ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 151/2015)
30 Σεπτεμβρίου 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος.
____________________
κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη ΔΕΠΕ, για τον
Εφεσείοντα.
κα Κ. Πετρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Ο Εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε την αγωγή του για αποζημιώσεις συνεπεία ιατρικής αμέλειας.
Ο τρόπος σύνταξης της ειδοποίησης έφεσης και του περιγράμματος αγόρευσης εγείρεται ως λανθασμένος από πλευράς του Εφεσίβλητου και προβάλλεται πως οι λόγοι έφεσης στερούνται αιτιολογίας, ενώ το περίγραμμα αγόρευσης που καταχωρήθηκε από τον Εφεσείοντα δεν συνάδει με το σχετικό Κανονισμό και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αγνοηθούν.
Είναι γεγονός ότι στην ειδοποίηση έφεσης δεν παρατίθενται οι λόγοι έφεσης και η αιτιολογία τους με τρόπο σαφή, ως προνοείται από το σχετικό Κανονισμό, κάτι όμως που δεν εγέρθηκε κατά την προδικασία. Το δε περίγραμμα αγόρευσης που καταχωρήθηκε ήταν ουσιαστικά μεταφορά της ειδοποίησης έφεσης, χωρίς επιχειρήματα. Ως εκ τούτου, το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για καταχώριση πρόσθετου σημειώματος του περιγράμματος που είχε καταχωριστεί. Ούτε αυτό, όμως, διευκόλυνε την κατάσταση και μόνο κατά την ημέρα της ακρόασης διευκρινίστηκε το θέμα από τον κ. Τριανταφυλλίδη, προσδιορίζοντας τους λόγους έφεσης και την αιτιολογία τους, ζητήματα που, κατά την εισήγησή του, δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση.
Στη βάση των διευκρινίσεων που δόθηκαν και, εφόσον η πλευρά του εφεσίβλητου είχε καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης, με το οποίο επιχειρηματολόγησε επί όλων των εγειρομένων θεμάτων, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της έφεσης.
Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε βαρύτητα στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, ακολουθώντας την κλασσική προσέγγιση της αξιοπιστίας, παραγνωρίζοντας ότι τα επίδικα ζητήματα τα οποία είχε ενώπιον του να αποφασίσει «δεν σχετίζοντο ή δεν σχετίζοντο καθοριστικά με τη προφορική μαρτυρία που προσήχθει από τη πλευρά του ενάγοντος αλλά από την αδιαμφισβήτητη και αντικειμενική γραπτή μαρτυρία ενώπιον του η οποία κατετέθει χωρίς αμφισβήτηση.».
Η αιτιολογία που δίδεται είναι ότι το καθοριστικό ζήτημα που είχε να αποφασίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο υπήρξε αμέλεια από πλευράς Εφεσίβλητου, η οποία συνίστατο στην καθυστέρηση που επέδειξαν οι ιατροί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας να επιληφθούν του τραύματος του Εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ενόφθαλμο στο δεξιό οφθαλμό και ότι το Δικαστήριο αγνόησε και παρερμήνευσε αντικειμενικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, τα οποία στοιχειοθετούν αντικειμενικά την ύπαρξη της εν λόγω αμέλειας. Προς τούτο, απαριθμεί αριθμό τέτοιων στοιχείων.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και είναι παραδεκτά, την 30.1.2004 ο Εφεσείων ενεπλάκη σε δυστύχημα, ως αποτέλεσμα του οποίου τραυματίστηκε στο κεφάλι, συγκεκριμένα στα μάτια και στο μέτωπο. Μεταφέρθηκε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και κρατήθηκε για νοσηλεία στο Νευροχειρουργικό Τμήμα. Έλαβε εξιτήριο την 10.2.2004. Τον Αύγουστο του 2004 επισκέφθηκε εκ νέου το Νοσοκομείο και, συγκεκριμένα, το Δρα Παντέλα. Την 26.8.2004 ο Δρ. Παντέλας, Διευθυντής της Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, με γραπτό σημείωμά του σύστησε όπως ο Εφεσείων μεταβεί στο εξωτερικό για δεύτερη γνώμη και θεραπεία. Το Υπουργείο Υγείας, μετά από σχετική εισήγηση του Ιατροσυμβουλίου, κάλυψε τα έξοδα θεραπείας του Εφεσείοντα στο εξωτερικό.
Ο Εφεσείων περιόρισε την ισχυριζόμενη αμέλεια των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας στο δεξιό οφθαλμό και, συγκεκριμένα, στην καθυστέρηση να επιληφθούν του τραύματος του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ενόφθαλμο στο δεξιό οφθαλμό.
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν ως μάρτυρες για τον Εφεσείοντα ο ίδιος ο Εφεσείων, ο πατέρας του και ο Δρ Ελευθερίου, οδοντίατρος, ο οποίος εξέτασε τον Εφεσείοντα δύο περίπου μήνες πριν την κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ εκ μέρους του Εφεσίβλητου κατέθεσαν ο Δρ Παντέλας και ο Δρ Διέτης, Διευθυντής του Νευροχειρουργιού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, κατά το χρόνο της παραμονής του Εφεσείοντα στο Νοσοκομείο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πείσθηκε από τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και του πατέρα του. Ο πατέρας του Εφεσείοντα, ο οποίος εργάστηκε ως νοσηλευτής για 40 έτη, ως εκ του επαγγέλματος του, είχε έντονη ανάμειξη στην πορεία της αποθεραπείας του Εφεσείοντα. Όπως ανέφερε ο ίδιος στη μαρτυρία του, συζήτησε την κατάσταση της υγείας του γιου του με πολλούς γιατρούς, συμβουλεύτηκε ένα ειδικό στη στοματογναθοπροσωπική χειρουργική και χειρουργική κεφαλής, ο οποίος εξέτασε τον Εφεσείοντα, και κατατέθηκε σχετικό πιστοποιητικό που εξέδωσε. Ακολούθως, άρχισε τις προσπάθειες έτσι ώστε ο Εφεσείων να αποσταλεί στο εξωτερικό για δεύτερη γνώμη ή και θεραπεία. Υποβλήθηκε σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις στην Ελβετία τον Απρίλιο του 2005 και τον Ιούλιο του 2006, καθώς επίσης και σε «τρίτη διορθωτική επέμβαση στο πρόσωπο το Μάη του 2007», για καθαρισμό των πόρων του δεξιού οφθαλμού. Κανένας από τους ιατρούς δεν κλήθηκε στο Δικαστήριο να δώσει μαρτυρία για τις εν λόγω επεμβάσεις ή για την αναγκαιότητα οποιαδήποτε μελλοντικής επέμβασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε ότι:
«. όταν ο ενάγοντας μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, οι τραυματισμοί του ήταν σοβαροί. Υπέφερε, μεταξύ άλλων, από κρανιοεγκεφαλική κάκωση που του προκάλεσε ενδοεγκεφαλική αιμορραγία. Ενόψει της πιο πάνω κατάστασης, δεν υποβλήθηκε αμέσως σε χειρουργική επέμβαση για αποκατάσταση του κατάγματος στον οφθαλμικό κόγχο. Οι θεράποντες γιατροί γνώριζαν τα πλεονεκτήματα που θα είχε η άμεση αποκατάσταση του κατάγματος, αξιολογώντας όμως τα πλεονεκτήματα με τα μειονεκτήματα, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι είχε ενδοεγκεφαλική αιμορραγία, έκριναν ότι δεν ενδείκνυτο η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης το συγκεκριμένο χρόνο.»
Περαιτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε πως, τόσο ο Εφεσείων, όσο και ο πατέρας του, γνώριζαν ότι το κάταγμα θα έπρεπε να αποκατασταθεί έγκαιρα και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να δημιουργηθεί ενόφθαλμο, επέλεξαν όμως να μη δεχθούν τη θεραπεία που παρείχετο στο Γενικό Νοσοκομείο και να ζητήσουν θεραπεία στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε πως ο λόγος που δεν υποβλήθηκε ο Εφεσείων σε επέμβαση στην Κύπρο δεν οφείλετο στην απροθυμία των ιατρών του Νοσοκομείου να διενεργήσουν τη συγκεκριμένη επέμβαση ή στην αμέλεια τους να διαγνώσουν το πρόβλημα, αλλά λόγω της πεποίθησης, τόσο του Εφεσείοντα, όσο και του πατέρα του, ότι οι γιατροί του Νοσοκομείου δεν είχαν την αναγκαία πείρα να διενεργήσουν τέτοια επέμβαση. Το Δικαστήριο αποδέχτηκε τη θέση του δρα Παντέλα ότι ήταν αδύνατο, με βάση την πάγια πρακτική που ακολουθείτο στο Γενικό Νοσοκομείο, να μην είχε προσφερθεί στον Εφεσείοντα θεραπεία για αποκατάσταση του κατάγματος. Σημείωσε, επίσης, ότι ο πατέρας του Εφεσείοντα γνώριζε ότι το κάταγμα θα δημιουργούσε ενόφθαλμο αν δεν αντιμετωπιζόταν έγκαιρα, γνώριζε τους θεράποντες ιατρούς του και είχε άμεση και τακτή ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας του και θα μπορούσε, εάν επιθυμούσε, να ζητήσει να υποβληθεί σε θεραπεία στο Νοσοκομείο. Παρά ταύτα, απαιτούσε με φορτικό τρόπο από τον δρα Παντέλα να συγκατατεθεί στην παραπομπή του Εφεσείοντα στο εξωτερικό, όπως έπραξε και με το Υπουργείο Υγείας.
Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και του πατέρα του, ενώ αποδέχτηκε τη μαρτυρία των δύο ιατρών που κλήθηκαν από την Υπεράσπιση. Η επιστημονική μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς Εφεσείοντα είναι ιατρού που τον εξέτασε δύο μήνες πριν την ακρόαση, ο οποίος δεν γνώριζε την κατάσταση του αμέσως μετά το ατύχημα, ενώ οι γνώσεις και η πείρα του για τη συγκεκριμένη πάθηση, όπως ανέφερε το Δικαστήριο, ήταν πολύ περιορισμένες. Η περιγραφή του ενόφθαλμου και ο χρόνος εντός του οποίου πρέπει να αποκαθίσταται το κάταγμα του οφθαλμικού κόγχου έγιναν αποδεκτά. Εν πάση περιπτώσει, αποτελεί κοινή συνισταμένη της ιατρικής μαρτυρίας που προσκομίστηκε ότι το κάταγμα του οφθαλμικού κόγχου πρέπει να αποκαθίσταται άμεσα για να έχει καλύτερα αποτελέσματα στην πρόληψη δημιουργίας μετατραυματικού ενόφθαλμου. Το Δικαστήριο, επίσης, εντόπισε ότι το βασικό παράπονο του Εφεσείοντα και του πατέρα του ήταν ότι ο Δρ Παντέλας δεν τον παρέπεμψε για θεραπεία στο εξωτερικό.
Σε τέτοιου είδους υποθέσεις ιατρικής αμέλειας δίδεται μαρτυρία ιατρών εμπειρογνωμόνων, η αξιολόγηση των οποίων, με βάση πάγια νομολογία, γίνεται όπως κάθε άλλου μάρτυρα. Ο εμπειρογνώμονας οφείλει να δώσει στο Δικαστήριο την επιστημονική του άποψη και το Δικαστήριο, αφού την αξιολογήσει, να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Εν προκειμένω, δεν υπάρχει ουσιαστική αμφισβήτηση ότι το κάταγμα του οφθαλμικού κόγχου πρέπει να αποκαθίσταται, εφόσον είναι δυνατόν, άμεσα, για να έχει καλύτερα αποτελέσματα στην πρόληψη δημιουργίας μετατραυματικού ενόφθαλμου.
Αυτή η θέση είναι η μόνη που δόθηκε από πλευράς ιατρικής μαρτυρίας εκ μέρους του Εφεσείοντα. Τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατέθεσε ο Εφεσείων από ιατρούς στην Κύπρο και στο εξωτερικό, στην απουσία μαρτυρίας των ιατρών που τα εξέδωσαν, δεν θα μπορούσε να έχουν καθοριστική σημασία για την υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και σε περίπτωση που λαμβάνονταν υπόψη, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα αμέλειας εκ μέρους των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, λόγω καθυστέρησης στην υποβολή του Εφεσείοντα σε χειρουργική επέμβαση, καθότι δεν αναφέρεται οτιδήποτε σ΄ αυτά για την κατάσταση της υγείας του κατά το χρόνο που νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο, ούτε προέκυψε οποιαδήποτε μαρτυρία από αυτά που να αντικρούει τη θέση του Δρα Παντέλα περί επιθυμίας του Εφεσείοντα και του πατέρα του να τύχει περαιτέρω εξέτασης και θεραπείας στο εξωτερικό.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και του πατέρα του, δεν αμφισβητείται ευθέως με την παρούσα έφεση, ούτε η αξιολόγηση της μαρτυρίας των ιατρών που κλήθηκαν εκ μέρους του Εφεσίβλητου. Αυτό που ουσιαστικά επιδιώκει ο Εφεσείων με την παρούσα έφεση είναι όπως εξετάσουμε κάποια στοιχεία, τα οποία στοιχειοθετούν, κατά την εισήγηση του, αντικειμενικά την ύπαρξη της ισχυριζόμενης αμέλειας.
Εξετάσαμε όλα τα στοιχεία που, ως ο Εφεσείων επικαλείται, αγνοήθηκαν ή παρερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο, ενώ, κατά την εισήγηση, αυτά στοιχειοθετούσαν αντικειμενικά την ύπαρξη της ισχυριζόμενης αμέλειας και, με κάθε σεβασμό, δεν διαπιστώνουμε αυτά να ευσταθούν.
Από την αποδεκτή ιατρική μαρτυρία προκύπτει ότι ο Εφεσείων όταν εξετάστηκε μετά το ατύχημα δεν έπασχε από ενόφθαλμο και πως κάταγμα στο δεξιό οφθαλμό θεραπεύεται δια χειρουργικής επέμβασης το συντομότερο δυνατό, για να αποτραπεί η δημιουργία ενόφθαλμου.
Η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης για το κάταγμα στο δεξιό οφθαλμό δεν έγινε κατά την παραμονή του Εφεσείοντα στο Νοσοκομείο. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία δεν θεωρήθηκε ορθό αυτό να γίνει κατά την πρώτη ημέρα μετά τον τραυματισμό του, λόγω της κατάστασης του. Δεν δόθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιαδήποτε ιατρική μαρτυρία που να εισηγείται το αντίθετο, ότι δηλαδή ο Εφεσείων θα έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση τις πρώτες ημέρες μετά τον τραυματισμό του. Ούτε θα μπορούσε το Δικαστήριο να καταλήξει σε τέτοιο εύρημα στηριζόμενο στη διάγνωση που του είχε γίνει κατά την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο, όπως αυτή αποτυπώνεται σε σχετικό τεκμήριο.
Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι δεν τηρείτο κανονικός φάκελος του Εφεσείοντα στο Νοσοκομείο. Είναι, βεβαίως, σημαντικό να τηρείται καλά ενημερωμένος φάκελος για τον κάθε ασθενή. Εν προκειμένω, η παράλειψη ενημέρωσης του φακέλου δεν επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τη θεραπεία του Εφεσείοντα, όπως ορθά τονίστηκε από το Δικαστήριο.
Από τα στοιχεία λοιπόν που απαριθμεί ο Εφεσείων δεν προκύπτει οποιαδήποτε μαρτυρία που να αντικρούει τη θέση του Δρα Παντέλα ότι ο Εφεσείων επιθυμούσε να εγχειριστεί στο εξωτερικό. Ούτε βεβαίως από την μαρτυρία, όπως έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει κάτι τέτοιο. Όπως δε σημειώσαμε πιο πάνω, δεν υπάρχει λόγος έφεσης με τον οποίο να προσβάλλεται ευθέως η αξιολόγηση των μαρτύρων.
Ένα από τα έγγραφα στα οποία παραπέμπει ο Εφεσείων είναι το Τεκμήριο 25, το οποίο αποτελεί την απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 8.9.2008. Δεν αντιλαμβανόμαστε με ποιο τρόπο αυτό το τεκμήριο υποβοηθά την υπόθεση του Εφεσείοντα. Υπήρξε αντεξέταση του Δρα Παντέλα επί του τεκμηρίου αυτού, στην οποία διευκρίνισε ότι η αναφορά που γίνεται σε γναθοπροσωποχειρουργική εξέταση, όπου διεπιστώθη ότι «δεν φαίνεται κλινικά ενόφθαλμο» και «δεν παρουσιάζει οστικές οφθαλμικές αλλοιώσεις», αφορούσε εξέταση που έγινε κατά το χρόνο αμέσως πριν να δοθεί η απόφαση του ιατροσυμβουλίου. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από την ανάγνωση του εν λόγω τεκμηρίου.
Ο Εφεσείων ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι η ανάγκη για χειρουργική επέμβαση εκφράστηκε στον ίδιο για πρώτη φορά στις 17.8.2004 με παραπομπή σε σχετικό τεκμήριο, το οποίο αφορά σημείωμα του Δρα Παντέλα, ημερ. 26.8.2004, με το οποίο σύστησε τη μετάβαση του Εφεσείοντα στο εξωτερικό για χειρουργική επέμβαση. Κατά την ακροαματική διαδικασία υπήρξε έντονη αντεξέταση του Δρα Παντέλα επί του σημείου και η θέση που προέβαλε, η οποία έγινε αποδεχτή από το Δικαστήριο, είναι ότι δεν υπάρχει μεν καταγραφή σε οποιοδήποτε αρχείο ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο Εφεσείων και ο πατέρας του εξέφρασαν την επιθυμία όπως οποιαδήποτε θεραπεία γίνει στο εξωτερικό, επέμενε όμως ότι, με βάση πάγια πρακτική, δεν αφήνεται ασθενής ο οποίος εις γνώση των ιατρών έχει κάταγμα οφθαλμικού κόγχου χωρίς θεραπεία. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι προηγήθηκαν της επίσκεψης στο Δρα Παντέλα της 26.8.2004 επισκέψεις και γνωματεύσεις άλλων ιατρών που επισκέφθηκε ο Εφεσείων, όπου γίνεται αναφορά στην επιθυμία του ιδίου και του πατέρα του για περαιτέρω γνωμάτευση ή και χειρουργική επέμβαση στο εξωτερικό.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ανεδαφική την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και παρερμήνευσε στοιχεία που στοιχειοθετούν αντικειμενικά την ύπαρξη αμέλειας. Τούτου δοθέντος, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται. Η ως άνω κατάληξή μας καθιστά το λόγο έφεσης που αφορά το ύψος των αποζημιώσεων χωρίς αντικείμενο.
Η έφεση απορρίπτεται με €4.000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΧΤΘ