ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 15/2024)

 

 

17 Οκτωβρίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 54/2024

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤOΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. Γ. ΑΔΤ [   ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 3ης ΜΑΡΤΙΟΥ 2024 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ/ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 4156 Ι. ΠΙΡΙΠΙΤΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ.155, ΑΡ. 27, 28 ΚΑΙ 29 ΚΑΙ Ν.29/77 ΑΡ. 29(3)

 

 

 

Σ. Αγγελίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας μαζί με Π. Ευθυβούλου -Ευθυμίου (κα), Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Π. Βαρνάβα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Καούλας για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

................

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από τον Δαυίδ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΔΑΥΙΔ, Δ.: Την 03.03.2024, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου («κατώτερο Δικαστήριο»), εξέδωσε ένταλμα έρευνας τόσο της οικίας του Εφεσίβλητου, στη Σωτήρα Αμμοχώστου, όσο και συγκεκριμένου οχήματος του, με την αιτιολογία ότι σε αυτά υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι παράνομα αποκρύπτονται πυροβόλα όπλα (αυτόματο και πιστόλι), εκρηκτικές ύλες (αριθμός φυσιγγίων/σφαιρών), κινητά τηλέφωνα - κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARDS, πυροκροτητές και οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, για τα οποία υπήρχε εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν απόδειξη για αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν στο διάστημα μεταξύ 16.02.2024 και 03.03.2024, στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ειδικότερα, ως αυτά προσδιορίζονται στο άνω ένταλμα, τα αδικήματα της  Συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος (’ρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα. Κεφ. 154), Συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος (άρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154), Συμμετοχής σε Εγκληματική Οργάνωση (άρθρο 63Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), Συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων (άρθρα 63Β του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), Συνωμοσίας για φόνο (άρθρο 217 του Κεφ. 154), Απόκτησης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλων όπλων των κατηγοριών A, Β και Γ κατά παράβαση των άρθρων 4 και 51 του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων όπλων Νόμο του 2004 (113(1)2004) και ’δειες σχετικά με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση του άρθρου 4 του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54.

        Το ως άνω ένταλμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης του Αστ. 4156,  Ι. Πιριπίτση, του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας. Σύμφωνα με αυτή, η Αστυνομία, στις 03.03.2024, έλαβε πληροφορία από πηγή υψηλής αξιοπιστίας, ότι ο Εφεσίβλητος οργανώνει δολοφονία. Προς τούτο, σύμφωνα με την εν λόγω πηγή, ζήτησε από άλλο, κατονομαζόμενο πρόσωπο, να τον προμηθεύσει με ένα πυροκροτητή, με ένα αυτόματο όπλο και με σφαίρες. Την 01.03.2024, η πηγή άκουσε το δεύτερο πρόσωπο να αναφέρει τηλεφωνικά στον Εφεσίβλητο ότι θα έχει τα πιο πάνω μέχρι το τέλος της ημέρας. Εν πάση περιπτώσει η ίδια πηγή είχε διαπιστώσει ότι το δεύτερο πρόσωπο πράγματι κατείχε ένα αυτόματο όπλο, ένα πιστόλι και μεγάλο αριθμό σφαιρών, τα οποία φύλασσε σε συγκεκριμένο αγροτικό υποστατικό του. Στις 03.03.2024, ημερομηνία που η πηγή επισκέφθηκε εκ νέου το εν λόγω υποστατικό, διαπίστωσε ότι τα όπλα δεν είχαν παραδοθεί και εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε αυτό και ότι η παράδοση τους, ενόψει κινητικότητας των διωκτικών αρχών στην περιοχή για λόγους λαθροθηρίας, θα γινόταν στις 04.03.2024. Όπως επίσης ανέφερε η πηγή, η επικοινωνία του Εφεσίβλητου με το άλλο πρόσωπο κατά τις ως άνω ημερομηνίες, ήτοι από 16.02.2024 μέχρι και την 03.03.2024, γινόταν με μηνύματα και με τηλεφωνικές κλήσεις, στο πλαίσιό των οποίων το άλλο πρόσωπο μιλούσε με ανοιχτή ακρόαση ή με δυνατό το ηχείο του τηλεφώνου του.

        Ο Εφεσίβλητος, εξασφαλίζοντας σχετική άδεια προς τούτο, καταχώρησε διά κλήσεως αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari (Πολιτική Αίτηση 54/2024), πετυχαίνοντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος του είδους και ακυρώνοντας το ως άνω ένταλμα έρευνας.  Αδελφός Δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε της δια κλήσεως αίτησης, (πρωτόδικο Δικαστήριο) έκρινε ότι το επίδικο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, εφόσον δεν είχε τεθεί ενώπιον του μαρτυρία που θα μπορούσε να δημιουργεί εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην κατοικία, υποστατικά ή αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου, βρίσκονταν τα αντικείμενα που αναζητούνταν. Ειδικότερα, σε σχέση με τον οπλισμό και τα πυρομαχικά, υπέδειξε ότι η μαρτυρία που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου που εξέδωσε το ένταλμα ήταν ότι αυτά βρίσκονταν αλλού. Αναφορικά δε με τα «κινητά τηλέφωνα-κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARDS», σημείωσε ότι στον σχετικό όρκο, πέραν της αναφοράς της πηγής της αστυνομίας ότι ο Εφεσίβλητος συνεννοείτο τηλεφωνικά με το δεύτερο πρόσωπο, δεν αναφέρεται οτιδήποτε σε σχέση με τη διασύνδεση τους με την κατοικία, τα υποστατικά και το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου. Υποδεικνύοντας ότι το κινητό τηλέφωνο αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση και ότι κατά κανόνα ο καθένας μεταφέρει το κινητό του τηλέφωνο μαζί του, υπέδειξε πως το κινητό τηλέφωνο κάποιου προσώπου τεκμηριώνει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι θα ανευρεθεί στην κατοικία του ή σε άλλο υποστατικό του ή στο αυτοκίνητο του, στην περίπτωση που η έρευνα διεξαχθεί σε ώρα που το ίδιο το πρόσωπο θα βρίσκεται στην κατοικία του ή στο υποστατικό του ή στο αυτοκίνητο του».  Στην υπό συζήτηση περίπτωση, σημείωσε, δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο Εφεσίβλητος βρισκόταν στην κατοικία του ή άλλο υποστατικό του ή στο αυτοκίνητο του κατά το χρόνο που ζητήθηκε και εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας. Επισημαίνοντας ότι το ένταλμα έρευνας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για αλίευση μαρτυρίας, προχώρησε στην έκδοση του σχετικού εντάλματος Certiorari, ακυρώνοντας το ένταλμα έρευνας, ημερομηνίας 03.03.2024.

        Με την υπό συζήτηση Έφεση, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προσβάλλει την ως άνω κατάληξη. Αποτελεί θέση του ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο πως το ένταλμα έρευνας δεν εκδόθηκε νομότυπα. Οι τηλεφωνικές συσκευές και οι κάρτες κινητής τηλεφωνίας που αναζητούνταν, υποστηρίζει, εύλογα αναμενόταν να εντοπιστούν στην οικία, το υποστατικό ή στο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου, ως λογικό και εύλογο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης συμπέρασμα. Υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικαθιστώντας τη δικαστική κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου, προέβη σε υποκειμενική ανάλυση της ορθότητας του εντάλματος έρευνας, αντί σε έλεγχο της νομιμότητας του. Εν πάση περιπτώσει, προστίθεται, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εκτός των πλαισίων του νόμου και της νομολογίας, αφήνοντας να υπεισέλθουν εξωγενείς παράγοντες και λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία μη σχετικά, καθιστώντας ουσιαστικά το ένταλμα έρευνας προσωποπαγές και άμεσα συναρτώμενο με τον εντοπισμό του υπόπτου αντί τον εντοπισμό του αντικειμένου, ως ο νόμος ορίζει. Ακόμα και αν γινόταν δεκτή η συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κάτοχος ενός κινητού τηλεφώνου το έχει πάντοτε στην κατοχή του, σημειώνεται, αφ' ης στιγμής το ένταλμα έρευνας εκδίδεται για υποστατικό υπόπτου, δηλαδή σε χώρο στον οποίο διαμένει, δεν υφίσταται ανάγκη ύπαρξης μαρτυρίας ότι ο ύποπτος βρισκόταν στην κατοικία/υποστατικό κατά το χρόνο έκδοσης του εντάλματος έρευνας. Εκ των πράγματων, υποδεικνύεται, ο ύποπτος θα είναι παρών κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας.

        Στον αντίποδα των πιο πάνω, η πλευρά του Εφεσίβλητου εγείρει, προδικαστικά, ζήτημα αναγκαιότητας προώθησης της υπό συζήτηση Έφεσης. Υποδεικνύοντας ότι τα τεκμήρια που κατασχέθηκαν δυνάμει της εκτέλεσης του επίδικου εντάλματος από την οικία του Εφεσίβλητου, ήτοι κινητά τηλέφωνα, επιστράφηκαν ήδη στον Εφεσίβλητο χωρίς να εκδοθούν οποιαδήποτε διατάγματα πρόσβασης στη ιδιωτική επικοινωνία του Εφεσίβλητου (κατά τρόπο που αυτά να μπορούν ανάλογα να εξεταστούν), ούτε έχει δρομολογηθεί οποιαδήποτε ποινική υπόθεση ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης του ακυρωθέντος εντάλματος έρευνας, υποστηρίζει ότι τα πιο πάνω καθιστούν την όλη ενασχόληση και εξέταση του ζητήματος από το Δικαστήριο άνευ αντικειμένου, αλυσιτελή και ακαδημαϊκή. Σε σχέση με τα ουσιαστικότερα των ζητημάτων που προβάλλονται από την πλευρά του Εφεσείοντα, υποστηρίζει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία τα οποία εμπεριείχε ο όρκος που τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου, ως επίσης τις αρχές που θέτει η πάγια νομολογία αναφορικά με την έκδοση εντάλματος έρευνας, ορθά κατέληξε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία που να διασυνδέει την οικία, τα υποστατικά και το όχημα του Εφεσίβλητου με οποιοδήποτε από τα αναζητούμενα αντικείμενα. Επί τούτου, σημειώνει πως η όποια μαρτυρία είχε τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου σε σχέση με τα όπλα, σφαίρες και πυροκροτητές, συνέδεε τα τελευταία με οικία και υποστατικά άλλου προσώπου και όχι του Εφεσίβλητου. Σε σχέση δε με τα υπόλοιπα αντικείμενα που περιγράφονται στο ένταλμα (τηλέφωνα - κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARD), υποδεικνύει πως στον σχετικό όρκο δεν γίνεται αναφορά ότι αυτά πιθανόν να αποκρύπτονται στην οικία, τα υποστατικά ή στο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου. Γενική και αόριστη υπόθεση ότι κάποιο από τα πιο πάνω αντικείμενα θα μπορούσε να βρίσκεται σε αυτά, σημειώνει, δεν είναι αρκετή. Το γεγονός ότι τα κινητά τηλέφωνα αποτελούν «προσωπικά αντικείμενα καθημερινής ατομικής χρήσης», προτάσσεται, δεν δίνει, άνευ ετέρου, επαρκή αιτιολογία και δικαίωμα στην αστυνομία να εξασφαλίζει εντάλματα έρευνας σε οικίες, υποστατικά και οχήματα κάποιου προσώπου, με μοναδικό σκοπό να εντοπίσει, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, κινητά τηλέφωνα. ’λλωστε, σημειώνεται, στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου συγκεκριμένη μαρτυρία που να καταδεικνύει κατά πόσο το τηλέφωνο με το οποίο ο Εφεσίβλητος παρουσιάζεται να μιλούσε με το τρίτο πρόσωπο ήταν κινητό, σταθερό ή μια άλλη, «έξυπνη» συσκευή. Ούτε τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου οποιοσδήποτε αριθμός κινητού τηλεφώνου που να συνδέεται με τον Αιτητή, την οικία του ή τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Ομοίως, η όποια φερόμενη εμπλοκή του Εφεσίβλητου στα υπό διερεύνηση αδικήματα, δεν δημιουργούσε, άνευ ετέρου, την αιτιολογία για την έκδοση εντάλματος έρευνας της οικίας, των υποστατικών και του οχήματος του τελευταίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτάσσεται επίσης, εκ των πραγμάτων δεν αντικατέστησε την άποψη που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο του αιτήματος και εκδίδοντας το σχετικό ένταλμα, αφού καμία μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του τελευταίου, ικανή να δικαιολογήσει εύρημα διασύνδεσης των αντικειμένων με την οικία, τα υποστατικά ή το όχημα του Εφεσίβλητου.

        Παρεμβάλλεται ότι ο ευπαίδευτος Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, αναπτύσσοντας τις θέσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περιόρισε την Έφεση του στην έκταση που η πρωτόδικη απόφαση αφορά το κινητό τηλέφωνο που κατασχέθηκε από την οικία του Εφεσίβλητου στη βάση του εντάλματος έρευνας, ημερομηνίας 03.03.2024, το οποίο, ως επιβεβαίωσε, ήδη επιστράφηκε στον τελευταίο. Αποσαφήνισε ταυτόχρονα  ότι σε σχέση με τα υπόλοιπα αντικείμενα που αυτό περιλαμβάνει και αφορά (πυροβόλα όπλα, εκρηκτικές ύλες, πυροκροτητές), η Έφεση δεν προωθείται.    

        Απασχολεί κατά προτεραιότητα το ζήτημα που προδικαστικά προκρίνεται από την πλευρά του Εφεσίβλητου, το γεγονός δηλαδή ότι η υπό συζήτηση Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής και άνευ αντικειμένου, με δεδομένο ότι κινητά τηλέφωνα που εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν δυνάμει της εκτέλεσης του ακυρωθέντος εντάλματος έχουν ήδη επιστραφεί στην πλευρά του, χωρίς να αξιοποιηθούν, είτε με τη δρομολόγηση οποιασδήποτε ποινικής υπόθεσης είτε με την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος πρόσβασης στην ιδιωτική επικοινωνία του Εφεσίβλητου, κατά τρόπο που θα επέτρεπε την ανάλογη εξέτασή τους.

        Προφανώς, η κατάσχεση των τηλεφώνων ως «πραγμάτων», στη βάση του άρθρου 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.155), από μόνη της, δεν ισοδυναμεί με πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία. Εάν προκύψει τέτοια ανάγκη, μέσω των κατάλληλων διαδικασιών και υπό τις προϋποθέσεις πάντα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία, παρέχεται η δυνατότητα προς τούτο, ώστε οι αρμόδιες αρχές να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη εξουσιοδότηση για μια τέτοια πρόσβαση. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ως υπέδειξε ο ευπαίδευτος Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, τηλέφωνο το οποίο είχε κατασχεθεί στα πλαίσια της εκτέλεσης του υπό συζήτηση εντάλματος έρευνας, κατ' εφαρμογή σχετικών νόμων και διαδικασιών, έχει ήδη «κλωνοποιηθεί», έτσι ώστε, σε περίπτωση που η υπό συζήτηση Έφεση επιτύχει, να μπορεί να επιτευχθεί, στο πλαίσιο πάντα της προβλεπόμενης νομοθεσίας, ανάλογη πρόσβαση σε αυτό και το περιεχόμενό του. Υπό το φως των πιο πάνω, είναι φανερό ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν εξέλειπε η αναγκαιότητα συζήτησης της Έφεσης κατά τον τρόπο που εισηγείται η πλευρά του Εφεσίβλητου. Ως εκ τούτου, η ως άνω, προδικαστικά προωθούμενη θέση, δεν μπορεί να υιοθετηθεί.

        Ως έχει ήδη σημειωθεί, ο ευπαίδευτος Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δήλωσε ότι η πρωτόδικη απόφαση, προσβάλλεται τελικά μόνο στην έκταση που σε αυτήν κρίθηκε ότι λανθασμένα εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας σε σχέση με μέρος των αντικειμένων που περιγράφονται σε αυτό, ειδικότερα για τα κινητά τηλέφωνα - κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARDS.  Με δεδομένο ότι το υπό συζήτηση ένταλμα έρευνας, είναι ενιαίο, περιλαμβάνοντας και τα αντικείμενα για τα οποία δεν προωθείται τελικά η Έφεση κατά της Πρωτόδικης κρίσης, απασχολεί η δυνατότητα προώθησης και συζήτησης της Έφεσης, σε συνάρτηση με μέρος μόνο των αντικειμένων που περιγράφονται σε αυτό, ως πιο πάνω έχουν προσδιοριστεί.

        Ο ευπαίδευτος Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, στον οποίο τέθηκε το ζήτημα, σημειώνοντας ότι έρευνα της πλευράς του επί του ειδικότερου αυτού ζητήματος, δεν οδήγησε στον εντοπισμό σχετικής νομολογίας, παραπέμποντας στις πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ. 155, ως επίσης στο γεγονός ότι δεν φαίνεται να δημιουργείται οποιαδήποτε αδικία προς των Εφεσίβλητο από μια τέτοια εξέλιξη, υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να αποκλείεται.

        Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κεφ. 155,  το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει σχετικό ένταλμα έρευνας σε σχέση με «οτιδήποτε» το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σχετίζεται με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της διάπραξης ποινικού αδικήματος. Ο όρος «οτιδήποτε», ως περιλαμβάνεται στο πιο πάνω άρθρο, καταδεικνύει ότι ένα τέτοιο ένταλμα μπορεί να περιλαμβάνει, να αφορά και να περιγράφει διάφορα αντικείμενα. Εάν στο τέλος της ημέρας ήθελε καταδειχθεί ότι κάποιο ή κάποια από τα αναφερόμενα στο ένταλμα έρευνας αντικείμενα δεν συνδέονται ούτε συναρτώνται κατά τον τρόπο που οριοθετεί τούτο το άρθρο 27 του Κεφ.155 με κάποιο αδίκημα, και ως εκ τούτου λανθασμένα περιλήφθηκαν στο εν λόγω ένταλμα έρευνας, τούτο, δεν μπορεί από μόνο του και κατά τρόπο αυτοματοποιημένο, να συμπαρασύρει σε ακυρότητα το ένταλμα έρευνας στην ολότητά του. Παρά τις όποιες συνέπειες δυνατόν να συνεπάγεται μια εξέλιξη όπως η πιο πάνω, όσον αφορά τη δυνατότητα κατάσχεσης, αξιοποίησης ή χειρισμού των συγκεκριμένων αντικειμένων που η συμπερίληψη τους στο ένταλμα ήθελε καταδειχθεί ότι δεν δικαιολογείται, δεν βλέπουμε πως, από μόνη της και άνευ άλλου τινός, a-fortiori, θα μπορούσε να επιδράσει καθολικά στην ισχύ του συνόλου του εντάλματος, συμπαρασύροντας το ολόκληρο σε ακυρότητα, έστω και αν σ' αυτό περιλαμβάνονται αντικείμενα που φαίνεται πράγματι να διασυνδέονται κατά τον τρόπο που προνοείται στο άρθρο 27 με τη διάπραξη κάποιου ποινικού αδικήματος. Αντίθετα, εφόσον δεν επηρεάστηκε από την έκδοση του μέρους που λανθασμένα ή καθ' υπέρβαση της εξουσίας εκδόθηκε και νοουμένου, πάντα, ότι δεν προκλήθηκε βλάβη στα δικαιώματα του Καθ' ου η Αίτηση, το μέρος του εντάλματος που εκδόθηκε εντός των πλαισίων της σχετικής εξουσίας του Δικαστή που το εξέδωσε, μπορεί να παραμείνει αλώβητο και ισχυρό.

        Επανερχόμενοι στην υπό συζήτηση περίπτωση και στη βάση της ως άνω θεώρησης των πραγμάτων,  η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν θα επιμείνει στην προώθηση της Έφεσης σε σχέση με συγκεκριμένα αντικείμενα που περιλαμβάνονται μεν στο ένταλμα έρευνας, πλην όμως, δεν φαίνεται για αυτά να δικαιολογείτο η έκδοση του σχετικού εντάλματος (ως επισημάνθηκε τούτο και στην πρωτόδικη απόφαση), δεν συμπαρασύρει, άνευ άλλου τινός, το ένταλμα έρευνας στην ολότητα του,  αποκλείοντας  εξ αρχής οποιαδήποτε συζήτηση για την ορθότητα της έκδοσης του εντάλματος έρευνας σε σχέση με το κινητό τηλέφωνο ως το προσδιόρισε ο έντιμος Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Ούτε έχει αποκαλυφθεί οποιοσδήποτε επηρεασμός των δικαιωμάτων του Εφεσίβλητου από την ως άνω εξέλιξη, δυνάμενος να συμπαρασύρει το ένταλμα έρευνας στην ολότητα του.

 

        Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155:

«Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγ΅ατος και να κατάσχει και ΅εταφέρει αυτό ενώπιον του ∆ικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλ΅α έρευνας ή ενώπιον άλλου ∆ικαστηρίου για να τύχει αυτό ΅εταχείρισης σύ΅φωνα ΅ε το νό΅ο· και

 

................................................................................».

 

        Η διαχρονική και καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, καταδεικνύει ότι τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Παρέχεται κατά προνόμιο, όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Σύγγραμμα Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.ε., Αναφορικά με την Αίτηση του Α. Κωνσταντινίδη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298). Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρεια τους. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Ούτε μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως  Έφεση υπό μεταμφίεση. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, η σύννομη, δηλαδή, άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου (βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250). Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ' έφεση και όχι μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων (βλ. μεταξύ άλλων: Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Π.E. Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018), Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712 και Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, Π.Ε. 12/21, ημερ. 06.04.2021).

 

        Για την έκδοση εντάλματος έρευνας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψιν του, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει τέτοιο αίτημα, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε ένα συγκεκριμένο τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.  Όπως υπεδείχθη στην GPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 219/2014, ημερ. 29.02.2016, η έκδοση εντάλματος έρευνας δικαιολογείται στην περίπτωση που το Δικαστήριο ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος. Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου τίθεται αίτημα του είδους, στη βάση των γεγονότων που παρατίθενται υπόψιν του μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει το αίτημα, θα πρέπει να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα ότι η σχετική υποψία είναι εύλογη (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτoρα Μαρκίδη (2014) 1 Α.Α.Δ. 756 και In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, συνδέει τα αντικείμενα που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι με το πρόσωπο του υπόπτου. (βλ. Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, Ανδρέου v. Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 103/2020, ημερ. 21.04.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).

 

Στην Στυλιανού (2015) 1(Β) Α.Α.Δ 1382, με παραπομπή σε παλαιότερες επί του ζητήματος αποφάσεις, έγινε ειδικότερη αναφορά στις περιπτώσεις που δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, σε εφέσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Παρέχεται αυτή η δυνατότητα, στις περιπτώσεις:  

 

«(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892). »

 

        Στην υπό συζήτηση περίπτωση, στη βάση του όρκου που τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου προς υποστύλωση του αιτήματος για την έκδοση του σχετικού εντάλματος έρευνας, αναφερόταν ότι η επικοινωνία μεταξύ του Εφεσίβλητου και τρίτου προσώπου γινόταν τηλεφωνικώς, με συγκεκριμένο τρόπο (το τρίτο πρόσωπο «μιλούσε με ανοικτή ακρόαση ή με δυνατό το ηχείο του τηλεφώνου του»), ενώ παράλληλα οι δύο πιο πάνω αντάλλασσαν μεταξύ τους και μηνύματα. Ενόψει των πιο πάνω, στο βαθμό πάντα που απαιτείται σε περιπτώσεις του είδους, εύλογα θα μπορούσε να δημιουργηθεί η υποψία ότι η επικοινωνία των δύο, γινόταν μέσω κινητών τηλεφώνων.

  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι το κινητό τηλέφωνο, πλέον, αποτελεί αντικείμενο καθημερινής χρήσης.  Ωστόσο, χαρακτηρίζοντας το ιδιαίτερη περίπτωση, υπέδειξε ότι κατά κανόνα ο κάθε ένας μεταφέρει το κινητό του τηλέφωνο μαζί του, για να καταλήξει, ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, με δεδομένη την απουσία μαρτυρίας ότι ο Εφεσίβλητος βρισκόταν στην κατοικία του ή άλλο υποστατικό του ή στο αυτοκίνητο του κατά το χρόνο που ζητήθηκε και εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας, δεν μπορούσε να δημιουργηθεί εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι το ως άνω τηλέφωνο βρισκόταν σε αυτά.

        Η αναγκαιότητα διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο είναι δεδομένη. Ως έχει ήδη επισημανθεί, το άρθρο 27 του Κεφ. 155, συνδέει το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι με το πρόσωπο του υπόπτου. (Βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ,  Πολ. Έφεση Αρ. 133/2018 ημερ. 17.12.2018). Η ανάγκη παρουσίασης κάποιου είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης αιτίας, ως ο όρος περιλαμβάνεται στο άρθρο 27, αποτελεί ασφαλώς προϋπόθεση για την έκδοση εντάλματος έρευνας. Ωστόσο, τούτο, δεν εξυπακούει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. Ως έχει υποδειχθεί για το ζήτημα από τον  Γ.Μ. Πική, στο σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, «Ό,τι επιζητείται να ικανοποιηθεί είναι η ύπαρξη εύλογης αιτίας υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση συστατικών στοιχείων ενός υπό διερεύνηση αδικήματος». Περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος, ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094 και Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656). Ως τέθηκε το ζήτημα στην Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ  (ανωτέρω):

«Σύμφωνα δε με τη νομολογία, το εύλογο ή μη της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης, αναφορικά με την ύπαρξη της εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται, (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).

 

Περαιτέρω, η πρόνοια «θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος» στο εδάφιο (β) του άρθρου 27 απαιτεί τη σύνδεση ή τη συσχέτιση του αντικειμένου που θα αναζητηθεί με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Το κρίσιμο ερώτημα, ως έχει αναφερθεί, είναι κατά πόσο υπάρχει ικανό υλικό στον όρκο στη βάση του οποίου ο δικαστής στον οποίο υποβάλλεται αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας, μπορεί να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται πως αυτό που θα αναζητηθεί θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στον όρκο, (βλ. την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας George v Rockett [1990] 170 C.L.R. 104, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας εξέτασε τον αντίστοιχο όρο «will afford evidence as to the commission of any offence»).»

 

Με κάθε σεβασμό στην ως άνω προσέγγιση, η απόληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για να δικαιολογείται στην υπό συζήτηση περίπτωση η έκδοση σχετικού εντάλματος έρευνας για το κινητό τηλέφωνο - κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARDS, θα έπρεπε να υπάρχει μαρτυρία ότι Εφεσίβλητος, μεταφέροντας μαζί του το κινητό του τηλέφωνο (ως κατά κανόνα υπέδειξε το Δικαστήριο ότι αυτό γίνεται), βρισκόταν στην συγκεκριμένη κατοικία, υποστατικό ή το αυτοκίνητο του κατά το χρόνο που ζητήθηκε και εκδόθηκε το ένταλμα, δεν φαίνεται να δικαιολογείται από τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ. 155 και την καλά εδραιωμένη νομολογία επί του ζητήματος.   

Είναι γεγονός ότι κινητά τηλέφωνα και σχετικές κάρτες κινητής τηλεφωνίας, αποτελούν, πλέον, αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Παρά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, όπως την εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, την μεταφορά τους δηλαδή από τον κάτοχο ή τον χρήστη ή τον ιδιοκτήτη τους, δεν αποκλείεται αυτά να βρίσκονται τοποθετημένα ή αποθηκευμένα σε κάποιο χώρο. Δεν μεταφέρονται πάντα από τον κάτοχο, τον χρήστη ή τον ιδιοκτήτη τους, κατά τρόπο μάλιστα που θα πρέπει, απαρέγκλιτα, για τη διασύνδεση τους με την οικία ή τα υποστατικά ή ακόμα το αυτοκίνητο κάποιου προσώπου, (στο βαθμό και την έκταση πάντα που απαιτείται σε περιπτώσεις του είδους), να απαιτείται και η κατάδειξη της ταυτόχρονης παρουσίας του τελευταίου στα πιο πάνω, κατά το χρόνο που επιζητείται και εκδίδεται το ένταλμα έρευνας. Αντίθετα, αντικείμενα όπως το κινητό τηλέφωνο,  ενίοτε, επί τούτου φυλάσσονται ή ακόμα αποκρύπτονται από τον κάτοχο, τον χρήστη ή τον ιδιοκτήτη τους, οι οποίοι, επί  σκοπού  επιλέγουν να μην τα μεταφέρουν και να τα έχουν μαζί τους.

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, έστω και αν δεν γινόταν ρητή αναφορά στον όρκο ότι τα υπό αναζήτηση αντικείμενα (κινητό τηλέφωνο - κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARDS) βρίσκονταν στη συγκεκριμένη διεύθυνση όπου διαμένει ο Εφεσίβλητος και στο όχημα του τελευταίου, η διασύνδεση τέτοιων αντικειμένων, καθημερινής χρήσης, με την οικία και το όχημα του, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση της Σιακαλλής (Αρ.1)  (2001) 1(Α) Α.Α.Δ., όπου το ένταλμα αφορούσε ελεγχόμενα φάρμακα (ναρκωτικά), αποτελεί μια καθόλα εύλογη πιθανότητα. Υπο το σύνολο όλων όσων είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστύλωνε το αίτημα για την έκδοση του σχετικού εντάλματος έρευνας, ειδικότερα για το κινητό τηλέφωνο - κάρτες κινητής τηλεφωνίας SIM CARDS,  αντικείμενων θεωρούμενων πλέον καθημερινής χρήσης, σε συνδυασμό με το γεγονός  ότι η επικοινωνία των φερόμενων ως εμπλεκόμενων στην διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων, γινόταν με συγκεκριμένο τρόπο, τηλεφωνικά, αποτελούν παράγοντες και παραμέτρους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν στο μυαλό του Δικαστή, ενώπιον του οποίου τέθηκε το αίτημα, εύλογη υπόνοια και υποψία ότι τα πιο πάνω αντικείμενα, θα μπορούσαν να βρίσκονταν σε συγκεκριμένη  οικία και υποστατικά που διαμένει ο Εφεσίβλητος ή στο όχημα του τελευταίου. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, τούτο δεν αποτελεί μια γενική και αόριστη υπόθεση. ’λλωστε, χαμηλό είναι το ύψος του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία σχετικής και εύλογης υπόνοιας και υποψίας προς τούτο, ως κατ' επανάληψη έχουν ερμηνευτεί οι πρόνοιες του άρθρου  27 του Κεφ. 155.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβάλλει επίσης η πλευρά του Εφεσείοντα, χωρίς να έχει την δυνατότητα προς τούτο, ουσιαστικά προχώρησε σε αντικατάσταση της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο καθ' ον χρόνο το τελευταίο λειτουργούσε στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, επιλαμβανόμενο της αίτησης για έκδοση του εντάλματος έρευνας.

        Είναι γεγονός ότι η έκδοση ενός εντάλματος έρευνας, δεν αποτελεί μηχανιστική διαδικασία. Αντίθετα, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τίθεται τέτοιο αίτημα, συνεκτιμώντας όλα όσα έχουν τεθεί υπόψη του, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχει αναγκαιότητα έκδοσης τέτοιου εντάλματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των  Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α,. Πολ. Έφεση Αρ. 348/15, ημερ. 09.06.2017, ECLI:CY:AD:2017:A216). Κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο,  στο πλαίσιο της προνομιακής δικαιοδοσίας του, δεν προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας μιας απόφασης ούτε ελέγχει τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου. Ότι  ελέγχεται είναι η νομιμότητα της απόφασης (Mareware Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) (1Γ) Α.Α.Δ. 2560).  

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο Δικαστής που επιλήφθηκε του σχετικού αιτήματος, στη βάση της μαρτυρίας και του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του, ως καταγράφεται στο ίδιο το ένταλμα έρευνας, ικανοποιούμενος ότι και το κινητό τηλέφωνο, εύλογα θα μπορούσε να παράσχει απόδειξη στο πλαίσιο της διερεύνησης των σχετικών αδικημάτων, προχώρησε στην έκδοση του σχετικού εντάλματος έρευνας, κρίνοντας ότι το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του, καθιστούσαν «ευλόγως αναγκαία, ανάλογη και επιθυμητή» την έκδοση του εντάλματος έρευνας της οικίας που διαμένει ο Εφεσίβλητος και των υποστατικών του, ως επίσης συγκεκριμένου οχήματος του, σε συνάρτηση και με το κινητό τηλέφωνο.  

Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για την τεθείσα υπόψη του μαρτυρία και την προσέγγιση του τελευταίου για το ζήτημα. Ως υποδείχθηκε μεταξύ άλλων στην υπόθεση ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ (ανωτέρω):

«Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστή με τη δική του. Το κριτήριο κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος.»

 

Με δεδομένη τη φύση του κινητού τηλεφώνου, ως αντικειμένου καθημερινής χρήσης, σε συνδυασμό θεωρούμενο τούτο με τις ειδικότερες περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση, ως τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου, η υποψία και υπόνοια εκ μέρους του τελευταίου (ως οι όροι κατ' επανάληψη έχουν  ερμηνευτεί σε περιπτώσεις του είδους), ότι το συγκεκριμένο αντικείμενο, θα μπορούσε να εντοπιστεί στην οικία, τα υποστατικά ή το όχημα του Εφεσίβλητου, δεν φαίνεται να αποτελεί, εκ των προτέρων, μη εύλογη, εντελώς αδικαιολόγητη και εκτός πραγματικότητας προσέγγιση.  

Συγκλίνουμε με την εισήγηση του Εφεσείοντα επί του θέματος. To πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η μαρτυρία που τέθηκε υπόψιν του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν τελικά ανεπαρκής για την έκδοση του σχετικού εντάλματος έρευνας, ουσιαστικά αντικατέστησε την άποψη που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο λειτουργώντας στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, μετατρέποντας τον έλεγχο, σε έλεγχο της ορθότητας της απόφασης αντί της νομιμότητας της.

Ως εκ τούτου η Έφεση επιτυγχάνει.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Καμία διαταγή όσον αφορά τα έξοδα.

 

       Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο