ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
(Αίτηση Αρ. 13/2024)
21 Οκτωβρίου, 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Δ.]
Αναφορικά με την Αίτηση των
1. ZILHA OZAY OGUZ, ΑΛΛΩΣ ZILHA OZAY HALIL ΩΣ ΜΙΑ
ΕΚ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ MEHMET AHMET BESSIM
2. MINE OGUZ ΩΣ ΜΙΑ ΕΚ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΩΝ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ MEHMET OGUZ, ΑΛΛΩΣ
MEHMET AHMET BESSIM
Αναφορικά με νομικά θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου στην Υπόθεση 271/2018, ημερομηνίας 15/03/2024, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Μεταξύ:
1. ZILHA OZAY OGUZ, ΑΛΛΩΣ ZILHA OZAY HALIL ΩΣ ΜΙΑ
ΕΚ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ MEHMET AHMET BESSIM
2. MINE OGUZ ΩΣ ΜΙΑ ΕΚ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΩΝ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ MEHMET OGUZ, ΑΛΛΩΣ
MEHMET AHMET BESSIM
Εφεσειόντων στο Εφετείο/Αιτητών,
ΚΑΙ
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ
ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Εφεσιβλήτων στο Εφετείο/Καθ'ων η Αίτηση.
Κ. Κυριακόπουλος, για τις Αιτήτριες.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η Αίτηση.
_____________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Αιτήτριες/Εφεσείουσες στην αναφερόμενη στον τίτλο Πολιτική Έφεση με αρ. 271/2018, στην οποία εκδόθηκε Απόφαση από το Εφετείο στις 15/3/2024, καταχώρισαν την υπό κρίση Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενες άδεια για να υποβάλουν αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (Αρ. 3) του 2023.
Η πιο πάνω Απόφαση εκδόθηκε σε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην οποία επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης αναφορικά με τρία ακίνητα που τους επιστράφηκαν από το χρονικό σημείο που διεκδικήθηκε από τις Εφεσείουσες η επίδικη περιουσία μέχρι την αποκατάσταση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων.
Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό ότι οι Αιτήτριες/Εφεσείουσες είναι οι διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος Τουρκοκύπριου Mehmet Oguz άλλως Mehmet Ahmet Bessin. Ο αποβιώσας είχε γεννηθεί στο χωριό Μουτταγιάκα της επαρχίας Λεμεσού στις 22/2/1943 και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 1968, όπου διέμενε μόνιμα μέχρι το θάνατο του στις 13/11/2005. Αυτός ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης έξι ακινήτων ευρισκομένων στο χωριό Μουτταγιάκα της επαρχίας Λεμεσού. Με την Αγωγή που καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξίωσαν Διάταγμα παράδοσης της κατοχής των έξι ακινήτων, καθώς και αποζημιώσεις για, μεταξύ άλλων, παράνομη επέμβαση και απώλεια χρήσης καθόλο το χρονικό διάστημα που τα ακίνητα βρίσκονταν υπό καθεστώς κατάσχεσης από την Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι τις 30/6/1991, βάσει Διατάγματος που εκδόθηκε στη βάση του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου αρ. 21/1962 και υπό καθεστώς διαχείρισης από τον Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) Νόμου 139/1991, από την 1/7/1991 μέχρι την παράδοσή τους.
Μετά την έκδοση της Απόφασης του Εφετείου ακολούθησε η καταχώριση από τις Αιτήτριες της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητούν άδεια για την εκδίκαση νομικών θεμάτων τα οποία, όπως προβάλλεται, προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (Αρ. 3) του 2023 (εφεξής «ο Νόμος»).
Οι Καθ' ων η Αίτηση καταχώρισαν Ένσταση στη βάση του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Μεταξύ άλλων, προβάλλουν ότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια και επάρκεια τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου και επί των οποίων θα κληθεί να αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο σε περίπτωση παραχώρησης της αιτούμενης άδειας, καθώς και ότι με την υπό κρίση Αίτηση ό,τι επιζητείται από τις Αιτήτριες είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της προσβαλλόμενης Απόφασης του Εφετείου και, συνεπώς, καινούρια κρίση επί των γεγονότων της υπόθεσης, πράγμα που εκφεύγει, ως προβάλλεται, του πλαισίου του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.
Το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:
«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:
Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30/1/2024:
«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων. Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου. Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:
- με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή
- με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή
- με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή
- ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή
- ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.
Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.»
Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023, με τον Κανονισμό 9(2)(α)(iv) προβλέπεται ότι για τη χορήγηση άδειας επισυνάπτεται έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ στον Κανονισμό 9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 14(1)(α) προβλέπει ότι, όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η έκθεση Νομικών Θεμάτων θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση. Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε σε πρόσφατες Αποφάσεις μας, αυτό σημαίνει ότι το νομικό ζήτημα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τρόπο ώστε να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως έχει. Το νομικό ζήτημα θα πρέπει βεβαίως να αφορά και να προκύπτει από την υπό κρίση Εφετειακή Απόφαση, αλλά θα πρέπει παράλληλα να διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε η απάντηση του να επιλύει το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα. Η απάντηση, λοιπόν, δεν θα περιορίζεται στην υπό εξέταση περίπτωση, αλλά θα επιλύει το νομικό ζήτημα σε όποια περίπτωση εγείρεται.
Η πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.
Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια καταγράφονται εννέα «Νομικά Θέματα» τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία. Η Έκθεση καλύπτει 50 πυκνογραμμένες σελίδες και αναφέρονται διάφορα ζητήματα. Τα εν λόγω «Νομικά Θέματα» - χωρίς την αιτιολογία που τα συνοδεύει - έχουν ως ακολούθως:
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου (σελίδες 8, 9, 10, 12 και 13 της απόφασης) ότι η επίδικη περιουσία του αποβιώσαντα εγκαταλείφθηκε από τον αποβιώσαντα και στην συνέχεια από τις Εφεσείουσες μέχρι τις 24.11.2010 (και μάλιστα ότι ήταν συνειδητή επιλογή τους), οπόταν και αποφάσισαν να την διεκδικήσουν και η συνακόλουθη απόρριψη του Λόγου Έφεσης 1, στερείται νομικής βάσης, είναι λανθασμένη, αντιφατική και είναι ασύμβατη και αντίθετη με τις ισχύουσες νομικές αρχές και δεσμευτική νομολογία του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινοτικό Δίκαιο), καθώς και αντίθετη με την ορθή ερμηνεία του Εθνικού δικαίου και των σχετικών νομικών διατάξεων περί παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων.»
«ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ 2
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου ότι η επίδικη περιουσία νόμιμα επιτάχθηκε και στη συνέχεια νόμιμα τέθηκε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα (σελίδες 8, 9, 10, 11, 12 και 13 της απόφασης), λόγω της Τουρκικής Εισβολής και της ανάγκης της διαχείρισης των Τ/Κ περιουσιών με σκοπό την προστασία τους και τη στέγαση των εκτοπισθέντων και ότι δικαιολογείτο στη βάση του δικαίου της ανάγκης εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης, και η συνακόλουθη απόρριψη του Λόγου Έφεσης 2, στερείται νομικής βάσης, είναι λανθασμένη και είναι ασύμβατη και αντίθετη με τις ισχύουσες νομικές αρχές και δεσμευτική νομολογία του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινοτικό Δίκαιο). Η εν λόγω κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας, ελλιπούς εξέτασης και παράλειψης εφαρμογής δεσμευτικής νομολογίας του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα της υπόθεσης CHIRAGOV AND OTHERS v. ARMENIA Application 13216/05.»
«ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ 3
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου (σελίδες 8 μέχρι 13 της απόφασης) ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση εναντίον του αποβιώσαντα, της περιουσίας του, των Εφεσειουσών και των κληρονόμων του, λόγω της Τουρκοκυπριακής καταγωγής τους, επειδή η επίδικη περιουσία νόμιμα επιτάχθηκε και στη συνέχεια νόμιμα τέθηκε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών, λόγω της Τουρκικής Εισβολής και της ανάγκης της διαχείρισης των Τ/Κ περιουσιών με σκοπό την προστασία τους και την ανάγκη στέγασης των εκτοπισθέντων Ελληνοκυπρίων, και η συνακόλουθη απόρριψη του Λόγου Έφεσης 3, είναι λανθασμένη και είναι ασύμβατη και αντίθετη με τις ισχύουσες νομικές αρχές και δεσμευτική νομολογία του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινοτικό Δίκαιο) και ιδιαίτερα με την απόφαση CHIRAGOV AND OTHERS v. ARMENIA Application 13216/05, Απόφαση ημερομηνίας 16/6/2015.»
«ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ 4
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου (σελίδες 13 και 14 της απόφασης) ότι οι Εφεσείουσες δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για απώλεια χρήσης της επίδικης περιουσίας για τη χρονική περίοδο από 11/9/1975 μέχρι 24/11/2010, επειδή η επίδικη περιουσία, κατά τη λανθασμένη κρίση του Εφετείου, νόμιμα επιτάχθηκε και στη συνέχεια νόμιμα τέθηκε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα Τ/Κ περιουσιών, αλλά ούτε και σε αποζημιώσεις στη βάση της παράνομης κατοχής πραγματικής ή εξ' επαγωγής για τον ίδιο λόγο, και η συνακόλουθη απόρριψη του Λόγου Έφεσης 4, είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας, ελλιπούς εξέτασης και παράλειψης εφαρμογής δεσμευτικής νομολογίας του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων Loizidou v Turkey (Article 50) (40/1993/435/514), 28/7/1998, Demades v Turkey (merits and just satisfaction), Application no. 16219/90, 31/10/2003, SOFI πιο πάνω (14/1/2010), KAZALI πιο πάνω και αντίθετη με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 6Α του Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/91 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 39(Ι)/2010.»
«ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ 5
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου (σελίδες 13, 14 και 15 της απόφασης) ότι οι Εφεσείουσες δικαιούνται αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης για όλα τα επίδικα τεμάχια μόνο για την περίοδο από 24.11.2010 μέχρι 15.7.2014 και όχι και για τη χρονική περίοδο από 11/9/1975 μέχρι 24/11/2010, και η συνακόλουθη μερική μόνο αποδοχή των Λόγων Έφεσης 5 και 6, είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας, ελλιπούς εξέτασης και παράλειψης εφαρμογής δεσμευτικής νομολογίας του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων Loizidou v Turkey (Article 50) (40/1993/435/514), 28/7/1998, Demades v Turkey (merits and just satisfaction), Application no. 16219/90, 31/10/2003, SOFI πιο πάνω (14/1/2010), KAZALI πιο πάνω και αντίθετη με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 6Α του Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/91 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 39(Ι)/2010.»
«ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ 6
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου (σελίδες 15 μέχρι 22 της απόφασης) σε σχέση με τις αρχές της αποζημίωσης για την απώλεια χρήσης της επίδικης περιουσίας και με τον υπολογισμό των ποσών της δέουσας αποζημίωσης και η συνακόλουθη απόρριψη του Λόγου Έφεσης 7, είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας, ελλιπούς εξέτασης και παράλειψης εφαρμογής δεσμευτικής νομολογίας του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων Loizidou v Turkey (Article 50) (40/1993/435/514), 28/7/1998, Demades v Turkey (merits and just satisfaction), Application no. 16219/90, 31/10/2003 και 22/4/2008 αντίστοιχα, SOFI πιο πάνω (14/1/2010), KAZALI πιο πάνω, καθώς και αντίθετη με την ορθή ερμηνεία της Κυπριακής Νομολογίας επί του θέματος.»
«ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ 7
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου (σελίδες 22 μέχρι 25 της απόφασης) ότι οι Εφεσείουσες δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για μη χρηματικές βλάβες (non-pecuniary damages) σε σχέση με την επίδικη περιουσία, επειδή, κατά τη λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου, αυτή είχε τεθεί νόμιμα υπό τον έλεγχο των Εφεσιβλήτων και επιστράφηκε όταν η νομοθεσία το επέτρεψε, και επειδή, επίσης κατά τη λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου, δεν επισκέφθηκαν τα ακίνητα ενώ είχαν τη δυνατότητα να τα επισκεφθούν, και η συνακόλουθη απόρριψη του Λόγου Έφεσης 8, είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας, ελλιπούς εξέτασης και παράλειψης εφαρμογής δεσμευτικής νομολογίας του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων ..»
«ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ 8
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου (σελίδα 25 της απόφασης) ότι δεν δικαιολογείται η επιδίκαση παραδειγματικών ή και τιμωρητικών αποζημιώσεων στις Εφεσείουσες και η συνακόλουθη απόρριψη του Λόγου Έφεσης 9, είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας της Κυπριακής Νομοθεσίας επί του θέματος.»
«ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ 9
Η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου (σελίδα 26 της απόφασης) ότι ορθά απορρίφθηκαν οι θέσεις των Εφεσειουσών ως προς το παράνομο της επίταξης και διαχείρισης της επίδικης περιουσίας και ως προς το ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης και της νομολογίας του ΕΔΑΔ, λόγω της Τουρκοκυπριακής εθνοτικής καταγωγής του αποβιώσαντα, των Εφεσειουσών και των κληρονόμων του και ότι οι Εφεσείουσες, υπό όλες τις ιδιότητες τους, δεν έτυχαν δίκαιης δίκης και δεν τους παρασχέθηκε αποτελεσματική θεραπεία, επειδή, μεταξύ άλλων, ήταν Τουρκοκυπριακής εθνοτικής καταγωγής, κατά παράβαση των άρθρων 30 και 28 του Συντάγματος και/ή των άρθρων 6.1, 13 και 14 της Σύμβασης, και η συνακόλουθη απόρριψη του Λόγου Έφεσης 10, είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας και είναι ασύμβατη και αντίθετη, με τις ισχύουσες νομικές αρχές και δεσμευτική νομολογία του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινοτικό Δίκαιο) και των προνοιών του Συντάγματος επί του θέματος.»
Εν πρώτοις, όπως έχουν διατυπωθεί τα «Νομικά Θέματα» στην Αίτηση, εγείρονται ισχυρισμοί για σφάλματα και παραβάσεις της Απόφασης υπό μορφή λόγων έφεσης και συνοδεύεται από αιτιολογία ένας έκαστος, λαμβάνοντας έτσι η αίτηση σαφώς τη μορφή μιας περαιτέρω έφεσης σε τρίτο βαθμό. Δεν είναι, όμως, αυτή η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορά αποκλειστικά και μόνο νομικά σημεία όπως αυτά προκύπτουν ξεκάθαρα μέσα από την Απόφαση του Εφετείου και όχι κατ' ισχυρισμόν λάθη του Εφετείου.
Ειδικότερα σε πλείστα από τα εννέα, συνολικά, «Νομικά Θέματα», ό,τι προβάλλεται είναι ότι η κρίση και/ή η διαπίστωση του Εφετείου για μια σειρά από ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο των Λόγων Έφεσης ενώπιον του Εφετείου που οδήγησε, τελικώς, στην απόρριψη τους «είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας, ελλιπούς εξέτασης και παράλειψης εφαρμογής δεσμευτικής νομολογίας του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» («Νομικά Θέματα» 2, 4, 5, 6 και 7), ενώ σε κάποια άλλα ότι τέτοια κρίση και/ή διαπίστωση του Εφετείου «είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας της Κυπριακής Νομοθεσίας επί του θέματος» («Νομικό Θέμα» 8) ή ότι «στερείται νομικής βάσης, είναι λανθασμένη, αντιφατική και είναι ασύμβατη και αντίθετη με τις ισχύουσες νομικές αρχές και δεσμευτική νομολογία του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινοτικό Δίκαιο), καθώς και αντίθετη με την ορθή ερμηνεία του Εθνικού δικαίου και των σχετικών νομικών διατάξεων περί παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων» («Νομικό Θέμα» 1), ή ότι «είναι λανθασμένη και είναι ασύμβατη και αντίθετη με τις ισχύουσες νομικές αρχές και δεσμευτική νομολογία του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινοτικό Δίκαιο) .» («Νομικό Θέμα» 3), ή ότι «είναι αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας και είναι ασύμβατη και αντίθετη, με τις ισχύουσες νομικές αρχές και δεσμευτική νομολογία του ΕΔΑΔ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινοτικό Δίκαιο) και των προνοιών του Συντάγματος επί του θέματος» («Νομικό Θέμα» 9). Όπως ήδη πιο πάνω έχει τονισθεί, η τριτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης. Κατά την άσκηση της τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας του το Ανώτατο Δικαστήριο δεν λειτουργεί ως Εφετείο τρίτου βαθμού. Όπως τονίσθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Αίτηση Αρ. 2/2023, Αναφορικά με την Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. ΕΔΔ 04/19, ημερ. 31/1/2024 και στο πλαίσιο εξέτασης αιτήματος για άδεια με βάση το αντίστοιχο προς το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου, Άρθρο 9(2)(γ)[1], η παροχή άδειας στη βάση του εν λόγω Άρθρου δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της Απόφασης που εξεδόθη από το Εφετείο. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εν λόγω Άρθρου.
Κατά δεύτερον δεν διατυπώνεται σε κάθε ένα από τα εννέα «Νομικά Θέματα" ένα αμιγώς νομικό ζήτημα το οποίο χρήζει ερμηνείας και αφορά, όπως προβάλλεται, σε θέμα δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας σημασίας. Οπωσδήποτε δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ανιχνεύσει ποιο θα μπορούσε να ήταν το νομικό θέμα που ο Αιτητής θα ήθελε να εγείρει ή που θα ήγειρε, εφόσον η προσοχή του εφιστάτο σε αυτό και να το διαμορφώσει. (Βλ. Stephen Van κ.ά., Αίτηση Αρ. 2/2023, ημερ. 30/1/2024).
Όπως προσφάτως τονίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του (1) Νίκου Εγγλέζου κ.ά., Αίτηση Αρ. 12/2024, ημερ. 9/7/2024:
«τέτοιας φύσης αιτήσεις θα πρέπει να διατυπώνουν με κάθε σαφήνεια καθαρά νομικό θέμα, ούτως ώστε η απάντηση του να αφορά όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του ζητήματος. Αυτός φαίνεται να είναι ο σκοπός του Νομοθέτη μέσω του άρθρου 9(3)(γ) το οποίο αφορά αποκλειστικά σε νομικά θέματα τα οποία συναρτώνται με διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομολογίας, ορθή ερμηνεία νομοθεσίας και γενικά ζητήματα γενικής σημασίας και συμφέροντος.»
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3/6/2024, αναφορικά με το πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επίλυση νομικών θεμάτων δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου και του τρόπου διαμόρφωσης του νομικού ζητήματος:
«Η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσο μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης. Καθοδήγηση για τον τρόπο διαμόρφωσης του νομικού ζητήματος θα μπορούσε να αντληθεί από τη νομολογία μας σε σχέση με την επιφύλαξη νομικών ερωτημάτων για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως επίσης τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., σε αιτήσεις που υποβάλλονται για προδικαστικά ερωτήματα. Μια έμμεση υπόδειξη έχουμε κάμει στην Χατζησωφρονίου.»
Σε ό,τι αφορά τον ορισμό του νομικού ζητήματος χρήσιμα στο πλαίσιο που εξετάζουμε είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου, Νομικό Ερώτημα αρ. 374, ημερ. 31/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:C262 για τους σκοπούς του Άρθρου 148 του Κεφ. 155[2]:
«Η Νομολογία μας είναι πλούσια αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 148(1), τόσο όσον αφορά το τι συνιστά «νομικό ζήτημα», όσο και όσον αφορά τη φράση «που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης».
«Νομικό ζήτημα» ερμηνεύτηκε ότι σημαίνει αμιγώς νομικό θέμα. Δεν παρέχεται εξουσία επιφύλαξης μικτού θέματος δικαίου και γεγονότων. Στην υπόθεση In re Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513, τονίστηκε ότι, αμιγές νομικό θέμα είναι εκείνο που αφορά στην εφαρμογή του Νόμου επί δεδομένων γεγονότων. Εάν, δηλαδή, τα γεγονότα επί των οποίων το Δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει το Νόμο, δεν είναι αμφισβητούμενα, το σημείο είναι νομικό. Πρόκειται, δηλαδή, για εφαρμογή του Νόμου επί αναντίλεκτων ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων.»
Εξέταση και των εννέα «Νομικών Θεμάτων» αποκαλύπτει ότι μέσω αυτών δεν προσδιορίζονται αμιγώς νομικά ζητήματα. Σε κάθε ένα από αυτά, αφού γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη κρίση του Εφετείου επί γεγονότων της πρωτόδικης διαδικασίας, με παραπομπή μάλιστα και στη σελίδα της Απόφασης όπου αυτή εντοπίζεται, προβάλλεται στη συνέχεια ισχυρισμός περί του λανθασμένου της εν λόγω κρίσης ωσάν να επρόκειτο για έφεση κατά της Εφετειακής Απόφασης.
Επαναλαμβάνουμε δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιχειρήσει το ίδιο, μέσω εικασιών, να αναδείξει και να αποτυπώσει συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, όπως αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου, και το οποίο θα μπορούσε, ενδεχομένως, να εγερθεί στη βάση της συγκεκριμένης Εφετειακής Απόφασης.
Είναι σαφές ότι στην απουσία καθορισμού και προσδιορισμού αμιγώς νομικού σημείου είναι αδύνατον να κριθεί αν αυτό που προβάλλεται ως «Νομικό Θέμα» είναι ή όχι τέτοιας σημασίας που να συνάδει με τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου.
Ως αποτέλεσμα των όσων πιο πάνω αναφέρθηκαν, είναι η κατάληξη μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον των Αιτητριών τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3000 πλέον Φ.Π.Α.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
[1] (γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων από την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:
[....]
[2] 148.-(1) Δικαστήριο το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, και με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πρέπει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης οποιουδήποτε προσώπου.