ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 92/2016)
4 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
KYRIAKIDES BROS (MOTORS) LTD
Εφεσείουσα
ν.
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσίβλητης
_________________
A. Xaτζηκωνσταντή για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Γ. Αθανασίου (κα) για Χάρης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Η εφεσίβλητη Τράπεζα είχε καταχωρίσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου, Αίτηση Εκκαθάρισης της εφεσείουσας εταιρείας. Στη νομική βάση της Αίτησης γινόταν αναφορά, ανάμεσα σε άλλες πρόνοιες Νόμου και Κανονισμών, στα άρθρα 211(ε), 212(α) και 212(γ) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Η θέση της εφεσίβλητης Τράπεζας στην Αίτηση, η οποία υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση υπαλλήλου της, ήταν ότι η εφεσείουσα, της όφειλε ποσό άνω των €350.000, πλέον τόκους, πλέον έξοδα, δυνάμει δικαστικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί προς όφελος της και εναντίον της εφεσείουσας, η οποία, παρόλες τις επανειλημμένες οχλήσεις, ουδέν ποσό κατέβαλε. Αυτά δεν είχαν αμφισβητηθεί από την τελευταία με την ένσταση της, η οποία υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του Διευθυντή της, Βίκτωρα Κυριακίδη. Η θέση της ήταν ότι δεν ήταν ανίκανη «να πληρώσει τα όποια χρέη της νοουμένου ότι αυτά είναι ορθά και πραγματικά», χωρίς όμως να διευκρινίζει ποια, κατά την ίδια, ήταν τα ορθά και πραγματικά χρέη της.
Από την άλλη, η εφεσίβλητη υποστήριξε πως «ως εκ της παράλειψης ή/και άρνησης ή/και αμέλειας της Εταιρείας ως ανωτέρω αναφέρεται και αναφορικά με τα ανωτέρω περιγραφόμενα οφειλόμενα ποσά, η Εταιρεία λογίζεται ή/και είναι ανίκανη ή/και να εξοφλήσει τα χρέη της και είναι εύλογο και δίκαιο όπως διαλυθεί».
Επειδή στην Αίτηση γινόταν αναφορά σε επίδοση γραπτής απαίτησης στο εγγεγραμμένο γραφείο της εφεσείουσας, και ότι αυτή «για τις επόμενες τρεις εβδομάδες και μέχρι σήμερα αμέλησε και/ή αρνήθηκε και/ή παρέλειψε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό», η τελευταία αρνήθηκε ότι η εν λόγω απαίτηση επεδόθη δεόντως και/ή κανονικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσείουσα σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, αφού βρήκε πως η απαίτηση δεν επεδόθη στο εγγεγραμμένο γραφείο της, για να σημειώσει πως η Αίτηση Εκκαθάρισης δεν θα μπορούσε να επιτύχει κατ΄ επίκληση του άρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Ωστόσο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη Τράπεζα, εξέδωσε το αιτούμενο Διάταγμα Εκκαθάρισης, αφού βρήκε πως η εφεσείουσα εταιρεία αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη της, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 211(ε) και 212(γ), του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, επί των οποίων επίσης βασιζόταν η Αίτηση, και τα οποία έχουν ως εξής:
(211). Εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο αν:
..........................................................................................
(ε) η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της·
(212). Εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της-
..........................................................................................
(γ) αν αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, και, για απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας.
Αναφέρουμε από τώρα πως πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ετέθη και από τις δύο πλευρές θέμα σε σχέση με το κατά πόσο η εκδίκαση της Αίτησης Εκκαθάρισης θα διεξαγόταν στη βάση των Ενόρκων Δηλώσεων ή με την προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας. Η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι θα έπρεπε να διεξαχθεί στη βάση των Ενόρκων Δηλώσεων. Διαφορετική ήταν η θέση της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του, ημερ. 22.12.2014 έκρινε, για λόγους που καταγράφει, «ότι η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί είναι με προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας».
Κατά την ακροαματική διαδικασία, η εφεσίβλητη κάλεσε τρεις μάρτυρες, οι οποίοι και αντεξετάστηκαν από την εφεσείουσα, η οποία δήλωσε πως δεν θα προσκόμιζε και δεν προσκόμισε προφορική μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έθεσε ενώπιον του και τις τελικές αγορεύσεις των δύο μερών, εξέδωσε, ως ελέχθη, το αιτούμενο Διάταγμα Εκκαθάρισης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του.
«Έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία σε σχέση με τις υποχρεώσεις της εταιρείας που με βάση τις Δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εναντίον της τα ποσά που οφείλονται στους αιτητές είναι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Έχουν επιστραφεί ανεκτέλεστα εντάλματα κατάσχεσης κινητής περιουσίας καθότι η εταιρεία στερείτο κινητής περιουσίας, ο ίδιος ο διευθυντής αναφέρει σε ένορκη δήλωση του, του 2012 ότι η εταιρεία είναι ανενεργή από την 1/1/00 και δεν έχει κέρδος, υπάρχουν εγγραφές επιβαρύνσεων σε βάρος της εταιρείας στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν στον απαιτούμενο βαθμό την ανικανότητα της εταιρείας να αποπληρώσει τα χρέη της. Περαιτέρω τα οιαδήποτε ακίνητα έχει στην ιδιοκτησία της καθ΄ ης η αίτηση εταιρεία τεκ. «Φ», βαρύνονται είτε με υποθήκες είτε με εγγραφές Δικαστικών αποφάσεων και που κατά την θέση των αιτητών δεν επαρκούν για εξόφληση των οφειλών της εταιρείας γεγονός το οποίο έχει παραμείνει αναντίλεκτο. Από πλευράς εταιρείας δεν έχει οτιδήποτε για να αντικρούσει αυτά τα στοιχεία ή και οτιδήποτε το απτό περί ικανότητας της να πληρώσει τα χρέη της. Αόριστες και ατεκμηρίωτες υποβολές προς την ΜΑ3 ότι η καθ΄ ης η Αίτηση έχει επενδυτές και μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Τα πιο πάνω είναι αρκετά για να οδηγήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει ότι η καθ΄ ης η αίτηση είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της στην βάση της γενικότητας του άρθρου 211(ε) σε συνάρτηση με το άρθρο 212(γ) που αναφέρεται στην αίτηση.»
Η εφεσείουσα, με τρεις λόγους έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση. Ξεκινούμε από τον δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο ουσιαστικά προσβάλλεται η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 22.12.2014. Είναι η θέση της εφεσείουσας πως «Η ακροαματική διαδικασία εξελίχθηκε λανθασμένα ή/και αντίθετα με τη δέουσα ακολουθητέα διαδικασία για τέτοιας φύσεως αιτήσεις». Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης αναφέρεται πως «Σύμφωνα με τη Νομολογία και τις αρχές που διέπουν τέτοιας φύσεως αιτήσεις, όπως η επίδικη, έπρεπε να δικαστεί στη βάση των ενόρκων δηλώσεων τηρουμένου του δικαιώματος αντεξέτασης».
Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε πως τόσο η εφεσείουσα όσο και η εφεσίβλητη, γνώριζαν πριν από την έναρξη της ακρόασης, τη διαδικασία που θα ακολουθείτο. Εξαπίνης δεν κατελήφθη ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλη. Και στις δύο πλευρές δόθηκε το δικαίωμα να προσκομίσουν προφορική μαρτυρία και να αντεξετάσουν τους μάρτυρες του αντιδίκου. Η εφεσείουσα δεν κάλεσε μάρτυρες, αφού αποφάσισε να μην ασκήσει το δικαίωμα που της έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δυσμενής επηρεασμός από την συγκεκριμένη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπήρξε. Η ενδιάμεση απόφαση θα έπασχε μόνο εάν προκαλούσε αδικία ή περιορισμό δικαιωμάτων σε οιανδήποτε πλευρά. Κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα διατείνεται ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο «έλαβε υπόψη μαρτυρία και/ή αποδέχθηκε μαρτυρία για τη γενική οικονομική κατάσταση της εταιρείας και/ή μαρτυρία εκτός δικογράφων».
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η εφεσίβλητη στην Αίτηση της αλλά και στην Ένορκη Δήλωση που την υποστήριζε, είχε κάνει αναφορά σε δικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί προς όφελος της και εναντίον της εφεσείουσας, οι οποίες παρέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα ανικανοποίητες. Η θέση της στην Αίτηση, η οποία ως ελέχθη βασιζόταν και στο άρθρο 212(γ), του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ήταν ότι η εφεσείουσα ήταν ανίκανη να πληρώσει και/ή εξοφλήσει τα χρέη της. Ως εκ τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση GIP Constructions Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1991) 1 Α.Α.Δ. 14, στην οποία και εκεί υιοθετήθηκε από το Εφετείο η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχθεί «μαρτυρία σε σχέση με το γενικότερο θέμα της προβαλλόμενης αδυναμίας της εταιρείας να πληρώσει τα χρέη της όπως γενικά διατυπώνεται στο άρθρο 211, του Νόμου». Εν κατακλείδι, υπήρξε ικανή συγκεκριμενοποίηση σε σχέση με την ανικανότητα της εφεσείουσας κατ΄ επίκληση των άρθρων 211(ε) και 212(γ), του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και ορθά επετράπη η εν λόγω μαρτυρία (Bitonic Ltd v. Bank of Moscow-Bank Joint Stock Company πρώην Joint Stock Commercial Bank "Bank of Moscow" (Opern Joint-Stock Company), Πολ. Έφ. Αρ. 117/2018, ημερ. 18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A113).
Προχωρούμε με τον τρίτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο η εφεσίβλητη «δεν απέδειξε την υπόθεση της». Από την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης φαίνεται πως η εφεσείουσα δεν αμφισβητεί πως στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και το οποίο εκρίθη αξιόπιστο, η εφεσίβλητη είχε ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του Νόμου για έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος Εκκαθάρισης. Πράγματι, η μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης oδηγούσε στο δικαιολογημένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη της (Μ. Μoulettaris Machin. Co. Ltd., v. Ζήνωνος (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1649). Για ό,τι αξίζει, να σημειώσουμε πως αυτό που υπεβλήθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας στη μάρτυρα της εφεσίβλητης Σοφία Δημητρίου (Μ.Ε.3), ήταν ότι η εφεσείουσα «σήμερα έχει μεγάλες συμφωνίες με ξένους επενδυτές από τον Λίβανο για να επενδύσουν πολύ μεγάλα ποσά στην εταιρεία αυτή και ως εκ τούτου η εταιρεία μπορεί πολύ εύκολα να εξοφλήσει όλα τα χρέη». Επρόκειτο, όπως πολύ ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, περί αόριστης και ατεκμηρίωτης υποβολής, η οποία στο τέλος της ημέρας δεν υποστηρίχθηκε από μαρτυρία.
Το παράπονο της εφεσείουσας φαίνεται να εστιάζεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη μαρτυρία σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της να εξοφλήσει τα χρέη της. Το θέμα όμως αυτό έχει ήδη απαντηθεί όταν εξετάζαμε τον πρώτο λόγο έφεσης.
Εν κατακλείδι, και οι τρεις λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου