ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
26 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. E392/2016)
(σχ. με Ε393/2016)
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ν.
1. LOIZOS IORDANOU CONSTRUCTIONS LTD,
2. ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Χ.Π.Θ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΛΤΔ
& LOIZOS IORDANOU CONSTRUCTIONS LTD
JOINT VENTURE,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων.
___________________________________________________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. E393/2016)
(σχ. με Ε392/2016)
1. LOIZOS IORDANOU CONSTRUCTIONS LTD,
2. ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Χ.Π.Θ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ
& LOIZOS IORDANOU CONSTRUCTION LTD J.V.
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων.
Δ. Κρονίδης με Ν. Κουκουμά (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες στην Ε392/2016 και Εφεσίβλητους στην Ε393/2016.
Κ. Γεωργιάδης για Chrysses Demetriades & Co. LLC, για τους Εφεσίβλητους 1 στην Ε392/2016 και Εφεσείοντες 1 στην Ε393/2016.
Μ. Κυριακίδης για Μάριος Ι. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 2 στην Ε392/2016 και Εφεσείοντες 2 στην Ε393/2016.
___________________________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
___________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της Πολιτικής Έφεσης με αρ. Ε392/2016, η οποία καταχωρίστηκε στις 2/11/2016, είναι η ορθότητα της Ενδιάμεσης Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής υπ' αρ. 124/2015 στις 19/10/2016, με την οποία απερρίφθη η Αίτηση των Εφεσειόντων/Εναγομένων, που είναι το Συμβούλιο Αποχετεύσεως Πάφου (ΣΑΠΑ), για παραμερισμό της διαδικασίας της Αγωγής εναντίον τους.
Εφεσίβλητοι στην ως άνω Έφεση που καταχωρήθηκε από το ΣΑΠΑ είναι η Εταιρεία Loizos Iordanou Constructions Ltd, ως Εφεσίβλητη αρ. 1 και, ως Εφεσίβλητη αρ. 2, η Κοινοπραξία (Joint Venture) υπό τη μορφή Ομόρρυθμου Συνεταιρισμού του οποίου Συνέταιροι είναι η Εφεσίβλητη αρ. 1 και η Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ.
Κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία καταχωρίστηκε και η Πολιτική Έφεση αρ. Ε393/2016 από μέρους της Κοινοπραξίας (Joint Venture) με αντικείμενο την ορθότητα της πιο πάνω αναφερόμενης πρωτόδικης Απόφασης. Όπως είχαμε επισημάνει και στην Απόφαση μας ημερ. 1/11/2023, ως διάδικοι σε αυτή, εμφανίζονται τα νομικά πρόσωπα που καταγράφονται στην όψη του Κλητηρίου Εντάλματος στην Αγωγή υπ' αρ. 124/2015 και στην Ειδοποίηση Έφεσης της Πολιτικής Έφεσης αρ. Ε392/2016. Τα ονόματα των πραγματικών Εφεσειόντων, δεν εμφανίζονται στον τίτλο της εν λόγω Ειδοποίησης Έφεσης.
Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνεται αναγκαία, για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης της ουσίας της επίδικης διαφοράς και των όσων έπονται, η παράθεση των πιο κάτω μη αμφισβητούμενων γεγονότων όπως αυτά προέκυψαν από τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η Εφεσίβλητη αρ. 2 στην Ε392/2016 είναι Κοινοπραξία (Joint Venture) υπό τη μορφή Ομόρρυθμου Συνεταιρισμού του οποίου Συνέταιροι είναι η Εφεσίβλητη αρ. 1 και η Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ.
Οι Εφεσείοντες στην Ε392/2016 προκήρυξαν δημόσιο διαγωνισμό για την εκτέλεση έργου κατασκευής λυμάτων και ομβρίων, αντλιοστασίων και συναφών εργασιών Β φάσης του αποχετευτικού συστήματος Πάφου. Η Εφεσίβλητη αρ. 2 υπέβαλε προσφορά και στη συνέχεια κατακυρώθηκε σε αυτήν η εκτέλεση του έργου. Η σχετική Σύμβαση υπεγράφη μεταξύ των Εφεσειόντων και της Εφεσίβλητης αρ. 2 στις 5/12/2008.
Οι δύο Συνέταιροι στο Συνεταιρισμό συμφώνησαν στη μεταξύ τους συμφωνία ημερ. 3/3/2008, τη λεγόμενη Pre-Bid Joint Venture Agreement ότι η Εφεσίβλητη αρ. 1 θα είχε την εξουσιοδότηση, εφόσον θα τους κατακυρώνετο η προσφορά, να δημιουργεί υποχρεώσεις και να δέχεται οδηγίες προς όφελος και για λογαριασμό και των δύο Συνεταίρων της Κοινοπραξίας και ότι η ολοκληρωτική εκτέλεση του Συμβολαίου, περιλαμβανομένων και των πληρωμών, θα γινόταν αποκλειστικά με την Εφεσίβλητη αρ. 1 η οποία χαρακτηρίσθηκε ως Partner in Charge ή The Lead Partner. Υπεγράφη, επίσης, και μνημόνιο συναντίληψης (Memorandum of Understanding) ιδίας ημερομηνίας με βάση το οποίο η Εφεσίβλητη αρ. 1 καθορίστηκε να είναι ο Leading Partner.
Τόσο η Προσφορά των Συνεταίρων της Κοινοπραξίας προς τους Εφεσείοντες όσο και η Συμφωνία μεταξύ των Εφεσειόντων και των Συνεταίρων της Κοινοπραξίας ημερ. 5/12/2008 υπεγράφησαν για λογαριασμό του Συνεταιρισμού από το Λοΐζο Ιορδάνους, ως εκπροσώπου της Εφεσίβλητης αρ. 1, την οποία ο έτερος Συνέταιρος στο Συνεταιρισμό, ήτοι η Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ, αποδέχθηκε ως Lead Partner ή Partner in Charge.
Μεταξύ των δύο Εταιρειών που συμμετείχαν στην Κοινοπραξία δημιουργήθηκαν προστριβές και διαφωνίες, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ να εγκαταλείψει το εργοτάξιο το Μάιο του 2010 και να μην συμμετέχει στην εκτέλεση του έργου.
Ο Χαράλαμπος Αλεξάνδρου δεν συνυπόγραφε μαζί με το Λοΐζο Ιορδάνους τις επιταγές της Κοινοπραξίας για κάλυψη των εξόδων. Τα πιο πάνω οδήγησαν σε διαφοροποίηση του τρόπου πληρωμής. Δεδομένης δε της αποχώρησης της Εργοληπτικής Εταιρείας Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ από το έργο, το οποίο συνέχιζε από μόνη της η Εφεσίβλητη αρ. 1 με δικούς της πόρους, χωρίς, όμως, να μπορεί να λαμβάνει αμοιβή διότι οι πληρωμές εγίνοντο στο λογαριασμό της Κοινοπραξίας, επήλθε συμφωνία τον Οκτώβριο του 2010 με την οποία οι Εφεσείοντες συμφώνησαν όπως οι πληρωμές για τα μελλοντικά ενδιάμεσα πιστοποιητικά που θα εκδίδονταν από το σύμβουλο μηχανικό του έργου να γίνονταν προς την Εφεσίβλητη αρ. 1. Η τελευταία, μετά από απαίτηση των Εφεσειόντων, προκάλεσε την τράπεζα της (Τράπεζα Κύπρου) να εκδώσει προς όφελος των Εφεσειόντων τραπεζιτική εγγυητική επιστολή για ποσό €2.000.000. Σκοπός της εγγυητικής επιστολής ήταν να καλύψει τους Εφεσείοντες έναντι αξιώσεων που ενδεχομένως η Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ θα ήγειρε με επιτυχία εναντίον τους για ζημιές που θα υφίστατο συνεπεία της απόφασης τους για καταβολή των ποσών των διατακτικών προς την Εφεσίβλητη αρ. 1.
Η Εφεσίβλητη αρ. 1, ενόψει της ανωτέρω Συμφωνίας της με τους Εφεσείοντες, συνέχισε την εκτέλεση του έργου χωρίς τη συμμετοχή της Εργοληπτικής Εταιρείας Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ και οι Εφεσείοντες της κατέβαλαν διάφορα ποσά. Η ουσία της Αγωγής υπ' αρ. 124/2015, στην οποία Ενάγουσες είναι η Εφεσίβλητη αρ. 1 ως Ενάγουσα αρ. 1 και η Εφεσίβλητη αρ. 2 Κοινοπραξία ως Ενάγουσα αρ. 2, αφορά σε απαίτηση των Εφεσιβλήτων εναντίον των Εφεσειόντων ύψους €2.780.453,65 ως υπόλοιπο αξίας εκτελεσθέντων εργασιών επί τη βάσει της Συμφωνίας της Εφεσίβλητης αρ. 2 με τους Εφεσείοντες, ημερ. 5/12/2008.
Το ερώτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της Αίτησης των Εφεσειόντων για παραμερισμό του Κλητηρίου Εντάλματος ήταν το κατά πόσο η Εφεσίβλητη αρ. 1, Ομόρρυθμος Συνέταιρος στην Εφεσίβλητη αρ. 2 Κοινοπραξία, νομιμοποιείτο από μόνη της να εγείρει την πιο πάνω Αγωγή για λογαριασμό της Εφεσίβλητης αρ. 2 Κοινοπραξίας. Η απάντηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο εν λόγω ερώτημα ήταν καταφατική.
Το ζήτημα που από το στάδιο της προδικασίας τέθηκε από το Εφετείο προς εξέταση και επίλυση ήταν αυτό της εκπροσώπησης των Εφεσειόντων στην Πολιτική Έφεση αρ. Ε393/2016, ήτοι της Κοινοπραξίας, εφόσον για αυτούς εμφανίστηκε δικηγορική Εταιρεία άλλη από αυτή που εκπροσωπεί την Κοινοπραξία, Εφεσίβλητη αρ. 2 στην Πολιτική Έφεση με αρ. Ε392/2016.
Το σίγουρο είναι ότι στην απουσία λήψης του κατάλληλου δικονομικού διαβήματος δεν μπορεί ενώπιον μας να υπάρχουν δύο Εφέσεις στις οποίες στη μια η Κοινοπραξία, υπό την ιδιότητα της Εφεσίβλητης αρ. 2, εκπροσωπείται από μία δικηγορική Εταιρεία και στην άλλη, η ίδια οντότητα υπό την ιδιότητα των Εφεσειόντων εκπροσωπείται από άλλη δικηγορική Εταιρεία όπου, μάλιστα, στη δεύτερη Έφεση, την υπ' αρ. Ε393/2016, η στόχευση, εξ΄ ονόματος της Κοινοπραξίας, είναι παντελώς διαφορετική απ' εκείνη στην Πολιτική Έφεση με αρ. Ε392/2016 εφόσον με αυτή, (δηλ. την Έφεση υπ' αρ. Ε393/2016), προσβάλλει την πρωτόδικη Απόφαση στην οποία η Κοινοπραξία ήταν επιτυχόν διάδικος. Η εξέλιξη αυτή είναι προδήλως προβληματική εφόσον, όπως προκύπτει, η διαφορετική αντιπροσώπευση της Κοινοπραξίας απολήγει στην προώθηση αντίθετων και αντικρουόμενων θέσεων ως προς το κύριο ζήτημα που εγείρεται και αφορά στη νομιμοποίηση της Εφεσίβλητης αρ. 1 να προωθεί αγωγή και να αξιώνει από το ΣΑΠΑ ποσά για εκτελεσθείσες εργασίες στο πλαίσιο του Έργου που ανέλαβε η Εφεσίβλητη αρ. 2.
Αρκεί να υποδείξουμε ότι το ζήτημα της εξουσιοδότησης ενός δικηγόρου να ενεργεί για κάποιο διάδικο μπορεί να αμφισβητηθεί με την καταχώρηση ξεχωριστής επί τούτου αίτησης (βλ. Demetriou v. Lloyd' s Underwriters (1982) C.L.R. 711). Ως υποδεικνύεται στην Αγγλική Δικαστηριακή Πρακτική (Annual Practice) του 1958, στις σελ. 183 - 184 υπό τον τίτλο "Unauthorised Appearance":
"If a solicitor appears for a defendant without his knowledge or authority, the defendant has a clear right to have the appearance vacated (Re Gray; Gray v. Coles [1891], 65 L.T. 743, in that case on motion; in Yonge v. Toynbee, [1910] 1 K.B. 215, C.A., and The Neptune, [1919] P. 21, on summons; in Simmons v. Liberal Opinion', [1911] 1 K.B. p. 968, on application in Court at conclusion of trial). The plaintiff too may apply to strike out the appearance (see Yonge v. Toynbee, supra; Porter v. Fraser [1912] 29 T.L.R. 91)."
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ενώπιον μας δεν έχει τεθεί να έχει οποτεδήποτε και με το δέοντα δικονομικό τρόπο αμφισβητηθεί πρωτοδίκως η εξουσιοδότηση, για σκοπούς νομικής εκπροσώπησης, της Κοινοπραξίας προς τη συγκεκριμένη δικηγορική Εταιρεία που την εκπροσώπησε πρωτοδίκως, στο πλαίσιο της Αγωγής υπ' αρ. 124/2015 και η οποία συνεχίζει, όπως προκύπτει, να την εκπροσωπεί και στην Πολιτική Έφεση με αρ. Ε392/2016, δεν δύναται, στο παρόν στάδιο, τέτοιο ζήτημα να απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Των πιο πάνω λεχθέντων η Πολιτική Έφεση αρ. Ε393/2016 δεν μπορεί να προωθηθεί και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται. Ενόψει του λόγου απόρριψης της εν λόγω Έφεσης δεν κρίνεται σκόπιμο να εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.
Προχωρούμε στην εξέταση των Λόγων Έφεσης στην Πολιτική Έφεση αρ. Ε392/2016.
Με τρεις Λόγους Έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη Απόφαση.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη αρ. 1, Ομόρρυθμος Συνέταιρος στην Εφεσίβλητη αρ. 2 Κοινοπραξία και/ή Ομόρρυθμο Εταιρεία και/ή Συνεταιρισμό, νομιμοποιείτο από μόνη της να εξουσιοδοτήσει δικηγόρο προς έγερση και/ή καταχώρηση της παρούσας Αγωγής για λογαριασμό της και/ή για λογαριασμό του εν λόγω Συνεταιρισμού και ότι λανθασμένα εφάρμοσε, επί τούτου, τις αρχές της ισχύουσας Νομολογίας και/ή των σχετικών διατάξεων του περί Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ. 116, στα πραγματικά γεγονότα και/ή περιστάσεις της υπόθεσης.
Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε και/ή δεν έλαβε καθόλου υπόψιν του το περιεχόμενο των εκκρεμουσών διαδικασιών στις υπ' αρ. Αγωγές 30/2013 (στο εξής «η Αγωγή 1») και 204/2016 (στο εξής «η Αγωγή») μεταξύ των Συνεταίρων του Εφεσίβλητου 2 Συνεταιρισμού και λανθασμένα δεν προχώρησε στον παραμερισμό και/ή διαγραφή και/ή αναστολή της διαδικασίας στην αγωγή στη βάση λήψης παράλληλων και/ή πολλαπλών ένδικων μέσων και/ή λόγω κατάχρησης της διαδικασίας και/ή καταχώρησης της αγωγής πρόωρα.
Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και ορθά αναγνώρισε και/ή αποφάνθηκε με αναφορά και/ή παραπομπή στις αρχές της Νομολογίας ότι σε περίπτωση άρνησης ή διαφωνίας συνεταίρου για καταχώρηση αγωγής «τότε εκείνος ο συνέταιρος θα πρέπει να αποζημιωθεί για τα έξοδα στα οποία τυχόν θα υποβληθεί σε περίπτωση αποτυχίας της αγωγής» (σελ. 21, 5η παράγραφος της απόφασης) και ότι «στην περίπτωση που ένας συνέταιρος δεν δίδει τη συγκατάθεση του για έγερση αγωγής στο όνομα του συνεταιρισμού και επίσης αρνείται να αποδεχτεί αποζημίωση για τα έξοδα του, τότε θα πρέπει να προστεθεί ως συνεναγόμενος» (σελ. 22, 2η παράγραφος της απόφασης), ακολούθως λανθασμένα και/ή αντιφατικά υπό το σύνολο των πραγματικών γεγονότων έκρινε και/ή διαπίστωσε ότι, «Έχοντας υπόψη ότι ο έτερος ομόρρυθμος έταιρος δεν φέρεται να ενίσταται στην έγερση αξίωσης για είσπραξη ποσών προς όφελος του συνεταιρισμού δεν εμποδίζει την Ενάγουσα 1 να εγείρει αγωγή».
Λόγω της συνάφειας τους ο 1ος και ο 2ος Λόγος Έφεσης θα εξετασθούν μαζί.
Κύρια βάση προς το σκοπό προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης από μέρους των Εφεσειόντων αποτέλεσε το γεγονός ότι στη σχετική αίτηση για εγγραφή του Συνεταιρισμού της Εφεσίβλητης αρ. 2, που καταχωρήθηκε στις 6/5/2008 στον Έφορο Εταιρειών με το σχετικό Έντυπο Ο/Ε 1, κατονομάζεται ο Χαράλαμπος Θ. Αλεξάνδρου για την Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ ως το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της ομόρρυθμου εταιρείας, να τη διευθύνει και να υπογράφει για αυτήν μετά του ονόματος της από μόνος του.
Στην υπό συζήτηση υπόθεση αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το διοριστήριο του δικηγόρου για την Εφεσίβλητη αρ. 2 υπέγραψε ο Λοΐζος Ιορδάνους ενώ, σύμφωνα με την θέση των Εφεσειόντων, με βάση το έγγραφο σύστασης Συνεταιρισμού της Εφεσίβλητης αρ. 2, ημερ. 6/5/2008, παρέχετο ευρεία εξουσία διαχείρισης των υποθέσεων του Συνεταιρισμού συμπεριλαμβανομένου και του διορισμού δικηγόρου για έγερση αγωγής. Υποστηρίχθηκε, περαιτέρω, ότι οι πρόνοιες του εν λόγω εγγράφου υπερίσχυαν όλων των επιμέρους συμφωνιών που οι συνέταιροι υπέγραψαν, ήτοι το Pre-Bid Joint Venture Agreement και Memorandum of Understanding ημερ. 3/3/2008, αντίστοιχα, και οι οποίες κατατέθηκαν με την προσφορά τους για κατακύρωση του έργου με τις οποίες ο Λοΐζος Ιορδάνους καθορίζετο ως Leading Partner.
Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό ότι η Εφεσίβλητη αρ. 2 ενεγράφη ομόρρυθμος εταιρεία αφού απεστάλη στον Έφορο το σχετικό Έντυπο Ο/Ε 1, ημερ. 6/5/2008.
Ο περί Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος, Κεφ. 116, προνοεί στο Άρθρο 51(1)(η):
«51(1) H εγγραφή συνεταιρισμού γίνεται με την αποστολή μέσω ταχυδρομείου ή με την παράδοση στον Έφορο, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία ίδρυσής του, γραπτής δήλωσης κατά τον καθορισμένο τύπο υπογραμμένης από όλους τους συνέταιρους και που περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία.
(η) τα ονόματα των ομόρρυθμων συνεταίρων οι οποίοι είναι εξουσιοδοτημένοι να χειρίζονται τις υποθέσεις του συνεταιρισμού, να διευθύνουν αυτόν και να υπογράφουν για αυτόν.»
Στο Έντυπο Ο/Ε 1 το οποίο συμπληρώθηκε και καταχωρήθηκε καταγράφεται πως: «Το όνομα των ομορρύθμων συνεταίρων των εξουσιοδοτημένων όπως διαχειρίζωνται τα της εταιρείας, διευθύνωσι ταύτην και υπογράφωσι δι΄ αυτήν μετά του ονόματος της· (εάν είναι πλείονες του ενός, καταχωρήσατε κατά πόσον από κοινού, ή κεχωρισμένως):- Χαράλαμπος Θ. Αλεξάνδρου για Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λίμιτεδ από μόνος του».
Το ερώτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο οι συμφωνίες μεταξύ των Συνεταίρων έδιδαν το δικαίωμα στο Λοΐζο Ιορδάνους να εξουσιοδοτεί δικηγόρο για σκοπούς έγερσης αγωγής ή αν η καταχώρηση του Εντύπου Ο/Ε 1 του το απαγόρευε.
Για σκοπούς εξέτασης του πιο πάνω ερωτήματος το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από τη σχετική επί του θέματος Αγγλική νομολογία και Συγγράμματα.
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Lindley & Banks on Partnership, 17η Έκδοση, ένας συνέταιρος θεωρείται ότι έχει τη σιωπηρή συγκατάθεση του εταίρου του να εγείρει αγωγή προς όφελος του συνεταιρισμού. Σε περίπτωση ύπαρξης άρνησης ή διαφωνίας συνεταίρου για τέτοιο διάβημα, τότε εκείνος ο συνέταιρος θα πρέπει να αποζημιωθεί για τα έξοδα στα οποία τυχόν θα υποβληθεί σε περίπτωση αποτυχίας της αγωγής. Η σχετική περικοπή έχει ως ακολούθως:
"A partner will in general have the implied authority of his co-partner to bring or defend legal proceedings in their joint names or in the firm name, subject to indemnifying them against costs where he does so without their consent."
Στο ίδιο Σύγγραμμα, παρ. 14-69 επιβεβαιώνεται πως: "Any partner may without the consent of his co-partners, commence proceedings in his and their names or (which amounts to the same thing) in the firm name. However, if his co-partners' consent is not forthcoming, such a partner must normally offer them an indemnity against costs".
Κατά ανάλογο τρόπο στο Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 35, παρ. 74 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"If partners object to one of their number suing a third person in the firm's name, he may be ordered to indemnify them against costs."
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν σε σειρά Αγγλικών αποφάσεων όπως η υπόθεση Seal & Edgelow v. Kingston [1908] 2 K.B. 579, καθώς και η υπόθεση Cullen v. Knowles and Bricks [1898] 2 Q.B. 380.
Στην υπόθεση Seal & Edgelow v. Kingston (ανωτέρω) όταν ο Edgelow (ένας εκ των δύο Συνεταίρων ενός δικηγορικού γραφείου) αρνείτο να προστεθεί σαν Ενάγοντας σε αγωγή εναντίον πελάτη για οφειλόμενα ποσά, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι:
"It is clear upon the authority of Whitehead v. Hughes that Seal had the right as one of the partners in the firm to use the name of the other partner for the purpose of bringing an action to recover a debt due to the firm, on giving his partner an indemnity against costs. As was said by Bayley B. in the case referred to, "One of several partners has a clear right to use the names of the other partners. If they object to their names being used, they may apply for an indemnity against the costs to which they might be subjected by the use of their names."
Στην υπόθεση Cullen v. Knowles and Bricks (ανωτέρω) το Δικαστήριο, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, αποφάσισε ότι σε περίπτωση που ένας συνέταιρος δεν δίνει τη συγκατάθεση του για έγερση αγωγής στο όνομα του Συνεταιρισμού και επίσης αρνείται να αποδεχτεί αποζημίωση για τα έξοδα (indemnity against the costs), τότε θα πρέπει να προστεθεί ως συνεναγόμενος.
Στην πιο πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Sutherland and Others v. Gustar (Inspector of Taxes) [1994] Ch. 304, επαναλήφθηκαν οι πιο πάνω αρχές οι οποίες, όπως επεξηγήθηκε στην εν λόγω απόφαση, ήταν αποτέλεσμα πρακτικών λύσεων που τα Δικαστήρια έκριναν σκόπιμο να εφαρμόσουν σε περιπτώσεις διαφωνιών μεταξύ των συνεταίρων στη λήψη δικαστικών διαδικασιών από μέρους του συνεταιρισμού. Η σχετική περικοπή από την απόφαση του Sir Donald Nicholls V.-C έχει ως ακολούθως:
"Here, as elsewhere in the law, the courts evolved practical solutions. In the context of litigation, the courts devised procedures which protect a would-be plaintiff partner by permitting him to go ahead with court proceedings but also protect the partners who do not wish to become embroiled in the proceedings. The traditional means used to achieve this end was for the minority partner to be permitted to bring the proceedings in the name of the partnership. Every partner is an agent of the firm, a principle now enshrined in section 5 of the Partnership Act 1890 (53 & 54 Vict. c. 39). But the other partners had to be protected by an adequate indemnity.
There are many instances of this procedure being followed. For example, in Whitehead v. Hughes (1834) 2 Cr. & M. 318 Bayley B. observed that "one of several partners has a clear right to use the names of the other partners." If the others object they may apply for an indemnity against the costs to which they might be subjected by the use of their names. This was approved by Sir Gorrell Barnes P. in Seal & Edgelow v. Kingston [1908] 2 K.B. 579, 582, and by Lord Finlay L.C. in Rodriguez v. Speyer Brothers [1919] A.C. 59 , 69. Those were cases of claims brought by a partnership. The same approach was applied to claims brought against a partnership firm: see Tomlinson v. Broadsmith [1896] 1 Q.B. 386, especially per Rigby L.J., at p. 392.
An alternative approach is to treat partners, so far as litigation is concerned, in the same way as other joint contractors. If one joint contractor is unwilling to join the other in pursuing a claim on the contract, the one may bring proceedings himself so long as he joins the other as an additional defendant in the proceedings."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας, λοιπόν, κατά νου τις πιο πάνω αρχές και αυθεντίες, κατέληξε ως ακολούθως:
«Έχοντας υπόψη ότι ο έτερος ομόρρυθμος εταίρος δεν φέρεται να ενίσταται στην έγερση αξίωσης για είσπραξη ποσών προς όφελος του συνεταιρισμού, τότε εκείνο που προκύπτει σαφέστατα είναι πως η σχετική αναφορά στο Έντυπο Ο/Ε 1 δεδομένων των ανωτέρω αυθεντιών που καταγράφηκαν σε σχέση με το δικαίωμα εταίρων για λήψη νομικών μέτρων, λαμβανομένων υπόψη και των ιδιαίτερων υποχρεώσεων του κάθε συνέταιρου που ταυτίζεται με το συνεταιρισμό, εν αντιθέσει με το μέτοχο εταιρείας, δεν εμποδίζει την Ενάγουσα 1 να εγείρει αγωγή. Κρίνεται δε πως αμφότερες, οι Ενάγουσα 1 και Ενάγουσα 2 νομιμοποιούνται στη λήψη μέτρων κατά των Εναγομένων για διεκδίκηση των κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενων ποσών. Η επιτυχία ή όχι της αξίωσης θα αποφασισθεί στο τέλος της διαδικασίας.»
Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην ως άνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντιθέτως, η εν λόγω κατάληξη ήτο απόρροια της ορθής εφαρμογής των πιο πάνω νομολογιακών αρχών επί των δεδομένων της υπόθεσης.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντιφατικά με βάση το σύνολο των πραγματικών γεγονότων έκρινε και/ή διαπίστωσε ότι, «Έχοντας υπόψη ότι ο έτερος ομόρρυθμος έταιρος δεν φέρεται να ενίσταται στην έγερση αξίωσης για είσπραξη ποσών προς όφελος του συνεταιρισμού, . δεν εμποδίζει την Ενάγουσα 1 να εγείρει αγωγή».
Η πιο πάνω θέση των Εφεσειόντων εδράζεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν τις κακές σχέσεις μεταξύ των Συνεταίρων, όπως προκύπτουν από το σύνολο των όσων προβάλλονται στις Αγωγές με αρ. 30/2013 και 204/2016, καθώς και από το γεγονός της καταχώρησης από την Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ στις 6/10/2016 μιας άλλης Αίτησης, με την οποία ζητούσε Διάταγμα διαγραφής της Εφεσίβλητης αρ. 2 από το Κλητήριο Ένταλμα.
Εν πρώτοις, κρίνεται σκόπιμο να υπογραμμισθεί πως ό,τι έχει σημασία, είναι η μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του κατά το στάδιο έκδοσης της Απόφασης του. Όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδιδε την Απόφαση του, ενώπιον του είχε τη μαρτυρία όπως αυτή εκτίθετο στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την Αίτηση και την Ένσταση της Αίτησης που εκδίκαζε, ήτοι της Αίτησης Παραμερισμού ημερ. 10/2/2015. Ως εκ τούτου, η μαρτυρία που αφορούσε άλλη, μεταγενέστερη Αίτηση, συγκεκριμένα την Αίτηση ημερ. 6/10/2016 για διαγραφή της Εφεσίβλητης αρ. 2 από το Κλητήριο Ένταλμα, δεν ήταν ενώπιον του για να μπορεί να ληφθεί υπόψιν.
Κατά δεύτερο, με βάση τα αναφερόμενα στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την Αίτηση Παραμερισμού ημερ. 10/2/2015, η βάση επί της οποίας εδράζετο το αίτημα παραμερισμού ήταν ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε εξουσιοδότηση για την καταχώρηση της Αγωγής, ζήτημα για το οποίο, ως έχει ήδη πιο πάνω εντοπιστεί, δεν εμπόδιζε τον άλλο Συνέταιρο να δρομολογήσει, ανάμεσα στα άλλα, δικαστικές διαδικασίες από μέρους του Συνεταιρισμού.
Εν πάση δε περιπτώσει η πρώτη φορά που η Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ, ως ένας από τους Ομόρρυθμους Συνεταίρους της Εφεσίβλητης αρ. 2, παρενέβη στη διαδικασία για να ενστεί στην έγερση της Αγωγής, ήταν μέσω της Αίτησης που καταχώρησε στις 6/10/2016 δια της οποίας επεδίωξε την έκδοση Διατάγματος διαγραφής της Εφεσίβλητης αρ. 2 από το Κλητήριο Ένταλμα.
Ως ήδη πιο πάνω αναφέρθηκε, μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε και/ή δεν έλαβε καθόλου υπόψιν του το περιεχόμενο των εκκρεμουσών διαδικασιών στις υπ' αρ. Αγωγές 30/2013 («η Αγωγή 1») και 204/2016 («η Αγωγή») μεταξύ των Συνεταίρων του Εφεσίβλητου 2 Συνεταιρισμού και λανθασμένα δεν προχώρησε στον παραμερισμό και/ή διαγραφή και/ή αναστολή της διαδικασίας στην Αγωγή στη βάση λήψης παράλληλων και/ή πολλαπλών ένδικων μέσων και/ή λόγω κατάχρησης της διαδικασίας και/ή καταχώρησης της Αγωγής πρόωρα.
Θα πρέπει εξαρχής να επισημάνουμε ότι στην Αίτηση ημερ. 10/2/2015 - στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η ενδιάμεση Απόφαση που είναι το αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης - δεν επιζητείτο η ακύρωση και/ή ο παραμερισμός του Κλητηρίου στη βάση λήψης παράλληλων και/ή πολλαπλών ένδικων μέσων και/ή λόγω κατάχρησης της διαδικασίας και/ή καταχώρησης της Αγωγής πρόωρα. Όπως πιο πάνω έχει ήδη επισημανθεί, η βάση επί της οποίας εδράζετο το αίτημα παραμερισμού ήταν ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε εξουσιοδότηση για την καταχώρηση της Αγωγής.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο 1ος και ο 3ος Λόγος Έφεσης δεν είναι βάσιμοι και, συνεπώς, απορρίπτονται.
Τα όσα, επομένως, προβάλλονται μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης αποτελούν, όπως ορθά επισημαίνεται από την πλευρά των Εφεσιβλήτων, ισχυρισμούς και ζητήματα τα οποία εγείρονται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της υπό κρίση Έφεσης χωρίς να έχουν προηγουμένως εγερθεί πρωτοδίκως.
Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση F.H.K. HOTELS HOLDINGS LIMITED v. A.S. Aircontrol Limited (1999) 1 A.A.Δ. 2159, νομικά σημεία που δεν εγέρθηκαν πρωτόδικα δεν μπορούν να εγερθούν κατ' έφεση. Το Εφετείο δεν μπορεί να αποφανθεί πάνω σε θέμα το οποίο δεν είχε εγερθεί, δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως και, συνεπακόλουθα, δεν είχαν ακουστεί οι θέσεις των Εφεσιβλήτων (βλ., επίσης, Vourna Limited, κ.ά. v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 295/2013, ημερ. 24/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:A439). Όπως, συναφώς, τονίσθηκε και στην υπόθεση Investylia Public Company Ltd v. Βάσως Ιωάννου κ.ά. ως Διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα Μιχάλη Ιωάννου (2014) 1 Α.Α.Δ. 549, «Θέμα το οποίο δεν έχει εγερθεί πρωτοδίκως και δεν ήταν επίδικο στην πρωτόδικη διαδικασία δεν εγκρίνεται και δεν μπορεί να εξεταστεί κατ' έφεση» (βλ. Σάουρος κ.ά. ν. Φιλίππου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203).
Έπεται ότι και ο 2ος Λόγος Έφεσης δεν είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €10.000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.