ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε129/2016
16 Μαΐου, 2024
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΙΧΑΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου 3
ΚΑI
1. DAFNIS INSURANCE AGENCIES & CONSULTANTS LIMITED
2. ΠΑΥΛΟΥ Δ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσίβλητων/Εναγόντων
-----------------------------
Ν. Θρασυβούλου για Νικόλας Θρασυβούλου ΔΕΠΕ, για εφεσείοντα
Σ.Ι. Κίτσιος για Α.Ι. Κίτσιος ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους
----------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Ο εφεσείων, εναγόμενος 3 στην αγωγή αρ. 4149/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, καταχώρησε αίτηση για τον παραμερισμό απόφασης, (η αίτηση), η οποία εκδόθηκε εναντίον του, στις 13.2.2014, ερήμην. Ισχυρίζεται ότι πληροφορήθηκε, πρώτη φορά, σε σχέση με αυτή στις 2.4.2015, από τον πατέρα του, εναγόμενο 1, στην εν λόγω αγωγή. Ο εφεσείων βάσισε την αίτηση του, μεταξύ άλλων, στη Δ.17 κ.10[1] των εφαρμοζόμενων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.
Η προαναφερθείσα αγωγή, είχε καταχωριστεί εναντίον των εναγομένων 1 και 2 και του εφεσείοντος, ως εναγόμενου 3, από τους καθ' ων η αίτηση, ενάγοντες σε αυτή, εφεσίβλητους στην παρούσα έφεση. Αφορούσε παραβίαση συμφωνίας που είχε συνομολογηθεί μεταξύ των εφεσιβλήτων και του εναγόμενου 1. Στην έκθεση απαιτήσεως, ο εναγόμενος 2 και ο εφεσείων αναφέρονταν ως οι υπογράψαντες την εν λόγω συμφωνία, υπό την ιδιότητα του εγγυητή για τον εναγόμενο 1. Η απόφαση σε σχέση με τον εφεσείοντα, εκδόθηκε εναντίον του υπό την ως άνω, κατ' ισχυρισμό, ιδιότητα του. Σημειώνεται, πως η παρούσα έφεση δεν αφορά τους εναγόμενους 1 και 2 στην αγωγή· δεν αναφέρθηκε αυτοί να αμφισβήτησαν την απόφαση που, προφανώς, εκδόθηκε και εναντίον τους.
Ο εφεσείων, στο πλαίσιο της αίτησης του, ισχυρίστηκε, στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, ότι έλαβε γνώση της αγωγής στις 2.4.2015, όταν ο πατέρας του τον πληροφόρησε για την ύπαρξη της. Συγκεκριμένα, του ανέφερε ότι και ο ίδιος έλαβε γνώση του κλητηρίου εντάλματος, όταν το βρήκε επικολλημένο στην είσοδο της κατοικίας που διέμεναν. Ωστόσο, ο τελευταίος, στη δική του ένορκο δήλωση, ισχυρίστηκε, επίσης, ότι δεν πληροφόρησε τον εφεσείοντα για το γεγονός αυτό, μέχρι την προαναφερθείσα ημερομηνία και αφού είχε καταχωριστεί εναντίον του, από τους εφεσίβλητους, ειδοποίηση πτώχευσης, προφανώς, σε σχέση με το εξ αποφάσεως χρέος που προέκυψε στην, εν λόγω, αγωγή.
Όσον αφορά την αξίωση των εφεσιβλήτων, η οποία δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης τους, ο εφεσείων διατείνεται ότι ο ίδιος δεν γνώριζε για την αναφερόμενη σε αυτή συμφωνία και επομένως ουδέποτε την υπέγραψε, ως εγγυητής. Όπως τον πληροφόρησε ο πατέρας του, και πάλι, είχε υπογράψει εκείνος το σχετικό έγγραφο στη θέση του, υπό την πιο πάνω ιδιότητα, προσποιούμενος ότι ήταν ο εφεσείων. Οι εφεσίβλητοι, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την ένσταση τους, απέρριψαν τις πιο πάνω αιτιάσεις του εφεσείοντος και του πατέρα του. Μάλιστα, ισχυρίστηκαν ότι ένταλμα κατάσχεσης και πώλησης της κινητής περιουσίας τους, που εκδόθηκε στις 11.7.2014, επιστράφηκε με την ένδειξη ότι αυτοί στερούνταν τέτοιας περιουσίας. Ο υπαινιγμός είναι ότι ο εφεσείων έλαβε γνώση, έστω και τότε, για την υπό αναφορά αγωγή.
Το Δικαστήριο, εξέτασε την αίτηση και την απέρριψε. Κατέληξε ως ανωτέρω, αφού παρατήρησε ότι η αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο 3, δηλαδή στον εφεσείοντα, «σύμφωνα με το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης δια θυροκολλήσεως στην είσοδο της οικίας τους στις 2.1.2014.» Συμπλήρωσε δε πως στη συνέχεια εκδόθηκε απόφαση προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, προφανώς και εναντίον των άλλων δύο εναγομένων, στις 13.2.2014. Η τελευταία παρατήρηση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Αντιθέτως, η πρώτη τελεί υπό αμφισβήτηση.
Ο εφεσείων, ακριβώς, με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι αυτός έλαβε γνώση της αγωγής ως εκ της επικόλλησης του κλητηρίου εντάλματος στην είσοδο της κατοικίας που διέμενε με τον πατέρα του. Σημειώνεται ότι, η τέτοια θυροκόλληση του κλητηρίου εντάλματος, προφανώς, διενεργήθηκε στη βάση δικαστικού διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση, το οποίο εκτελέστηκε από αρμόδιο επιδότη. Το γεγονός τούτο, όμως, από μόνο του, δεν προδικάζει ότι ο εφεσείων έλαβε, οπωσδήποτε, γνώση για την αγωγή. Πάντως, ο ίδιος διαφωνεί. Το ζητούμενο, επομένως, είναι κατά πόσο αυτός έλαβε, όντως, γνώση σε σχέση με αυτή, πριν από την έκδοση της απόφασης, εναντίον του, ερήμην. Υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο, βασικά, είχε ενώπιον του δύο αντίθετες εκδοχές. Ωστόσο, δεν επεδίωξε να διερευνήσει το θέμα περαιτέρω, ώστε να ήταν σε θέση να προβεί το ίδιο σε ασφαλές συμπέρασμα, προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση, (βλ. Μaslenikova v. Μ. Χατζηχάννα ως Παραλήπτη/Διαχειριστή της Εταιρείας Realback Management Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε197/2019, 15.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:A6). Παρέμεινε, έτσι, αναντίλεκτος ο ισχυρισμός του πατέρα του εφεσείοντος ότι δεν τον πληροφόρησε για την ανεύρεση από αυτόν του κλητηρίου εντάλματος, καθώς επίσης, ο ισχυρισμός, συναφώς, του εφεσείοντα, ότι ο ίδιος δεν έλαβε, εγκαίρως, γνώση αυτού, ώστε η εκδοθείσα απόφαση εναντίον του, να στερείτο εγκυρότητας. Παρόμοια ήταν τα γεγονότα και στην υπόθεση Σωτήρης Διακουρής ν. Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε61/2016, 9.10.2023, όπως και σε άλλη νομολογία που αναφέρεται σε αυτή. Το θέμα της επίδοσης της διαδικασίας σε αστικές υποθέσεις δεν τυγχάνει, προφανώς, της δέουσας προσοχής.
Στην περίπτωση που εκδίδεται απόφαση ερήμην, αφού επιχειρήθηκε κοινοποίηση της αγωγής στον εναγόμενο με υποκατάστατη επίδοση, η μη αμφισβήτηση της από τον τελευταίο, εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι αυτός έλαβε γνώση για την ύπαρξη της. Όταν, όμως, η γνώση τούτη αμφισβητείται με εύλογους ισχυρισμούς, τότε πρέπει να αποδεικνύεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε δεόντως στον εναγόμενο και έτσι αυτός έλαβε γνώση για την αγωγή, προς ικανοποίηση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει προαναφερθεί, ο ισχυρισμός του πατέρα του εφεσείοντος, ότι δεν πληροφόρησε τον τελευταίο για το συγκεκριμένο γεγονός, ουσιαστικά, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων. Αυτοί περιορίστηκαν να υποστηρίξουν ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος έγινε, όπως η σχετική παρατήρηση, προηγουμένως, του Δικαστηρίου, δηλαδή με τη επικόλληση του στην είσοδο της κατοικίας που διέμεναν ο εφεσείων και ο πατέρας του, εναγόμενο 1 στην αγωγή.
Στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 43, κρίθηκε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στο εγγεγραμμένο γραφείο της εκεί εναγομένης εταιρείας, χωρίς να παραδοθεί σε κάποιο αξιωματούχο της, όπως προβλέπεται από τη Δ.5 κ.7, των εφαρμοζομένων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν ήταν ικανοποιητική ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι η αυτή είχε λάβει γνώση της αγωγής. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ορθή η πρωτόδικη απόφαση με την οποία παραμερίστηκε η απόφαση που είχε εκδοθεί εναντίον της, ερήμην. Υποδείχθηκε, ότι δεδομένων των πιο πάνω περιστάσεων, παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα της να είχε λάβει, δεόντως, γνώση της αγωγής. Αναφέρθηκαν, συναφώς, στις σελίδες 48 έως 49 τα εξής:
«Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο δικαστήριο. Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότης να υπερασπισθεί. Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Το Άρθρο 30.3(α) και (β) περιλαμβάνεται στο χάρτη των "θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών" του Συντάγματος.»
Όπως και στην υπόθεση εκείνη, λοιπόν, έτσι και εδώ, το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε, πράγματι, λάβει γνώση της αγωγής, μέσω της επιχειρηθείσας υποκατάστατης επίδοσης. Η απόφαση που εκδόθηκε, ως άνω, εναντίον του, έπρεπε να παραμεριστεί, δικαιωματικά, (ex debito justitiae). Η ενασχόληση του Δικαστηρίου, στη συνέχεια με τη, δήθεν, καθυστέρηση του εφεσείοντος να προβεί στην καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού, εκ των πραγμάτων, ήταν άνευ αντικειμένου.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται πως το Δικαστήριο, παρά την πιο πάνω κατάληξη του, δεν ασχολήθηκε, ουσιαστικά, με τη θέση του εφεσείοντος, ότι στη συμφωνία υπόγραψε ο πατέρας του, ως εγγυητής, χωρίς την εξουσιοδότηση του και εν αγνοία του. Περιορίστηκε στην παρατήρηση ότι ο εφεσείων, αν και έλαβε γνώση της αγωγής, «δεν επέδειξε κανένα γνήσιο ενδιαφέρον για την υπόθεση του.». Οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί του εφεσείοντα, όμως, ήταν ικανοί να αποκαλύψουν, εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, υπόθεση η οποία υιοθετήθηκε επανειλημμένα σε παρόμοιες υποθέσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο, (βλ. Kotsapas & Sons Ltd ν. Titan Construction & Engineering Company (1961) 1 C.L.R. 317, Chistoforou v. Kyriacoulli (1963) 2 C.L.R. 159 και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, αναφέρονται, μόνο, μερικές). Τοιουτοτρόπως, επιτυγχάνει και ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο, ακριβώς, ψέγεται η παράλειψη του Δικαστηρίου να μην εξετάσει την εν λόγω πτυχή, δεδομένης της διαφορετικής πορείας που είχε λάβει η υπόθεση, ενώπιον του.
Ένα τελευταίο θέμα, στο οποίο η πλευρά των εφεσιβλήτων, έδωσε προδικαστική χροιά, μέσω της αγόρευσης της, αφορά στο εκπρόθεσμο της καταχώρησης της παρούσας έφεσης, δεδομένου ότι αυτή καταχωρίστηκε κατόπιν επέκτασης του χρόνου, προς τούτο, στη βάση διατάγματος του Δικαστηρίου το οποίο είχε εκδοθεί μονομερώς. Προς υποστήριξη της εν λόγω θέσης, έγινε παραπομπή στην υπόθεση Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083, όπου είχε κριθεί ότι η παράταση του χρόνου καταχώρησης της έφεσης, επτά ολόκληρους μήνες μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, μέσω διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, ήταν λανθασμένη. Σημειώνεται, πως η έφεση προσέβαλλε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην επιδικάσει στην εφεσίβλητη ουσιαστικές αλλά, μόνο, ονομαστικές αποζημιώσεις. Η έφεση εκείνη απορρίφθηκε και στη βάση αυτή. Η απάντηση από μέρους του εφεσείοντος στην πιο πάνω θέση, είναι πως η νομιμότητα διατάγματος που εκδόθηκε υπό συνθήκες, όπως το προαναφερθέν, δεν είναι δυνατό προσβληθεί μέσω αγορεύσεως και να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο. Παρέπεμψε δε προς τούτο στη Δ.35 κ.16 των ισχυόντων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Δεν χρειάζεται να εξεταστεί η πιο πάνω δικονομική πρόνοια.
Η παρούσα υπόθεση, διαφέρει από την προαναφερθείσα. Εδώ, η έφεση καταχωρίστηκε 10 μόλις μέρες μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση διατάγματος το οποίο είχε εκδοθεί στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης, όπως προβλέπεται στη Δ.48 Κ.8(1)(qq) των ισχυόντων Κανονισμών. Το Δικαστήριο, μπορούσε να είχε δώσει οδηγίες στην άλλη πλευρά, για την επίδοση της εν λόγω αίτησης, όμως, προφανώς, δεν το έκρινε τούτο αναγκαίο. Ανεξάρτητα από την πιο πάνω πτυχή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει καταδειχθεί, ουσιαστικά, υπό κρίση ήταν η παράλειψη πληροφόρησης του εφεσείοντος για την υπόθεση εναντίον του, ώστε να μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, δικαιώματα τα οποία του αναγνωρίζονται, από το Άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος, ως θεμελιώδη. Το Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, δεν αφίσταται της υποχρέωσης να εξετάσει και να αποκαταστήσει τέτοιες παραβιάσεις, όταν τούτες προβάλλονται από τον επηρεαζόμενο διάδικο. Συνακόλουθα, υπό το σύνολο των περιστάσεων και των συναφών θεμάτων της παρούσας υπόθεσης, το παρόν Εφετείο μπορεί να αποστεί από την πιο πάνω νομολογία. Ως εκ τούτου, η προαναφερθείσα προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, όπως και η σχετική διαταγή για τα έξοδα. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων, πρωτόδικα και κατ' έφεση, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500.-, πλέον Φ.Π.Α.
Ο εφεσείων, να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση σ' αυτόν της παρούσας απόφασης. Ακολούθως, η αγωγή να τεθεί ενώπιον του, καθ' ύλην, αρμόδιου Δικαστή προκειμένου να δοθούν, άμεσα, οι κατάλληλες οδηγίες για συμπλήρωση των δικογράφων σε σχέση με τον εφεσείοντα, εναγόμενο 3 στην αγωγή, προς τον σκοπό εκδίκασης της, κατά προτεραιότητα.
Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
[1] Where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just.