ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 14/2024
(i-justice)
24 Σεπτεμβρίου, 2024
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 103/2024
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI Ή/ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 05/06/2024, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 5218/2024, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 23 ΤΟΥ Ν.14/1960
---------------------
Δρ. Α. Ποιητής με κ. Κων. Κότροφο για Δρ. Α. Ποιητής & Σία ΛΕΠΕ, για Αιτητές
-------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, έχοντας ενώπιον του την ιδιωτική ποινική υπόθεση αρ. 5218/2024, αποφάσισε ότι δεν είχε κατά τόπο δικαιοδοσία να της επιληφθεί. Ως εκ τούτου, διέταξε την παραπομπή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Αφορμή για την πιο πάνω απόφαση, αποτέλεσαν, ως φαίνεται, οι λεπτομέρειες αδικήματος στις κατηγορίες 19 και 20 (διευκρινίστηκε ότι αυτή είναι η ορθή αρίθμηση, αντί 21 και 22 που αναγράφεται στο κατηγορητήριο) καθώς επίσης το περιεχόμενο ενόρκου δηλώσεως εκ μέρους του κατήγορου σε ενδιάμεση αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα. Βέβαια, και η πρόσφατη προσθήκη του εδαφίου (4), το άρθρο 23 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, με τον ομώνυμο τροποποιητικό νόμο, Ν.71(Ι)/2024. Αυτή προβλέπει τα εξής:
«(4) Σε περίπτωση, κατά την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εισήχθη ή καταχωρίστηκε η ποινική διαδικασία δεν είναι το κατά τόπον αρμόδιο, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) διακόπτει την ενώπιόν του τεθείσα διαδικασία και παραπέμπει αυτή στο αρμόδιο κατά τόπον Επαρχιακό Δικαστήριο, νοουμένου ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει απαντήσει στην κατηγορία.»
Σημειώνεται, πως η περίπτωση αφορούσε σε κατηγορητήριο το οποίο είχε κατατεθεί από το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών, (το Συμβούλιο). Με αυτό, κατηγορείτο συγκεκριμένο πρόσωπο ότι ενώ δεν ήταν εγγεγραμμένο ως κτηματομεσίτης και δεν κατείχε ετήσια άδεια άσκησης του εν λόγω επαγγέλματος, ενεργούσε προτείνοντας και διαφημίζοντας τον εαυτό του ως κτηματομεσίτη. Οι εν λόγω κατηγορίες, 20 συνολικά, βασίζονταν σε διάφορα άρθρα του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 2010, Ν.71(Ι)/2010, όπως έχει τροποποιηθεί. Από το εντελώς αρχικό στάδιο, και πριν ακόμα ο κατηγορούμενος απαντήσει στις κατηγορίες, ο συνήγορος εκ μέρους του Συμβουλίου, δήλωσε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ότι οι κατηγορίες 17 έως 20 θα αποσύρονταν. Υπήρχε, επομένως, εξ' αρχής, εκ μέρους του Συμβουλίου, η δεδηλωμένη πρόθεση για απόσυρση, εν πάση περιπτώσει, των προαναφερθεισών τελευταίων τεσσάρων κατηγοριών. Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, το κατώτερο Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως, εξέτασε αν είχε κατά τόπον δικαιοδοσία, εμφανώς, έχοντας κατά νου το νέο εδάφιο (4) του άρθρου 23 του Ν.14/1960. Κατέληξε ότι κατά τόπο δικαιοδοσία είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Της πλευράς του Συμβουλίου διαφωνούσης με την πιο πάνω απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, καταχωρίστηκε εκ μέρους του μονομερής αίτηση για παραχώρηση άδειας, με σκοπό την προώθηση διαδικασίας ακύρωσης της προαναφερθείσας απόφασης. Τοιουτοτρόπως, έγινε επίκληση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος. Στο πλαίσιο αυτής, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί σε σχέση με τη νομιμότητα απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που η απόφαση του επί ενός, αμιγώς, νομικού θέματος, είναι προδήλως, λανθασμένη (βλ. In re Kakos (1984) 1 C.L.R. 876). Στην προκειμένη περίπτωση, είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της πιο πάνω αίτησης ότι το κατώτερο Δικαστήριο έσφαλε όσον αφορά την κρίση του ότι δεν είχε κατά τόπο δικαιοδοσία.
Πρωτοδίκως, με εισήγηση εκ μέρους του Συμβουλίου, η εξέταση του πιο πάνω θέματος, επικεντρώθηκε στο ότι η διαφήμιση που φέρεται να δημοσίευσε ο κατηγορούμενος στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης γνωστό ως facebook, ήταν δυνατό να γίνει αντιληπτή σε όλες τις επαρχίες, περιλαμβανομένης της επαρχίας Λάρνακος. Η επίδραση, γενικώς, του συγκεκριμένου μέσου εξετάστηκε με την προαναφερθείσα ενδιάμεση αίτηση. Στο πλαίσιο αυτό, το κατώτερο Δικαστήριο επικεντρώθηκε στις τελευταίες δύο κατηγορίες 19 και 20, όπου αναφέρεται στις λεπτομέρειες τους ότι οι κτηματομεσιτικής φύσεως ενέργειες του κατηγορούμενου, φαίνεται να είχαν γίνει στη Λεμεσό. Σημειώνεται, παρεμπιπτόντως, ότι ουδεμία τέτοια αναφορά γίνεται στις λεπτομέρειες των αντίστοιχων κατηγοριών 1 έως 16. Ο ευπαίδευτος Δικαστής που εξέτασε την εν λόγω αίτηση για άδεια, έκρινε ότι δεν υπήρχε συζητήσιμο θέμα και την απέρριψε. Θεώρησε ότι η απόφαση, συναφώς, του κατώτερου Δικαστηρίου μπορεί να ήταν και λανθασμένη. Ωστόσο, αποτελούσε την εκτίμηση του επί ενός πραγματικού θέματος, περισσότερο, βασισθέντος στα γεγονότα που αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση. Δεν αποτελούσε, όμως, τούτο πασίδηλο νομικό σφάλμα.
Καταχωρίστηκε εκ μέρους των αιτητών, νυν εφεσειόντων, η παρούσα έφεση. Οι εννέα λόγοι που περιέχονται σε αυτή, εξετάζουν την πιο πάνω απόφαση από διάφορες απόψεις, δεδομένης της κατάληξης του Δικαστηρίου και τις παρατηρήσεις σε επιμέρους πτυχές της. Το μείζον θέμα που προκύπτει από αυτούς, είναι κατά πόσο η κρίση του αδελφού Δικαστή, σε σχέση με την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη και αν στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης καταδεικνύεται η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης ώστε να δικαιολογείτο η παραχώρηση της αιτηθείσας εκ μέρους του Συμβουλίου, άδειας.
Προβλήθηκε, συναφώς, πως αν το κατώτερο Δικαστήριο έχει σφάλει ως προς το υπό αναφορά θέμα της κατά τόπο δικαιοδοσίας του, πρέπει να υπάρχει τρόπος διόρθωσης της κρίσης του. Εν προκειμένω, προτάθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι η υπό αναφορά πρωτόδικη απόφαση, δεν είναι εφέσιμη. Έγινε αναφορά προς τούτο στο άρθρο 25(2) του Ν.14/1960 και στο άρθρο 131(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, καθώς και σε σχετική νομολογία. Ωστόσο, στην υπό συζήτηση περίπτωση, η εξέταση της πιο πάνω πτυχής δεν φαίνεται να προέχει.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί, δεδομένου ότι προκύπτει από την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, πως το τελευταίο ενήργησε με αναφορά σε λανθασμένη πραγματική βάση. Για την ακρίβεια, μετά και τη δεδηλωμένη πρόθεση εκ μέρους του Συμβουλίου για απόσυρση των κατηγοριών 17 έως 20, όπως έχει καταδειχθεί προηγουμένως, αυτό δεν είχε ενώπιον του λεπτομέρειες σε σχέση με τις εναπομείνασες 16 κατηγορίες. Επομένως, εύλογα τίθεται το ερώτημα, πώς μπορούσε το κατώτερο Δικαστήριο να αποφασίσει σε σχέση με την κατά τόπο δικαιοδοσία του, όσον αφορά τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση.
Το θέμα της κατά τόπο δικαιοδοσίας ποινικού δικαστηρίου, διαπιστώνεται με αναφορά τις λεπτομέρειες αδικήματος. Ο τόπος διάπραξης του, αποτελεί λεπτομέρεια που πρέπει να αναφέρεται στο κατηγορητήριο σε σχέση με κάθε κατηγορία, «για το σκοπό παροχής ειδοποίησης στον κατηγορούμενο, σχετικά», σύμφωνα με το άρθρο 39(ζ)[1] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Η συγκεκριμένη λεπτομέρεια είναι αναγκαία για τον καθορισμό της κατά τόπο δικαιοδοσίας του ποινικού Δικαστηρίου. Η εκδίκαση της υπόθεσης από δικαστήριο που δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία, καθιστά τη δίκη άκυρη, (βλ. Mouyios v. The Police (1974) 2 C.L.R. 23).
Ο ευπαίδευτος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εμφανώς, ενήργησε στη βάση της πιο πάνω λανθασμένης κατάστασης πραγμάτων, η οποία δεν αναφέρεται στην απόφαση του. Κατά συνέπεια αυτή ακυρώνεται προκειμένου να διενεργηθεί εκ νέου εξέταση της αίτησης για άδεια, υπό το πρίσμα και όσων αναφέρονται στις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών 1 έως 16.
Εκδίδεται απόφαση αναλόγως.
Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
[1] 39(ζ) δεν είναι αναγκαίο ή δεν χρησιμοποιείται βεβαιότητα ή λεπτομέρεια αναφοράς σχετικά με έγγραφα, γεγονότα, πράγματα, πρόσωπα, τόπους, χρόνο ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, στο κατηγορητήριο μεγαλύτερη από αυτή που είναι εύλογα επαρκή για το σκοπό παροχής ειδοποίησης στον κατηγορούμενο για αυτά.