ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/1964

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ  

(Αρ. Αίτησης 10/2024)

 

 

 11 Σεπτεμβρίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΟΜΙΝΙΚΟΥ ΚΟΛΛΙΤΣΗ (Δ.Β.Γ.Κ.)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ

 

ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ, ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΗΣ 3/22, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/02/2024

 

Μεταξύ:

 

ΔΟΜΙΝΙΚΟΥ ΚΟΛΛΙΤΣΗ (Δ.Β.Γ.Κ.)

 

Εφεσειόντα/Αιτητή, 

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

          Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση.

 

 

Κ. Σοφοκλέους (κα), για Κ. Σοφοκλέους & Ι. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή. 

Α. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Ο Αιτητής καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε σωρεία κατηγοριών για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου, σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού, άσεμνη επίθεση εναντίον άντρα και συνουσία με νεαρό άντρα. Τα αδικήματα για τα οποία ο Αιτητής κρίθηκε ένοχος αφορούσαν δύο αγόρια, τα οποία ο Αιτητής ξεχωριστά υποχρέωνε να του κάνουν στοματικό έρωτα και με τα οποία ήρθε κατ'  επανάληψη σε βίαιη συνουσία για χρονική διάρκεια τριών ετών, όταν αυτά ήταν 9-11 και 13,5-15 ετών αντίστοιχα. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Αιτητή συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 ετών.

Ο Αιτητής καταχώρισε την Έφεση υπ'  αρ. 3/2022 εναντίον τόσο της καταδίκης όσο και της ποινής. Το Εφετείο, με την απόφαση του ημερ. 29.2.2024, έκρινε όλους τους λόγους έφεσης αβάσιμους και απέρριψε την έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής.

Ακολούθησε η καταχώριση από τον Αιτητή της παρούσας Αίτησης με την οποία ζητά άδεια για την εκδίκαση νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024.

         Ο Καθ'  ου η Αίτηση καταχώρισε ένσταση στη βάση του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

          Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η ένσταση καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα και επομένως αυτή δεν δύναται να ληφθεί υπόψη ούτε και ο Αιτητής έχει το δικαίωμα να ακουστεί.

          Το άρθρο 11(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023, 12/2023, προβλέπει ότι ειδοποίηση ένστασης στην αίτηση για χορήγηση άδειας καταχωρίζεται εντός 14 ημερών από την επίδοση και αντίγραφο αυτής παραδίδεται στον Αιτητή. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η Αίτηση επιδόθηκε στον Καθ΄ ου στις 17.4.2024. Σύμφωνα με το άρθρο 31 (β) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, «αν η τελευταία ημέρα της περιόδου είναι Κυριακή ή δημόσια αργία (οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο αυτό ως «εξαιρούμενες ημέρες») η περίοδος θα περιλαμβάνει την επόμενη ημέρα η οποία δεν είναι εξαιρούμενη ημέρα».

          Στην υπό κρίση περίπτωση, η προθεσμία των 14 ημερών έληγε την 1.5.2024, η οποία είναι δημόσια αργία, επομένως η προθεσμία έληγε την επομένη, στις 2.5.2024, όταν και καταχωρίστηκε η ένσταση. Επομένως, η ένσταση καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα και παρέχεται στον Καθ'  ου να ακουστεί και να υποστηρίξει την ένσταση του.

Το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.14/60 προνοεί ότι άδεια δίδεται νοουμένου ότι η αίτηση αφορά σε νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου «τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ'  αυτού ενασκούμενη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία».

Η πρώτη επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.

          Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων η οποία επισυνάπτεται στην υπό κρίση Αίτηση για άδεια περιλαμβάνονται επτά νομικά θέματα τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία. Πριν την εξέταση του καθενός ξεχωριστά, επισημαίνουμε ότι το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.14/60 δεν απαιτεί μόνο την ύπαρξη νομικού θέματος προς εκδίκαση σε τρίτο βαθμό αλλά όπως αυτό το νομικό θέμα αφορά τη διαφοροποίηση της νομολογίας ή την ανάγκη ορθής ερμηνείας νόμου ή κανονισμού ή μείζον δημόσιο συμφέρον ή γενικής δημόσιας σημασίας ή ζήτημα συνοχής του δικαίου όπου υπάρχουν συγκρουόμενες ή αντιφατικές αποφάσεις. Επομένως, το εν λόγω άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα παροχής άδειας για εκδίκαση σε τρίτο βαθμό νομικών ζητημάτων που σαφώς χρήζουν είτε νέας ερμηνείας κατ' απόκλιση από την υπάρχουσα νομολογία, είτε ορθής ερμηνείας όπου η μέχρι στιγμής ερμηνεία δεν είναι σαφής, είτε σαφήνειας όπου υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις, είτε αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος. Χρήσιμη καθοδήγηση επί της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου προσφέρει η απόφαση στην υπόθεση Artio Designs Ltd v. Stephen Van Zupthen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30.1.2024.

          Τόσο στην προαναφερόμενη απόφαση όσο και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Νίκου Εγγλέζου κ.ά, Αρ. Αίτησης 12/2024, ημερ. 9.7.2024, επισημάναμε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις θα πρέπει να διατυπώνεται με κάθε σαφήνεια καθαρά νομικό θέμα, ούτως ώστε η απάντηση του να αφορά όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του θέματος.

          Το πρώτο νομικό θέμα το οποίο εγείρεται στην Αίτηση διατυπώνεται ως εξής:

«Η ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 9 του Περί Αποδείξεως νόμου ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του Ν.14(Ι)/2009, καθότι τα αδικήματα που προσάπτονταν στον Αιτητή είχαν ημερομηνία διάπραξης πριν το 2009. Το Εφετείο αποφασίζει ότι το νομικό καθεστώς που θα έπρεπε να εφαρμοστεί για το ζήτημα της ενισχυτικής μαρτυρίας ήταν αυτό που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδίκασης και όχι κατά τον χρόνο διάπραξης. Αυτό αποτελεί ζήτημα που άπτεται ερμηνείας και σχετικής εφαρμογής από το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με την εφαρμογή του ηπιότερου για τον Κατηγορούμενο/Αιτητή νόμο όταν υπάρξει τροποποίηση από την ημερομηνία διάπραξης. Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται να υπήρξε σχετική τροποποίηση και το Ανώτατο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίσει, το οποίο θα συμπαρασύρει και το ζήτημα της καταδίκης

 

          Θεωρούμε ότι ο τρόπος περιγραφής του πρώτου νομικού θέματος δεν προσδιορίζει με σαφήνεια το νομικό ζήτημα προς χορήγηση άδειας για εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στις μέχρι στιγμής αποφάσεις που εξέδωσε το παρόν Δικαστήριο για το ζήτημα, τονίζεται η ανάγκη διατύπωσης με σαφήνεια, συντομία και γενικό πλαίσιο το νομικό ερώτημα που εγείρεται προς εκδίκαση και η απάντηση του οποίου αποτελεί καθοδήγηση επί αυτού για κάθε υπόθεση.

          Προφανώς το νομικό θέμα που επιχείρησε να περιγράψει ανωτέρω ο Αιτητής αφορά στο από πότε τυγχάνει εφαρμογής ο τροποποιητικός του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, Ν. 14(Ι)/2009 ο οποίος κατάργησε την απαίτηση για την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας σε ανώμοτη μαρτυρία παιδιού. Επί του ζητήματος, το Εφετείο κατέληξε πως κατά τον χρόνο ένορκης μαρτυρίας των παραπονούμενων στη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αυτοί ήταν πλέον ενήλικα πρόσωπα και όχι παιδιά, ήτοι 34 και 20 ετών αντίστοιχα, επομένως δεν τίθετο θέμα εφαρμογής του άρθρου 9. Παρεμφερώς και επιπρόσθετα, το Εφετείο ανέφερε ότι το δίκαιο της απόδειξης είναι θέμα δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται το ισχύον κατά τον χρόνο της δίκης αποδεικτικό στοιχείο, με παραπομπή σε σχετική νομολογία.

          Από τη στιγμή που η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν πως το άρθρο 9 του Κεφ. 9 δεν εφαρμοζόταν στην υπό κρίση περίπτωση, τότε σαφώς και δεν προκύπτει οποιοδήποτε νομικό ζήτημα αναφορικά με την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, είτε πριν είτε μετά την τροποποίηση του με τον Ν.14(Ι)/2009. Τυχόν χορήγηση άδειας και εκδίκαση αυτού του θέματος θα είχε μόνο θεωρητική και ακαδημαϊκή σημασία, κάτι το οποίο σαφώς δεν εμπίπτει στον σκοπό και την πρόθεση του Νομοθέτη ο οποίος προφανώς εισήγαγε το άρθρο 9(3)(γ) προς τη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης για νομικά θέματα τα οποία προκύπτουν και σαφώς επηρεάζουν την υπό κρίση περίπτωση, ως επίσης αποτελούν καθοδήγηση και για άλλες περιπτώσεις.

          Ως εκ τούτου, δεν δύναται να χορηγηθεί άδεια για το πρώτο νομικό θέμα της Αίτησης.

          Το δεύτερο νομικό θέμα της Αίτησης έχει ως εξής:

«Η αντίληψη και εφαρμογή του κανόνα της αναζήτησης και εφαρμογής του κανόνα της αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας σε σεξουαλικής φύσης αδικήματος στη βάση της ποιότητας της μαρτυρίας και/ή του καθυστερημένου παραπόνου. Συγκεκριμένα, από την απόφαση του Εφετείου προκύπτει ότι η καταδίκη χωρίς ενισχυτικής μαρτυρία και η αυτοπροειδοποίηση ήταν αρκετή για την καταδίκη χωρίς αμφιβολία. Ωστόσο, το λεκτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου σε συνδυασμό με την τεθείσα μαρτυρία και του αργοπορημένου της καταγγελίας , καταδεικνύει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσα να καταδικάσει τον Αιτητή για σεξουαλικής φύσεως αδίκημα. Το νομικό ζήτημα που τέθηκε στο Εφετείο δεν ήταν το κατά πόσο τέθηκε ή όχι η αυτοπροειδοποίηση αλλά ότι από το λεκτικό της απόφασης φαίνεται η αμφιβολία με την καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, η οποία δεν μπορούσε να γίνει καθώς η μαρτυρία ήταν τέτοια που απαιτούσε την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας

 

          Σε αυτό το κείμενο, διαφαίνεται ξεκάθαρα πως εκείνο το οποίο ο Αιτητής επιζητεί είναι την εκ νέου θεώρηση της εισήγησης του πως η αυτοπροειδοποίηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκής για να οδηγήσει σε καταδίκη του χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, θέση την οποία απέρριψε το Εφετείο. Επομένως, ουσιαστικά ο Αιτητής ζητά την εκ νέου εκδίκαση αυτής της θέσης του και συνακόλουθα της κρίσης του Εφετείου σε τρίτο βαθμό και όχι κάποιου νομικού ερωτήματος που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου.

          Ως εκ τούτου δεν χορηγείται άδεια για αυτό το δεύτερο νομικό θέμα.

          Το τρίτο νομικό θέμα αφορά στην «ερμηνεία και νομική υπόσταση που δίδεται από το Εφετείο της καθυστέρησης υποβολής καταγγελίας». Συγκεκριμένα, ο Αιτητής αναφέρει ότι «από την απόφαση του Εφετείου προκύπτει το νομικό ζήτημα του κατά πόσο η ουσία της αιτιολογίας που δίδεται από Παραπονούμενα πρόσωπα είναι ζήτημα που πρέπει να εξετάζεται ως προς την επάρκεια της όταν υπάρχει καθυστέρηση υποβολής παραπόνου». 

          Με αυτό το θέμα, και πάλι θεωρούμε ότι ο Αιτητής επιχειρεί την εκδίκαση σε τρίτο βαθμό της σημασίας της καθυστέρησης στην υποβολή παραπόνου αναφορικά με την αξιοπιστία του παραπονούμενου. Στην αιτιολογία, ο Αιτητής σαφώς διαφωνεί με τον τρόπο ενασχόλησης της καθυστέρησης στην υποβολή παραπόνου τόσο από το Κακουργιοδικείο όσο και από το Εφετείο. Το ζήτημα της σημασίας της καθυστέρησης στην υποβολή παραπόνου είναι διασαφηνισμένο από τη νομολογία, επομένως δεν προκύπτει οποιοδήποτε νομικό ζήτημα επί τούτου που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

          Το τέταρτο νομικό θέμα αφορά και πάλι στην «ερμηνεία και νομική υπόσταση που δίδεται από το Εφετείο της καθυστέρησης υποβολής καταγγελίας σε σχέση με την κατάχρηση της διαδικασίας και τον δυσμενή επηρεασμό της δίκαιης δίκης». Και επί τούτου, ο Αιτητής ζητά βασικά την εκ νέου εκδίκαση του ζητήματος σε τρίτο βαθμό, αμφισβητώντας την απόφαση του Εφετείου. Επιπλέον, η θέση του Αιτητή στην αιτιολογία αυτού του θέματος, πως «αφορά τόσον την ερμηνεία δευτερογενούς ουσιαστικού νομικού ζητήματος, σύγκρουση με πάγια νομολογία αλλά και γενικά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος» παρέμεινε παντελώς ατεκμηρίωτη και απολήγει στην εκ νέου εξέταση του ζητήματος από το Ανώτατο Δικαστήριο.

          Ως εκ τούτου, ούτε και για αυτό το θέμα δικαιολογείται η χορήγηση άδειας.

          Ούτε και το πέμπτο θέμα που αφορά στην εκπροσώπηση του Αιτητή από δικηγόρο αποκαλύπτει οποιοδήποτε νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου και εμπίπτει εντός των κατηγοριών που προνοεί το άρθρο 9(3)(γ). Και εδώ ο Αιτητής βασικά εκφράζει και επεξηγεί τη διαφωνία του με το Κακουργιοδικείο ως προς τον τρόπο χειρισμού του ζητήματος και συνακόλουθα την επικύρωση αυτού του μέρους της πρωτόδικης διαδικασίας από το Εφετείο. Εξού και στο θέμα αυτό αναφέρεται πως ζητείται «η ερμηνεία και εφαρμογή της νομοθετικής και νομολογιακής αρχής σχετικά με την επιβολή εκπροσώπησης από Δικηγόρο. Κατά πόσο η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν τέτοια που όφειλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να επιβάλει την αντιπροσώπευση από Δικηγόρο σε αντίθεση με όσα αναφέρει το Εφετείο». Ο μανδύας του ότι πρόκειται για νομικό ζήτημα ουδόλως είναι ικανό να το εντάξει εντός των προνοιών του άρθρου 9(3)(γ).

          Αυτή η τελευταία μας παρατήρηση ισχύει και για το έκτο νομικό θέμα. Αυτό αφορά την «ερμηνεία και εφαρμογή του παράγοντα της καθυστέρησης υποβολής καταγγελίας για 20 και 15 έτη αντίστοιχα στα πλαίσια επιβολής ποινής». Και εδώ ο Αιτητής, υπό την αναφορά σε νομικό ζήτημα, ουσιαστικά ζητά την εξέταση εκ νέου αυτού του θέματος από το Ανώτατο για τον λόγο ότι διαφωνεί με την απόφαση τόσο του Κακουργιοδικείου όσο και του Εφετείου. Εξού και αναφέρει ότι «το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την βαρύτητα που θα έπρεπε να δοθεί από το Εφετείο και κατ'  επέκταση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικά με την μεγάλη καθυστέρηση υποβολής καταγγελίας σε σχέση με την ποινή». 

          Το έβδομο και τελευταίο νομικό θέμα δεν αποκαλύπτει αυτοτελές νομικό θέμα ούτε και προσθέτει οτιδήποτε. Αποτελεί μια γενική διατύπωση της θέσης ότι με την απόφαση του Εφετείου, «προκύπτει ζήτημα παραβίασης της δίκαιης δίκης του καθώς και η απόφαση και η λανθασμένη προσέγγιση του, αν καταδειχθεί, ως αναφέρεται ανωτέρω, στέρησαν το δικαίωμα του Αιτητή, να τύχει δίκαιης δίκης». Εδώ γίνεται μια γενική επίκληση του λανθασμένου της απόφασης του Εφετείου, χωρίς όμως να προκύπτει οποιοδήποτε νομικό θέμα που δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας. Η δε αναφορά σε αυτό το θέμα ότι το ζήτημα «είναι νομικό ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας και δημοσίου συμφέροντος καθώς η εκδίκαση μίας υπόθεσης δίκαιης αποτελεί ζήτημα που άπτεται σημαντικής δημόσιας σημασίας» ξεφεύγει παντελώς του πλαισίου του άρθρου 9(3)(γ) το οποίο μιλά για συγκεκριμένο νομικό ζήτημα που χρήζει ερμηνείας ή αποκρυστάλλωσης ή αφορά το δημόσιο συμφέρον.

          Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση της Αίτησης.

Η Αίτηση απορρίπτεται.

Τα έξοδα της Αίτησης που ανέρχονται στις €2.500 επιδικάζονται υπέρ του Καθ'  ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

         

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

         

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο