ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 123/2016)
22 Οκτωβρίου, 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΙΟΥ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.
____________________
Σ. Ζευκή (κα), για Νικόλα Γ. Νικολάου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον
Εφεσείοντα.
Καμία εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με τέσσερεις λόγους έφεσης ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του στην Αγωγή υπ΄αρ. 1960/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος.
Ο Εφεσείων ήταν ο Εναγόμενος 3 στην εν λόγω Αγωγή, η οποία αφορούσε χρεωστικό υπόλοιπο δανείου και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων που αυτός εγγυήθηκε. Στις 20.7.2015 του επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα και παρέλειψε να καταχωρίσει εμφάνιση, με αποτέλεσμα να εκδοθεί εναντίον του απόφαση στις 24.9.2015.
Στις 14.12.2015 καταχώρησε αίτηση παραμερισμού της απόφασης, επικαλούμενος ως λόγο για την παράλειψη του να εμφανιστεί στην αγωγή ότι, μετά την επίδοση, συναντήθηκε με τον Εναγόμενο 1 (πρωτοφειλέτη), ο οποίος του ανέφερε ότι κατέληξε σε διευθέτηση με την Τράπεζα και να αγνοήσει το κλητήριο, γιατί δεν θα προχωρούσε η αγωγή. Στις 21.10.2015 του επιδόθηκε επιστολή της Εφεσίβλητης, στην οποία επισυναπτόταν απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 24.9.2015, η οποία στρεφόταν μόνο εναντίον του και όχι εναντίον των άλλων δύο Εναγομένων. Επικοινώνησε τότε με τον Εναγόμενο 1 και διαπίστωσε ότι, τόσο ο ίδιος, όσο και ο Εναγόμενος 2, διόρισαν δικηγόρο, προστατεύοντας τα συμφέροντα τους. Λόγω του ότι, όμως, ο Εναγόμενος 1 ήταν ο προϊστάμενος του στην ιεραρχία του Στρατού όπου υπηρετούσε, δεν μπορούσε να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί του. Ισχυρίστηκε ως υπεράσπιση ότι το ύψος του ποσού της απόφασης, καθώς και ο τόκος, δεν ανταποκρίνονταν στα συμφωνηθέντα και πως η συμφωνία εγγύησης ήταν προϊόν απειλής και εξαναγκασμού.
Η Εφεσίβλητη Τράπεζα υπέβαλε ένσταση στην αίτηση, η οποία όμως δεν καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα και δεν έγινε αποδεκτή. Τελικά, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, αφού δεν ικανοποιήθηκε ως προς το εύλογο της παράλειψης εμφάνισης του Εφεσείοντα στην Αγωγή και ως προς το δικαιολογημένο του χρόνου που παρήλθε από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης, μέχρι την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού. Περαιτέρω, έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν κατέδειξε την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.
Με την υπό κρίση Έφεση ο Εφεσείων προβάλλει ότι: (α) λανθασμένα απορρίφθηκε η αίτηση του, ενώ η ένσταση θεωρήθηκε ως μη καταχωρηθείσα και, συνεπώς, η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη, (β) το Δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε την κάθε νομική πτυχή που διέπει τέτοιου είδους αιτήσεις και κατέληξε σε ευρήματα αντίθετα με την ένορκη δήλωση του, (γ) λανθασμένα το Δικαστήριο ενεργοποίησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά των θέσεων του, ενώ αυτές δεν αμφισβητήθηκαν και (δ) προέβαλε συζητήσιμη υπεράσπιση και δικαιολόγησε την παράλειψη εμφάνισης του.
Ο παραμερισμός απόφασης που λήφθηκε ερήμην, δυνάμει της Δ.17, Καν.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Με βάση τις αρχές της νομολογίας, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο εξισορροπεί δύο παράγοντες, θεμελιακούς για την απονομή της δικαιοσύνης: το δικαίωμα ενός διαδίκου να ακουστεί και την ανάγκη διασφάλισης της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων και της διαφύλαξης της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων. Πρωταρχικής σημασίας είναι το κατά πόσο ο αιτητής έχει καλή υπεράσπιση. Πρέπει, επίσης, να καταδειχθεί ότι υπήρχε σοβαρός και εύλογος λόγος που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και άφησε την υπόθεση να εκδικαστεί στην απουσία του, καθώς επίσης και ότι έδρασε με επιμέλεια και ταχύτητα μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του (βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 204, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 28, Πίττας v. Unigoods Trading Co. Ltd (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1761 και Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1774). Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να προσκομίσει κάποια αποδεικτικά στοιχεία για να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση (βλ. Ζωή Νικολαϊδου Ευσταθίου άλλως Ζωή Λάμπρου Νικολαίδη κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Co., Πολ. Έφ. 130/2012, ημερ. 10.10.2017). Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Καλλής ν. Alpha Bank Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 793, 799, «Αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σ΄ αυτούς κάποια βαρύτητα, θα ισοδυναμούσε με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει, τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών.».
Ως εκ των ανωτέρω προκύπτει, πως το γεγονός και μόνο ότι η ένσταση της Εφεσίβλητης δεν λήφθηκε υπόψη, ως εκπρόθεσμη, δεν απαλλάσσει τον αιτητή από την υποχρέωση του να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να ασκήσει το Δικαστήριο τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Εάν ο αιτητής δεν προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία που να καταδεικνύει την ύπαρξη υπεράσπισης και να δικαιολογήσει την παράλειψη του να εμφανιστεί στο Δικαστήριο, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Η υπεράσπιση που επικαλείται ο Εφεσείων αναφέρεται στην παράγραφο 6 της ένορκης του δήλωσης, η οποία προνοεί τα εξής:
«Η Δικαστική Απόφαση που εκδόθηκε εναντίον μου, το ύψος της, καθώς και ο τόκος με τον οποίο επιβαρύνεται είναι πέραν των συμφωνηθέντων και δεν συνάδουν με τη συμφωνία εγγύησης που υπέγραψα. Περαιτέρω η εν λόγω συμφωνία εγγύησης που υπέγραψα είναι προϊόν απειλής και εξ΄αναγκασμού. Ο λογαριασμός βαρύνεται με υποχρεώσεις ανατοκισμούς και αδικαιολόγητα έξοδα με αποτέλεσμα το ύψος της απόφασης να μην αντιπροσωπεύει τα προβλεπόμενα από τη συμφωνία εγγύησης που υπέγραψα».
Σύμφωνα με τη νομολογία, σε τέτοιου είδους αιτήσεις δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση, αλλά η παράθεση θετικών γεγονότων με τρόπο πειστικό. Εν προκειμένω, η ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα διαπνέεται από γενικότητα και οι ισχυρισμοί του προσομοιάζουν με θέσεις υπό μορφή κατάληξης, χωρίς να προβάλλεται οποιοδήποτε θετικό γεγονός που να στοιχειοθετεί υπεράσπιση. Ως εκ τούτου, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων δεν κατέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης ή συζητήσιμου θέματος προς εκδίκαση. Αυτό κρίνει και την τύχη της έφεσης, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, εφόσον, όπως διαχρονικά έχει τεθεί από τη νομολογία, σε τέτοιου είδους αιτήσεις, πρωταρχικής σημασίας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης (βλ. Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ (πιο πάνω)).
Υπό το φως των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή για έξοδα, εφόσον η Εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε κατά την ακρόαση της έφεσης.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΧΤΘ