ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2016)

 

 

 

 17 Οκτωβρίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΦΛΟΥΡΗ,

 

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

GORDIAN HOLDINGS LIMITED,

 

 

Εφεσίβλητων.

 

 

_____________________________________________________________________

 

Α. Δημητρίου για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Ζίκκου (κα) για Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

___________________________________________________________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, Εναγόμενος 1 στην Αγωγή υπ' αρ. 1065/2014, Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, επιδιώκει την ανατροπή της Απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, ημερ. 8/3/2016, με την οποία απερρίφθη αίτηση του για παραμερισμό και/ή ακύρωση απόφασης που εκδόθηκε σε βάρος του στην ως άνω Αγωγή, ημερ. 12/11/2014.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν είχε αποσείσει το βάρος απόδειξης που έφερε στους ώμους του αναφορικά με την ύπαρξη καλής υπεράσπισης, ενώ, σε σχέση με τη μη εμφάνιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, έκρινε ότι υπήρξε καθυστέρηση στη λήψη των αναγκαίων δικαστικών διαβημάτων και παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του, τόσο πριν την έκδοση της Απόφασης, όσο και μετά την πληροφόρηση του περί της έκδοσής της και, ως εκ τούτου, περιφρόνηση στις δικαστικές διαδικασίες. Στη βάση του πιο πάνω σκεπτικού απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα.

 

Μέσω του μοναδικού Λόγου Έφεσης που προβάλλει, o Εφεσείων υποστηρίζει ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη η αίτησή του, είναι εσφαλμένη και αντινομική και αντίθετη με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα που καθορίζονται μέσα από τη νομολογία. Ειδικότερα, ότι εσφαλμένα και αντινομικά έκρινε και αποφάσισε τα επίδικα θέματα ως προς την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης και ως προς το χρόνο και την καθυστέρηση υποβολής της αίτησης για παραμερισμό.

 

Το ιστορικό της υπόθεσης, εν συντομία, αποκαλύπτει ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα μέσω της Αγωγής υπ' αρ. 1065/2014, διεκδικούσε από τους Εναγόμενους διάφορα ποσά δυνάμει τραπεζικών και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων που τους παραχώρησε, ως επίσης διάταγμα εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου των Εναγομένων 1 και 2, που οι τελευταίοι υποθήκευσαν προς όφελός της, προς εξασφάλιση των ως άνω τραπεζικών και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων. Στις 25/9/2014 το Κλητήριο Ένταλμα της ως άνω Αγωγής επιδόθηκε στον Εφεσείοντα, ενώ στις 12/11/2014 εκδόθηκε σε βάρος του, ερήμην, απόφαση.

 

Σε σχέση με το ζήτημα της ύπαρξης καλής υπεράσπισης, ο Εφεσείων υποστήριξε ότι (α) οι επίδικοι λογαριασμοί δεν χρεώνονταν με το συμφωνηθέν επιτόκιο Euribor, αλλά με επιτόκιο Libor. Επίσης ότι οι λογαριασμοί χρεώνονταν με μεγαλύτερα ποσοστά επιτοκίων και τόκους που αυξάνονταν με βάση καταχρηστικούς, αόριστους, παράνομους όρους. Όσον δε αφορά την υποθήκη, υποστηρίχθηκε ότι αυτή ήταν άκυρη και ανεφάρμοστη λόγω κατάρτισης της κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 21(1)(γ) του Ν. 9/1965. Σε ό,τι αφορά το λόγο μη εμφάνισης του ο Εφεσείων επεσήμανε ότι η εξήγηση που δόθηκε δεν είχε αμφισβητηθεί από πλευράς Εφεσίβλητης, τονίζοντας ότι, ενώ είχε διορίσει δικηγόρους, λόγω λάθους άλλου προσώπου δεν καταχωρίστηκε εμφάνιση για τον ίδιο και ότι, όταν έλαβε την ειδοποίηση εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας στις 17/2/2015, άμεσα και εντός ενός μηνός αντέδρασε με την καταχώριση της αίτησης παραμερισμού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τα πιο πάνω κατέληξε ότι ο Εφεσείων είχε αποτύχει να καταδείξει συζητήσιμη υπεράσπιση. Καθόσον αφορά τον ισχυρισμό για χρέωση των λογαριασμών με μη συμφωνηθέν επιτόκιο, επεσήμανε την εξήγηση που δόθηκε στην ένορκη δήλωση της Ένστασης συμφώνως της οποίας το ποσοστό επιτοκίου είτε χρεώνετο με την ονομασία Libor, είτε με την ονομασία Euribor ήταν και εξακολουθούσε να είναι το ίδιο, εφόσον επρόκειτο για ένα και το αυτό επιτόκιο, παραπέμποντας συγχρόνως και στα έγγραφα των επίδικων Συμφωνιών που επισυνάπτονταν ως Τεκμήρια στην ένορκη δήλωση με την οποία αποδείχθηκε η απαίτηση[1]. Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό για χρεώσεις στο λογαριασμό με μεγαλύτερα ποσοστά επιτοκίων, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι επρόκειτο για το επιτόκιο 0,303%, όπως ίσχυε κατά τον τερματισμό των συμφωνιών, πλέον την προσαύξηση προς 11,697% που έγινε νομότυπα με βάση τις πρόνοιες των μεταξύ των διαδίκων Συμφωνιών. Αναφορικά με το ύψος του επιτοκίου Euribor τριών μηνών, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο Τεκμήριο 3 που επισυνάπτετο στην Αίτηση, ενώ σε σχέση με την αύξηση του ύψους του ποσοστού της προσαύξησης, στους Γενικούς Όρους και Κανονισμούς που συνόδευαν τις Συμφωνίες Δανείων που είχαν επισυναφθεί ως Τεκμήριο στην ένορκη δήλωση που καταρτίστηκε προς απόδειξη της απαίτησης, επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, ότι η μεταβολή του επιτοκίου, κατά την κρίση της Εφεσίβλητης, προνοείτο στη Συμφωνία και ήταν εντός των προνοιών των νομισματικών και πιστωτικών κανονισμών που ίσχυαν κάθε φορά, λαμβάνοντας υπόψη τους διάφορους παράγοντες, όπως συνθήκες αγοράς, αξία του χρήματος, το βασικό επιτόκιο, τα περιθώρια και τον τρόπο υπολογισμού του τόκου. Παρέπεμψε, συναφώς, στον Όρο 17(ε) των Γενικών Όρων και Κανονισμών το οποίο διελάμβανε τα ακόλουθα: «Η Τράπεζα δικαιούται, κατά την κρίση της, να μεταβάλει, οποτεδήποτε, μέσα στα πλαίσια των νομισματικών και πιστωτικών κανονισμών που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας, τα περιθώρια, τον τρόπο υπολογισμού του τόκου, τον χρόνο καταβολής του, την προμήθεια, οποιεσδήποτε άλλες χρεώσεις και/ή έξοδα και γενικά να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη μεταβολή και η μεταβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον Πελάτη, στον οποίο θα γνωστοποιείται με ανακοίνωση στον ημερήσιο Τύπο ή με γραπτή ειδοποίηση προς αυτόν, κατά την κρίση της Τράπεζας, και οποιαδήποτε τέτοια μεταβολή θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή στη γραπτή ειδοποίηση».

 

Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό περί παράτυπης και/ή μη νόμιμης υποθήκης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στις υπογραφές του Εφεσείοντα και του Εναγόμενου 2 στην επίδικη Συμφωνία Υποθήκης (Τεκμήριο 4 στην Ένορκη Δήλωση της Ένστασης), όπως επίσης και στις ξεχωριστές συγκαταθέσεις (Tεκμήρια Μ και Ν στην Ένορκη Δήλωση που έγινε για Απόδειξη) που αφορούν την Υποθήκη ως εξασφάλιση των επίδικων υποχρεώσεων τους έναντι της Εφεσίβλητης και στα σχετικά Τεκμήρια. Σημείωσε, επίσης, ότι η Υποθήκη τηρούσε τις πρόνοιες του Άρθρου 21 του Ν. 9/1965, καθότι το οφειλόμενο ποσό που αυτή εξασφάλιζε μαζί με τον τόκο επί τούτου ήταν ρητώς και ξεκάθαρα καθορισμένα ή δυνάμενα να προσδιοριστούν ως η προϋπόθεση του Νόμου.

 

Αναφορικά με το λόγο μη εμφάνισης του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι προκαλεί απορία το γεγονός ότι, ενώ είχε επιδοθεί η Αγωγή στον Εναγόμενο για ένα σημαντικό ποσό, το μόνο που αυτός είχε κάνει ήταν να βρει το συνεναγόμενο του, Εναγόμενο 2, και να τον εμπιστευτεί ότι θα φρόντιζε για το διορισμό δικηγόρου. Ο ίδιος, όπως το Δικαστήριο σημείωσε, δεν φρόντισε να επικοινωνήσει με το δικηγόρο που υποτίθεται θα διόριζε και άφησε το χρόνο από τις 25/9/2014 μέχρι και τις 17/2/2015 που έλαβε την ειδοποίηση του Δικαστικού Επιδότη, δηλαδή χρονικό διάστημα περίπου πέντε μηνών, χωρίς να ενδιαφερθεί γι' αυτή. Ενώ στη συνέχεια, μετά που πληροφορήθηκε για την έκδοση της Απόφασης εναντίον του, παρήλθε ένας και πλέον μήνας για να καταχωρίσει την Αίτηση Παραμερισμού.

 

Έχουμε διεξέλθει και προσεχτικά μελετήσει την προσβαλλόμενη Απόφαση καθώς και τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των συνηγόρων, τη νομολογία και αυθεντίες στις οποίες παρέπεμψαν, αναφορικά με τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα.

 

Οι παράμετροι που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής του εξουσίας κατά την κρίση αιτήσεων του είδους, έχουν εξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων. Αφενός, ο Αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και αφετέρου, να δοθεί επαρκής δικαιολογία για τη μη εμφάνιση του στη διαδικασία.

 

Περαιτέρω, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, θα πρέπει να σταθμίσει δύο σημαντικούς παράγοντες:

 

(α) την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, και

(β) την ανάγκη διασφάλισης της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων και της διαφύλαξης της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων, με τη βεβαιότητα που τούτο προσδίδει στην έννομη τάξη αλλά και γενικότερα στην κοινωνία.

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί στη νομολογία μας, η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, προκειμένου να επιτύχει η αίτηση για παραμερισμό, συνιστά πρωταρχικό παράγοντα ο οποίος λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. (Βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28, Πίττας ν. Unigoods Trading Co. Ltd (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1761 και Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1774). Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστρεψε πρώτα την προσοχή του στο αν είχε καταδειχθεί καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.

 

Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως για παράδειγμα η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, παρά τη σημασία τους, κατά κανόνα δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες, δηλαδή την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. (Βλ. Pechtchachanskaia κ.ά.  v.  Esipovich (2014) 1 Α.Α.Δ. 1207). Κατά την εξέταση του εν λόγω παράγοντα το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να προβεί σε αξιολόγηση και κατάληξη σε συγκεκριμένα και τελικά συμπεράσματα επί ισχυρισμών και θέσεων που προβάλλονται ως υπεράσπιση. Πρωταρχικό του καθήκον είναι να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή θετικά στοιχεία ώστε να δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης.

 

Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Ξενοφών Καλλής ν. Alpha Bank Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 793, η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης προϋποθέτει αλλά και εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής, διαφορετικής από αυτή του ενάγοντα. Θα πρέπει να προσκομιστούν στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εξυπακούεται πως θα πρέπει να εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας (βλ. Ζωή Νικολαΐδου Ευσταθίου άλλως Ζωή Λάμπρου Νικολαΐδη κ.ά. v. Hellenic Bank Public Company, Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2012, ημερ. 10/10/17, ECLI:CY:AD:2017:A344), που θα καθορίζεται και θα καταδεικνύεται μέσα από τους ίδιους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, ώστε η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω και μόνο αν θα εξυπηρετείται χρήσιμος σκοπός επιλύσεως της διαφοράς των διαδίκων. Στις περιπτώσεις όπου η προβαλλόμενη υπεράσπιση εξ αντικειμένου δεν έχει τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, έτσι που η όποια θεμελίωση της να ελλείπει, η αίτηση, αναπόφευκτα, δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. (Βλ. Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118, 2124). Αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σ' αυτούς κάποια βαρύτητα θα ισοδυναμούσε, όπως λέχθηκε στην πιο πάνω απόφαση, με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει, τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών. Θα ήταν εύκολο κάθε φορά να προβάλλεται ένας αστήρικτος ισχυρισμός και να παραμερίζονται νομότυπα ληφθείσες αποφάσεις. Το δε βάρος απόδειξης είναι στους ώμους των Αιτητών.

 

Εξετάσαμε τις συναφείς αιτιάσεις του Εφεσείοντα για το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στο πλαίσιο αυτό επανεξετάσαμε το μαρτυρικό υλικό που στήριζε την αίτηση παραμερισμού.

 

Με δεδομένη δε την πιο πάνω νομολογιακή προσέγγιση δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος αναφορικά με τη μη αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης. Ερευνώντας τα ενώπιον του στοιχεία, ορθώς υπέδειξε ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα, κινούμενοι, όπως το έθεσε, «στη σφαίρα του υποθετικού», χωρίς τεκμηρίωση επί των Συμφωνιών που είχαν συναφθεί, των τροποποιήσεων τους και της ενημέρωσης που ο Εφεσείων λάμβανε από την Εφεσίβλητη για κάθε αυξομείωση των ισχυόντων επιτοκίων, δεν είχαν έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά προέκυπταν από το σύνολο των εγγράφων που είχαν κατατεθεί ως Τεκμήρια κατά τη διαδικασία της απόδειξης της υπόθεσης. Σε ό,τι δε αφορά ειδικότερα την εγκυρότητα της  επίδικης Υποθήκης, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη τη θέση του Εφεσείοντα ότι αυτή παραβίαζε τις διατάξεις του Άρθρου 21(1)(γ) του Ν. 9/1965,[2] τονίζοντας, όπως ήδη πιο πάνω έχει επισημανθεί, ότι το οφειλόμενο ποσό που αυτή εξασφάλιζε μαζί με τον τόκο επί τούτου ήτο ρητώς και ξεκάθαρα καθορισμένα ή δυνάμενα να προσδιοριστούν, ως η σχετική προϋπόθεση των εν λόγω διατάξεων.

 

Η απόρριψη του μέρους του μοναδικού Λόγου Έφεσης που αφορά στη μη αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης σφραγίζει την κατάληξη της υπό κρίση Έφεσης - υπό την έννοια ότι στην απουσία αποκάλυψης συζητήσιμης υπεράσπισης δεν ετίθετο πλέον ζήτημα παραμερισμού - καθιστώντας, εν προκειμένω, την  ενασχόληση μας με το έτερο ζήτημα που αποτέλεσε αντικείμενο της Έφεσης αναφορικά με την παράλειψη εμφάνισης του Εφεσείοντα, ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, και ως τέτοια, αχρείαστη.

 

Εν κατακλείδι, ο Εφεσείων δεν κατάφερε να αποσείσει το περιορισμένο βάρος που είχε στους ώμους του για να καταδείξει, πειστικά, εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Συνακόλουθα η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε εντός των ορθών νομικών πλαισίων.

 

Η Έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης έξοδα ύψους €5.000, πλέον ΦΠΑ.

 

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.



[1] Βλ. παρ. 9 Ένορκης Δήλωσης Μάριου Σωφρονίου που συνόδευε την Ένσταση στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονταν τα εξής:

 

«. το Libor (London InterBank Offered Rate) είναι το επιτόκιο με το οποίο είναι διατεθημένες να δανείσουν οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες η μια την άλλη σε διάφορα νομίσματα και χρησιμοποιείται ως βασικό επιτόκιο δανείων ανάλογα με την ημερομηνία που χορηγείται ένα δάνειο. Το Libor του νομίσματος ευρώ ονομάζεται Euribor, κυρίως για ευκολία για να ξεχωρίζει από τα Libor των άλλων νομισμάτων, αλλά είναι ουσιαστικά το ίδιο με το Libor και έχουν τις ίδιες ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό ενισχύεται και από το ίδιο το Τεκμήριο «3» που επισυνάπτεται στην αίτηση του αιτητή που επισυνάφθηκε και ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση απόδειξης για έκδοση απόφασης εναντίον του, όπου η επικεφαλίδα είναι «Libor Rate» και από κάτω αναγράφονται το Libor του κάθε νομίσματος συμπεριλαμβανομένου και του νομίσματος του ευρώ (Eur ή Euribor).»

[2] «21.-(1) Αι έγγραφοι δηλώσεις αίτινες προσάγονται τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω υπό του ενυποθήκου οφειλέτου και του ενυποθήκου δανειστού διαλαμβάνουσι τα ακόλουθα στοιχεία:

 

(α)..........

(β).........

(γ) εις την περίπτωσιν του ενυποθήκου οφειλέτου, σύμβασιν υποθήκης χαρτοσεσημασμένην συμφώνως ταις διατάξεσι του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, εκθέτουσαν ότι εις πρώτην ζήτησιν ή κατά τινα ημερομηνίαν, καθωρισμένην ή δυναμένην να προσδιορισθή, ούτος επέχει υποχρέωσιν, τελούσαν υπό αίρεσιν ή απόλυτον τοιαύτην, όπως καταβάλη τω ενυποθήκω δανειστή χρηματικόν τι ποσόν, καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή, ομού μετά τυχόν συμφωνηθέντος τόκου επί του ποσού τούτου ή μέρους αυτού, εις ποσοστόν καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή δι' αναφοράς εις οιονδήποτε έτερον ποσοστόν, και ομού μετά των εξόδων των διενεργουμένων εν περιπτώσει λήψεως νομίμων μέτρων προς είσπραξιν του ως είρηται ποσού και τόκου:

 

Νοείται ότι οσάκις συνιστάται υποθήκη προς εξασφάλισιν μελλούσης ή υπό αίρεσιν υποχρεώσεως, περιλαμβανομένης και υποχρεώσεως αφορώσης εις χρηματικόν τι ποσόν καταβλητέον διά δόσεων ή αφορώσης εις το υπόλοιπον τρέχοντος λογαριασμού, δέον όπως τυγχάνη καθορισμού το μέγιστον ποσόν της πιθανής υποχρεώσεως όπερ και θα λογίζηται ως το ποσόν προς εξασφάλισιν ούτινος συνιστάται η εν λόγω υποθήκη

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο