ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 100/2022)
15 Ιουλίου, 2024
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Γ. Θ. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ] , ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 01/03/22, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠ/ΜΟΥ Σ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ, ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ [ ] ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΝΑΠΑ, ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΜΕ ΑΡ. ΕΓΓ. [ ] ΚΑΙ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΟ [ ] ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΝΑΠΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 29(3) Ν. 29/77.
Αλ. Κληρίδης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από τον Δαυίδ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την πρωτόδικη του δικαιοδοσία (εφεξής «το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), απέρριψε αίτηση του εφεσείοντα για χορήγηση άδειας προς καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Η δια κλήσεως αίτηση θα αποσκοπούσε στην ακύρωση Εντάλματος Έρευνας της οικίας και των γραφείων του εφεσείοντα, που εξέδωσε Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, την 01.03.2022, (εφεξής «το Κατώτερο Δικαστήριο») επί τη βάση εύλογης υποψίας ότι ο εφεσείων κατέχει και κάνει χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α στους πιο πάνω χώρους.
Το υπόβαθρο γεγονότων για την έκδοση του ως άνω Εντάλματος τέθηκε με ένορκη δήλωση Αστυνομικού, σύμφωνα με την οποία, στις 16.02.2022, δόθηκε πληροφορία στο ΤΑΕ Αμμοχώστου ότι ο Αιτητής συνεργάζεται με άλλο πρόσωπο στη διακίνηση ναρκωτικών, τα οποία ο προμηθευτής του τα μεταφέρει από τις κατεχόμενες περιοχές της Κύρου και τα πωλεί στον Αιτητή. Η ως άνω πληροφορία διερευνήθηκε από άλλο πληροφοριοδότη-συνεργάτη της Αστυνομίας, ο οποίος ανέφερε ότι ο Αιτητής είναι καθημερινός χρήστης κοκαΐνης και ότι τον έχει δει να κατέχει και να χρησιμοποιεί κοκαΐνη τόσο στο γραφείο του στην οδό [ ] στην Αγία Νάπα, όσο και στην οικία του στην οδό [ ] στην Αγία Νάπα.
Αδελφή Δικαστής η οποία επελήφθη της ως άνω αίτησης για παροχή άδειας, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης εντάλματος Certiorari, ως επίσης τις προϋποθέσεις έκδοσης Εντάλματος Έρευνας στη βάση του άρθρου 27, του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, έκρινε ότι οι λόγοι που ο εφεσείων προέβαλλε, δεν καταδείκνυαν εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παροχή άδειας και απέρριψε την αίτηση.
Με την υπό συζήτηση έφεση, ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της ως άνω απόφασης, προωθώντας συνολικά τρεις λόγους έφεσης. Ειδικότερα, προτάσσεται πως λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα που στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε περάσει από την ημέρα της πληροφορίας προς την Αστυνομία μέχρι την έκδοση του εντάλματος και την εκτέλεσή του, δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει λόγο ακύρωσης (1ος Λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, προκρίνεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πως υπήρχε συσχέτιση της τοποθεσίας με την υπό διερεύνηση διάπραξη των ποινικών αδικημάτων (2ος Λόγος Έφεσης). Τέλος, αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις νομολογιακές αρχές του Ανώτατου Δικαστηρίου για το ζήτημα, οι οποίες τέθηκαν υπόψιν του κατά την ακρόαση της αίτησης για εξασφάλιση της σχετικής άδειας.(3ος Λόγος Έφεσης)
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις θέσεις τις οποίες είχε προβάλει και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήτοι ότι ο χρόνος που είχε παρέλθει από την ημέρα της πληροφορίας μέχρι την έκδοση του εντάλματος έρευνας (13 ημέρες) όπως και η εκτέλεση του, δύο μέρες μετά την έκδοσή του, αντικειμενικά και από μόνος του καταδεικνύει συζητήσιμη υπόθεση για την πλευρά του Αιτητή η οποία θα έπρεπε να είχε κριθεί ικανοποιητική για σκοπούς παραχώρησης της αιτούμενης άδειας, υποστήριξε παράλληλα πως το γεγονός ότι δεν ξεκαθαρίζεται πότε κατ' ισχυρισμό ο πληροφοριοδότης είδε τη διάπραξη των αδικημάτων, δείχνει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, ότι υπήρχε αμφιβολία ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του εγκαλούμενου εντάλματος. Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τη μη περιγραφή της ποσότητας των ναρκωτικών που κατ' ισχυρισμό είδε και αναφέρθηκε ο πληροφοριοδότης, δεν ικανοποιούσαν ούτε την αρχή της αναλογικότητας για την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος. Περαιτέρω, υποστήριξε πως με δεδομένη τη μαρτυρία που τέθηκε υπόψη του Κατώτερου Δικαστηρίου, η οποία αφορούσε την κατοχή και χρήση ναρκωτικών από την πλευρά του εφεσείοντα, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που να ικανοποιεί τη βασική προϋπόθεση έκδοσης ενταλμάτων έρευνας, δημιουργώντας δηλαδή την απαιτούμενη από το νόμο εύλογη υπόνοια σύνδεσης της τοποθεσίας που το ένταλμα έρευνας αφορά, με την κατ' ισχυρισμό διάπραξη ποινικού αδικήματος και τη διερεύνηση του.
Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155:
«Όταν δικαστής ικανοποιείται ΅ε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση ΅ε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκη΅α ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδική΅ατος· ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησι΅οποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδική΅ατος,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλ΅α (το οποίο αναφέρεται στο νό΅ο αυτό ως "ένταλ΅α έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονο΅άζεται σε αυτό - ...»
Παρεμβάλλεται ότι σε σχέση με ναρκωτικά και ελεγχόμενα φάρμακα, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης Εντάλματος Έρευνας και κατά τον τρόπο και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, (Ν.29/1977) μέσω του άρθρου 29, που φέρει τον πλαγιότιτλο «Εξουσία ερεύνης και λήψεως μαρτυρίας».
Σε σχέση με το καθήκον αυτού που υποβάλλει ένα τέτοιο αίτημα αλλά και του Δικαστηρίου που το επιλαμβάνεται, στην Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ και 2. Αντώνη Ανδρέου από τη Λάρνακα, Πολ. Έφ. Αρ.348/15 ημερ. 9.6.2007 υποδείχθηκε μεταξύ άλλων ότι :
«... η έκδοση ενός εντάλματος έρευνας είναι μια σοβαρή επέμβαση στην ατομική ελευθερία. Είναι ένα βήμα που πρέπει να λαμβάνεται μετά από ώριμη αντίληψη των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση. Με σκοπό την επίτευξη του στόχου αυτού ο αιτών, την έκδοση του εντάλματος, επί του προκειμένου, ο αστυφύλακας, έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων.
.....................................................................................................
Η έκδοση του διατάγματος, όπως προείπαμε, δεν αποτελεί μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, στη βάση των ενώπιον του τεθέντων, θα πρέπει να πειστεί ότι συντρέχει ανάγκη για έκδοση του διατάγματος.»
Η υποβολή αιτήματος για έκδοση εντάλματος ως το υπό συζήτηση, θα πρέπει να στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. (Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014). Γεγονός παραμένει ότι, προκειμένου να εκδοθεί Ένταλμα Έρευνας με βάση το άρθρο 27 του Κεφ.155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση, ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακαλλή (Αρ.1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, τονίστηκε ότι το άρθρο 27 του Κεφ.155 επιτακτικά συνδέει τα αντικείμενα τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου. Γενική και αόριστη υπόθεση ότι το αναζητούμενο αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, δεν αποτελεί επαρκή σύνδεση κατά τρόπο που να δικαιολογεί την έκδοση σχετικού εντάλματος έρευνας (βλ. Αντρέου ν. Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. Αρ. 103/2020, ημερ. 21.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).
Στρέφοντας την προσοχή στον 1ο Λόγο Έφεσης, είναι φανερό ότι το ζήτημα του χρόνου, ως τίθεται από την πλευρά του εφεσείοντα, απασχόλησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Το τελευταίο, δεν παράβλεψε το γεγονός της παρόδου συγκεκριμένου χρόνου από την ημέρα λήψης της πληροφορίας μέχρι την έκδοση και τελικά την εκτέλεση του Εντάλματος Έρευνας, ως πιο πάνω έχει καταγραφεί. Πραγματεύτηκε το ζήτημα, εξηγώντας ωστόσο ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση το γεγονός τούτο, από μόνο του, δεν φαίνεται να δημιουργεί συζητήσιμο ζήτημα, ικανό να οδηγήσει στην παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Έκρινε, και ορθά προσθέτουμε, πως η ημερομηνία 16.02.2002 που καταγράφεται στο σχετικό όρκο ως ημερομηνία λήψης της αρχικής πληροφορίας αναφορικά με την εμπλοκή του εφεσείοντα, μεταξύ άλλων στη διακίνηση ναρκωτικών, ήταν εκείνη που ουσιαστικά έδωσε το έναυσμα στην Αστυνομία για να προχωρήσει στη συνέχεια, στη διερεύνηση της, με τη βοήθεια άλλου πληροφοριοδότη-συνεργάτη της, ο οποίος, ως καταγράφεται στην Ένορκη Δήλωση του Υπαστυνόμου που υποστήριζε το αίτημα ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, ενημέρωσε την αρμόδια αστυνομική αρχή ότι ο Αιτητής είναι « . καθημερινός χρήστης κοκαΐνης και ότι τον έχει δει να κατέχει και να χρησιμοποιεί κοκαΐνη, .» στα υποστατικά για τα οποία εκδόθηκε τελικά το αιτούμενο Ένταλμα Έρευνας. Είναι προφανές ότι η ως άνω μαρτυρία για καθημερινή χρήση και κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου από μέρους του εφεσείοντα, καθιστούσε περιττή την οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση του ζητήματος της παρέλευσης του χρόνου από την αρχική πληροφορία μέχρι την επιβεβαίωση του γεγονότος από τον δεύτερο πληροφοριοδότη - συνεργάτη της Αστυνομίας, ο οποίος, καλούμενος σε μεταγενέστερο χρόνο να την διερευνήσει, μετέφερε την διαπίστωση του για καθημερινή κατοχή και χρήση κοκαΐνης από την πλευρά του Εφεσείοντα στα συγκεκριμένα υποστατικά. Ως εντοπίστηκε άλλωστε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καθόλα ευθυγραμμισμένα με την προσέγγιση της νομολογίας, (Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧΧ Ευδόκα, Πολ. Έφ. 51/2017, ημερ. 14/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A500) τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπο συζήτηση περίπτωση, ως τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου που εξέτασε το αίτημα της Αστυνομίας, σε συνδυασμό με την σοβαρότητα των υπο διερεύνηση αδικημάτων και την αναγκαιότητα εξιχνίασης τους προς το σκοπό της κατίσχυσης του νόμου, όχι μόνο δεν επιτρέπουν την υιοθέτηση των θέσεων της πλευράς του εφεσείοντα περί μη αναγκαιότητας έκδοσης του σχετικού Εντάλματος Έρευνας αλλά καθιστούν την έκδοση του, καθ' όλα αναλογικό μέτρο. Συνακόλουθα, ο σχετικός Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Σε σχέση με τον 2ο Λόγο Έφεσης, (μη ύπαρξη συσχέτισης της τοποθεσίας που αφορά το Ένταλμα Έρευνας με την υπό διερεύνηση διάπραξη των ποινικών αδικημάτων) ως έχει ήδη σημειωθεί, εντοπίζεται πως ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκε, ρητά, ότι στα πλαίσια της διερεύνησης της αρχικής πληροφορίας από δεύτερο πληροφοριοδότη - συνεργάτη της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων, πρόσωπο που ασχολείται με τη διακίνηση ναρκωτικών και αποτελεί καθημερινό χρήστη κοκαΐνης, κατέχει και χρησιμοποιεί το εν λόγω ελεγχόμενο φάρμακο τόσο στο γραφείο όσο και στην οικία του. Τα υποστατικά δηλαδή που το εγκαλούμενο Ένταλμα Έρευνας αφορούσε, συνδέθηκαν με τα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα, ειδικότερα με το ελεγχόμενο φάρμακο τάξης Α (κοκαΐνη) που σύμφωνα με την τεθείσα μαρτυρία ο εφεσείων κατά τον πιο πάνω τρόπο και στους συγκεκριμένους χώρους, κατείχε και χρησιμοποιούσε. Σε υποθέσεις του είδους, ως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί, το ζητούμενο είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται μαρτυρία που να επιτρέπει στο Δικαστήριο που εξετάζει το αίτημα να συμπεράνει ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υπάρχουν οποιαδήποτε τεκμήρια που συνδέονται με τη διάπραξη του αδικήματος στα αναφερόμενα υποστατικά. Εάν υπάρχει κάτι τέτοιο, αποτελεί τούτο ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση του εντάλματος. Ως υποδεικνύεται στο Σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η έκ. Αναθεωρημένη 2013, σελ 69, στο οποίο και το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος.» Συνακόλουθα, καθ' όλα ορθά κρίθηκε αβάσιμη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο η θέση που προκρίθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα, ότι δεν υπήρχε συσχέτιση της τοποθεσίας που αφορά το Ένταλμα Έρευνας με την υπό διερεύνηση διάπραξη των ποινικών αδικημάτων.
Ο 3ος Λόγος Έφεσης, θα πρέπει εξ' αρχής να σημειωθεί ότι προβάλλεται από την πλευρά του εφεσείοντα κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Κατά τον ίδιο τρόπο τέθηκε από την πλευρά του και κατά το στάδιο των τελικών εισηγήσεων της πλευράς του ενώπιον του Δικαστηρίου. Με δεδομένη την πιο πάνω ελλειμματική προβολή και προώθηση του, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η γενική αναφορά και θέση πως δεν εφαρμόστηκαν οι νομολογιακές αρχές του Ανώτατου Δικαστηρίου, χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση και επεξήγηση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αντίθετα, θεώρηση της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει ότι κάθε λόγος προώθησης του αιτήματος που προβλήθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα με ανάλογη επιχειρηματολογία, απασχόλησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο και ανάλογα τοποθετήθηκε χωρίς οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις αρχές της σχετικής νομολογίας.
Στη βάση όλων όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/κβπ