ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 104/2024)
(i-justice)
27 Ιουνίου, 2024
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. Α. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2/05/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 155 ΚΑΙ 29(3) ΤΟΥ Ν.29(Ι)/1977
_______________________________________
Τ. Τελιανίδου (κα) για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, Ρ. Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενης από Ένορκη Δήλωση του Αστ. 4155 Χ. Χρίστου της ΥΚΑΝ Λεμεσού, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε στις 2/5/2024 Ένταλμα Έρευνας της οικίας, των υποστατικών και οχήματος του Αιτητή επί τη βάσει εύλογης υποψίας ότι αυτά παράνομα χρησιμοποιούνται για τη φύλαξη και διακίνηση ελεγχόμενων φαρμάκων Τάξεως Α΄ και Β΄.
Το ουσιώδες μέρος από την εν λόγω Ένορκη Δήλωση του Αστυνομικού που τέθηκε ενώπιον του Δικαστή για σκοπούς εξασφάλισης του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας, είχε ως εξής:
Πληροφορία που δόθηκε στην Υ.ΚΑ.Ν. στις 24/04/2024, αναφέρει ότι ο Α. και η Μ. οι οποίοι διατηρούν δεσμό, ασχολούνται με την διακίνηση ποσοτήτων ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α' και Β' ήτοι κοκαΐνης και κάνναβης, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων φυλάττουν στην οικία της Μ., ενώ τις μικρότερες ποσότητες τις φυλάττουν στο διαμέρισμα του Α..
Αναφορικά με τον Α., αυτός μετακινείται με τα αυτοκίνητα [KZ ] και [KH ] ενώ η Μ. χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο [NH ] τα οποία χρησιμοποιούν σε ακανόνιστες ώρες για την μεταφορά και προμήθεια των πιο πάνω ναρκωτικών ουσιών.
Η πιο πάνω πληροφορία, δόθηκε από πρόσωπο το οποίο ανήκει στο στενό φιλικό περιβάλλον του ζευγαριού και έχει κατ' ιδίαν αντίληψη των γεγονότων, ενώ έλαβε ιδίαν γνώση της φύλαξης των ναρκωτικών μέσα στο διαμέρισμα του Αργυρόπουλου αλλά και στην οικία της Μ. ενώ η πληροφορία είναι δεόντως καταχωρημένη στα μητρώα της Αστυνομίας, δηλαδή ο πληροφοριοδότης είδε τα ναρκωτικά πολύ πρόσφατα τις τελευταίες ημέρες στις αναφερόμενες οικίες.
Ο συγκεκριμένος πληροφοριοδότης, είναι πρόσωπο το οποίο έχει συνεργαστεί με την Υ.ΚΑ.Ν και στο παρελθόν και έχει αποκαλύψει παράνομες δραστηριότητες προσώπων που ασχολούνται με σημαντικές ποσότητες ναρκωτικών ουσιών.
Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει Αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος Εντάλματος Έρευνας, ημερ. 2/5/2024.
Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση.
Οι Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα εξειδικεύονται στην Έκθεση, και θα μπορούσαν να συνοψιστούν, ως ακολούθως:
Το εκκαλούμενο Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και/ή με έκδηλη πλάνη νόμου για τους εξής λόγους:
▬ Η Αστυνομία βάσισε το αίτημα της σε πληροφορία χωρίς αναφορά στις λεπτομέρειες της πηγής και χωρίς την παράθεση ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου των πρωτογενών γεγονότων που τη συνιστούσαν προκειμένου το Κατώτερο Δικαστήριο να μπορεί το ίδιο να καταλήξει στα συμπεράσματα του.
▬ Οι αναφορές περί μετακίνησης του Αιτητή με όχημα έγιναν χωρίς παράθεση της μαρτυρίας επί της οποίας βασίζονταν.
▬ Ο ομνύοντας Αστυνομικός αναφέρθηκε σε θετική αξιολόγηση της πληροφορίας και του πληροφοριοδότη χωρίς να παραθέσει τι έθεσε ενώπιον του ο ίδιος και/ή η Αστυνομία προκειμένου να καταλήξει σε τέτοιο συμπέρασμα.
▬ Από τον όρκο προκύπτει ότι η πληροφορία δόθηκε στην Υ.ΚΑ.Ν. στις 24/4/2024, καθώς και ότι ο πληροφοριοδότης είδε τα ναρκωτικά «πολύ πρόσφατα, τις τελευταίες μέρες στις αναφερόμενες οικίες», ενώ προκύπτει ότι η Αστυνομία, μέχρι την 2/5/2024, ημερομηνία κατά την οποία ο όρκος τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, δεν προέβη σε καμία απολύτως ενέργεια ούτως ώστε να εξακριβώσει εγκαίρως κατά πόσο η πληροφορία αυτή ήταν ορθή και, ως εκ τούτου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν μπορούσε να καταλήξει το ίδιο στο συμπέρασμα ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του εκκαλούμενου Εντάλματος Έρευνας.
▬ Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν προέκυπτε αναγκαιότητα έκδοσης του εκκαλούμενου Εντάλματος, καθότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου και, ειδικότερα την αναφορά ότι ο Αιτητής μετακινείται με τα οχήματα με αριθμούς εγγραφής [KZ ] και [KH ] τα οποία χρησιμοποιεί σε ακανόνιστες ώρες για την μεταφορά και προμήθεια ναρκωτικών ουσιών, προκύπτει ότι, υπό τέτοιες περιστάσεις, μπορούσε να διεξαχθεί έρευνα στα εν λόγω οχήματα χωρίς ένταλμα έρευνας δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 29(2)(β) του Ν. 29(Ι)/1977.
▬ Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η έκδοση του εκκαλούμενου Εντάλματος κατά τρόπο «ανοικτό», κατά παρέκκλιση των προνοιών του Άρθρου 29 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που προνοεί για την κατ' αρχήν έκδοση ενταλμάτων έρευνας μεταξύ των ωρών 0500 - 2000, δεν δικαιολογείτο, αφού δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου που στοιχειοθετούσε τέτοια ανάγκη.
▬ Από τον όρκο δεν προέκυπτε μαρτυρία που να δημιουργεί σχετικότητα των αναζητούμενων τηλεφωνικών συσκευών με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείτο η αναζήτηση τηλεφωνικών συσκευών από την Αστυνομία.
▬ Η έκδοση του εκκαλούμενου Εντάλματος παραβίασε τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος και τα αντίστοιχα Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και τα αντίστοιχα Άρθρα 7 και 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία ορίζουν αυστηρές προϋποθέσεις για την επέμβαση στην ιδιωτική ζωή ενός ατόμου και την άρση του ασύλου της κατοικίας.
Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω των ευπαίδευτων συνηγόρων του έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν μέσω γραπτής αγόρευσης.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari έχουν κατ' επανάληψη αναφερθεί στη νομολογία μας. Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, είναι απόλυτα σχετική:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).»
Είναι επίσης νομολογημένο ότι ο έλεγχος σε ζητήματα ενταλμάτων έρευνας λαμβάνει χώρα - και είναι η μόνη οδός - μέσω προνομιακών ενταλμάτων με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης τους (Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολιτική Αίτηση Αρ. 172/2021, ημερ. 13/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D394). Το Certiorari ως δραστικό μέτρο αναχαιτίζει στη ρίζα του το διάταγμα που εκδόθηκε αν προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης προς έκδοση του (Αναφορικά με την Αίτηση του Αρτέμη Κκολού, Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/2017, ημερ. 31/1/2017).
Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.
Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω Άρθρο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται πως, με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα υποστατικά του Αιτητή υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του ότι η υποψία είναι εύλογη (Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2014, ημερ. 31/3/2016 και Ανδρέου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, ημερ. 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).
Η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι, επομένως, δεδομένη.
Ο Αιτητής προβάλλει ότι η πληροφορία επί της οποίας βασίστηκε το αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας δεν υποστηρίζετο από λεπτομέρειες ως προς την πηγή της και ως προς τα πρωτογενή γεγονότα που την συνιστούσαν και ότι, σε κάθε περίπτωση, τα περί πληροφορίας για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών δεν συνιστούσαν μαρτυρία που θα μπορούσε να εκτιμηθεί ώστε να δημιουργήσει εύλογη υπόνοια στο Κατώτερο Δικαστήριο.
Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, σε αυτό το στάδιο, εύλογη πιθανότητα σε σχέση με την αναφερόμενη οικία. Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 27 του Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος». Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.
Η ύπαρξη εύλογης υποψίας είναι το κρίσιμο ζητούμενο και εναπόκειτο στο Κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος αυτής της μορφής να ικανοποιηθεί, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και εξάγοντας το δικό του συμπέρασμα περί της αποκάλυψης εύλογης υπόνοιας. Τότε και μόνο νομιμοποιείται στην έκδοση του εντάλματος. Το βάσιμο της εύλογης αιτίας συναρτάται απόλυτα με το περιεχόμενο του Όρκου που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2014, ημερ. 29/2/2016). ΄Εστω και σε χαμηλό επίπεδο όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα ή καταλήξεις.
Εν προκειμένω, η Αστυνομία δεν έκανε αναφορά μόνο σε μια ανώνυμη πληροφορία περί εμπλοκής του Αιτητή σε διακίνηση ναρκωτικών, αλλά αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο πληροφοριοδότη, ο οποίος, στις 24/4/2024, πληροφόρησε την ΥΚΑΝ ότι, στην αναφερόμενη οικία, «είδε τα ναρκωτικά πολύ πρόσφατα τις τελευταίες ημέρες». Επρόκειτο, επομένως, για πληροφορία η οποία είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο η οποία προήρχετο από αυτόπτη μάρτυρα και συνέδεε την οικία του Αιτητή με συγκεκριμένα αντικείμενα, ήτοι ελεγχόμενα φάρμακα Τάξεως Α΄ και Β΄ τα οποία αναζητούνταν από την Αστυνομία αναφορικά με υπό διερεύνηση αδικήματα, αναφορικά με κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Νεοκλέους, Πολιτική Αίτηση Αρ. 182/2021, ημερ. 29/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D429, σημειώθηκαν τα ακόλουθα:
«Ως προς το περιεχόμενο του όρκου του αστυφύλακα αναφορικά με τη μαρτυρία που υπάρχει, πρόκειται για γεγονότα που απεκάλυψε στην Αστυνομία άτομο που εργαζόταν μαζί με τον αιτητή σε νυχτερινό κέντρο στην Αγία Νάπα και ότι ανέφερε είναι γεγονότα που ο ίδιος αντιλήφθηκε. Δεν πρόκειται για γενικά και αόριστα συμπεράσματα ενός πληροφοριοδότη, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής, παρά το ότι θα μπορούσε να ήταν πιο λεπτομερής.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Υπό αυτά τα δεδομένα, η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Κατώτερο Δικαστήριο αποτελούσε επαρκή βάση για τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Έρευνας.
Προβλήθηκε, επίσης, ότι, στα περιστατικά της περίπτωσης, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει το ίδιο στο συμπέρασμα ότι συνέτρεχε η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος εφόσον η Αστυνομία, όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής, από την ημέρα που δόθηκε η πληροφορία, ήτοι 24/4/2024, μέχρι την ημέρα καταχώρισης της Αίτησης για έκδοση Εντάλματος Έρευνας, στις 2/5/2024, «δεν προέβη σε καμία απολύτως ενέργεια ούτως ώστε να εξακριβώσει εγκαίρως κατά πόσο η πληροφορία αυτή ήταν ορθή».
Πέραν του ότι ο Αιτητής παίρνει ως δεδομένο ότι η Αστυνομία δεν προέβη σε καμία ενέργεια εξακρίβωσης της ορθότητας της πληροφορίας, χωρίς, δηλαδή, να υπάρχει οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο για κάτι τέτοιο, το χρονικό σημείο στο οποίο αποτάθηκε η Αστυνομία για την εξασφάλιση Εντάλματος Έρευνας δεν είναι σε καμία περίπτωση χρονικά απομακρυσμένο σε σχέση με το χρόνο που η σχετική πληροφορία λήφθηκε, ούτως ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για μη αναγκαιότητα έκδοσης του υπό συζήτηση Εντάλματος.
Ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι δεν παρατέθηκε στον Όρκο τι είχε θέσει ο ομνύων Αστυνομικός ενώπιον του για να αναφερθεί σε θετική αξιολόγηση της πληροφορίας και του πληροφοριοδότη, με κάθε σεβασμό, δεν φαίνεται να έχει έρεισμα εφόσον στον Όρκο αναφέρθηκε ρητά ότι, «Ο συγκεκριμένος πληροφοριοδότης, είναι πρόσωπο το οποίο έχει συνεργαστεί με την Υ.ΚΑ.Ν και στο παρελθόν και έχει αποκαλύψει παράνομες δραστηριότητες προσώπων που ασχολούνται με σημαντικές ποσότητες ναρκωτικών ουσιών».
Ο Αιτητής προέβαλε, επίσης, ότι η έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος κατά τρόπο «ανοικτό», κατά παρέκκλιση των προνοιών του Άρθρου 29 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που προνοεί για την έκδοση ενταλμάτων έρευνας μεταξύ των ωρών 0500 - 2000, δεν δικαιολογείτο, αφού δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου που στοιχειοθετούσε τέτοια ανάγκη.
Δεν συγκλίνω με την πιο πάνω θέση. Με δεδομένο ότι ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με το ότι ο Αιτητής δεν είχε καθορισμένη ώρα αναχώρησης και επιστροφής από και προς το χώρο διαμονής της, παρείχετο στο Δικαστήριο η διακριτική εξουσία να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του Εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 29 του Κεφ. 155[1].
Ο Αιτητής προέβαλε, επίσης, ότι δεν δικαιολογείτο η αναζήτηση τηλεφωνικών συσκευών από την Αστυνομία εφόσον στον Όρκο δεν προέκυπτε μαρτυρία που να δημιουργεί σχετικότητα των αναζητούμενων τηλεφωνικών συσκευών με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Είναι γεγονός ότι το υπό συζήτηση Ένταλμα Έρευνας εκδόθηκε με αναφορά όχι μόνο σε ναρκωτικές ουσίες (ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α και Β) αλλά και σε κινητά τηλέφωνα. Στον Όρκο δεν αναφέρεται κάτι σε σχέση με αυτά.
Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι υφίσταται συζητήσιμο θέμα μόνο σε σχέση με το κατά πόσο στη βάση του συγκεκριμένου μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου δικαιολογείτο η αναζήτηση κινητών τηλεφώνων, υπό την έννοια ότι αυτό θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι κινητά τηλέφωνα που υπάρχουν σε συγκεκριμένο τόπο συνδέονται με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Παρέχεται, συνεπώς, άδεια στον Αιτητή να καταχωρίσει Αίτηση με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για τον πιο πάνω λόγο.
Η Αίτηση δια κλήσεως να καταχωριστεί εντός 5 ημερών από σήμερα και αντίγραφο της να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος δύναται να καταχωρίσει Ένσταση εντός 4 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης.
Η Αίτηση δια κλήσεως ορίζεται για Οδηγίες στις 11/7/2024, η ώρα 8.45 π.μ.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της αίτησης με κλήση.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
[1] 29.-(1) Ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί και εκτελεστεί σε οποιαδήποτε ημέρα περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας, πρέπει δε να εκτελείται μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά ο Δικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.
(2) Όταν ο Δικαστής εξουσιοδοτεί την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε οποιαδήποτε ώρα άλλη από αυτή μεταξύ της πέμπτης πρωϊνής και της όγδοης νυκτερινής, η εξουσιοδότηση αυτή δύναται να περιληφθεί στο ένταλμα κατά το χρόνο της έκδοσης του ή δύναται να οπισθογραφηθεί σε αυτό από οποιοδήποτε δικαστή κατά οποιοδήποτε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης αλλά προηγούμενο της εκτέλεσης.