ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                    (Πολιτική Έφεση Αρ. 48/2016)

 

11 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΟΤΣΑΛΟ ΙΙ ΛΙΜΙΤΕΔ

                                                                                       Εφεσείουσα,

ν.

 

ΧΑΡΗ ΠΑΥΛΗ

Εφεσίβλητου.

..............

 

Σ. Μαργαρώνης, για Λ. Λουκαϊδου Θεοφάνους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Γ. Ζαβρός, για Μιχαλάκη Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη η απαίτηση της Εφεσείουσας εναντίον του Εφεσίβλητου για επιστροφή του καταβληθέντος ποσού των €226,594.27 (ΛΚ132,619.27) το οποίο αντιπροσώπευε προμήθεια για αγοραπωλησίες ακίνητης περιουσίας οι οποίες ματαιώθηκαν και το οποίο, κατ'  ισχυρισμό της Εφεσείουσας, είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους όπως επιστραφεί σε περίπτωση ματαίωσης των συναλλαγών, καθώς επίσης για αποζημιώσεις λόγω αντισυμβατικής και ή παράνομης συμπεριφοράς και ή δόλου και ή ψευδών παραστάσεων.

Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι η Εφεσείουσα ήταν εταιρεία η οποία ασχολείτο με την ανάπτυξη γης και την πώληση ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο. Ο Εφεσίβλητος ήταν αδειούχος κτηματομεσίτης. Το 2004, στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, η Εφεσείουσα αγόρασε γη στην ’ρμου της Πάφου όπου θα έκτιζε συγκρότημα αποτελούμενο από 74 στούντιο. Ο Εφεσίβλητος βρήκε αγοραστές για τα 53 από αυτά, για τα οποία υπεγράφησαν αγοραπωλητήρια έγγραφα μεταξύ τους και της Εφεσείουσας. Για κάθε αγορά, ο Εφεσίβλητος έλαβε προμήθεια προς 7% επί της τιμής πώλησης και εισέπραξε το 30% αυτής ως προκαταβολή το οποίο κατέβαλε στην Εφεσείουσα. Η αίτηση για την έκδοση πολεοδομικής άδειας για το συγκρότημα απερρίφθη από το Τμήμα Πολεοδομίας, με αποτέλεσμα την ακύρωση από την Εφεσείουσα όλων των προαναφερόμενων συμβολαίων και την επιστροφή του ποσού της καταβολής σε έκαστο των αγοραστών.

Αποτέλεσε ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι ο Εφεσίβλητος παρουσιάστηκε σε αυτή ως ειδικός για την ανάπτυξη γης, ότι αυτός την παρότρυνε να αγοράσει τη γη στην ’ρμου και ότι αυτός είχε αναλάβει την έκδοση της πολεοδομικής άδειας. Σύμφωνα με την Εφεσείουσα, καταρτίστηκε προφορική συμφωνία μεταξύ τους πως για κάθε αγορά ο ίδιος θα λάμβανε προμήθεια προς 7% της τιμής πώλησης και πως ο ίδιος θα εξασφάλιζε την πολεοδομική άδεια. Μάλιστα ο ίδιος διαβεβαίωσε την Εφεσείουσα ότι θα εκδίδετο η σχετική άδεια, εξού και η Εφεσείουσα προχώρησε στην πώληση των διαμερισμάτων με βάση τα σχέδια και στη σύναψη των σχετικών συμβολαίων. Σύμφωνα πάντα με την Εφεσείουσα, είχε επίσης συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση μη έκδοσης της πολεοδομικής άδειας, η Εφεσείουσα θα επέστρεφε το ποσό της προκαταβολής στον κάθε αγοραστή και ο Εφεσίβλητος θα της επέστρεφε το ποσό της προμήθειας του. Η Εφεσείουσα τήρησε τα συμφωνηθέντα, καθότι με την απόρριψη της αίτησης για την πολεοδομική άδεια ακύρωσε τα συμβόλαια και επέστρεψε την προκαταβολή στον κάθε αγοραστή, ενώ ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε να συμμορφωθεί και δεν επέστρεψε την προμήθεια του. Εξού και η Εφεσείουσα ήγειρε την αγωγή αξιώνοντας το ποσό της προμήθειας και αποζημιώσεις.

Ο Εφεσίβλητος με τη σειρά του αρνήθηκε την εκδοχή της Εφεσείουσας και ισχυρίστηκε ότι προσεγγίστηκε από την Εφεσείουσα η οποία γνώριζε τη φήμη και το καλό του όνομα λόγω προηγούμενης συνεργασίας τους και του ανέφερε πως είχε αγοράσει γη στην ’ρμου και επιθυμούσε να συνεργαστούν για να εξεύρει αγοραστές για το συγκρότημα το οποίο θα έκτιζε εκεί. Ο ίδιος επικαλέστηκε πως η μόνη συμφωνία στην οποία προέβησαν ήταν όπως για κάθε αγορά η Εφεσείουσα θα του κατέβαλλε ποσό προς 7% της τιμής πώλησης ως προμήθεια και πως ουδέποτε συμφωνήθηκε η επιστροφή αυτής, ούτε και ανέλαβε την έκδοση της πολεοδομικής άδειας καθότι κάτι τέτοιο δεν ενέπιπτε ούτε στην ιδιότητα ούτε στην αρμοδιότητα του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσείουσας ως μη αξιόπιστη και δέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου. Επομένως, κατέληξε στα γεγονότα όπως αυτά είχαν αναφερθεί από τον Εφεσίβλητο και απέρριψε την αξίωση της Εφεσείουσας.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρα της Εφεσείουσας (ΜΕ1). Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του Εφεσίβλητου να εισπράξει την προμήθεια. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι η υπό κρίση απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, με παραπομπή στην αιτιολογία των δύο πρώτων λόγων έφεσης.

Έχει επανειλημμένα τονισθεί πως το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αξιοπιστίας των μαρτύρων, το οποίο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση να το πράξει εφόσον αυτό παρακολουθεί τους μάρτυρες ζωντανά στη δίκη. Το Εφετείο επεμβαίνει στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων όταν αυτά, αντικειμενικά ιδωμένα, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ v. Mikeilov, Πολ. Έφ. Αρ. 173/12, ημερ. 28.9.2018 και S. K. Master Developments Ltd v. Κυρατζή κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/15, ημερ. 22.6.2023. Στην υπόθεση Ellinas Finance Public Company Ltd v. Χατζηιωάννου κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 238/20134 ημερ. 20.12.2022 λέχθηκαν τα εξής:

«Αποτελεί διακηρυγμένη αρχή από την σταθερή προσέγγιση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται πρωτίστως στο εκδικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να παρακολουθήσει τον τρόπο με τον οποίο κατέθεσαν και την όλη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια αλλά και τη βάσανο της αντεξέτασης. Τα πρωτόδικα Δικαστήρια διατηρούν το πλεονέκτημα ότι ζουν την ατμόσφαιρα της δίκης. Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία. Η επέμβαση επίσης επί του θέματος της αξιοπιστίας χωρεί μόνο εφόσον πρόκειται για τω όντι αμφισβητούμενα θέματα που είναι επίδικα (Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 676, Μασσιούρας ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 77/16, ημερ. 12.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:B143, Χρίστου ν. Γεωργίου, Πολ. Έφ. 158/13, ημερ. 26.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A403, Π. Κλεοβούλου ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Κ. Ιωαννίδη ν. Ρ. Τσελέντη κ.α., Πολ. Έφ. 247/09, ημερ. 7.12.2022).

Δυνατότητα ανατροπής αξιοπιστίας μάρτυρα υπάρχει όταν ευρήματα είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα» (Ludwing Bauer v. Διογένης Ηροδότου & Υιοι Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 325)

 

          Η έφεση δεν αποτελεί μια νέα ευκαιρία για επανεκτίμηση της μαρτυρίας από το Εφετείο. Δεν είναι έργο του Εφετείου να εξετάσει μέρος της μαρτυρίας για να διαπιστώσει σφάλματα ή παραλείψεις και στη βάση αυτή να εξαγάγει συμπεράσματα. Το πρωτόδικο έργο κρίνεται σφαιρικά. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ξιούρος ν. Κωνσταντίνου, Πολ. Έφεση Αρ. 7/2016, 5.12.2019, ECLI:CY:DOD:2019:17,  Γεωργίου κ.ά. ν. Wideson Bros, Πολ. Έφεση Αρ.269/13, ημερ. 30.4.2020), ECLI:CY:AD:2020:A132 και Τσαγκαρίδης v. Αντωνίου, Πολ. Έφεση Αρ. 40/2018, ημερ. 20.10.2021, ECLI:CY:DOD:2021:26.

Η Εφεσείουσα εντοπίζει συγκεκριμένα σημεία της πρωτόδικης απόφασης από τα οποία εισηγείται ότι φαίνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε και δεν δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ1. Με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές, θα προβούμε στην εξέταση των εν λόγω σημείων, όχι μεμονωμένα και αποσπασματικά αλλά υπό το φως του συνόλου τόσο της μαρτυρίας όσο και των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

          Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην καθυστέρηση των δύο ετών για την καταχώριση της υπό κρίση Αγωγής και απέρριψε ως μη αξιόπιστη την εκδοχή του ΜΕ1 αγνοώντας την επεξήγηση με την οποία δικαιολόγησε πλήρως αυτή την καθυστέρηση.

          Είναι γεγονός ότι ενώ τα επίδικα γεγονότα φέρονται να έλαβαν χώρα εντός του 2005 και 2006 η Αγωγή καταχωρίστηκε με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο στις 29.7.2008. Επί τούτου, στην αρχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ως εισαγωγή, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο χρόνος καταχώρισης της Αγωγής «δεν φαίνεται να έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία» αλλά απλώς αναδεικνύεται το στοιχείο της καθυστέρησης «δίχως παράλληλα το στοιχείο αυτό - από μόνο του - να προσμετρά καθοριστικά ως προς το κατά πόσο η αξίωση της εναντίον του εναγομένου είναι όντων βάσιμη». Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως παραγνώρισε την εξήγηση που ο ΜΕ1 έδωσε για αυτή την καθυστέρηση. Αντιθέτως, έκρινε πως η απάντηση του ΜΕ1 πως προσπαθούσε να βρεθεί μια λύση δεν ήταν πειστική. Μάλιστα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να επεξηγήσει αυτή του τη διαπίστωση, λέγοντας πως η αναφορά του ΜΕ1 σε νέα συμφωνία του 2007 δεν αναφέρθηκε κατά την κυρίως εξέταση του παρά μόνο κατά την αντεξέταση του, στοιχείο το οποίο μειώνει και την αξιοπιστία του ισχυρισμού του πως αυτή, δηλαδή η ανεύρεση νέων πελατών και ο συμψηφισμός της νέας προμήθειας με την προμήθεια που είχε ήδη εισπράξει, ήταν μια λύση την οποία ο ίδιος ο Εφεσίβλητος πρότεινε. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε πως θα αναμενόταν μια τέτοια διευθέτηση να αναφερόταν επί της συμφωνίας, ενώ το σχετικό τεκμήριο δεν υποδείχθηκε στον ΜΕ1 έτσι ώστε να παρεχόταν η δυνατότητα σύνδεσης με τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου.

          Όπως διαφαίνεται από τα πιο πάνω, η πρώτη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την πάροδο δύο ετών πριν την καταχώριση της Αγωγής ήταν ένα εισαγωγικό σχόλιο, το οποίο απέληγε στο ότι ο χρόνος καταχώρισης αφ΄ ευατού δεν επηρέαζε το βάσιμο της αξίωσης της Εφεσείουσας. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με αυτό το σκέλος της μαρτυρίας του ΜΕ1, εφόσον ο ίδιος ερωτήθηκε επί τούτου κατά την αντεξέταση του και το οποίο έτυχε επαρκούς εξέτασης από το Δικαστήριο το οποίο για τους λόγους που εξήγησε δεν δέχθηκε ως αξιόπιστη τη θέση της Εφεσείουσας για την καθυστέρηση των δύο ετών στην καταχώριση της Αγωγής. Βασικά το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα στο ορθό πλαίσιο, χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε αντίφαση ή ασάφεια επί τούτου.

          Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη τη μερική διαφοροποίηση της γενικής οπισθογράφησης σε σύγκριση με την έκθεση απαίτησης ως στοιχείο που επηρεάζει τη αξιοπιστία της εκδοχής της, καθότι αυτό το ζήτημα δεν ηγέρθη στο πλαίσιο της δίκης και εν πάση περιπτώσει η μερική αλλαγή της γενικής οπισθογράφησης στην έκθεση απαίτησης είναι επιτρεπτή με βάση τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας.

          Μια προσεκτική ανάγνωση των παραγράφων στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στο ζήτημα καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε πως αυτό δεν ηγέρθη και δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντιδικίας μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς επίσης τη δυνατότητα μερικής αλλαγής της γενικής οπισθογράφησης με την καταχώριση της έκθεσης απαίτησης και παρέπεμψε σε σχετικό σύγγραμμα επί τούτου. Επιπλέον, διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με τη δικονομική πτυχή του ζητήματος και δεν στηρίχθηκε στη μερική αυτή αλλαγή αφ'  εαυτή για να κρίνει την αξιοπιστία της Εφεσείουσας. Εκείνο το οποίο ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ουσιαστικά ότι η εκδοχή της Εφεσείουσας, όπως αναδεικνυόταν τόσο μέσα από τα δικόγραφα της και την τελική διατύπωση της απαίτησης της, όσο και μέσα από τη μαρτυρία που πρόσφερε προς απόδειξη αυτής ήταν μια «σαφή ένδειξη της έλλειψης γνησιότητας της εκδοχής της».

          Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη πως η παραδοχή του Εφεσίβλητου κατά τη μαρτυρία του ότι έλαβε προμήθεια προς 7% βρισκόταν σε αντίφαση με την άρνηση λήψης προμήθειας στο δικόγραφο της υπεράσπισης του. Σύμφωνα με την Εφεσείουσα, αυτό ήταν αρκετό για να κριθεί ο Εφεσίβλητος ως αναξιόπιστος μάρτυρας.

Η Εφεσείουσα παραπέμπει μόνο στην παρ. 44 της προσβαλλόμενης απόφασης στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο θέμα της άρνησης και απόρριψης από τον Εφεσίβλητο του ισχυρισμού ως προς την είσπραξη ποσών χρημάτων ως προμήθεια από τους προτιθέμενους αγοραστές το οποίο δεν υποστήριξε με τη μαρτυρία του. Αγνοεί όμως την παράγραφο 125 της απόφασης στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε ότι η προγενέστερη αναφορά του επί του ζητήματος ήταν «περισσότερο ως θέμα αοριστίας παρά ως μία σαφής ύπαρξη αντιφατικότητας», καθότι τελικώς η πλευρά της Εφεσείουσας δεν έφερε ένσταση στην κατάθεση αυτού του σκέλους της μαρτυρίας και διεφάνη πως ο ισχυρισμός του Εφεσίβλητου στην υπεράσπιση του αφορούσε την είσπραξη προμήθειας από τους αγοραστές και όχι την προμήθεια που έλαβε από την Εφεσείουσα για την εξεύρεση των αγοραστών. Επομένως, το ζήτημα έτυχε αντιμετώπισης στην ορθή του βάση από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο ΜΕ1 ήταν αντιφατικός ως προς τη συνεργασία της Εφεσείουσας με τον Εφεσίβλητο επειδή δεν απεκάλυψε εξαρχής την προγενέστερη συνεργασία τους το 2003, κρίνεται αβάσιμος. Και τούτο, καθότι ο ΜΕ1 ουδόλως αναφέρθηκε στην προγενέστερη συνεργασία τους και προσπάθησε να παρουσιάσει ότι πρώτη φορά γνώρισε τον Εφεσίβλητο ο οποίος του συστήθηκε ως ειδικός σε θέματα ανάπτυξης γης. Αυτή η στάση του ΜΕ1 εύλογα και ορθά οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατάληξη του πως «ασφαλώς δεν επαυξάνει με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του». Περαιτέρω, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ενώ ο ΜΕ1 αρχικά ανέφερε πως η συνεργασία τους έγινε το 2003, αμέσως μετά αναίρεσε «δίχως οποιοδήποτε δισταγμό» αυτή τη θέση λέγοντας ότι τα δύο συγκροτήματα έγιναν την ίδια χρονική περίοδο, κατά το 2004.

Αβάσιμη κρίνεται και η εισήγηση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εκδοχή της Εφεσείουσας ότι αγόρασε την γη στην ’ρμου κατόπιν παρότρυνσης και υπόδειξης του Εφεσίβλητου. Αυτό το ζήτημα καλύπτεται με επάρκεια στην πρωτόδικη απόφαση, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς του ΜΕ1 στην έκθεση απαίτησης και στη γραπτή του δήλωση (η οποία αποτέλεσε την κυρίως εξέταση του) όπου αναφέρεται πως ο Εφεσίβλητος παρότρυνε την Εφεσείουσα να εξεύρει γη στην ’ρμου και στη μεταγενέστερη διαφοροποίηση της θέσης του πως η Εφεσείουσα βρήκε μόνη της τη γη και μετά πήρε εκεί τον Εφεσίβλητο για να τη δει και το μόνο που ο Εφεσίβλητος του είπε ήταν ότι είχε πελάτες που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν διαμερίσματα στην ’ρμου και αν η Εφεσείουσα έβρισκε τεμάχιο εκεί, αυτός θα τους βοηθούσε στην ανεύρεση αγοραστών.

Και πάλι η Εφεσείουσα απομόνωσε σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης προς υποστήριξη της θέσης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τον ισχυρισμό του ΜΕ1 πως ο Εφεσίβλητος του είχε αναφέρει ότι γνώριζε τον Διευθυντή της Πολεοδομίας και θα τακτοποιούσε την εξασφάλιση της πολεοδομικής άδειας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενέστερα με αυτό το ζήτημα, παραπέμποντας στο σύνολο της μαρτυρίας επί τούτου, αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους ο ΜΕ1 «ήταν ασαφής και αόριστος» επί αυτού και δεν έδωσε λογική και πειστική μαρτυρία ενώ ο Εφεσίβλητος παρουσίασε μια ολοκληρωμένη και λογική εκδοχή.

Και επί της μη αποδοχής της μαρτυρίας του ΜΕ1 ότι η Εφεσείουσα δεν συμβουλεύτηκε δικηγόρο στο πλαίσιο της συνεργασίας της με τον Εφεσίβλητο, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή ανάλυση και αξιολόγησε κάθε πτυχή αυτής της μαρτυρίας, για να καταλήξει ότι αυτή χαρακτηριζόταν από υπερβολή και μη πειστικότητα. Η αναφορά του Εφεσίβλητου ότι υπολόγιζε πως η Εφεσείουσα εκπροσωπείτο από δικηγόρο η οποία ήταν σύζυγος ενός των διευθυντών της ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον επρόκειτο για μια απλή πεποίθηση του εν λόγω μάρτυρος και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε μόνο με τη μαρτυρία του ΜΕ1 επί τούτου.

Ούτε και επί της απόρριψης της εκδοχής του ΜΕ1 για κατ'  ισχυρισμό συμφωνία για επιστροφή από τον Εφεσίβλητο της προμήθειας προς την Εφεσείουσα θεωρούμε ότι έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντιθέτως, ασχολήθηκε σχολαστικά με αυτό, παραπέμποντας και σε τεκμήρια τα οποία καταδείκνυαν την έλλειψη λογικής και κατ'  επέκταση αξιοπιστίας σε αυτό το μέρος της εκδοχής της Εφεσείουσας, η οποία αφορούσε κυρίως το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να εισπράττει και καταβάλλει ΦΠΑ, επομένως δεν ήταν λογικό να συμφωνήσει να επιστρέψει την προμήθεια του για τις δικές του ενέργειες εξεύρεσης αγοραστών.

Τέλος, η εισήγηση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε πως ο Εφεσίβλητος δεν ενεργούσε ως ειδικός σύμβουλος δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία στην οποία παραπέμπει η Εφεσείουσα και συγκεκριμένα στη στενή σχέση του Εφεσίβλητου με την ανάπτυξη, στην υλοποίηση αυτής υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του και γενικά στον ουσιαστικό ρόλο τους στην ανάπτυξη. Αυτά τα ζητήματα απασχόλησαν ενδελεχώς το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ασχολήθηκε με την κάθε πτυχή της τεθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, αντιπαραβάλλοντας τις θέσεις του μάρτυρα της κάθε πλευράς και προβαίνοντας σε εύλογα και βάσιμα συμπεράσματα. Κρίνουμε ότι η απόφαση περιλαμβάνει ανάλυση της μαρτυρίας υπό των φως των επίδικων θεμάτων και της δικογραφίας, αντιπαραβολή των διιστάμενων θέσεων και καταγραφή με σαφήνεια της αξιολόγησης και των ανάλογων ευρημάτων, δίδοντας πειστικούς λόγους προς τούτο. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Αργυρίδης v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφεση Αρ. 56/2012, ημερ. 6.2.2018, Αλλαντοποιεία Πίττας Ξενοφώντος Λτδ v. Θεοφάνους (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1133, Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α.Ν. Στασής Εστέϊτς Κο Λτδ (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 916 και Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996.

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος δικαιούτο στην είσπραξη προμήθειας.

Κατ'  αρχάς παρατηρούμε ότι με αυτόν τον λόγο η Εφεσείουσα στηρίζει την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση των γεγονότων όπως τα παρουσίασε η Εφεσείουσα. Από τη στιγμή που ο πρώτος λόγος έφεσης κρίθηκε αβάσιμος, τότε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Εφεσίβλητου αποτελούν τη βάση για τη νομική προσέγγιση του Δικαστηρίου.

Επομένως, η επίδικη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν όπως ο Εφεσίβλητος ενεργήσει ως κτηματομεσίτης για την εξεύρεση αγοραστών για το συγκρότημα 74 διαμερισμάτων στην ’ρμου το οποίο η Εφεσείουσα σκόπευε να κτίσει αφού είχε ήδη αγοράσει τη γη και εφόσον λάμβανε την πολεοδομική άδεια, έναντι της συμφωνηθείσας προμήθειας προς 7% της τιμής πώλησης εκάστου διαμερίσματος. Συνολικά ο Εφεσίβλητος βρήκε 53 αγοραστές οι οποίοι υπέγραψαν αγοραπωλητήρια συμβόλαια με την Εφεσείουσα η οποία πλήρωσε στην Εφεσίβλητο τη συμφωνηθείσα προμήθεια του, στο συνολικό ποσό των €226,594.27 (ΛΚ132,619.27).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 19(2) του τότε εν ισχύι περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 2004, το οποίο προνοεί για το δικαίωμα εγγεγραμμένου και αδειούχου κτηματομεσίτη, ως ήταν ο Εφεσίβλητος, να αξιώσει και εισπράξει την καθορισμένη προμήθεια για οποιαδήποτε κτηματική συναλλαγή μεσολαβεί, εκτός να ήθελε συμφωνηθεί διαφορετικά. Ο όρος «κτηματική συναλλαγή» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 ως «κάθε συναλλαγή για τη σύναψη συ΅φωνίας για πώληση, αγορά, ανταλλαγή ή ΅ίσθωση ακινήτου πέραν του ενός ΅ηνός .».

Με βάση τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τηρούντο οι προϋποθέσεις ούτως ώστε για κάθε υπογραφή συμφωνίας αγοράς διαμερίσματος ο Εφεσίβλητος να δικαιούτο να εισπράξει την συμφωνηθείσα προμήθεια, χωρίς οποιαδήποτε συμφωνία περί επιστροφής του ποσού σε οποιαδήποτε περίπτωση ή ανάληψης εξασφάλισης της πολεοδομικής άδειας.

Επομένως δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση. Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Η αποτυχία των δύο πρώτων λόγων έφεσης οδηγεί δίχως άλλο και στην απόρριψη του τρίτου λόγου έφεσης ο οποίος βασικά ενσωμάτωνε στους δύο πρώτους λόγους έφεσης.

Η Έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

Τα έξοδα της Έφεσης που ανέρχονται στις €4.500 επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

         

 

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο