ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ KΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 50/2024)

 

 

19 Απριλίου, 2024

 

 

[ΔΑΥΙΔ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ζ. Μ. ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ ΔΙAΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑIΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜOΝ 8/2024 ΠΟΥ ΕΞΕΔOΘΗ ΑΠO ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚO ΔΙΚΑΣΤHΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟY ΣΤΙΣ 22/02/24, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟIΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤHΘΗΚΕ Η ΡΗΤH ΠΡOΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜEΝΟ ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚHΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIΑΣ ΚΑΙ ΣΕ «ΔΕΔΟΜEΝΑ» ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΟY

 

.................

 

Α. Χρίστου μαζί με Ν. Ζένιου και Μ. Καζάκου, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

        ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Με την καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης, ο Αιτητής επιζητούσε την άδεια του Δικαστηρίου όπως του επιτραπεί να καταχωρήσει διά κλήσεως αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προκειμένου να ακυρωθεί Δικαστικό Ένταλμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 22.02.2024, μέσω του οποίου επιτράπηκε η πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας όπως και σε «δεδομένα» του Αιτητή ως αυτά ειδικά προβλέπεται και ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Νόμου 92(Ι)/1996.

 

        Το ως άνω ένταλμα είχε εκδοθεί στα πλαίσια διερεύνησης ποινικής υπόθεσης η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, που διαπράχθηκαν μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 16.2.2024 στη Λεμεσό.

        Παρεμβάλλεται ότι κατά την ακρόαση της αίτησης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή, εντοπίζοντας το γεγονός ότι μέσω του ως άνω εγκαλούμενου διατάγματος εξουσιοδοτήθηκε η πρόσβαση, αφενός σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας κατ' εφαρμογή των προνοιών του Νόμου 92(1)/1996 και αφετέρου, σε «δεδομένα» ως αυτά ειδικά προβλέπεται και ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Νόμου 92(Ι)/1996, περιόρισαν την αιτούμενη άδεια σε σχέση με το σκέλος εκείνο του διατάγματος που αφορά την πρόσβαση «σε δεδομένα ως αυτά ειδικά προβλέπεται και ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Νόμου 92(Ι)/1996». Η τελευταία αναφορά του Δικαστηρίου, προκρίνουν, είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης του τελευταίου, αφού το 21(3)(α) του Ν.92(Ι)/96, στο οποίο γίνεται επίκληση στο εγκαλούμενο διάταγμα για τον προσδιορισμό των «δεδομένων», παραπέμπει στο άρθρο 2 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, (Ν.183(Ι)/2007) που με τη σειρά του καθορίζει τα εν λόγω «δεδομένα» με αναφορές σε συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις του Ν.183(Ι)/2007, οι οποίες έχουν κριθεί αντισυνταγματικές και ασύνδετες με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ο σκοπός της πρόσβασης σε «δεδομένα» που εξουσιοδοτεί το εγκαλούμενο διάταγμα, προκρίνεται, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτευχθεί, χωρίς την παράλληλη εφαρμογή ήδη κριθέντων ως αντισυνταγματικών και ασύνδετων με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής  Ένωσης διατάξεων του Ν.183(Ι)/2007.  Το γεγονός, υποστηρίζουν,  ότι στο σώμα του εγκαλούμενου διατάγματος δεν γίνεται ρητή αναφορά στα συγκεκριμένα άρθρα, ήτοι τα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του Ν.183(Ι)/2007, δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι η πρόσβαση στα «δεδομένα» όπως διατάχθηκε από το εγκαλούμενο διάταγμα προϋποθέτει ουσιαστικά την επίκληση και εφαρμογή των ως άνω ήδη αναγνωρισθέντων ως αντισυνταγματικών προνοιών. Στην έκταση που το εγκαλούμενο διάταγμα, υποστηρίζουν, ουσιαστικά εξουσιοδοτεί την πρόσβαση σε δεδομένα στη βάση του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, (Ν.183(Ι)/2007) θα πρέπει να ακυρωθεί.  Ομοίως, παραπέμποντας στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την έκδοση του διατάγματος στην έκταση που αυτό περιλαμβάνει και τα ως άνω «δεδομένα», η πλευρά του Αιτητή υποστηρίζει ότι το εγκαλούμενο διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού καμία μαρτυρία δεν δίδεται για τους λόγους που καθιστούσαν αναγκαία την πρόσβαση και σε αυτά, (πέραν από την πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας του Αιτητή) για σκοπούς διερεύνησης.

        Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari είναι διαχρονικές και έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η εξουσία του τελευταίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών. Πρόκειται  για δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου που ασκείται με φειδώ.  Άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα, Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 και επ., Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολ. Εφ. Αρ. 219/2015, ημερ. 29.12.2016, Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημερ. 06.04.2021).

        Στην  Ανθίμου  (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, υπεδείχθη πως για να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια ο Αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση». Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της Αίτησης.  Εξετάζει  αν από το υλικό που τίθεται ενώπιον του - στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Όρκος που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος - υπάρχει συζητήσιμο θέμα που δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας (In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

        Έχει ήδη σημειωθεί ο περιορισμός του ζητήματος για το οποίο επιζητείται στην υπό συζήτηση περίπτωση η άδεια του Δικαστηρίου. Άπτεται του μέρους του διατάγματος που αφορά «σε δεδομένα ως αυτά ειδικά προβλέπεται και ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Νόμου 92(Ι)/1996». «Δεδομένα», που ενώ προσδιορίζεται ότι αυτά ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Ν.92(Ι)/1996, σύμφωνα με τη θέση της πλευράς του Αιτητή, αυτά φαίνονται άρρηκτα να διασυνδέονται με συγκεκριμένες διατάξεις του Ν.183(Ι)/2007, οι οποίες, με αποφάσεις των Δικαστηρίων μας, έχουν κριθεί ότι αντιβαίνουν Συνταγματικών προνοιών.

        Στο παρόν στάδιο δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Ως έχει ήδη σημειωθεί είναι αρκετή η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης προς χορήγηση της αιτούμενης άδειας, χωρίς βεβαίως το Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ουσίας των ζητημάτων που εγείρονται και των συναφών εισηγήσεων. Απαιτείται προς τούτο εμβάθυνση στην υπόθεση, στον βαθμό πάντα που τούτο είναι αναγκαίο σε διαδικασίες του είδους.

        Στην υπό συζήτηση περίπτωση, εξετάζοντας τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψιν του Δικαστηρίου, ειδικότερα όσον αφορά τη συμπερίληψη στο εγκαλούμενο διάταγμα και δεδομένων «ως αυτά ειδικά προβλέπονται και ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Ν.92(Ι)/1996, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα δεδομένα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ της σχετικής αίτησης», υπό το φως και της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων του Αιτητή, μέσω της οποίας προκρίνεται η διασύνδεση των ως άνω «δεδομένων» με τα άρθρα 6, 7, 8, 9 10 και 11 του Ν.183(Ι)/2007, διαπιστώνεται ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της νομολογίας, για το ειδικότερο αυτό μέρος του εγκαλούμενου διατάγματος.

        Ομοίως, κατά τον τρόπο και στην έκταση που τούτο απαιτείται σε αιτήσεις του είδους, κρίνεται ότι έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση κατά πόσο δικαιολογήθηκε η αναγκαιότητα έκδοσης του εγκαλούμενου διατάγματος στην έκταση που αυτό αφορά την πρόσβαση στα πιο πάνω «δεδομένα», όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Ν.92(Ι)/1996 που κατά τη θέση του Αιτητή απολήγει να προσδιορίζονται στο άρθρο 2 του νόμου του 2007 (Ν.183(Ι)/2007).

 

        Συνακόλουθα των πιο πάνω, δίδεται άδεια στον Αιτητή για καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari σε σχέση με το διάταγμα ημερομηνίας 22.02.2024, στην έκταση που το τελευταίο αφορά την εξουσιοδότηση των αιτητών να «αποκτήσουν πρόσβαση, σε δεδομένα ως αυτά ειδικά προβλέπεται και ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Ν.92(Ι)/1996, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέχονται στα δεδομένα που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ της σχετικής αίτησης».

        Η διά κλήσεως αίτηση να καταχωριστεί εντός 10 ημερών από σήμερα και αντίγραφο της να επιδοθεί στον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα, τουλάχιστον τρεις (3) ημέρες πριν από την ημερομηνία ορισμού της.

        Εν πάση περιπτώσει, εφόσον καταχωρηθεί η διά κλήσεως αίτηση, δίδονται οδηγίες όπως οριστεί στις 30.04.2024 και ώρα 8:30.

        Τα έξοδα της αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της διά κλήσεως αίτησης.

 

                                                                   Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο