ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 38/2024
(i-justice)
10 Μαΐου, 2024
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ
1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Μ. Β. Δ.Τ. [ ] ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 1ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024 ΚΑΙ ΩΡΑ 11:55, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΧΑΒΑΤΖΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΚΑΙ ΝΟΜΟ 29/77 ΑΡΘΡΟ 29(3)
---------------------------
Μονομερής Αίτηση ημερομηνίας 19.3.2024
Τσολακίδης με Αθανασίου, για Αιτήτρια
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Στις 6.2.2024, λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων μετέβησαν στο Πέρα Χωρίο Νήσου, της επαρχίας Λευκωσίας και διενήργησαν έρευνα σε αποθήκη στο πίσω μέρος οικίας. Αυτοί, ενήργησαν, ως ανωτέρω, στη βάση εντάλματος έρευνας το οποίο εξέδωσε, την 1.2.2024, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στη βάση ενόρκου δηλώσεως, (ο όρκος), που ορκίστηκε, ενώπιον του, λειτουργός του προαναφερθέντος Τμήματος. Σκοπός της έρευνας, ήταν η ανεύρεση παράνομα εισαχθέντων από τα κατεχόμενα, καπνικών προϊόντων, καθώς, επίσης, εγγράφων σχετιζομένων με την εν λόγω δραστηριότητα. Όπως, επίσης, αναφέρεται στο αίτημα, υπό διερεύνηση ήταν η τυχόν διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση των περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2004, περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004 και περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι)/2000, η ευθύνη για την εφαρμογή και τήρηση των οποίων εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Τμήματος Τελωνείων.
Με την παρούσα μονομερή αίτηση, ζητείται άδεια για την προώθηση αιτήσεως ακύρωσης του εν λόγω εντάλματος έρευνας, με ένταλμα certiorari. Το Ανώτατο Δικαστήριο, έχει εξουσία, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, να εκδίδει τέτοιο ένταλμα, αν η απόφαση, συναφώς, του κατώτερου Δικαστηρίου διέπεται από παρανομία και νοουμένου ότι δεν παρέχεται άλλο ένδικο μέσο για τη διεκδίκηση ανάλογης θεραπείας. Σημειώνεται, πως το υπό αναφορά ένταλμα έρευνας, είχε εκδοθεί, δυνάμει των άρθρων 79 και 80 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2004. Οι πρόνοιες, ειδικά, του εδαφίου (3) του άρθρου 79 προσομοιάζουν με αυτές στο άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το εν λόγω εδάφιο προβλέπει τα εξής:
«79(3) . όταν δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση οποιουδήποτε εξουσιοδοτημένου λειτουργού ότι υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι σε οίκημα, περιλαμβανομένης της κατοικίας, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα που προνοείται στην τελωνειακή . νομοθεσία ή ότι θα ανευρεθεί απόδειξη διάπραξης ή πιθανής διάπραξης τέτοιου αδικήματος, τότε ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα το οποίο να εξουσιοδοτεί το λειτουργό αυτό ή κάθε άλλο κατονομαζόμενο στο ένταλμα πρόσωπο να εισέλθει και ερευνήσει το κατονομαζόμενο στο ένταλμα οίκημα, περιλαμβανομένης της κατοικίας.»
Επομένως, τεθέντος του θέματος με γενικούς όρους, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσο, στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς, ο Δικαστής, όταν διέταξε τη διενέργεια έρευνας στους υπό αναφορά αποθηκευτικούς χώρους είχε εύλογη υποψία να πιστεύει πως κάποια δραστηριότητα που διεξαγόταν σε αυτούς, συνιστούσε παραβίαση προνοιών των προαναφερθεισών νομοθεσιών. Προς το σκοπό αυτό, είναι σημαντική η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του. Σύμφωνα με ό,τι αναφερόταν στον όρκο, στις αρχές Ιανουαρίου 2024, λήφθηκε πληροφορία στο Τμήμα Τελωνείων από τον ΟΠΕ Λευκωσίας, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ τους σε θέματα λαθρεμπορίου, ότι συγκεκριμένο, κατονομαζόμενο, πρόσωπο το οποίο διέμενε στην οδό [Δ. ], στην προαναφερθείσα κοινότητα, προμηθευόταν μεγάλες ποσότητες αδασμολογήτων καπνικών προϊόντων από τις κατεχόμενες περιοχές. Το εν λόγω πρόσωπο φέρεται να αποθήκευε τα προϊόντα αυτά στην οικία και αποθηκευτικούς χώρους, κάποιου τρίτου κατονομαζόμενου προσώπου, στην οδό [Ε. ], της εν λόγω κοινότητας. Δηλαδή, πλησίον του δικού του χώρου διαμονής. Όπως, επίσης, αναφερόταν στο όρκο, η οικία του προαναφερθέντος τρίτου προσώπου, βρίσκεται σε αδιέξοδο σημείο του συγκεκριμένου δρόμου και πως, σύμφωνα με την ίδια πληροφορία, καθημερινά πήγαιναν άτομα εκεί και αγόραζαν αδασμολόγητα καπνικά προϊόντα, κυρίως κούτες με τσιγάρα. Το τρίτο αυτό πρόσωπο, παρεμπιπτόντως, είναι η αιτήτρια στην παρούσα αίτηση.
Ο Δικαστής, στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, ζήτησε και του υποδείχθηκε η γραπτή πληροφόρηση, ημερομηνίας 12.1.2024, τιτλοφορούμενη, «Πληροφορία για αδασμολόγητα καπνικά που δόθηκε από τον ΟΠΕ στο Τμήμα Τελωνείων», όπου καταγράφονται οι πιο πάνω πληροφορίες που αναφέρονται στον όρκο. Το σημείωσε τούτο, ειδικά, στην απόφαση του, επί της οποίας βάσισε την έκδοση του εντάλματος έρευνας. Επίσης, διέταξε η έρευνα να περιοριστεί στους αποθηκευτικούς χώρους, εξαιρώντας, έτσι, την οικία της αιτήτριας, από την έρευνα. Ό,τι έλαβε υπόψη το Δικαστήριο ήταν προϊόν αναφορών πληροφοριοδότη, συνεργάτη, προφανώς, του ΟΠΕ.
Η αιτήτρια, λοιπόν, με την παρούσα αίτηση, ζητά την ακύρωση του εντάλματος έρευνας στη βάση διαφόρων λόγων, συναφών μεταξύ τους. Κατ' αρχάς, προβάλλει ότι δεν αναφέρονταν στον όρκο επαρκείς πληροφορίες ικανές για την υποστήριξη του αιτήματος έκδοσης του εντάλματος έρευνας. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή. Σαφής και σχετικά, λεπτομερής πληροφόρηση που είχε δοθεί από τον ΟΠΕ στο Τμήμα Τελωνείων, αναφερόταν σε συγκεκριμένη, συνεχιζόμενη, παράνομη δραστηριότητα του φερόμενου ως υπόπτου, που λάμβανε χώρα σε συγκεκριμένο τόπο. Τούτο, ήταν η αποθήκευση σε αποθηκευτικούς χώρους στο πίσω μέρος της οικίας της αιτήτριας παράνομα εισαχθέντων, από τα κατεχόμενα, καπνικών προϊόντων και η εμπορία αυτών με διάθεση τους σε τρίτα πρόσωπα. Η λεπτομερής περιγραφή του χώρου, με αναφορά στα υποστατικά της αιτήτριας, σε συσχετισμό και με το χώρο διαμονής του φερόμενου υπόπτου, καθιστά εμφανή τη γνώση του πληροφοριοδότη και τη σοβαρότητα της πληροφόρησης. Δεν απαιτείτο, βέβαια, η αποκάλυψη της ταυτότητας του. Η αναφορά δε στην προηγούμενη εμπλοκή του φερόμενου ως υπόπτου, σε παρόμοιας φύσεως ποινικά αδικήματα, προερχομένη, προφανώς, από το ίδιο το Τμήμα Τελωνείων, είχε τη σημασία της, προς ενίσχυση των υποψιών, ανωτέρω. Σημειώνεται, τέλος, και η αναφορά που γίνεται στην ιδιαίτερη φύση των συναλλαγών που, κατά κύριο λόγο, έφεραν τον τελικό αγοραστή να προμηθεύεται κούτες τσιγάρων.
Αν στον υπό έρευνα τόπο υπήρχαν καπνικά προϊόντα, η παραλαβή τους προς απόδειξη των σχετικών αδικημάτων, ήταν αναγκαία. Επομένως, οπωσδήποτε, αναγκαία ήταν και η είσοδος των ερευνώντων λειτουργών στους υπό αναφορά αποθηκευτικούς χώρους. Πρόσθετα, δεδομένης της πιο πάνω αναγκαιότητας, η συλλογή μαρτυρίας διά της παρακολούθησης και μόνο της σκηνής όπως η σχετική εισήγηση, δε θα απέδιδε τα προαναφερθέντα, ήτοι τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Συνακόλουθα, η πραγματοποιηθείσα είσοδος, δια του σχετικού εντάλματος, στους εν λόγω αποθηκευτικούς χώρους, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη των απαιτήσεων της υπό διερεύνηση υπόθεσης. Η παρούσα περίπτωση, δεν προσομοιάζει ούτε κατά το ελάχιστο, με τις γενικόλογες και αορίστου περιεχομένου αναφορές που δεν συνέδεαν τον προς το διερεύνηση τόπο με το εκδοθέν, σχετικά, ένταλμα έρευνας στις υποθέσεις που περέπεμψαν οι συνήγοροι εκ μέρους της αιτήτριας. Αυτές είναι οι υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του A.D.S. Πολιτική Έφεση αρ. 340/2021, ημερομηνίας 6.7.2023 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ι. Παύλου, Πολιτική Έφεση αρ. 114/2020, ημερομηνίας 20.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:D356.
Προς το σκοπό έκδοσης εντάλματος έρευνας, η μαρτυρία που προσφέρεται με τον όρκο δεν αξιολογείται. Η εξέτασή της περιορίζεται στη διαπίστωση κατά πόσο το περιεχόμενο της αποκαλύπτει στον αντικειμενικό κριτή, εν προκειμένω, στο Δικαστή, εύλογη υποψία η οποία να τον οδηγεί στο να πιστεύει ότι σε συγκεκριμένο τόπο διαπράττεται ποινικό αδίκημα ή ότι υπάρχουν σε αυτό αποδεικτικά στοιχεία διάπραξης του. Είναι σημαντικό να υπάρχει κατά νου σε τέτοιες περιπτώσεις το πολύ παραστατικό που έχει λεχθεί στην υπόθεση Hussin v. Chong Sook Kam (1970) A.C. 942 (P.C.), στη σελίδα 948 ότι:
"Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lucking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting - point of an investigation of which the obtaining of prime facie proof is the end".
Σε μετάφραση:
«Η υποψία στη συνηθισμένη της έννοια αφορά σε εικασία ή υπόθεση από όπου απουσιάζει η απόδειξη: 'Υποψιάζομαι αλλά δεν μπορώ να αποδείξω.' Η υποψία εγείρεται κατά την έναρξη της διερεύνησης, η επιδίωξη της οποίας είναι η εξασφάλιση μαρτυρίας για το εκ πρώτης όψεως.»
Εν προκειμένω, κρίνεται ότι το υπό αναφορά ένταλμα έρευνας εκδόθηκε, καθόλα, νόμιμα.
Επομένως, η αίτηση απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή για έξοδα.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/γκ