκον των Δικαστηρίων και δικαίωμα εκάστου διαδίκου.  Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε την πλούσια νομολογία μας.  Ενδεικτικά και μόνο θα παραπέμψουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση  Ναταλίνου Ναούμ ν. Chris Cash & Carry Ltd, Πολ. Έφ. 291/2013, ημερ. 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:A321:

 

«Ως γνωστό, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι του Εφετείου. Να επαναλάβουμε πως τα ευρήματα αξιοπιστίας διακρίνονται από το βάρος απόδειξης (Γιαννάκης Αγαπίου ν. Αννέτας Παναγιώτου (1988) 1 CLR, 257 και Εθνική Τράπεζα ν. Χ΄΄ Νέστορος (1990) 1 ΑΑΔ, 41).   Εμείς δεν μπορούμε από τα πρακτικά της υπόθεσης, που περιέχουν τη μαρτυρία των μαρτύρων, να καταλήξουμε ποιοι μάρτυρες είναι αξιόπιστοι και ποιοί αναξιόπιστοι (C & A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) ΑΑΔ, 1273).   Αυτός που είδε και άκουσε τους μάρτυρες είναι ο Πρωτόδικος Δικαστής (Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) ΑΑΔ, 614), ο οποίος είναι και ο κατ΄ εξοχήν αρμόδιος να προβεί σε ευρήματα αξιοπιστίας, στα οποία δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου για συγκεκριμένους λόγους που δεν χρειάζεται να παραθέσουμε.  Μάλιστα,  τα Δικαστήρια κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας οφείλουν να συσχετίζουν τη μαρτυρία εκάστου μάρτυρα και με το σύνολο της μαρτυρίας που άπτεται των κρίσιμων σημείων της (Mustafa v. Κακουρή κ.α. (2002) 1(Α) ΑΑΔ, 165 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ, 506), κάτι που επίσης ελλείπει από την πρωτόδικη απόφαση.»

 

Μελετώντας προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, την οποία προσεγγίζουμε ως ενιαίο σύνολο, διαπιστώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε προβεί σε ευρήματα αξιοπιστίας για τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του. Με άλλα λόγια, ελλείπει από την πρωτόδικη απόφαση εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ποιοι μάρτυρες είχαν κριθεί αξιόπιστοι, ποιοι αναξιόπιστοι, και για ποιο λόγο.

 

Πιο συγκεκριμένα, για τον πρώτο μάρτυρα, Μάριο Σοφρωνίου (Μ.Ε.1), αφού παρέθεσε τη μαρτυρία του σε γενικές γραμμές, δεν προέβη σε εύρημα κατά πόσο αυτός ήταν αξιόπιστος ή αναξιόπιστος μάρτυρας.

 

Για τον δεύτερο μάρτυρα, Νίκο Μαρούλλη (Μ.Ε.2), τον οποίο έκρινε ως τον πιο ουσιαστικό μάρτυρα της υπόθεσης, σημείωσε τα ακόλουθα:

«Δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για το γεγονός ότι περίμενε δύο χρόνια να τερματίσει την συμφωνία ενοικιαγοράς δεδομένου ότι η τελευταία πληρωμή έναντι του τιμήματος ενοικιαγοράς έγινε με την καταβολή του ποσού των 1500.00 τον Ιουνίου 2009. Ούτε έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για το γεγονός ότι ενώ ήταν υποχρέωση του εναγομένου 1 να προβεί σε εγγραφή του άγραφου οχήματος που εκτιμήθηκε στο ποσό των €28.000 μέσα σε 10 μέρες δεν το έπραξε ποτέ και οι ενάγοντες δεν αποκήρυξαν την συμφωνία. Για το συγκεκριμένο όχημα είδε έγγραφο εισαγωγής του οχήματος δηλαδή το έντυπο C72.   Επαναλάμβανε συνέχεια ότι ήταν ελαστικός μαζί με τον εναγόμενο 1 διότι ήταν καλός πελάτης στο παρελθόν και ήθελε να του δώσει την ευκαιρία να τιμήσει την συμφωνία που είχε συνάψει όμως δεν έδωσε απτά παραδείγματα της συνέπειας και φερεγγυότητας του εναγομένου σε προηγούμενες δοσοληψίες του με την τράπεζα. Παραδέχθηκε ότι κατά το έτος 2008 επικρατούσε μία κατάσταση χαλαρότητας στην παροχή χρημάτων διά της ενοικιαγοράς και την χαρακτήρισε ως εποχή με οργασμό των τραπεζών στο θέμα των ενοικιαγορών. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το ύψος των οφειλών του στην τράπεζα και παραδέχθηκε ότι εν τέλει ο υπέρμετρος χρόνος που δόθηκε στον εναγόμενο 1 για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ήταν επειδή δεν είχε και άλλη επιλογή η τράπεζα. Έστειλε προειδοποιητική επιστολή του τερματισμού στον εναγόμενο 1 με κοινοποίηση στους εναγόμενους 2 και 3 στις 26 Ιανουαρίου 2010 τεκμήριο Β.5 και μετά ακολούθησε η επιστολή τερματισμού στις 15.2.2011.  

  

Ανέφερε ότι μίλησε με τον εναγόμενο 3 για την συμφωνία και την φύση της συμφωνίας αλλά δεν του ανέφερε ότι το ένα εκ των τεσσάρων οχημάτων που θα χρησιμοποιούνταν ως αντικείμενα ενοικιαγοράς ήταν άγραφο όχημα. Ανέφερε ότι έστειλε την συμφωνία ενοικιαγοράς για να την υπογράψει ο εναγόμενος 3 στο κατάστημα του Λιμνιώτη. Αυτό έγινε  για να  διευκολύνει τον εναγόμενο 3.  Μάρτυρας της υπογραφής του ήταν η Χριστίνα Λοϊζιά συνεργάτιδα του ΜΕ2 και το εγγυητήριο στάλθηκε στα γραφεία Λιμνιώτη. Παρέλαβε την  συμφωνία ενοικιαγοράς υπογραμμένη από τον εναγόμενο 3  όταν του την επέστρεψε ο εναγόμενος 1.»

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

 

Ωστόσο δεν αποφασίζει κατά πόσο ο εν λόγω μάρτυρας ήταν αξιόπιστος ή όχι, ούτε ποιο μέρος της μαρτυρίας του αποδέχεται ή απορρίπτει, και γιατί. Μάλιστα στη συνέχεια καταγράφει τα ακόλουθα για τον εν λόγω μάρτυρα, τα οποία δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε:

 

«Ο ΜΕ2 παραδέχθηκε ότι ο εναγόμενος 3 αθέτησε την υπόσχεση του δυνάμει της συμφωνίας ενοικιαγοράς να εγγράψει το άγραφο όχημα επ΄ ονόματι των εναγομένων. Η συνέπεια αυτής της παράλειψης είναι η αποξένωση του οχήματος και η απώλεια της εξασφάλισης.»

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

    

Για το πρόσωπο που βεβαίωσε την υπογραφή του εφεσείοντα επί της συμφωνίας ενοικιαγοράς, την Χριστίνα Λοϊζιά, συνεργάτιδα του Μ.Ε.2, η οποία αντεξετάστηκε από την Υπεράσπιση, σημείωσε απλώς πως:

 

«Αυτή η μάρτυρας αντεξετάστηκε από την υπεράσπιση και εκείνο που προέκυψε από την αντεξέταση είναι ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσο το έγγραφο που υπέγραψε ο εναγόμενος 3 ήταν συμπληρωμένο ή και να ήταν συμπληρωμένο ποια ήταν τα στοιχεία. Ήταν μάρτυρας της υπογραφής του αλλά δεν θυμάται άλλες λεπτομέρειες.»

 

 

Αλλά και για τον εφεσείοντα δεν φαίνεται να υπάρχει εύρημα κατά πόσο αυτός ήταν ή όχι αξιόπιστος μάρτυρας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας τη θέση του ότι αυτός δεν γνώριζε για την πιστοληπτική ικανότητα του πρωτοφειλέτη-εναγόμενου 1, και ότι δεν είχε ενημερωθεί ότι προηγούμενες ενοικιαγορές που ο πρωτοφειλέτης είχε συνάψει με την εφεσίβλητη παρουσίαζαν σημαντικές καθυστερήσεις αποπληρωμής, σημείωσε τα ακόλουθα:  «Δεν μπορεί να διασταυρωθεί αυτός ο ισχυρισμός. Αυτό όμως που μπορεί να αποδειχθεί από τη μαρτυρία του εναγόμενου 3 είναι ότι ήταν συνεργάτης με τον εναγόμενο 1 και είχε στο παρελθόν λόγω της συνεργασίας του εγγυηθεί τον εναγόμενο 1».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διευκρινίζει πώς ο εν λόγω ισχυρισμός, ακόμη και στην περίπτωση που γινόταν δεκτός, θα βοηθούσε τον εφεσείοντα στην προώθηση των θέσεων του. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να σημειώσουμε πως το γεγονός ότι ένας ισχυρισμός μάρτυρα «δεν μπορεί να διασταυρωθεί», δεν απορρίπτεται άνευ ετέρου. Κριτής της αξιοπιστίας είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο αν κρίνει ένα μάρτυρα αξιόπιστο είναι δυνατόν να αποδεχθεί και ισχυρισμούς του οι οποίοι «δεν διασταυρώνονται». Όπως εύστοχα τέθηκε στην Mustafa v. Kακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165,  «Και το απίθανο μπορεί να είναι αληθινό. Κριτής το Δικαστήριο». 

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας μέρος της μαρτυρίας του εφεσείοντα, και συγκεκριμένα τη θέση του ότι ξεγελάστηκε από τον πρωτοφειλέτη με τη βοήθεια της εφεσίβλητης Τράπεζας, και υπέγραψε εν λευκώ ως εγγυητής το σχετικό έγγραφο, σημειώνει πως «Δυστυχώς για τον εναγόμενο 3 αυτή η εκδοχή δεν μπορεί να γίνει πιστευτή, δηλαδή της εκδοχής ότι δεν είχε αντιληφθεί τα πραγματικά στοιχεία της συμφωνίας, και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι ο ίδιος ήταν ενήμερος και συμφώνησε κατά τη συμφωνία απαλλαγής να απαλλαγούν δύο αυτοκίνητα από τη συμφωνία ενοικιαγοράς». Σημειώνουμε πως η απαλλαγή φέρεται να έλαβε χώρα, μήνες μετά την υπογραφή της συμφωνίας ενοικιαγοράς, γεγονός βεβαίως που το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να συνυπολογίσει για να αποφασίσει κατά πόσο ο εφεσείων ήταν ή όχι μάρτυρας προσηλωμένος στην αλήθεια. Ελλείπει όμως τέτοιο εύρημα.  

 

 Οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους ουσιαστικά προσβάλλεται τόσο ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία όσο και τα ευρήματα γεγονότων στα οποία αυτό προέβη, είναι βάσιμοι.  Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.

 

Η έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολο της. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, ο οποίος αναμένεται ότι θα δώσει προτεραιότητα στην εκδίκαση της.

 

Επιδικάζονται προς όφελος του επιτυχόντα εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.

 

 

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                               Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                               Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

/ΣΓεωργίου         

                                                              

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο