ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
(Αίτηση Αρ. 9/2024)
24 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ THE BRITISH AIRWAYS CYPRUS EMPLOYEES PROVIDENT FUND
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 27/2018, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/02/2024, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Μεταξύ:
1. ΣΩΤΗΡΗ ΠΕΛΕΓΚΑΡΗ
2. ΚΑΤΙΑΣ ΚΟΥΡΤΕΛΛΙΔΟΥ
3. ΕΛΕΝΑΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
4. ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ
Εφεσειόντων στο Εφετείο/Καθ'ων η Αίτηση,
ΚΑΙ
THE BRITISH AIRWAYS CYPRUS
EMPLOYEES PROVIDENT FUND
Εφεσίβλητων στο Εφετείο/Αιτητών.
Β. Παπαγιάννη (κα) για Δρ. Κύπρος Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Ιωαννίδης με Σ. Ηλιάδου (κα) για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
______________________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές, Εφεσίβλητοι στην αναφερόμενη στον τίτλο Πολιτική Έφεση με αρ. 27/2018 στην οποία εκδόθηκε Απόφαση από το Εφετείο στις 21/2/2024, καταχώρισαν την υπό κρίση Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενοι άδεια για να υποβάλουν αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ. 3) του 2023.
Η πιο πάνω Απόφαση εκδόθηκε σε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε συνεκδικαζόμενες Αιτήσεις των Καθ'ων η Αίτηση, Εφεσειόντων στην ως άνω Έφεση, για αποζημίωση από το Ταμείο Προνοίας του Προσωπικού της Εταιρείας The British Airways Cyprus, The Provident Fund of British Airways Cyprus Employees, οι οποίες Αιτήσεις τους είχαν απορριφθεί (εφεξής το «Ταμείο» ή οι «Αιτητές»).
Οι Καθ'ων η Αίτηση ήταν εργοδοτούμενοι της Εταιρείας The British Airways Cyprus (εφεξής «Εταιρεία») και το Ταμείο διατηρούσε καταθετικούς λογαριασμούς στην Cyprus Popular Bank Co Ltd και στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, οι οποίοι απομειώθηκαν ως αποτέλεσμα των μέτρων εξυγίανσης του 2013 στη βάση του Ν. 17(1)/2013 και των Κ.Δ.Π. 103/2013 και Κ.Δ.Π. 104/2013.
Το Εφετείο, καθορίζοντας εξαρχής το αντικείμενο της Έφεσης ενώπιον του, ανέφερε τα εξής:
«Αντικείμενο της Έφεσης είναι η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο Καταστατικό του Ταμείου. Θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι η Εταιρεία, με βάση συγκεκριμένες πρόνοιες του Καταστατικού, εγγυήθηκε το σύνολο των συνταξιοδοτικών τους παροχών με αποτέλεσμα τα μέτρα εξυγίανσης να μην επηρέασαν τα κατατεθειμένα τους ποσά, εφόσον αυτά θα πρέπει να τα καλύψει η Εταιρεία. Θέση του Ταμείου ήταν ότι η «εγγύηση» από μέρους της Εταιρείας κάλυπτε μόνο το Ελάχιστο Ποσό, ως αυτό προβλέπεται από το Καταστατικό. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με την θέση του Ταμείου, κατάληξη η οποία προσβάλλεται με την υπό κρίση Έφεση.»
Οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι η Απόφαση του Εφετείου είναι «ουσιωδώς εσφαλμένη, έχοντας υιοθετήσει μια πεπλανημένη ή αυθαίρετη συλλογιστική και προσέγγιση και, κυρίως, έχοντας βασιστεί σε μια λανθασμένη» και «ανεπίτρεπτη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών προνοιών και νομολογιακών αρχών στα επίδικα γεγονότα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να αναφύονται νομικά ζητήματα τα οποία χρήζουν παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου». Είναι η θέση τους ότι τα νομικά σημεία που καταγράφονται στην Αίτηση τους δικαιολογούν απόλυτα την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ενάσκηση της τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας του καθότι συναρτώνται:
(α) με την ανάγκη ορθής ερμηνείας πρωτογενούς ή δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως,
(β) με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας καθώς και με
(γ) μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας.
Το Άρθρο 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ.3) του 2022, προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:
«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:
Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Zutphen κ.ά. Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30/1/2024:
«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων. Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου. Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:
- με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή
- με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή
- με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή
- ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή
- ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.
Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.»
Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια αναφέρονται πέντε ζητήματα ως ακολούθως:
→ Το Εφετείο εσφαλμένα προέβη σε εύρημα ότι η υποχρέωση της Εταιρείας να καλύψει ολόκληρη την εγγύηση και/ή το συνολικό ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών και/ή συνεισφορών προς όφελος των αποχωρούντων μελών του Ταμείου προκύπτει δια νόμου, προβαίνοντας σε λανθασμένη ερμηνεία του Άρθρου 20(2) του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου του 2012, Ν. 208(Ι)/2012 (1ο Νομικό Θέμα).
→ Το Εφετείο υιοθέτησε μια λανθασμένη ερμηνευτική προσέγγιση κατά την προσπάθεια του να ερμηνεύσει τις πρόνοιες του Καταστατικού του Ταμείου, μη λαμβάνοντας υπόψιν τις νομολογιακά αποκρυσταλλωμένες αρχές ερμηνείας συμβατικών εγγράφων (2ο Νομικό Θέμα).
→ Το Εφετείο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν επιτρέπετο η λογιστική απομείωση των Λογαριασμών «Α» και «Β» των Εφεσειόντων μετά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης συνεπεία του Ν. 17(1)/2013 και των Κ.Δ.Π. 103/2013 και Κ.Δ.Π. 104/2013 (3ο Νομικό Θέμα).
→ Το Εφετείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψιν του και/ή παρερμήνευσε τις συνέπειες των μέτρων εξυγίανσης δυνάμει του Ν. 17(1)/2013 και των Κ.Δ.Π. 103/2013 και Κ.Δ.Π. 104/2013 επί των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου και, κατ' επέκταση, το πώς επενήργησε η αδιαμφισβήτητη απομείωση των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου στις συμβατικές υποχρεώσεις του στη βάση του Καταστατικού έναντι των μελών του (4ο Νομικό Θέμα).
→ Το Εφετείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψιν του και/ή παρέλειψε να εξετάσει και εφαρμόσει στην προκείμενη περίπτωση τις νομοθετικά και/ή νομολογιακά αποκρυσταλλωμένες αρχές της ανωτέρας βίας (force majeure) και/ή της ματαίωσης (frustration) επί της εκτέλεσης των συγκεκριμένων συμβατικών υποχρεώσεων του Ταμείου έναντι των μελών του (5ο Νομικό Θέμα).
Αναφορικά με το 2ο Νομικό Θέμα οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι «το Εφετείο υιοθέτησε μια λανθασμένη και/ή πεπλανημένη ερμηνευτική προσέγγιση κατά την προσπάθεια του να ερμηνεύσει τις πρόνοιες του Καταστατικού του Ταμείου Προνοίας, παραβλέποντας, αγνοώντας ή μη λαμβάνοντας υπόψιν του τις νομολογιακά αποκρυσταλλωμένες αρχές ερμηνείας συμβατικών εγγράφων». Όπως περαιτέρω υποστηρίζουν, «το Εφετείο, χωρίς να προσφέρει οποιαδήποτε τεκμηρίωση της ερμηνευτικής συλλογιστικής και προσέγγισης που φέρεται να εφάρμοσε υπό τις περιστάσεις, δεν ακολούθησε την νενομισμένη ερμηνευτική οδό της προσπάθειας ερμηνείας ενός συμβατικού εγγράφου στη βάση, κατά σειρά ακολουθίας, της αρχής της γραμματικής ερμηνείας, (literal construction) της αρχής της εμπορικής λογικής (business sense) και, τέλος της αρχής Contra Proferentem και/ή ερφάρμοσε εν πάση περιπτώσει λανθασμένα την αρχή Contra Proferentem η οποία δεν τυγχάνει εφαρμογής υπό τις περιστάσεις».
Σε συμφωνία με τα όσα προέβαλαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ'ων η Αίτηση, ό,τι, κατ' ουσίαν, προτάσσουν οι Αιτητές στο πλαίσιο προώθησης του 2ου Νομικού Θέματος, είναι πως το Εφετείο εφάρμοσε λανθασμένα τους κανόνες ερμηνείας συμβατικών εγγράφων και όχι ότι διαφοροποιήθηκε από την πάγια νομολογία. Τούτου δοθέντος ό,τι επιχειρείται και ό,τι αξιώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι καινούργια κρίση και μια δεύτερη ευκαιρία επί των γεγονότων της υπόθεσης, ζήτημα το οποίο σαφώς και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, όπως αυτή καθορίζεται από το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου. Όπως τονίσθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Αίτηση Αρ. 2/2023, Αναφορικά με την Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. ΕΔΔ 04/19, ημερ. 31/1/2024 και στο πλαίσιο εξέτασης αιτήματος για άδεια με βάση το αντίστοιχο προς το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου, Άρθρο 9(2)(γ)[1], η παροχή άδειας στη βάση του εν λόγω Άρθρου δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της Απόφασης που εξεδόθη από το Εφετείο. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εν λόγω Άρθρου.
Αναφορικά με το 4ο Νομικό Θέμα, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι το Εφετείο παρερμήνευσε τις συνέπειες των μέτρων εξυγίανσης δυνάμει του Ν. 17(1)/2013 και των Κ.Δ.Π. 103/2013 και Κ.Δ.Π. 104/2013 επί των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου και συγκεκριμένα στις τραπεζικές του καταθέσεις - Λογαριασμοί Α και Β - εφόσον κατέληξε στο λανθασμένο, όπως υποστηρίζεται, εύρημα ότι μόνο οι λογιστικές εγγραφές σε σχέση με τους εν λόγω Λογαριασμούς πριν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης έπρεπε να ληφθούν υπόψιν. Προβάλλεται, δε, ότι «είναι επάναγκες όπως το Ανώτατο Δικαστήριο ξεκαθαρίσει το ζήτημα της ορθής εφαρμογής του νομικού πλαισίου περί εξυγίανσης και τις συνέπειες της απομείωσης περιουσιακών στοιχείων εξαιτίας αυτού, σε συνάρτηση με τη λογιστική καταγραφή ή μη της απομείωσης αυτής και τις συνεπακόλουθες υποχρεώσεις ταμείων προνοίας έναντι των μελών του».
Η επιχειρηματολογία των Αιτητών περιστρέφεται γύρω από την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία από το Εφετείο του Καταστατικού του Ταμείου, της μαρτυρίας που βρισκόταν ενώπιον του και των λογιστικών χειρισμών της απώλειας των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου.
Όπως προκύπτει και ορθώς επισημάνθηκε τούτο από τους Καθ'ων η Αίτηση, αποτέλεσε γεγονός παραδεκτό και αδιαμφισβήτητο ότι οι καταθέσεις του Ταμείου είχαν αποτελέσει αντικείμενο απομείωσης ένεκα των μέτρων εξυγίανσης με αποτέλεσμα τη μείωση των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου. Ό,τι, εν προκειμένω, συνιστούσε τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων ήταν ο καταμερισμός της απώλειας που προέκυψε μεταξύ του Ταμείου, των μελών του και της Χρηματοδοτούσας Εταιρείας, σύμφωνα με τους κανονισμούς λειτουργίας του Ταμείου οι οποίοι εμπεριέχονταν στο Καταστατικό του. Ειδικότερα, το βασικό ερώτημα που απασχόλησε στην Έφεση ήταν κατά πόσο, με βάση την ορθή ερμηνεία των κανονισμών λειτουργίας του Ταμείου, η Χρηματοδοτούσα Εταιρεία του Ταμείου εγγυάτο την πληρωμή των συνταξιοδοτικών παροχών και, κατά συνέπεια, θα έπρεπε η ίδια να επωμισθεί τη ζημιά που προέκυψε από την απώλεια περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου ένεκα της απομείωσης. Όπως συγκεκριμένα τέθηκε από το Εφετείο, «Αντικείμενο της Έφεσης είναι η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο Καταστατικό του Ταμείου». Επρόκειτο, επομένως, για περίπτωση που αφορούσε αποκλειστικά στην ερμηνεία των κανονισμών λειτουργίας συγκεκριμένου Καταστατικού, ήτοι ενός ιδιωτικού εγγράφου, και, ως τέτοια, περιορίζετο στα δικά της περιστατικά και γεγονότα. Στην ερμηνεία αυτή ουδέν ζήτημα περί ορθής εφαρμογής του νομικού πλαισίου περί εξυγίανσης και των συνεπειών της απομείωσης περιουσιακών στοιχείων εξαιτίας αυτού, όπως διατείνονται οι Αιτητές, εγείρετο.
Υπό αυτά τα δεδομένα είναι σαφές ότι η επιχειρηματολογία των Αιτητών ότι εγείρεται στην υπό συζήτηση περίπτωση μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας, δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή. Εκείνο το οποίο στην πραγματικότητα επιδιώκεται είναι η εξασφάλιση από το Ανώτατο Δικαστήριο μιας καινούργιας κρίσης επί των γεγονότων της υπόθεσης, ζήτημα το οποίο σαφώς εκφεύγει της αρμοδιότητας του με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου.
Σε ό,τι αφορά το 5ο Νομικό Θέμα οι Αιτητές ισχυρίστηκαν ότι το Εφετείο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει τα περιστατικά της υπόθεσης υπό το πρίσμα των αρχών της ανωτέρας βίας και της ματαίωσης σε σχέση με τις συμβατικές υποχρεώσεις του Ταμείου έναντι των μελών του και λανθασμένα έκρινε ότι το Ταμείο διατηρούσε την υποχρέωση καταβολής του συνόλου των συνταξιοδοτικών παροχών των αποχωρούντων μελών ως αυτά υφίσταντο πριν από τη δια νόμου επιβολή των μέτρων εξυγίανσης. Όπως συγκεκριμένα τέθηκε στην Αγόρευση των Αιτητών, το Εφετείο όφειλε να λάβει υπόψιν του και να εφαρμόσει στα υπό εξέταση γεγονότα της υπόθεσης τις νομολογιακά αποκρυσταλλωμένες αρχές της ανωτέρας βίας και της ματαίωσης «και όχι να αγνοήσει ή διαφοροποιηθεί από την εν λόγω Νομολογία με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα ευρήματα».
Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ως επισημάνθηκε άλλωστε από τους Καθ'ων η Αίτηση, ότι ουδέποτε οι εν λόγω αρχές - της ανωτέρας βίας και της ματαίωσης - αποτέλεσαν επίδικο ζήτημα στην πρωτόδικη διαδικασία και, κατ' επέκταση, στην Έφεση. Ούτε, επομένως, απασχόλησαν το Εφετείο ώστε να μπορεί να εγείρεται μέσω της Απόφασης του τελευταίου, οποιοδήποτε ζήτημα διαφοροποίησης πάγιας νομολογίας. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι τέτοιο ζήτημα εγείρεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της υπό κρίση Αίτησης. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου αναφορικά με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας.
Αναφορικά με το 3ο Νομικό Θέμα, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι το Εφετείο εσφαλμένα και κατά παράβαση του σχετικού νομοθετικού και/ή κανονιστικού πλαισίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν επιτρέπετο η λογιστική απομείωση των Λογαριασμών Α και Β των Εφεσειόντων μετά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, συνεπεία του Ν. 17(1)/2013 και των Κ.Δ.Π. 103/2013 και Κ.Δ.Π. 104/2013 και/ή ότι το Ταμείο δεν δικαιούτο να τροποποιήσει τις λογιστικές εγγραφές σε σχέση με τους εν λόγω Λογαριασμούς. Επικαλούμενοι τις πρόνοιες του Άρθρου 22(2) του περί της Ίδρυσης, Εγγραφής, Λειτουργίας και Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου, Ν. 208(Ι)/2012[2], υποστήριξαν ότι «όχι μόνο δεν νοείται, αλλά μάλιστα απαγορεύεται κιόλας από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, η λανθασμένη/παραπλανητική καταγραφή ή n μη καταγραφή της ορθής εικόνας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων ενός ταμείου στα βιβλία ή τις οικονομικές του καταστάσεις/εκθέσεις, καθότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη δημιουργία ψευδούς ή παραπλανητικής εικόνας της πραγματικής οικονομικής της κατάστασης».
Αποτέλεσε θέση των Αιτητών ότι το πιο πάνω ζήτημα αφορά στην ορθή ερμηνεία πρωτογενούς και δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διάταξης, καθώς και μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας.
Αυτό που προκύπτει από το σύνολο της επιχειρηματολογίας των Αιτητών είναι ότι δεν εφαρμόστηκαν ορθά τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
Εν πρώτοις πρέπει να διασαφηνισθεί ότι το Άρθρο 22(2) του Ν. 208(Ι)/2012 δεν έτυχε οποιασδήποτε ερμηνείας από το Εφετείο αφού δεν ήταν επίδικο ζήτημα. Όπως ήδη πιο πάνω επισημάναμε, ό,τι απασχόλησε το Εφετείο ήταν αποκλειστικά η ερμηνεία των κανονισμών λειτουργίας του Καταστατικού του Ταμείου. Ως εκ τούτου δεν εντοπίζεται, στην υπό συζήτηση περίπτωση, ούτε και προσδιορίστηκε από τους ίδιους τους Αιτητές, οποιαδήποτε πρωτογενής ή δευτερογενής ουσιαστική νομοθετική διάταξη, η οποία, μάλιστα, να χρήζει ερμηνείας, ούτε και μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ώστε να εμπίπτει στις περιοριστικά καθορισμένες από το Νόμο περιπτώσεις που οδηγούν στην ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.
Σε ό,τι αφορά το 1ο Νομικό Θέμα οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το Εφετείο απεφάνθη ότι η υποχρέωση της χρηματοδοτούσας επιχείρησης του Ταμείου, δηλ. της Εταιρείας The British Airways Cyprus, να καλύψει το συνολικό ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών ή συνεισφορών προς όφελος των αποχωρούντων μελών του Ταμείου προκύπτει και δια Νόμου, προβαίνοντας σε μια αυθαίρετη ερμηνεία του Άρθρου 20(2) του Ν. 208(Ι)/2012[3].
Αποτέλεσε θέση των Αιτητών ότι «η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι επιβεβλημένη υπό τις περιστάσεις, προκειμένου να ξεκαθαρίσει το ζήτημα της ορθής ερμηνείας της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης και να διευκρινισθεί ποια είναι η έκταση της εγγύησης που αναλογεί βάσει νόμου σε μια χρηματοδοτούσα επιχείρηση που έχει δεσμευθεί να καταβάλλει τακτική χρηματοδότηση και ποιες είναι οι έννομες συνέπειες της εφαρμογής της, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές πολλαπλές ή αντιφατικές ερμηνείες αυτής».
Όπως ήδη επισημάναμε ανωτέρω, η ουσία της Απόφασης του Εφετείου αφορούσε, μέσω της ερμηνείας συγκεκριμένων κανονισμών λειτουργίας του Καταστατικού του Ταμείου, στην απάντηση του ερωτήματος κατά πόσο, η Χρηματοδοτούσα Εταιρεία του Ταμείου εγγυάτο την πληρωμή των συνταξιοδοτικών παροχών και, κατά συνέπεια, θα έπρεπε η ίδια να επωμισθεί τη ζημιά που προέκυψε από την απώλεια περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου ένεκα της απομείωσης. Το Εφετείο, έχοντας αναφερθεί σε συγκεκριμένους όρους του Καταστατικού, κατέληξε στον καθορισμό του ύψους των συνταξιοδοτικών παροχών που το Ταμείο θα έπρεπε να καταβάλει στους Καθ'ων η Αίτηση. Η αναφορά του στο Άρθρο 20(2) του Νόμου, η ερμηνεία του οποίου δεν αποτέλεσε στην υπόθεση επίδικο ζήτημα, με την επισήμανση της υποχρέωσης μιας χρηματοδοτούσας επιχείρησης να καταβάλλει τακτική χρηματοδότηση σε ταμείο εάν αυτή εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, έγινε, αφού το Εφετείο είχε ήδη καθορίσει το ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών που το Ταμείο θα έπρεπε να καταβάλει στους Καθ'ων η Αίτηση.
Ως εκ τούτου δεν εντοπίζεται, στην υπό κρίση περίπτωση, οποιαδήποτε «ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως» κατά τα προβλεπόμενα στο σχετικό Άρθρο του Νόμου.
Ως αποτέλεσμα των όσων πιο πάνω αναφέρθηκαν, είναι η κατάληξη μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Καθ'ων η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000 πλέον Φ.Π.Α.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] (γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:
[....]
[2] (2) Οι λογαριασμοί και οι εκθέσεις κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), παρουσιάζουν την αληθινή και δίκαιη εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και εξόδων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του Ταμείου και ετοιμάζονται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
Οι ετήσιοι λογαριασμοί και οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις είναι συνεπείς, περιεκτικοί και ακριβείς και ελέγχονται από ελεγκτή διοριζόμενο από τη γενική συνέλευση των μελών του Ταμείου:
Νοείται ότι η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή υπάλληλος της ή μέλος ή υπάλληλος του Ταμείου, απαγορεύεται να διορίζεται ως ελεγκτής του Ταμείου.
[3] (2) Εάν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, δεσμεύεται να καταβάλλει τακτική χρηματοδότηση.