ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 53/2016
18 Απριλίου, 2024
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ UNIBRAND SECRETARIAL SERVICES LIMITED ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ TRICOR LIMITED
Εφεσείουσας/Αιτήτριας
ΚΑΙ
EUROBANK (CYPRUS) LTD
Εφεσίβλητης/Πιστωτής
......................
Αίτηση ημερομίας 14.2.2024
Χρ. Νεοφύτου, για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα
Φ. Ζωμενής για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη
--------------------------
Στις 8.4.2024 το Δικαστήριο ανακοίνωσε το αποτέλεσμα της έφεσης και επιφύλαξε τους λόγους, σχετικά, για αργότερα. Οι λόγοι αυτοί αναφέρονται στην απόφαση που ακολουθεί και ετοιμάστηκε από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η εταιρεία Unibrand Secretarial Services Limited, (η Unibrand), καταχώρησε, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την εταιρική αίτηση αρ. 310/2013 με την οποία αξίωνε την εκκαθάριση της εταιρείας Tricor Limited, (η Tricor). Η συγκεκριμένη αίτηση ερείδετο, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 211(ε) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, δηλαδή στη βάση ότι η πιο πάνω εταιρεία ήταν ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της. Επέδειξαν ενδιαφέρον να λάβουν μέρος στη διαδικασία και διάφορα άλλα πρόσωπα, φυσικά και νομικά, υπό την, φερόμενη, ιδιότητα τους ως πιστωτές της Tricor. Μεταξύ αυτών ήταν και η Eurobank (Cyprus) Ltd, (η Eurobank). Σημειώνεται, πως για την ακρίβεια αυτή προτίθετο να προβάλει ένσταση στην έκδοση διατάγματος για την εκκαθάριση της Tricor.
Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας τέθηκε, κατ΄ αρχάς, θέμα κατά πόσο η Eurobank νομιμοποιείτο να παρέμβει, στην εν λόγω αίτηση εκκαθάρισης, ως η προαναφερθείσα πρόθεση της. Το Δικαστήριο, στην απόφαση του, έκανε δεκτή την ιδιότητα της ως ενυπόθηκου πιστωτή της Τricor και της επέτρεψε να παρέμβει στην αίτηση για εκκαθάριση της τελευταίας. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι η Tricor ήταν ενυπόθηκη οφειλέτης έναντι της Eurobank για δάνειο ύψους €216.000.- που αυτή είχε παραχωρήσει σε τρίτη, εταιρεία. Στη συνέχεια, όμως, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Eurobank και εξέδωσε διάταγμα εκκαθάρισης της Tricor, αποδεχόμενο, έτσι, την αίτηση σχετικά της Unibrand.
Ωστόσο, η Unibrand καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία αμφισβητεί, όπως αναφέρεται στην όψη της σχετικής ειδοποίησης ότι «η Τράπεζα EUROBANK (CYPRUS) LTD είναι αδιαμφισβήτητος Πιστωτής για €216.000 βάσει εγγράφων εγγυήσεως ή/και υποθήκης». Η αμφισβήτηση της πιο πάνω, κατ' ισχυρισμόν, διαπίστωσης του Δικαστηρίου, πασιφανώς, έγινε κατ' επιταγή της πρόνοιας της Δ.35 κ.4 των εφαρμοζόμενων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ότι «Ο εφεσείων μπορεί, με την ειδοποίηση του, να εφεσιβάλει ολόκληρο ή οποιοδήποτε μέρος οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος και η ειδοποίηση θα πρέπει να αναφέρει κατά πόσο εφεσιβάλλεται ολόκληρο ή μέρος της απόφασης ή διατάγματος, και στην τελευταία περίπτωση πρέπει να εξειδικεύεται ποιο μέρος εφεσιβάλλεται»,. Προς τον πιο πάνω σκοπό η Unibrand πρόβαλε πέντε λόγους έφεσης, συναφείς μεταξύ τους.
Εκ μέρους της Eurobank, αμφισβητείται ότι το Δικαστήριο προέβη σε τέτοια διαπίστωση, που αναφέρεται πιο πάνω, στην εν λόγω ειδοποίηση έφεσης της Unibrand, υποδεικνύοντας ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτό διέταξε την εκκαθάριση της Tricor, ως η αίτηση, συναφώς, της Unibrand. Καταχώρησε δε η Eurobank την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά την απόρριψη της έφεσης, βασικά, ως «προδήλως αβάσιμης», επισημαίνοντας ότι αυτή προσβάλλει ανύπαρκτη διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ώστε, κατ΄ ουσία να είναι άνευ αντικειμένου τόσο για το λόγο ανωτέρω, αλλά και συνεπεία των όσων έχουν επισυμβεί μετά την έκδοση της υπό αναφορά πρωτόδικης απόφασης, στις 13.1.2016. Η πλευρά της Unibrand, καταχώρησε ένσταση στο πλαίσιο της οποίας, με αναφορά σε κάποιους από τους λόγους έφεσης, επιχειρεί την αιτιολόγηση της ανάγκης για καταχώρηση από μέρους της, της υπό αναφορά πολιτικής έφεσης. Βασικά, υποστηρίζει ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι είναι «συνυφασμένοι» με την Πολιτική Έφεση αρ. 54/2016 και· δεν χρειάζεται να εξεταστεί το περιεχόμενο τους. Τέτοια θέση δεν μπορεί, ασφαλώς, να υποστηριχθεί σοβαρά, αφού κάθε έφεση είναι αυτοτελής, ανεξαρτήτως των ομοιοτήτων της με άλλη παρόμοια έφεση.
Είναι γεγονός, πως το Δικαστήριο πουθενά στην απόφαση του δεν χαρακτήρισε την Eurobank ως «αδιαμφισβήτητη πιστωτή» της Unibrand. Ούτε και ο συνήγορος εκ μέρους της τελευταίας, παρέπεμψε σε οποιαδήποτε τέτοια αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση. Το Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε ότι η Eurobank είναι ενυπόθηκος πιστωτής της Tricor, υπό τις περιστάσεις που έχουν προαναφερθεί. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη αναφορά του Δικαστηρίου, δεν αποτελεί εύρημα στο οποίο αυτό βασίστηκε για την απόφαση του, αφού στη συνέχεια απέρριψε την ένσταση της Eurobank και εξέδωσε διάταγμα εκκαθάρισης της Tricor, εγκρίνοντας τοιουτοτρόπως τη σχετική αίτηση της Unibrand.
Όσον αφορά το θέμα των μεταγενέστερων εξελίξεων, τέθηκαν ενόρκως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις, προκειμένου να καταδειχθεί ότι η έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενο της, εν πάση περιπτώσει. Πλέον σημαντική εξέλιξη είναι η έκδοση, στις 17.2.2023, της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος στην αγωγή αρ. 3498/2012 με την οποία επιδικάστηκε, μεταξύ άλλων, υπέρ της Eurobank και εναντίον της Tricor, ως εναγομένης 4, τελούσης της τελευταίας υπό εκκαθάριση και εκπροσωπούμενης υπό εκκαθαριστή, ποσό €216.000.- Εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση, προβάλλεται ότι η συγκεκριμένη απόφαση έχει εφεσιβληθεί. Ωστόσο, μέχρι τον παραμερισμό της, εάν αυτό συμβεί, η εν λόγω απόφαση θα επιβεβαιώνει ότι η Eurobank είναι ενυπόθηκος πιστωτής της Tricor, για το συγκεκριμένο ποσό. Μια άλλη εξέλιξη, εξίσου σημαντική, αφορά στην έκδοση, στις 4.8.2023, της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή αρ. 489/2011. Με αυτή κρίθηκε ότι η προαναφερθείσα υποθήκη την οποία η Tricor είχε παραχωρήσει στη Eurobank, προς όφελος τρίτης εταιρείας, ήταν καθόλα νόμιμη. Σημειώνεται πως η εν λόγω αγωγή είχε προωθηθεί, τελικώς, από την Tricor, ενεργούσης δια του εκκαθαριστή της.
Έφεση, θεωρείται ότι είναι προδήλως αβάσιμη όταν διαπιστώνεται, εξ αρχής, ότι αυτή στερείται αντικειμένου ή όταν στην πορεία και πριν από την περάτωση της, με τελική απόφαση, καταλήγει να έχει απωλέσει το αντικείμενο της. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της παρούσας δικαιοδοσίας του, ήτοι ως Εφετείο, επιλαμβάνεται εφέσεων κατά αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον διαπιστώνει την ύπαρξη εφέσεων οι οποίες, εξ αντικειμένου, είναι προδήλως αβάσιμες, προβαίνει άμεσα στην απόρριψη τους. Έχει υποχρέωση ως προς τούτο, με βάση το Άρθρο 163.2(β)[1] του Συντάγματος. Η υποχρέωση αυτή εμπίπτουσα στο δικονομικό πεδίο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προβλέπεται και στον Κ.10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (4/1996). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στη σελίδα 318, με αναφορά σε σχετική νομολογία[2], η πιο πάνω συνταγματική εξουσία για συνοπτική απόρριψη έφεσης «. έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσο διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος».
Η πιο πάνω εξουσία έχει, επίσης, επιβεβαιωθεί στην Πολιτική Έφεση αρ. 423/2017 Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. ημερομηνίας 3.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A155, με αναφορά και πάλι σε σχετική νομολογία [3] «.μία έφεση, κατά κανόνα, δεν μπορεί να προωθείται, αλλά διαγράφεται αν μετά την καταχώρηση της και πριν την εκδίκαση της παραμείνει χωρίς αντικείμενο». Με δεδομένες τις πιο πάνω αρχές, εμφανώς, η εν λόγω έφεση επ ουδενί λόγω δε δικαιολογείτο να καταχωριστεί αλλά ούτε και να εξεταστεί περαιτέρω, αφού, όπως έχει διαπιστωθεί, αντικειμενικά ορώμενη, δεν έχει αντικείμενο, ώστε να θεωρείται ως προδήλως αβάσιμη.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει, η δε έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτήτριας, εφεσίβλητης και εναντίον της καθ' ης η αίτηση, εφεσείουσας τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.-, πλέον Φ.Π.Α.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
[1] Aρθρον 163.2 Mη θιγομένης της γενικής διατάξεως της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου το Aνώτατον Δικαστήριον δύναται να εκδίδη διαδικαστικόν κανονισμόν δια τούς κατωτέρω αναφερομένους σκοπούς:
(α) ...............................................
(β) την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Aνωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμή, ως προδήλως αβάσιμος ή προπετής ή ως ασκηθείσα προς τον σκοπόν παρελκύσεως της απονομής της δικαιοσύνης ωσαύτως δε την συνοπτικήν διεξαγωγήν πάσης ετέρας διαδικασίας ενώπιον του Aνωτάτου Δικαστηρίου ή ετέρου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ένδικον μέσον προδήλως αβάσιμον ή προπετές ή ασκηθέν προς τον σκοπόν της παρελκύσεως της απονομής της δικαιοσύνης.
[2] Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266, Justice Party v. Republic (1985)3 C.L.R. 1621.
[3] Makushin Victor (2013) 1(Γ) A.Α.Δ. 2144, Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 και
Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490).