ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
6 Ιουνίου, 2024
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 249/2015)
(Σχ. με 345/2015)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ν.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΙΤΤΑΚΗ ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑ,
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.
________________________________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2015)
(Σχ. με 249/2015)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΙΤΤΑΚΗ ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑΣ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα στην Π.Ε. 249/2015 και Εφεσίβλητη στην Π.Ε. 345/2015.
Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 249/2015 και Εφεσείοντα στην Π.Ε. 345/2015.
________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
Έφεση υπ' αρ. 249/2015
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της Έφεσης υπ' αρ. 249/2015 είναι η ορθότητα της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) στην Αγωγή υπ' αρ. 2393/2011, με την οποία αυτή απερρίφθη λόγω της απόρριψης της εκδοχής γεγονότων που η Ενάγουσα/Εφεσείουσα παρουσίασε στο Δικαστήριο.
Συμφώνως των δικογραφημένων ισχυρισμών η απαίτηση της Ενάγουσας/Εφεσείουσας αφορούσε σε δάνειο ύψους €20.000 το οποίο είχε δώσει στον Εναγόμενο/Εφεσίβλητο, με την υποχρέωση του τελευταίου να το αποπληρώσει σε εύλογο χρόνο, ο οποίος, με βάση τη μαρτυρία της, είχε καθορισθεί σε 10 μέρες και το οποίο ποσό, συμφώνως πάντοτε της μαρτυρίας της, ο Εναγόμενος/Εφεσίβλητος της είχε πει ότι θα χρησιμοποιούσε για σκοπούς ανέγερσης εκκλησίας. Το ποσό αυτό δεν αποπληρώθηκε και γι' αυτό η Εφεσείουσα αξίωσε την αποπληρωμή του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στην Υπεράσπιση του ο Εναγόμενος/Εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι του είχε παραχωρηθεί το δάνειο, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε είχε λάβει οποιοδήποτε ποσό από την Ενάγουσα/Εφεσείουσα.
Προς υποστήριξη της απαίτησης προσήχθη μαρτυρία από μέρους της Εφεσείουσας και ενός ακόμη μάρτυρα, ενώ από πλευράς Εφεσίβλητου κατέθεσε ο ίδιος καλώντας ακόμη τέσσερις μάρτυρες, μία Ψυχίατρο, τη Μ.Υ.1, υπάλληλο της Τράπεζας Κύπρου, Μ.Υ.2, την υπεύθυνη του Κλάδου Εγγραφών και Καταναγκαστικών Πωλήσεων του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας, Μ.Υ.3 και Λειτουργό του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Μ.Υ.4.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή λόγω της αποτυχίας της Εφεσείουσας να αποδείξει την υπόθεσή της.
Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη στη βάση δύο Λόγων Έφεσης. Αμφότεροι οι Λόγοι Έφεσης είναι αλληλένδετοι και συναφείς μεταξύ τους εφόσον ό,τι προβάλλεται μέσω αυτών είναι ότι ήταν λανθασμένη η απόρριψη της Αγωγής λόγω λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας της Ενάγουσας μέσω της απόδοσης «αδικαιολόγητα σημασίας σε επουσιώδη λεπτομέρειες» και της λανθασμένης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της Εφεσείουσας δεν υποστηρίζετο από πραγματική μαρτυρία.
Οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης θα εξετασθούν μαζί.
Δεδομένου του γεγονότος ότι αμφότεροι οι Λόγοι Έφεσης περιστρέφονται γύρω από την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, αρκεί να υπομνήσουμε την πάγια νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση των μαρτύρων αποτελεί κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βλέπει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν, με αποτέλεσμα να πλεονεκτεί έναντι του Εφετείου. Γι' αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι ανατροπής σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 και Fereos Ltd v. Brothers Tobacco Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378) και μόνο εκεί όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα που έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ., μεταξύ άλλων, την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288).
Αξιολογώντας τη μαρτυρία της Εφεσείουσας το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού πρώτα αναφέρθηκε στην εντύπωση που αποκόμισε από αυτή στο πλαίσιο της όλης παρουσίασης στο εδώλιο του μάρτυρα, επεσήμανε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
«ii. Πρόσθετα, - γεγονός, όχι ασύνδετο από την προαναφερόμενη παρατήρηση μου -, υπάρχουν στην μαρτυρία της Ενάγουσας και αντιφάσεις ουσίας, που επιβεβαιώνουν την προαναφερόμενη κατάληξη μου. Προχωρώ στο να αναφερθώ σε κάποιες από αυτές.
Η Ενάγουσα, προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού της, ότι, περί τον μήνα Μάρτιο του έτους 2010, είχε δανείσει στον Εναγόμενο το ποσό των €20.000, παρουσίασε στο Δικαστήριο την κατάσταση του λογαριασμού της, Τεκμήριο ΚΠ1, που παρουσιάζει την κίνηση του, για ολόκληρο το έτος 2010. Σε αυτήν, φαίνεται να παρουσιάζονται, τρεις - αντικειμενικά κρινόμενες - σχετικές με την υπόθεση αυτή, καταχωρήσεις. Η πίστωση της 04/03/2010, για το ποσό των €90.000 και οι χρεώσεις 11/03/2010 και 16/03/2010, για τα ποσά των €40.000 και €20.000 αντίστοιχα. Αυτές όμως οι καταχωρήσεις, δεν υποστηρίζουν την μαρτυρία της Ενάγουσας σε αρκετά της σημεία. Όπως για παράδειγμα, τον ισχυρισμό της, ότι, τα λεφτά που δάνεισε στον Εναγόμενο, ήταν μέρος ενός ποσού που εισέπραξε τον Μάρτιο του έτους 2010 από την πώληση του σπιτιού της, €80.000. Και εξηγώ. Ενώ στην κατάσταση λογαριασμού, περί τον Μάρτιο του έτους 2010, φαίνεται να υπάρχει μία μόνο πίστωση, αυτή των €90.000 της 04ης /03/2010, ως έχει προαναφερθεί, η ίδια η Ενάγουσα στην μαρτυρία της, υποστήριξε ότι εισέπραξε από την πώληση του σπιτιού της, ποσό €80.000. Ερωτηθείσα κατά την αντεξέταση της να υποδείξει, πως αυτός ο ισχυρισμός της υποστηρίζεται από την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο ΚΠ1, που παρουσίασε στο Δικαστήριο προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών της, η Ενάγουσα υπέδειξε την καταχώρηση χρέωσης στον λογαριασμό της, ημερομηνίας 20/01/2010, που αφορά το ποσό των €140. Αξίζει εδώ να σημειωθεί περαιτέρω ότι, ως προέκυψε από την μαρτυρία της ΜΥ3, της λειτουργού του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας που κλήθηκε για να καταθέσει στο Δικαστήριο από τον Εναγόμενο, η μοναδική πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας που έκανε η Ενάγουσα από την 01/01/2009 έως και την 12/12/2014, ήταν ενός διαμερίσματος στην ενορία Σωτήρος στην Λάρνακα, την 03/03/2010 και το τίμημα πώλησης του, ήταν €103.000.
Αντεξεταζόμενη περαιτέρω επί του προκείμενου ισχυρισμού της, η Ενάγουσα, ανέφερε ότι, από το ποσό που εισέπραξε από την πώληση του σπιτιού της, στην τράπεζα, είχε καταθέσει μόνο το ποσό των €40.000 και ότι, λόγω αυτής της κατάθεσης της ήταν που είχε στον λογαριασμό της χρήματα, ώστε, εν συνεχεία, να ήταν σε θέση να αποσύρει τις €20.000, για να δανείσει τον Εναγόμενο. Παράλληλα, ανέφερε ότι, από το ποσό αυτό της κατάθεσης που είχε κάνει στην τράπεζα, είχε δώσει €10.000 ως προκαταβολή για την αγορά αυτοκινήτου, €10.000 για σκοπούς που αφορούσαν την επιχείρηση ενός περιπτέρου που διαχειρίζεται και €20.000 στα τέσσερα από τα παιδιά της.
Ισχυρισμοί που, σαφέστατα, δεν συνάδουν μεταξύ τους.
iii. Διάσταση υπάρχει και με τους ισχυρισμούς που η Ενάγουσα προέβαλε με το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης της, αφού, ενώ με αυτό ισχυριζόταν ότι, το ποσό των €20.000 που κατ' ισχυρισμό της δάνεισε στον Εναγόμενο, θα αποπληρωνόταν «εντός εύλογου χρόνου και/ή σε πρώτη ζήτηση»• εξεταζόμενη στο Δικαστήριο, ήταν η θέση της - την οποία επανέλαβε πέραν της μίας φοράς - ότι, η συμφωνία της με τον Εναγόμενο, ήταν ότι θα της επέστρεφε το ποσό, εντός δέκα ημερών. Θέση ως προς ένα ουσιώδες γεγονός - αφού πρόκειται για έναν από τους κατ' ισχυρισμό όρους της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας -, διαφορετική από την δικογραφημένη στην έκθεση απαίτησης της. Ισχυρισμός παράλογος, εν πάση περιπτώσει, αφού, αν ο σκοπός του δανείου ήταν, με αυτά τα λεφτά, ή μέρος αυτών, να χτιστεί εκκλησία από τον Εναγόμενο, τότε, πιο πιθανόν, ως πιο λογικό, θα ήταν, η περίοδος εξόφλησης του δανείου να ήταν μεγαλύτερη.
iv. Περαιτέρω, ενώ η Ενάγουσα, αρνήθηκε κατά την αντεξέταση της, ότι, παρακολουθείτο από ψυχιάτρους• από την μαρτυρία της ΜΥ1, διαφάνηκε ότι, η Ενάγουσα, πάσχει από διπολική διαταραχή / μανιοκατάθλιψη και ότι, παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας (ως ασθενής των εξωτερικών ψυχιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας) από το έτος 2002. Από την μαρτυρία της ΜΥ1, προέκυψε, ότι, η Ενάγουσα, λόγω της κατάστασης της υγείας της, μπορεί να παρουσιάσει επεισόδια μανίας, τα οποία χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων και από παραληρητικές ιδέες. Δηλαδή, η Ενάγουσα, να έχει μία διαφορετική εντύπωση της πραγματικότητας. Όπως π.χ., να πιστεύει ότι έχει δανείσει σε κάποιο πρόσωπο λεφτά, χωρίς αυτό να είναι η πραγματικότητα. Ασθένεια χρόνια, ως ανέφερε η ΜΥ1, η οποία, μπορεί να αντιμετωπιστεί, μόνο με φαρμακευτική αγωγή. Φαρμακευτική αγωγή, που, αν και μπορεί να περιορίσει την εκδήλωση των συμπτωμάτων της συγκεκριμένης νόσου, δεν αποκλείει την εκδήλωση τους και την υποτροπή της ασθενούς σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή.
v. Επιπρόσθετα, ενώ η Ενάγουσα κατά την αντεξέταση της, αρνήθηκε ότι ο Εναγόμενος είχε βοηθήσει έναν εκ των υιών της, με κάποια οικονομική υποχρέωση που του προέκυψε σε σχέση με ένα αυτοκίνητο του• αυτό, τελικά, επιβεβαιώθηκε ως γεγονός από τον ΜΥ2, ο οποίος, μαρτύρησε ότι, την 11/07/2008, ο Εναγόμενος πλήρωσε προς εξόφληση πίστωσης (σύμβαση ενοικιαγοράς του οχήματος KJV759) που είχε παραχωρηθεί από την τότε Λαϊκή Τράπεζα στον υιό της Ενάγουσας, Λουκά Κωνσταντίνου (ως επιβεβαιώθηκε προς ικανοποίηση μου από την μαρτυρία της ΜΥ4, λειτουργό του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, βάσει του αριθμού δελτίου ταυτότητας που αναφέρθηκε στο Δικαστήριο από τον ΜΥ2 και εμφαίνεται στο Έγγραφο Διευθέτησης 11/07/2008, Τεκμήριο ΜΣ3), το συνολικό ποσό των €3.300. Δέστε σχετικά τις αποδείξεις πληρωμής που ο ΜΥ2 παρουσίασε στο Δικαστήριο, ημερομηνίας 11/07/2008, Τεκμήρια ΜΣ1(α) και ΜΣ1(β) αντίστοιχα.»
Έχουμε εξετάσει τα όσα η πλευρά της Εφεσείουσας έχει προβάλει και τα σημεία στα οποία ο συνήγορος της μας παρέπεμψε και έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δεν διαπιστώνουμε λόγο που να δικαιολογεί επέμβαση μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα όσα ο συνήγορος της Εφεσείουσας επικαλέστηκε στη γραπτή του αγόρευση δεν αποτελούν παρά αποσπασματικές αναφορές, οι οποίες όμως δεν αξιολογούνται κατά απομόνωση, αλλά στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας.
Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιμελώς την προσαχθείσα μαρτυρία και για καλούς και πειστικούς λόγους, που σε έκταση καταγράφει στην Απόφασή του, δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Εφεσείουσας. Όπως προέκυψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσείουσας, αλλά την αντιπαρέβαλε και την διερεύνησε στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως η νομολογία επιτάσσει. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506: «Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα και πειστικότητα της και με βάση τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία». Περαιτέρω, στην υπόθεση Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, τονίστηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, «δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή». Δεν διαπιστώσαμε η αξιολόγηση να αντιστρατεύεται την κοινή λογική, αντιθέτως, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν λογική συνέχεια και τα ευρήματα του συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία. Έχουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστή δεν κρίνεται πλημμελής και η καθοδήγηση του ήταν εντός των ορθών νομολογιακών πλαισίων. Η απόρριψη της μαρτυρίας δικαιολογήθηκε πλήρως επί στέρεων παραμέτρων και δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασής μας.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της Εφεσείουσας ύψους €3.200, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Έφεση υπ' αρ. 345/2015
Αντικείμενο της πιο πάνω Έφεσης είναι η διαταγή εξόδων που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε. Με τρεις Λόγους Έφεσης ο Εναγόμενος /Εφεσείων για τους σκοπούς της πιο πάνω Έφεσης, προσβάλλει ως λανθασμένη τη διαταγή εξόδων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον 1ο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ του Εναγομένου, με δεδομένο ότι απέρριψε την Αγωγή κρίνοντας την Ενάγουσα ως αναξιόπιστη. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι η επιδίκαση των εξόδων θα έπρεπε να είχε γίνει με γνώμονα το αποτέλεσμα της υπόθεσης, ενώ με τον 3ο Λόγο Έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένη τη μη επιδίκαση εξόδων υπέρ του Εναγομένου, παρά το ότι, όπως υποστηρίζει, «δεν συνέτρεχε βάσιμος λόγος για την στέρηση του επιτυχόντα εναγομένου/εφεσείοντα της δαπάνης που επωμίστηκε για την υπεράσπιση του έναντι της ανυπόστατης απαίτησης της ενάγουσας/εφεσίβλητης».
Σύμφωνα με το Άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960) (όπως τροποποιήθηκε)[1] και τη Δ.59, θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών[2], ως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, τα έξοδα αστικής διαδικασίας τελούν υπό τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία, κατά πάγια νομολογία, θα πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα.
Στην Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12, 15 αναφέρθηκε ότι:
«Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης· σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων. Δεν είναι όμως παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο.»
Υποστηρίζει ο Εναγόμενος/Εφεσείων πως δεδομένου του γεγονότος ότι η Ενάγουσα/Εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση της λόγω της απόρριψης της εκδοχής γεγονότων που παρουσίασε, θα έπρεπε να καταδικαστεί στα έξοδα και όχι να εκδοθεί διαταγή για επιβάρυνση του κάθε διάδικου με τα δικά του έξοδα.
Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Λοφίτης ν. Χρυσούλλη Σάββα Δημητρίου κ.ά. (2000) 1Β Α.Α.Δ. 1402:
«Έχει τονιστεί ότι η επιδίκαση εξόδων ασκείται πάντα με κύριο γνώμονα την έκβαση της δίκης. (Ίδε Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646. Παρέκκλιση από την πιο πάνω αρχή "δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρος της". (Ίδε Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12). Όταν εξετάζει το θέμα των εξόδων, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων και τη συμπεριφορά των διαδίκων και των μαρτύρων τους έτσι που μια δυσμενής άποψη για την αξιοπιστία τους να οδηγήσει στην έκδοση ανάλογου διατάγματος ως προς τα έξοδα. (Ίδε Baylis Baxter Ltd v. Sabath [1958] 2 All E.R. 209). Μια τέτοια ενέργεια θεωρείται ότι συνδέεται με την υπόθεση, αφού βασίζεται σε γεγονότα που σχετίζονται με τη διαφορά που έχει εγερθεί σε γεγονότα που το Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να παρατηρήσει κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας. (Ίδε Donald Campbell and Co. Ltd. v. Pollak (3) [1927] A.C. 732).»
Στην παρούσα περίπτωση η μη επιδίκαση εξόδων υπέρ ή εναντίον οιουδήποτε διαδίκου κρίνεται ορθή, έχοντας υπόψη τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας που έχει προσφερθεί και από τις δύο πλευρές (βλ. Baylis Baxter Ltd v. Sabath (πιο πάνω).
Με βάση όλα τα πιο πάνω η Έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του Εφεσείοντα ύψους €3.200, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] Τα έξoδα oιασδήπoτε πoλιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμεvα πρoς αυτήv, εvώπιov oιoυδήπoτε δικαστηρίoυ, εκτός εάv άλλως πρoβλέπεται υπό oιoυδήπoτε εκάστoτε ισχύovτoς vόμoυ ή δευτερoγεvoύς voμoθεσίας, θα τελoύv υπό τηv διακριτικήv εξoυσίαv τoυ δικαστηρίoυ και τo δικαστήριov θα έχη πλήρη εξoυσίαv vα απoφασίζη υπό τιvoς και κατά τιvα έκτασιv τα τoιαύτα έξoδα θα πληρωθώσι.
[2] 1. Subject to the provisions of any law or Rules, the costs of and incident to any proceeding shall be in the discretion of the Court or Judge, who may authorize an executor, administrator or trustee who has not unreasonably instituted, or carried on, or resisted any proceeding, to have his costs paid out of a particular estate or fund.