ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.Ε165/2017
21 Οκτωβρίου, 2024
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. BIOTER GLOBAL HOLDINGS LTD
2. ΒΙΟΤΕΡ Α.Ε.
Εφεσείουσες/Ενάγουσες
ΚΑΙ
CHRISTIAN B. COMAIR
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 2
------------------------------------------
Αυγ. Τσάρκατζιης για Χρίστος Πατσαλίδης ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες
Χ. Παπαχριστοδούλου για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο
----------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες εταιρείες, ενάγουσες στην αγωγή αρ. 838/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, φέρεται να ασχολούνται με την ανάληψη και εκτέλεση κατασκευαστικών και τεχνικών έργων μεγάλης αξίας. Ανάμεσα στους πελάτες τους συγκαταλέγονται, κατ' ισχυρισμό, οργανισμοί στην Ελλάδα και σε χώρες της Μέσης Ανατολής. Με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχώρησαν, το Μάρτιο του 2017, αξίωναν εναντίον των εναγομένων, οκτώ τον αριθμό, αποζημιώσεις για αθέμιτο ανταγωνισμό καθώς επίσης αποζημιώσεις ύψος ΗΠΑ$19.530.000, για παραβίαση δύο γραπτών συμφωνιών συναντίληψης, με ημερομηνίες 12.10.2012 και 17.4.2013, αντίστοιχα. Τούτο, στη βάση ότι και οι εναγόμενοι δραστηριοποιούντο επιχειρηματικά στον κατασκευαστικό τομέα.
Στη συνέχεια, οι εφεσείουσες επεδίωξαν και εξασφάλισαν μονομερώς εναντίον του εναγόμενου 2, μόνο, βασικού μετόχου και διευθύνοντα συμβούλου των εναγόμενων εταιρειών, εφεσίβλητου στην παρούσα έφεση, δύο παρόμοιας φύσεως παρεμπίπτοντα διατάγματα με τα οποία απαγορευόταν σε αυτόν να προβεί στην αποξένωση μετοχών τις οποίες αυτός κατέχει σε διάφορες εταιρείες εγγεγραμμένες, στην πλειοψηφία τους, στην Ελλάδα και στην Ολλανδία. Η έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων σκοπούσε, προφανώς, στη διατήρηση του αντικειμένου αυτών, ήτοι των μετοχών, προς ικανοποίηση χρηματικής απόφασης που τυχόν να εκδοθεί υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας αγωγής. Ωστόσο, στο στάδιο της αναθεώρησης τους, μετεχόντων στη σχετική διαδικασία και των δύο πλευρών, τα εν λόγω παρεμπίπτοντα διατάγματα ακυρώθηκαν. Τούτο επεσυνέβη όταν το εκδικάσαν Δικαστήριο αποδέκτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι αυτά είχαν εκδοθεί στη βάση μη αποκάλυψης, από το γενικό διευθυντή των εφεσειουσών, στην ένορκη δήλωση του που συνόδευε και υποστήριξε τις προαναφερθείσες μονομερείς αιτήσεις, ουσιωδών γεγονότων, σχετικών με την πιο πάνω διαδικασία.
Η απόφαση του Δικαστηρίου επιχειρείται να ανατραπεί με δέκα (10), ουσιαστικά, λόγους έφεσης, εκ των οποίων πλέον σημαντικοί είναι οι πρώτοι τέσσερις. Με αυτούς προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου σε σχέση με τις εκατέρωθεν θέσεις για τρία συγκεκριμένα έργα, καθώς επίσης, ότι οι εφεσείουσες ουδέποτε ανέλαβαν την εκτέλεση έργων στο εξωτερικό, δηλαδή εκτός Ελλάδος, ώστε να δικαιούντο να ισχυριστούν ότι απέκτησαν φήμη στον προαναφερθέντα επιχειρηματικό τομέα. Στο σύνολο τους, με αναφορά και σε επιμέρους πτυχές, προβάλλουν πως το Δικαστήριο λανθασμένα έκαμε δεκτούς ισχυρισμούς του εφεσίβλητου, ότι κατά την εξέταση μονομερώς των προαναφερθεισών αιτήσεων οι εφεσείουσες απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα, σημαντικά στην άσκηση από αυτό της διακριτικής εξουσίας του. Συγκεκριμένα, εισηγούνται ότι οι ισχυρισμοί τους ως προς τα εν λόγω ουσιώδη γεγονότα, που εκ των πραγμάτων αυτές πρώτες διατύπωσαν στο πλαίσιο των μονομερών αιτήσεων, είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι με ισχυρισμούς τους οποίους ο εφεσίβλητος πρόβαλε εκ των υστέρων στα πλαίσιο της inter partes διαδικασίας. Οι αγορεύσεις των συνηγόρων των δύο πλευρών πραγματεύονται τις αντίστοιχες θέσεις των διαδίκων σε σχέση με τα πιο πάνω θέματα, με το συνήγορο των εφεσειουσών να επιχειρεί να καταδείξει το λανθασμένο της κρίσης του Δικαστηρίου επί του ζητήματος και το συνήγορο του εφεσίβλητου να εμμένει στην ορθότητά της, που οδήγησε στην ακύρωση των εν λόγω διαταγμάτων.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το Δικαστήριο, κατά το στάδιο αναθεώρησης των δύο υπό αναφορά παρεμπιπτόντων διαταγμάτων και εξετάζοντας το περιεχόμενο των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων, έκαμε δεκτούς τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου σε σχέση με τα θέματα τα οποία αυτό πραγματεύεται στην απόφασή του. Συγκεκριμένα, αφού επεσήμανε, κατ' αρχάς, ότι με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα οι εφεσείουσες έδιδαν ιδιαίτερη βαρύτητα στις δύο προαναφερθείσες συμφωνίες, στη βάση των οποίων απαιτούσαν από τον εφεσίβλητο συνολικό ποσό ΗΠΑ$19.530.000.-, σε σχέση με την αιτία για αθέμιτο ανταγωνισμό δεν πρόβαλλαν οποιαδήποτε ειδική απαίτηση για αποζημιώσεις. Στο πλαίσιο αυτό και αφού έλαβε υπόψη την εν λόγω ένορκη μαρτυρία, κατέληξε πως οι εφεσείουσες παρέλειψαν να αναφέρουν στην ένορκη δήλωση τους πως ο εφεσίβλητος δεν κέρδισε το διαγωνισμό ανάθεσης του έργου στη Σαουδική Αραβία, για την ανέγερση ενός νοσοκομείου, ενώ όσον αφορά το έργο της ανέγερσης ενός παλατιού στο Κατάρ, σημείωσε την παράλειψη των εφεσειουσών να αναφέρουν ότι η ανάθεση του στον εφεσίβλητο διακόπηκε. Τέλος, όσον αφορά την εκτέλεση του έργου που αφορούσε στην ανέγερση και μιας μαρίνας στο Κατάρ, σημείωσε ότι δεν αναλήφθηκε από τον εφεσίβλητο αλλά από εταιρεία του, την εναγομένη 6 στην αγωγή. Κατά τη διαπίστωση του, ο διευθύνων σύμβουλος των εφεσειουσών το γνώριζε και αυτό από πληροφόρηση που είχε λάβει από συνεργάτη του εφεσίβλητου, όπως η σχετική αναφορά στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση.
Συνακόλουθα, το Δικαστήριο, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι, οι ισχυρισμοί των εφεσειουσών περιείχαν έντονο το στοιχείο της παραπλάνησης του, ιδιαίτερα, σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις τους με τον εφεσίβλητο στο πλαίσιο των προαναφερθεισών συμφωνιών. Τοιουτοτρόπως, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση από μέρους των εφεσείουσων, του κανόνα που απαιτεί πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη γεγονότων σε ένορκη δήλωση η οποία προορίζεται να αναγνωστεί από δικαστήριο στο πλαίσιο αιτήματος για έκδοση μονομερώς, παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος. Παρέπεμψε, συναφώς, στις υποθέσεις Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 και Zein κ.α. ν. Π.Κ. Καμπανέλλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 606, οι οποίες υιοθετούν επιδοκιμαστικά τον πιο πάνω κανόνα δικαίου.
Από την πλευρά των εφεσειουσών, οι προηγηθείσες χρονικά θέσεις τους που διατυπώθηκαν ενόρκως στο πλαίσιο των μονομερών αιτήσεων, αναδεικνύουν την εκδοχή ότι οι προαναφερθείσες δύο συμφωνίες συναντίληψης προέβλεπαν για την καταβολή με τον εφεσίβλητο προσπαθειών για να διεκδικήσουν και να αναλάβουν από κοινού την εκτέλεση συγκεκριμένων έργων στη Σαουδική Αραβία και στο Κατάρ. Τελικώς, αυτό δεν έγινε κατορθωτό εξ υπαιτιότητος του εφεσίβλητου. Αποδίδουν σε αυτόν διάφορες προφάσεις που πρόβαλε και είχαν ως αποτέλεσμα τη μη ανάληψη, ως οι συμφωνίες τους, των προαναφερθέντων έργων, τα οποία, όπως οι εφεσείουσες διαπίστωσαν εκ των υστέρων, είχαν αναληφθεί από εταιρείες αποκλειστικών συμφερόντων του εφεσίβλητου και κυρίως από την εναγόμενη 6 εταιρεία. Η πτυχή αυτή παραπέμπει στον ισχυρισμό των εφεσειουσών στις ένορκες δηλώσεις τους για υποστήριξη των εν λόγω μονομερών αιτήσεων, που αφορά ιδιαίτερα στην, κατ' ισχυρισμό, παραβίαση των προαναφερθεισών δύο συμφωνιών, και στην αξίωση τους για αποζημιώσεις.
Επιπρόσθετα, οι εφεσείουσες, στο πλαίσιο ανάπτυξης των γεγονότων που κατά την αντίληψη τους είχαν λάβει χώρα, ισχυρίζονται ότι ο εφεσίβλητος πέτυχε την ανάληψη των εν λόγω έργων διαπράττοντας συγχρόνως το αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού, εκμεταλλευόμενος προς τούτο την εμπειρία, την τεχνογνωσία και το βιογραφικό, ειδικά της πρώτης εφεσείουσας, ως επίσης, τα αποδεικτικά τα οποία αυτή είχε παραδώσει στον εφεσίβλητο στο πλαίσιο των εν λόγω δύο συμφωνιών. Στη βάση αυτών, διευκρινίζεται, ο εφεσίβλητος πέτυχε την ανάληψη των συγκεκριμένων έργων μέσω εταιρειών του και ειδικά της εναγομένης 6 εταιρείας. Πλέον σημαντική, όμως, είναι η θέση εκ μέρους των εφεσειουσών πως κατά το μονομερές στάδιο των δύο αιτήσεων τους, στην πραγματικότητα επικαλέστηκαν δια του διευθύνοντα συμβούλου τους, ό,τι αποτελεί δικές τους θέσεις όσον αφορά τη συνεργασία τους με τον εφεσίβλητο που προφανώς είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, με την εκδοχή του τελευταίου. Σε κάθε περίπτωση, εισηγούνται, τούτο δεν συνιστά απόκρυψη γεγονότων από μέρους τους κατά το μονομερές στάδιο της εν λόγω ενδιάμεσης διαδικασίας.
Το Δικαστήριο αν και αναφέρθηκε στα γεγονότα που φέρεται να ήταν γνωστά στις εφεσείουσες κατά τον, ως άνω, ουσιώδη χρόνο της συνεργασίας τους με τον εφεσίβλητο, εστιάζοντας, ωστόσο, ιδιαίτερα στους αντίθετους ισχυρισμούς του τελευταίου, παρατήρησε ότι αυτοί δεν αμφισβητήθηκαν από τις πρώτες. Όπως χαρακτηριστικά είπε, «παρέμειναν αναντίλεκτοι». Τοιουτοτρόπως, έδωσε, το ίδιο, την εντύπωση ότι, οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου ήταν γνωστοί στις εφεσείουσες κατά το χρόνο που αιτήθηκαν την έκδοση των υπό αναφορά διαταγμάτων, μονομερώς, και έτσι περαιτέρω ότι αποτελούσαν αναμφισβήτητα γεγονότα. Καταλήγοντας, ως ανωτέρω, το Δικαστήριο, στην πραγματικότητα έσφαλε. Ό,τι παρατίθεται στην γραπτή ένορκη μαρτυρία των εφεσειουσών, δεν αφορά σε μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, αλλά στην προβολή μίας εκ διαμέτρου αντίθετης εκδοχής από αυτή του εφεσίβλητου. Η πιο πάνω παρατήρηση του Δικαστηρίου τούτου αφορά σε όλες τις περιπτώσεις που το εκδικάσαν Δικαστήριο αναφέρεται σε δήθεν παράλειψη των εφεσειουσών για πλήρη αποκάλυψη, ώστε η κρίση του, συναφώς, να διαπιστώνεται ως λανθασμένη, με βάση και τους δικούς της όρους.
Στο πλαίσιο, ανωτέρω, καταρρίπτεται και η περί το αληθές θέση, εκ μέρους του εφεσίβλητου, ότι οι εφεσείουσες δεν είχαν αναλάβει μεγάλα έργα στο εξωτερικό, ότι δεν είχαν προσκληθεί από χώρες της Μέσης Ανατολής σε ανάλογους διαγωνισμούς, καθώς επίσης ότι ο ουσιώδης χρόνος της έναρξης της συνεργασίας τους ήταν τα έτη 2014 και 2015, κατά τα οποία οι εταιρείες του, εναγόμενες 6 και 7, φέρεται να είχαν μεγάλο κύκλο εργασιών και όχι το 2012 που είχε συναφθεί μεταξύ τους η πρώτη συμφωνία συναντίληψης. Συγχρόνως, παραβλέφθηκε και η αναφορά των εφεσειουσών για τη σύναψη μεταξύ τους και του εφεσίβλητου το 2013, και δεύτερης συμφωνίας συναντίληψης για ανάληψη από κοινού έργων στο Κατάρ.
Βέβαια, να λεχθεί πως το Δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του αναφορικά με την φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας, που αφορούσε στην έκδοση και αναθεώρηση των διαταγμάτων. Σ΄αυτό αποσκοπούσε η παρατήρηση του ότι: «Στο στάδιο αυτό σίγουρα δεν εξετάζεται το αξιόπιστο των ισχυρισμών της κάθε πλευράς και ούτε θα εξεταστούν οι ισχυρισμοί για ψεύδη . . Θα εξεταστούν όμως όλα τα θέματα που αντικειμενικά γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν οι αιτήτριες (εφεσείουσες) το χρόνο που προσήλθαν στο Δικαστήριο με αίτηση χωρίς ειδοποίηση και τα απέκρυψαν ή έδωσαν παραπλανητική εντύπωση στο Δικαστήριο.». Στη γενική της μορφή η πιο πάνω παρατήρηση είναι, βέβαια, ορθή. Ωστόσο, στη βάση των όσων έχουν προηγουμένως εξηγηθεί, δεν περισώζει την υπό κρίση απόφασή του.
Επομένως η έφεση επιτυγχάνει. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €10.000.- πλέον Φ.Π.Α.
Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ