ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 45/2024)

 

 29 Απριλίου, 2024

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ, ΤΟΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Κ. Χ. ΜΕ ΑΔΤ [   ] ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΣΤΙΣ 14.02.2024 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΗΣ Κ. Χ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ.

Αλ. Χρ. Αλεξάνδρου με Ε. Αλεξάνδρου (κα), για την Αιτήτρια.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα έρευνας ημερ. 14.2.2024 της οικίας της.  

        Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι πως δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούσαν την έκδοση του εντάλματος, δεν υπήρχε εύλογη υποψία ότι η οικία συνδέετο με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, δεν υπήρχε μαρτυρία σύνδεσης του υπόπτου εγγονού της (ο ύποπτος) με την οικία της Αιτήτριας και ο όρκος που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος περιείχε παραπλανητικά στοιχεία. Αυτοί περιλαμβάνουν επίσης ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και των άρθρων 27-29 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  

        Στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας η οποία συνοδεύει την Αίτηση, αναφέρεται ότι ο ύποπτος ουδέποτε διέμενε στην οικία της. Η Αιτήτρια αναφέρεται στην έρευνα που διεξήχθη στην οικία της δυνάμει του επίδικου εντάλματος έρευνας και ισχυρίζεται ότι ο όρκος που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος περιέχει ψευδή και παραπλανητικά στοιχεία ως προς τον τόπο διαμονής και το καθεστώς εργασίας του υπόπτου. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι όλη η μαρτυρία στην κατοχή της Αστυνομίας αφορά την οικία άλλου προσώπου ενώ η μαρτυρία σε σχέση με την οικία της είναι μια γενική και αόριστη αναφορά η οποία ουδόλως δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος. Τέλος, αποτελεί θέση της Αιτήτριας πως ο Δικαστής που εξέδωσε το ένταλμα ενήργησε μηχανικά με αποτέλεσμα αυτό να μην είναι επαρκώς αιτιολογημένο.

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018 περιέχει το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:

«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464). 

 

Στην πρόσφατη υπόθεση, Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής v. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

«HOLDCO άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 

(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)."»

        Το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας και το Άρθρο 28 του Κεφ. 155, προνοεί για το περιεχόμενο και την ισχύ τέτοιου εκδοθέντος εντάλματος.

        Σύμφωνα με το περιεχόμενο του όρκου που συνόδευε το αίτημα για την έκδοση του υπό κρίση εντάλματος έρευνας, αρχικά γίνεται παράθεση των αδικημάτων τα οποία διερευνώνται από την ΥΚΑΝ εναντίον δύο προσώπων, ένα εκ των οποίων είναι ο ύποπτος εγγονός της. Αυτά περιλαμβάνουν τη συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, την παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β, την παράνομη κατοχή του με σκοπό την προμήθεια, τη χρήση αυτού, ήτοι κοκαΐνης συνολικού μικτού βάρους ενός κιλού και 19 γραμμαρίων και κάνναβης συνολικού βάρους 12 κιλών και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

        Στον όρκο γίνεται αναφορά στη λήψη πληροφορίας στις 12.2.2024 ότι ο ύποπτος με το άλλο πρόσωπο ασχολούνται με την εμπορία και διακίνηση μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, την οποία το άλλο πρόσωπο αποκρύβει στην οικία του και ότι στις 13.2.2024 ανέμεναν να παραλάβουν πέρα των 10 κιλών κάνναβης. Έτσι, στις 13.2.2024 έγινε περιστασιακή παρακολούθηση των εν λόγω προσώπων και της οικίας του άλλου προσώπου.

        Κατά την παρακολούθηση, το όχημα του υπόπτου έφθασε στην οικία του άλλου προσώπου και αναχώρησε, όταν και χάθηκε οπτική επαφή μαζί του. Εντοπίστηκε λίγο αργότερα σταθμευμένο σε ανοικτό χώρο πλησίον δέντρων όπου ο ένας εκ των επιβαινόντων σε αυτό θεάθηκε κάτω από το όχημα και να κλείνει το καπό του χώρου αποσκευών. Ακολούθως το όχημα μετέβη στην οικία του άλλου προσώπου, όπου διαπιστώθηκε ότι οδηγός ήταν ο ύποπτος και συνοδηγός το άλλο πρόσωπο. Αφού άνοιξαν το καπό, πήραν μια μπλε σακούλα σκουπιδιών και εισήλθαν εντός της οικίας. Ακολούθως εξήλθαν αυτής και αναχώρησαν με το ίδιο όχημα. Λίγα λεπτά αργότερα αφίχθη στην οικία άλλο όχημα με οδηγό το άλλο πρόσωπο. Ο ύποπτος είναι πρόσωπο γνωστό στην ΥΚΑΝ την οποία έχει απασχολήσει και στο παρελθόν.

        Σύμφωνα πάντα με τον όρκο, την ίδια μέρα εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα έρευνας της οικίας του άλλου προσώπου η οποία τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση. Το απόγευμα της ίδια μέρας θεάθηκε άλλο όχημα να σταθμεύει στον χώρο στάθμευσης της οικίας, χωρίς οπτική επαφή, με οδηγό τον ύποπτο και συνοδηγό το άλλο πρόσωπο. Κατά την αναχώρηση του μέλη της ΥΚΑΝ προσπάθησαν να το ανακόψουν για έλεγχο και αυτό ανέπτυξε ταχύτητα προσπαθώντας να διαφύγει με αποτέλεσμα τη σύγκρουση του με περιτοίχισμα στην είσοδο της οικίας και με υπηρεσιακά οχήματα, καθώς επίσης τον ελαφρύ τραυματισμό μέλους της ΥΚΑΝ το οποίο εξήλθε του οχήματος για να συμμετέχει πεζό στην καταδίωξη τους. Τελικώς το όχημα κατάφερε να διαφύγει παρόλο που ρίχθηκαν πυροβολισμοί προς τα ελαστικά του οχήματος. Όταν εντοπίστηκε ξανά το όχημα, διαπιστώθηκε ότι οι επιβαίνοντες του το είχαν εγκαταλείψει και διέφυγαν πεζοί στα χωράφια, ενώ το άλλο πρόσωπο κρατούσε μια άσπρη τσάντα την οποία σε κάποιο στάδιο έδωσε στον ύποπτο ο οποίος με τη σειρά του την έριξε στη στέγη εγκαταλελειμμένης οικίας. Τα δύο πρόσωπα διέφυγαν ενώ η άσπρη τσάντα παραλήφθηκε από την ΥΑΚΝ και διαπιστώθηκε πως περιείχε ξηρή φυτική ύλη κάνναβης, συνολικού μικτού βάρους 1,114 γραμμαρίων. Κατά την έρευνα στην οικία του άλλου προσώπου, ανευρέθηκε πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης συνολικού μικτού βάρους 10 κιλών και 886 γραμμαρίων και σακούλια με άσπρη σκόνη ομοιάζουσα με κοκαΐνη, συνολικού μικτού βάρους 1 κιλού και 19 γραμμαρίων. Σε έρευνα στο όχημα του άλλου προσώπου βρέθηκε το χρηματικό ποσό των €8.020 το οποίο και παρελήφθη. Σε έρευνα στην οικία του υπόπτου δεν ανευρέθηκε οτιδήποτε.

        Στον όρκο γίνεται αναφορά σε νέα πληροφορία από την ίδια αρχική πηγή, σύμφωνα με την οποία ο ύποπτος αποκρύβει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών και μεγάλα χρηματικά ποσά από αγοραπωλησίες ναρκωτικών στην πατρική του οικία όπου διαμένει κατά διαστήματα και στην οικία της γιαγιάς του, οι οποίες βρίσκονται στην ίδια οδό και εφάπτονται η μια της άλλης. Εξού και ζητείται, μεταξύ άλλων, η έκδοση εντάλματος έρευνας της οικίας της γιαγιάς του υπόπτου, με σκοπό τη διευκόλυνση των ερευνών της αστυνομίας και την ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη ναρκωτικών και άλλων τεκμηρίων, όπως ζυγαριές και άλλα αντικείμενα σχετικά με τη χρήση και αγοραπωλησία ναρκωτικών.

        Με βάση το περιεχόμενο του όρκου, προκύπτει πως κατόπιν λήψης της αρχικής πληροφορίας στις 12.2.2024, την επομένη ακολούθησε η παρακολούθηση και η εξέλιξη των γεγονότων, όπως περιγράφονται σε αυτόν ανωτέρω, με αποτέλεσμα τη διαπίστωση σύνδεσης του υπόπτου και του άλλου προσώπου με την κατοχή ναρκωτικών και μάλιστα προσπάθειας διαφυγής τους όταν αντιλήφθηκαν ότι καταδιώκονταν από μέλη της ΥΚΑΝ. Με δεδομένο το περιεχόμενο του όρκου ως προς την περιγραφή όλων των γεγονότων και κυρίως το γεγονός ότι οι έρευνες των οικιών των δύο προσώπων έλαβαν χώρα στις 13.2.2024 και ότι κατόπιν της δεύτερης πληροφορίας, η ΥΚΑΝ αποτάθηκε σε Δικαστή για την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης τους και έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του επίδικου, στις 14.2.2024 στις 01:10, προκύπτει χωρίς δυσκολία ότι η νέα πληροφορία λήφθηκε κατά τις 13.2.2024. Το περιεχόμενο και η πηγή αυτής τέθηκε στον όρκο.  Παρόλο που δεν κατονομάζεται η πηγή της πληροφόρησης, εντούτοις αυτή η πηγή ήδη κρίθηκε αξιόπιστη ενόψει της επιβεβαίωσης της βασικά μέσω των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στις 13.2.2024. Και τούτο, καθότι πέραν της λήψης της πληροφορίας η ίδια η ΥΚΑΝ προέβη στις δικές της ενέργειες και διαπίστωσε το αξιόπιστο αυτής, επομένως η μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν περιορίζετο στην πληροφορία αλλά και στις μετέπειτα εξετάσεις και διαπιστώσεις της Αστυνομίας. Σχετική είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του A.D.S., Πολ. Έφεση Αρ. 340/2021, ημερ. 6.7.2023, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά στη μη αποκάλυψη της πηγής γνώσης του πληροφοριοδότη, σχετική είναι και η Αίτηση του Ι. ΧΧΧ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 114/20, ημερ. 20.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:D356, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Πρέπει να λεχθεί ακόμη πως ανεξαρτήτως αν καλώς χρησιμοποιείται η λέξη «πληροφορία», σημασία έχει ότι ουδέποτε και πουθενά στον όρκο, η πληροφορία δεν συγκεκριμενοποιείται σε κάτι απτό. Ακόμη και αν δεν κατονομάζεται ο πληροφοριοδότης (κάτι τέτοιο δεν απαιτείται) θα πρέπει να υπάρξει κάποιου είδους τεκμηρίωση, από πού και με ποίον τρόπο η πληροφορία οδήγησε στα καταληκτικά συμπεράσματα. Στην πράξη, επί του όρκου, μόνο συμπεράσματα καταγράφονται.

 

Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα Πολ. Εφ. 219/14, 29.2.2016). Έστω και σε χαμηλό επίπεδο όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα ή καταλήξεις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.»»

 

    Με τη νέα αυτή πληροφορία και το όλο ιστορικό των γεγονότων, όπως περιγράφονται στον όρκο, υπήρχε επαρκής μαρτυρία για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας πως στις εν λόγω δύο οικίες, πατρική και της Αιτήτριας, φυλάσσονται ναρκωτικά και ή χρήματα σχετιζόμενα με δραστηριότητες ναρκωτικών από τον ύποπτο. Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι η μοναδική μαρτυρία ήταν μια γενική και αόριστη πληροφορία. Όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, Ανδρέου Δημοκρατίας Πολ. Έφ. Αρ. 103/2020, ημερ. 21.04.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164 και Αναφορικά με την Αίτηση Χαράλαμπου Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, το άρθρο 27 του Κεφ. 155 συνδέει τα αντικείμενα που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι με το πρόσωπο του υπόπτου. Επομένως, η μη αναφορά στο όνομα της Αιτήτριας δεν ενέχει σημασία.

Ούτε και η εισήγηση της Αιτήτριας πως στον όρκο αναφέρονται ψευδείς και παραπλανητικοί ισχυρισμοί ευσταθεί. Στον όρκο δεν αναφέρεται πως ο ύποπτος διαμένει, έστω και περιστασιακά, στην οικία της Αιτήτριας, σε αντιδιαστολή με τα όσα αναφέρονται για την πατρική του οικία. Για την οικία της Αιτήτριας, υπάρχει μόνο η αναφορά πως αυτή χρησιμοποιείται από τον ύποπτο για τη φύλαξη ναρκωτικών και σχετιζόμενων με αυτά χρηματικών ποσών. Αυτή η μαρτυρία ήταν ικανή να δημιουργήσει εύλογη υποψία πως ο ύποπτος χρησιμοποιεί την οικία της Αιτήτριας, γιαγιάς του, καθώς και την εφαπτόμενη σε αυτή πατρική του οικία για τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Η αναφορά στο τέλος του όρκου πως ζητείται η έκδοση ενταλμάτων έρευνας «των δύο οικιών στην οδό .., στις οποίες διαμένει και χρησιμοποιεί» ο ύποπτος ουδόλως διαφοροποιεί τις πιο πάνω διαπιστώσεις αλλά αντίθετα αυτή θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από την προηγούμενη αναφορά ότι στην μεν πατρική οικία ο ύποπτος διαμένει περιστασιακά και ότι τόσο την πατρική όσο και την οικία της Αιτήτριας τις χρησιμοποιεί για τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Ακόμα και στο ίδιο το ένταλμα αναφέρεται ότι ο ύποπτος χρησιμοποιεί την οικία της Αιτήτριας και όχι ότι διαμένει εκεί.

Η αναφορά στον όρκο και στο ίδιο το ένταλμα ότι ο ύποπτος είναι άνεργος δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του εντάλματος, καθότι αυτή προφανώς ήταν η πληροφόρηση που κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε η ΥΚΑΝ.

        Ούτε και η θέση της Αιτήτριας πως το Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά κρίνεται βάσιμη. Όπως φαίνεται στα ίδια τα έγγραφα, ο όρκος φέρεται να λήφθηκε ενώπιον Δικαστή στις 14.2.2024 στις 01:10 και το ένταλμα να εκδόθηκε και υπεγράφη από Δικαστή στις 14.2.2024 στις 01:20. Επομένως, διαφαίνεται ότι παρήλθε κάποιος χρόνος μεταξύ της λήψης του όρκου και της έκδοσης του εντάλματος, ο οποίος προφανώς και ήταν επαρκής για τον Δικαστή να αναγνώσει τον σχετικά σύντομο όρκο και εκδώσει το ένταλμα. Σχετική είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του A.D.S., Πολ. Έφ. Αρ. 340/2021, ημερ. 6.7.2023, στην οποία μάλιστα στον όρκο και στο ένταλμα αναγραφόταν η ίδια ακριβώς ώρα.

        Στο ίδιο το ένταλμα ο Δικαστής αναφέρει ότι με βάση την ένορκη δήλωση υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται πως εντός της οικίας της γιαγιάς του υπόπτου, «παράνομα φυλάσσονται ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄ και Β΄, τα οποία χρησιμοποιεί ο ίδιος και προμηθεύει και σε άλλα άτομα χρήστες ναρκωτικών ουσιών, καθώς και άλλα τεκμήρια όπως ζυγαριές ακριβείας, χρήματα και άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με την χρήση ναρκωτικών ή και την αγοραπωλησία ναρκωτικών και την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» και στο τέλος αυτού ότι ικανοποιήθηκε λογικά για την ανάγκη έκδοσης του εντάλματος.  Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση ο Δικαστής δεν αρκέστηκε στις αναφορές του ενόρκως δηλούντος αστυνομικού αλλά προέβη στο δικό του συμπέρασμα με βάση την ένορκη δήλωση για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας σύνδεσης του υπόπτου και της οικίας της Αιτήτριας με τα αδικήματα. Σχετική είναι η υπόθεση Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση Αρ. 355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257.

        Για όλους τους λόγους που αναλύονται ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να καταδείξει επαρκή λόγο για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

        Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                                   Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο