ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.110/2016)

 

 

   25 Σεπτεμβρίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ,

 

Εφεσείοντας,

ν.

 

ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΟΙΜΕΝΙΔΗ ΑΛΛΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΙΜΕΝΙΔΗ,

 

Εφεσίβλητου.

 

___________________

 

Α. Πολυδώρου με Τζ. Κωνσταντίνου (κα) για Άντης Πολυδώρου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Α. Προδρόμου, για τον Εφεσίβλητο.

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία του καταλογίστηκε εξολοκλήρου η ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος και επιδικάστηκε εναντίον του και υπέρ του Εφεσίβλητου το ποσό των €21.889,71 πλέον τόκους, ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, πλέον έξοδα.

 

Ο Εφεσείων, οδηγός αυτοκινήτου, κινείτο σε κύριο δρόμο της Λεμεσού, προπορευόμενος της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος με ιδία κατεύθυνση.  Σε κάποιο σημείο του δρόμου επιχείρησε να κινηθεί δεξιά με πρόθεση να σταθμεύσει σε ασφαλτοστρωμένη προέκταση του δρόμου.  Έτσι κινούμενος, ανέκοψε την πορεία του Εφεσίβλητου που επιχειρούσε να προσπεράσει το αυτοκίνητο του.  Ο Εφεσίβλητος στην προσπάθεια του να αποφύγει την επικείμενη σύγκρουση ανετράπη, η μοτοσυκλέτα του σύρθηκε στην άσφαλτο και τελικά κτύπησε και στο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα που συνέχισε την πορεία του μέχρι την ασφαλτοστρωμένη προέκταση του δρόμου.

 

    Με το λόγο έφεσης 3 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείων ήταν αμελής στη βάση της παραδοχής του στην εναντίον του ποινική υπόθεση και ότι εσφαλμένα εφάρμοσε τις νομολογιακές αρχές της Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256, 262. 

 

    Το ζήτημα της παραδοχής σε συναφή ποινική υπόθεση μας απασχόλησε στην Παπασεργίου ν. Τρίκκη, Πολ. Έφ. Αρ.136/2015, ημερ.29.11.2023, όπου αναφέραμε ότι:

 

«Στην Πουρίκκος εξηγήθηκε ότι η παραδοχή σε ποινική κατηγορία συνιστά παραδοχή του κατηγορούμενου ως προς τη δική του ενοχή στο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται.  Η αποδεικτική σημασία της παραδοχής ενοχής στην ποινική υπόθεση στην αστική δίκη αποτιμάται σε συνάρτηση προς τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα.  Στη Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1, 10, εξηγήθηκε ότι η παραδοχή σε ποινική κατηγορία έχει την έννοια της παραδοχής των γεγονότων που την στοιχειοθετούν.  Το πρακτικό της ποινικής δίκης είναι η πιο ακριβής μαρτυρία ως προς τα γεγονότα που θεμελίωσαν την κατηγορία και τα οποία ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι αποδέχθηκε ως τα πραγματικά».

 

 

    Στην παρούσα, δεν είχε καταστεί δυνατό να αποστενογραφηθούν όλα τα πρακτικά της ποινικής δίκης και έτσι δεν είχαν γίνει γνωστά τα γεγονότα πάνω στα οποία στοιχειοθετείτο η αμέλεια που ο Εφεσείων είχε παραδεχτεί.  Σε κάθε όμως περίπτωση, η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν είχε προβεί σε παραδοχή με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, δεν είχε καμία σημασία.  Ορθά υποδεικνύει ο Εφεσείων ότι η επιφύλαξη στην παραδοχή σε ποινική υπόθεση είναι άγνωστη στο δίκαιο μας και δεν έχει οποιαδήποτε νομική βαρύτητα.

 

    Είναι ωστόσο γεγονός ότι δεν είναι η παραδοχή του Εφεσείοντα στην ποινική υπόθεση που έκρινε την έκβαση της αγωγής του Εφεσίβλητου εναντίον του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλούμενο και αυτό την Πουρίκκος ανέφερε ότι:

 

«η παραδοχή ενοχής ήταν πάντα αποδεκτή ως μαρτυρία κατά του προσώπου που την έκαμε και ότι η παράλειψη επίκλησης της [συντρέχουσας αμέλειας] δεν σημαίνει και, χωρίς άλλο, αδυναμία έγερσης τέτοιου θέματος σε μεταγενέστερη διαδικασία. Εν τούτοις όμως, το Δικαστήριο με βάση την αξιολόγηση των μαρτυριών του ενάγοντα και του εναγομένου, κρίνει ότι ο εναγόμενος είναι απόλυτα υπεύθυνος για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και συνεπώς είναι πλέον δευτερεύουσας σημασίας η παραδοχή του εναγόμενου, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται η σημασία και η βαρύτητα της, ότι δηλαδή ο εναγόμενος αναγνώρισε αμέλεια για την πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος».

 

 

    Επομένως, δεν δικαιώνεται ο Εφεσείων στην τοποθέτηση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ήταν αμελής στη βάση της παραδοχής του στην ποινική υπόθεση και συνακόλουθα ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

Σημασία λοιπόν είχαν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες οι δύο οδηγοί επιχείρησαν τις αντίστοιχες ενέργειες τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη θέση του Εφεσείοντα ότι είχε σηματοδοτήσει με το φωτεινό σηματοδότη του αυτοκινήτου του την πρόθεση του να στρίψει δεξιά.  Ο Εφεσείων παραδέχτηκε ότι είχε αντιληφθεί την παρουσία της μοτοσυκλέτας, αλλά υπέθεσε ότι αυτή θα σταματούσε κάπου προηγουμένως.  Κατέθεσε ότι η μοτοσυκλέτα ήταν πίσω από άλλο αυτοκίνητο που τον ακολουθούσε, γύρω στα 100μ. μακριά από το δικό του.  Επικαλέστηκε ότι η μοτοσυκλέτα κινείτο με υπερβολική ταχύτητα και απέδωσε το ατύχημα σε αυτό τον παράγοντα, η θέση του όμως αυτή απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, που ανέφερε ότι είχε παραμείνει αναπόδεικτη λόγω της ανυπαρξίας τέτοιας μαρτυρίας.  Διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων δεν είχε βεβαιωθεί ότι ο δρόμος στο πλάι του ήταν ελεύθερος από οποιοδήποτε οδηγό ο οποίος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δεξιά λωρίδα για να καταλήξει ότι δεν είχε εκπληρώσει το καθήκον επιμέλειας που είχε, ήταν συνεπώς αμελής και η ευθύνη του για την πρόκληση του ατυχήματος ακεραία.

 

Με τους εναπομείναντες λόγους έφεσης 1 και 2 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι το ατύχημα οφειλόταν στην «αποκλειστική αμέλεια» του Εφεσείοντα και ότι θα έπρεπε να είχε διαπιστώσει ότι ο Εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια, τουλάχιστο σε ποσοστό 66%.

 

Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ίδιος δεν είχε σηματοδοτήσει την πρόθεση του να στρίψει δεξιά, εδραζόταν σε υποκειμενική αντίληψη του ιδίου του Δικαστηρίου.  Ότι επρόκειτο για εικασία και βασιζόταν στην αυθαίρετη δική του λογική που εκφράστηκε στην απόφαση του ως ακολούθως: «διότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ο [Εφεσίβλητος] είναι λογικό ότι θα το αντιλαμβανόταν».

 

 Δεν επρόκειτο για εικασία του Δικαστηρίου, ούτε δική του λογική.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, στον οποίο είχε υποβληθεί κατά την αντεξέταση του, ότι ο Εφεσείων είχε κάμει εμφανή την πρόθεση του να στρίψει δεξιά χρησιμοποιώντας το δεξιό φωτεινό σηματοδότη του αυτοκινήτου του.  Ο Εφεσίβλητος είχε απαντήσει ότι δεν θα ρίσκαρε ποτέ τη ζωή του και πρόσθεσε: «Να βλέπεις τον άλλο ότι δείχνει και πάεις, παίζεις με τη ζωή σου;».  Ήταν δηλαδή η θέση του Εφεσίβλητου ότι ο Εφεσείων δεν είχε χρησιμοποιήσει το φωτεινό σηματοδότη του αυτοκινήτου του και το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί τη θέση αυτή του Εφεσίβλητου ότι ο Εφεσείων δεν είχε κάμει εμφανή την πρόθεση του να στρίψει δεξιά, αλλά κινήθηκε έτσι απροειδοποίητα.

 

Η επικαλούμενη φράση από την πρωτόδικη απόφαση χρησιμοποιείται από τον Εφεσείοντα αποσπασματικά.  Η ολοκληρωμένη πρόταση ήταν ότι: «Το Δικαστήριο αποδέχεται την μαρτυρία του [Εφεσίβλητου] ότι είχε την προσοχή του στο δρόμο και ότι ο [Εφεσείων] δεν έχει δείξει με τον φωτεινό σηματοδότη ότι θα έστριβε, διότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ο [Εφεσίβλητος] είναι λογικό ότι θα το αντιλαμβανόταν».  Η αποδοχή της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, στην έκταση που έγινε αποδεχτή, δεν προσβάλλεται με την έφεση, επομένως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορεί να ανατραπεί.

 

Ως προς το κατά πόσο ο Εφεσίβλητος είχε εκδηλώσει την πρόθεση του να προσπεράσει με τη χρήση του φωτεινού σηματοδότη της μοτοσυκλέτας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε και εδώ αποδεχτεί τη θέση του Εφεσίβλητου ότι το είχε πράξει και η κρίση ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας αυτής και επί του προκειμένου αξιοπιστίας του Εφεσίβλητου επίσης δεν είναι αντικείμενο της έφεσης.

Παραμένουν, επομένως, ακλόνητα δύο βασικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή ο Εφεσείων δεν φανέρωσε την πρόθεση του να στρίψει δεξιά χρησιμοποιώντας το δεξιό φωτεινό σηματοδότη του αυτοκινήτου του, ενώ ο Εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τον αντίστοιχο σηματοδότη της μοτοσυκλέτας του για να εκδηλώσει τη δική του πρόθεση να προσπεράσει.

 

Καταλογίζει ακόμα ο Εφεσείων σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί έκρινε ότι η παραδοχή του Εφεσίβλητου ότι θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός δεν διαδραμάτισε κάποιο ρόλο.  Το σχετικό μέρος στην αντεξέταση του Εφεσίβλητου είχε ως ακολούθως:

 

«Ε. Το γεγονός ότι είσασταν σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο, υπήρχε καμία δεξιά σας προεξοχή του δρόμου, ασφάλτινη προέκταση και το γεγονός ότι υπήρχαν καταστήματα, café δεξιά, αριστερά του δρόμου, δεν θα έπρεπε να είσασταν ακόμη πιο προσεκτικός, να έχετε αυξημένη παρατηρητικότητα για το δρόμο;

 

Α. Έχετε δίκαιο. Αλλά επειδή είναι πολυσύχναστος ο δρόμος, έχει αυτοκίνητα και είδα ότι μπορούσα να προσπεράσω, προσπέρασα».

 

 

    Ο τρόπος με τον οποίο απάντησε ο Εφεσίβλητος δεν αποκάλυπτε ότι δεν ήταν προσεκτικός και κατά πόσο υπήρξε αμελής ή όχι για την δική του ασφάλεια, εξαρτάτο από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες επιχείρησε να προσπεράσει το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα, εξηγώντας με παραπομπή σε νομολογία (Νικολαΐδης κ.ά. ν. Κλεοβούλου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 422, 428) ότι το καθήκον για επιμελή οδήγηση, δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών.

 

    Εφόσον δεν απαγορευόταν και ήταν επομένως επιτρεπτό για τον Εφεσίβλητο να προσπεράσει το προπορευόμενο αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, τυχόν εκ μέρους του αμέλεια θα έπρεπε, με δεδομένο ότι δεν υπήρξε προηγούμενη ένδειξη της πρόθεσης του Εφεσείοντα να στρίψει δεξιά, να αναζητηθεί στο χρόνο αφότου ο Εφεσείων άρχισε πράγματι να κινείται δεξιά.  Όχι προηγουμένως. 

 

    Καθοριστική παράμετρος είναι η θέση της μοτοσυκλέτας σε σχέση με το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα στο χρόνο κατά τον οποίο ο Εφεσείων είχε πλέον θέσει σε εφαρμογή την πρόθεση του να στρίψει δεξιά, μόλις δηλαδή το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα άρχισε να παρεκκλίνει της ευθείας πορείας που μέχρι τότε είχε.  Αυτή  είναι η χρονική στιγμή που κρίνεται ο Εφεσίβλητος, κατά πόσο έκαμε ότι θα έπρεπε να είχε κάμει για τη δική του ασφάλεια, να λάβει δηλαδή τα δέοντα μέτρα για να αποφύγει τον κίνδυνο και, αν ήταν δυνατό, το επερχόμενο ατύχημα.

 

    Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων, κατά δική του ομολογία, αντιλήφθηκε τη μοτοσυκλέτα του Εφεσίβλητου όταν αυτή βρισκόταν περί τα 100 μ. πίσω από αυτόν, δεν ήταν και εύρημα ότι αυτό ήταν το χρονικό σημείο κατά το οποίο επιχείρησε τη στροφή δεξιά. 

 

    Τη μαρτυρία αυτή του Εφεσείοντα χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει ότι ο Εφεσείων ήταν αμελής.  Η ομολογία του ότι τον προσέγγιζε από πίσω μοτοσυκλέτα, που στο χρονικό στάδιο που την είδε βρισκόταν σε απόσταση 100 μ. μακριά του, επαύξησε την υποχρέωση που είχε να ελέγχει συνεχώς το δρόμο πίσω του εφόσον θα επιχειρούσε να κινηθεί δεξιά παρεκκλίνοντας της πορείας που μέχρι τότε διατηρούσε, πολύ περισσότερο εφόσον δεν είχε σηματοδοτήσει την πρόθεση του αυτή (Ζαχαρία κ.ά. ν. Καραολή (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 72, 78).

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

 

«Ο εναγόμενος όφειλε πριν στρίψει δεξιά, να βεβαιωθεί ότι ο δρόμος όχι μόνο μπροστά του, αλλά και στο πλάι του, ήταν ελεύθερος από την παρουσία οποιουδήποτε οδηγού που θα χρησιμοποιούσε την δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας ως η πορεία του, έτσι ώστε να αποφευχθεί η οποιαδήποτε σύγκρουση, καθήκον επιμέλειας το οποίο ο εναγόμενος απέτυχε να εκτελέσει και συνεπώς κρίνεται αμελής και συνακόλουθα φέρει ακέραια την ευθυνη.  Ο εναγόμενος όφειλε να αναμένει και να εξακριβώσει, εάν ο ενάγοντας θα σταματούσε ή θα έστριβε σε κάποιο σημείο πριν τον εναγόμενο ή εάν θα συνέχιζε την πορεία του για να προσπεράσει τα οχήματα, συμπεριλαμβανομένου και του εναγόμενου και είχε αρκετό χρόνο να το πράξει, εν΄ όψει του γεγονότος ότι είχε αντιληφθεί τον ενάγοντα από απόσταση 100 περίπου μέτρων. Παρ΄ όλα αυτά όμως, ο εναγόμενος, χωρίς να ήταν αυτό ασφαλές υπό τις περιστάσεις, εισήλθε στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας με σκοπό να εισέλθει και σταθμεύσει σε παρακείμενη ασφάλτινη προέκταση που βρισκόταν στην δεξιά πλευρά ως η πορεία των διαδίκων, απέκοψε την πορεία του ενάγοντα και η σύγκρουση μπορούσε να αποφευχθεί, εάν ο εναγόμενος ανέμενε μέχρι να τον προσπεράσει ο ενάγοντας, πράγμα που ο εναγόμενος δεν έπραξε, αν και μπορούσε να το πράξει, από την στιγμή που αντιλήφθηκε τον ενάγοντα 100 μέτρα προηγουμένως. Η αναφορά του εναγόμενου ότι έχει κάνει εμφανή την πρόθεση του να στρίψει με την χρήση του φωτεινού σηματοδότη, δεν πείθει το Δικαστήριο, αλλά ακόμα και να το έπραττε, δεν δικαιολογούσε υπό τις περιστάσεις την κίνηση του να στρίψει δεξιά, εν΄ όψει της παρουσίας του ενάγοντα στον δρόμο, παρουσία την οποία ο εναγόμενος αντιλήφθηκε έγκαιρα».

 

 

Και στη συνέχεια:

 

« εν΄ όψει των αντικειμενικών δεδομένων στην σκηνή ως αυτά έχουν εκτεθεί ανωτέρω, δημιουργούσαν συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εναγόμενος όφειλε να λάβει τέτοια μέτρα προφύλαξης με το να μην εισέλθει στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας  για να σταθμεύσει στην δεξιά παρακείμενη ασφάλτινη προέκταση, επειδή έχει αντιληφθεί τον ενάγοντα από απόσταση 100 περίπου μέτρων και όφειλε να σιγουρευθεί ότι δεν είχε άλλο όχημα εντός της λωρίδας όπου ήθελε να εισέλθει και ο υπολογισμός του ότι ο ενάγοντας θα σταματούσε ή θα έστριβε σε προηγούμενο σημείο, αποδείχθηκε λανθασμένος και όφειλε να βεβαιωθεί ποια θα ήταν η πορεία του ενάγοντα και εάν το έπραττε αυτό το καθήκον ο εναγόμενος, δεν θα εισερχόταν στην δεξιά λωρίδα και δεν θα απέκοπτε την πορεία του ενάγοντα οποίος προσπερνούσε νόμιμα και ήταν ελεύθερη η κίνηστην (sic) δεξιά λωρίδα, μέχρι βεβαίως που ο εναγόμενος απέκοψε την ελεύθερη πορεία του ενάγοντα. . όπως αξιολογήθηκε πιο πάνω, ο εναγόμενος υπήρξε απόλυτα αμελής, ως πιο πάνω λεπτομερώς αναφέρθηκε, όταν επιχείρησε να στρίψει δεξιά χωρίς να χρησιμοποιήσει τον φωτεινό του σηματοδότη και επειδή όφειλε να βεβαιωθεί για το ασφαλές του επιχειρήματος το, εν΄ όψει του ότι ήδη αντιλήφθηκε τον ενάγοντα 100 περίπου μέτρα προηγουμένως».

 

 

 

    Ανέφερε ακόμη ότι:

 

 

«Ακόμα ένα στοιχείο που καταδεικνύει την απόλυτη ευθύνη του εναγόμενου για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, αποτελεί η ίδια η αναφορά του εναγόμενου, όταν ερωτήθηκε ποιο ήταν το λάθος του στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος απάντησε ότι, εάν δεν σταματούσε την ώρα που άκουσε τον θόρυβο, θα μπορούσε ο ενάγοντας να κτυπήσει κάπου αλλού στο όχημα του εναγόμενου και να μην κατέληγε ο ενάγοντας κάτω από το αυτοκίνητο του εναγομένου. Με αυτήν την αναφορά που προέρχεται από τον ίδιο τον εναγόμενο, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι, ο εναγόμενος ουσιαστικά καταδεικνύει ότι, όποια και να ήταν η ενέργεια του, το ατύχημα θα ελάμβανε χώρα και σίγουρα σε καμία περίπτωση αυτό δεν δύναται να ισοδυναμεί με αναπόφευκτο ατύχημα, διότι ο εναγόμενος είδε τον ενάγοντα έγκαιρα και όφειλε να βεβαιωθεί για την τελική πορεία του ενάγοντα προτού στρίψει δεξιά, έτσι ώστε να μην ανακόψει την πορεία του ενάγοντα».

 

  

    Προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της αναφοράς του Εφεσείοντα ότι είχε δει τη μοτοσυκλέτα όταν βρισκόταν σε απόσταση 100 μ. μακριά του, έκρινε ότι αυτός έφερε ακεραία την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος.  Κατά πόσο όμως ο Εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποφάνθηκε, με τον τρόπο που αυτό έγινε, ότι ο Εφεσείων είχε την πλήρη ευθύνη.

 

   Όπως διαπιστώνουμε από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, ο Εφεσίβλητος είχε αναφέρει στη μαρτυρία του ότι εκινείτο με ταχύτητα περίπου 30-40 χ.α.ω. και αύξησε λίγο την ταχύτητα του για να προσπεράσει το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, που εκείνη τη στιγμή ήταν 4-5 μ. μπροστά του.  Βρισκόταν στο πλευρό του αυτοκινήτου, στο ύψος του δεξιού πίσω τροχού του αυτοκινήτου, όταν αυτό έστριψε απότομα δεξιά, χωρίς καμιά προειδοποίηση και του ανέκοψε την πορεία.  Δεν πρόλαβε να εφαρμόσει τα φρένα της μοτοσυκλέτας του.  Κινήθηκε και ο ίδιος δεξιά για να το αποφύγει με αποτέλεσμα να ανατραπεί και στη συνέχεια να κτυπήσει στο πλευρό του αυτοκινήτου.

 

    Στην πρωτόδικη απόφαση, αφού γίνεται περίληψη της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, αναφέρεται ότι: « . το Δικαστήριο κρίνει ότι άφησε μεν θετική εικόνα στο Δικαστήριο, πλην όμως κάποιες από τις θέσεις και αξιώσεις του δεν γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο . ».  Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δεν αποδέχεται την θέση του Εφεσίβλητου σε σχέση με τα κατάλοιπα και τις συνέπειες των τραυμάτων ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και κάποιες ειδικές ζημιές που διεκδικούσε.

 

    Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι:

 

«Αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος, τα πράγματα είναι πολύ ξεκάθαρα, ως θα αναφερθεί κατωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εναγομένου και με την αξιολόγηση που θα αναφερθεί κατωτέρω, ο εναγόμενος με την ίδια την μαρτυρία του, καταδεικνύει ότι όχι μόνο ήταν αμελής, αλλά φέρει ακέραια την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος. Εν πάση περιπτώση όμως, το Δικαστήριο θα προβεί στην αξιολόγηση των θέσεων του ενάγοντα αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, έτσι ώστε να υπάρχει μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση του ουσιώδους αυτού ζητήματος.»

 

( η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

    Ακολούθησε αναφορά στη μαρτυρία του Εφεσείοντα και η κατάληξη, όπως την έχουμε μεταφέρει μέσα από τα εκτενή αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση πιο πάνω.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέφερε πουθενά κατά πόσο αποδεχόταν τις θέσεις του Εφεσίβλητου, ως προς τις υπόλοιπες συνθήκες του ατυχήματος (πέραν των ζητημάτων χρήσης των φωτεινών σηματοδοτών) που ενδεχομένως και να τον απάλλασσαν οιασδήποτε ευθύνης.  Δεν προέβηκε σε εύρημα πού βρισκόταν η μοτοσυκλέτα όταν το αυτοκίνητο κινήθηκε δεξιά και κατένειμε την ευθύνη ολοκληρωτικά στον Εφεσείοντα στη βάση της δικής του αναφοράς ότι είχε προσέξει τη μοτοσυκλέτα από απόσταση 100 μ. πίσω του.  Όπως έχουμε διαπιστώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας του Εφεσίβλητου, στη βάση της αποστάσεως και του χρόνου που είχε στη διάθεση του για να αντιδράσει, αφότου θα έπρεπε να διαπιστώσει την κίνηση του αυτοκινήτου του Εφεσείοντα προς τα δεξιά. 

 

    Μετά την αναφορά του την οποία υπογραμμίσαμε στο τελευταίο απόσπασμα που έχουμε παραθέσει, δεν επανήλθε, όπως είχε προαναγγείλει, για να αξιολογήσει τις θέσεις του Εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε επισυμβεί το επίδικο ατύχημα.  Αναφέρθηκε στη μαρτυρία του Εφεσείοντα μόνο αναφορικά με το ζήτημα της εξεύρεσης από αυτόν εργασίας μετά το ατύχημα για να απορρίψει και εδώ τη θέση του, όπως και τη θέση του για συνεχείς ενοχλήσεις και προβλήματα μέχρι και τη δίκη.  Ούτε και τη θέση του Εφεσείοντα, ότι όταν έστριψε το αυτοκίνητο του η μοτοσυκλέτα ήταν ακόμη μακριά, ανέφερε κατά πόσο την αποδεχόταν ή όχι.

    Στην Parmaxi and Another v. Katsiola (1985) 1 C.L.R. 633, 647-8, επισημαίνεται στην απόφαση της μειοψηφίας, χωρίς ωστόσο αυτό να αποδυναμώνει τη θέση, η ανάγκη για δέουσα αιτιολόγηση στην περίπτωση οδικής σύγκρουσης.  Ότι είναι υψίστης σημασίας να γίνονται ξεκάθαρα ευρήματα ως προς τα γεγονότα που προηγήθηκαν και οδήγησαν στη σύγκρουση.  Στην απουσία τέτοιων ευρημάτων είναι αδύνατο να καθοριστεί κατά πόσο κάποιος οδηγός ήταν αμελής.  Η αποτυχία του εκδικάζοντος δικαστηρίου να προβεί σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα που προηγήθηκαν και οδήγησαν ως ζήτημα αιτιώδους συνάφειας στη σύγκρουση, καθιστά την ετυμηγορία του ως προς την ευθύνη και την κατανομή της ευθύνης ανασφαλή και όχι ικανοποιητική, με αποτέλεσμα να πρέπει να διαταχθεί νέα δίκη ώστε να διαφωτιστεί το υπόβαθρο της σύγκρουσης, απαραίτητη προϋπόθεση για τον καθορισμό της ευθύνης.[1]

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατηύθυνε καθόλου το μυαλό του στις παραμέτρους, όπως τις αναφέραμε πιο πάνω, οι οποίες θα καθόριζαν κατά πόσο ο Εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια.

 

    Υπό τας περιστάσεις, η επανεκδίκαση της υπόθεσης ως προς το ζήτημα της ευθύνης καθίσταται αναπόφευκτη.  

 

    Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ως προς το ζήτημα της ευθύνης παραμερίζεται.  Διατάσσεται η κατά προτεραιότητα επανεκδίκαση της υπόθεσης καθ' όσον αφορά την ευθύνη από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της νέας δίκης.

 

    €3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.       

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.



[1]   «In a subsequent decision, namely, Neophytou v. Police [(1981) 2 C.L.R.195] we adverted to the requirements of due reasoning in a road accident collision. It is, we stated, of the first importance that there should be clear findings as to the events that preceded and led to the collision. In the absence of such findings it is impossible to determine whether one's driving was careless. That in Neophytou we were dealing with a criminal charge of negligent driving makes no difference, the principles referred to in that case are equally relevant and applicable to the determination of liability in a civil action for negligent driving.  The failure of the Judge to make findings as to the events that preceded and led, as a matter of causation, to the collision makes the verdict of the Court as to liability and apportionment of it unsafe as well as unsatisfactory. For that reason it must be set aside. A new trial must be ordered to illuminate the background to the collision as a necessary prerequisite for the determination of liability».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο