ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 35/2024)
29 Απριλίου, 2024
[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. Π., ΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΛΕΜΕΣΌ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ.
Μ. Αρμεύτης, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης του και το ένταλμα έρευνας της οικίας του ημερ. 8.1.2024 τα οποία εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης είναι πως αυτό εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας από το κατώτερο Δικαστήριο στη βάση του ότι δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία δημιουργούσε εύλογη υποψία πως ο Αιτητής συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και εν πάση περιπτώσει δεν στοιχειοθετείτο η αναγκαιότητα έκδοσης του. Αντίστοιχοι είναι και οι λόγοι που αφορούν στο ένταλμα έρευνας, ήτοι πως αυτό εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία που να δημιουργούσε εύλογη υποψία ότι στην οικία του Αιτητή μπορούσε να ανευρεθεί οποιοδήποτε από τα αντικείμενα που αναζητούσε η Αστυνομία και πως δεν υπήρχε μαρτυρία που να προσδιορίζει διασύνδεση της οικίας ως χώρο πιθανής φύλαξης των αντικειμένων που αναζητούσε. Στους λόγους αναφέρεται τέλος πως υπήρχε παρέκκλιση από τις πρόνοιες του Άρθρου 16 του Συντάγματος και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018 περιέχει το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Στην πρόσφατη υπόθεση, Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής v. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:
«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)."»
Όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση Αρ. 355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257 και Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, για την έκδοση εντάλματος σύλληψης ο Δικαστής θα πρέπει πρώτα να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα. Μόνο σε περίπτωση που η απάντηση είναι καταφατική, τότε ο Δικαστής προχωρεί στο δεύτερο στάδιο που είναι κατά πόσο η σύλληψη είναι εύλογα αναγκαία.
Στην προαναφερόμενη υπόθεση Πολυκάρπου (ανωτέρω) και μεταγενέστερα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Μάρθας Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17, τονίστηκε ότι η ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης είναι υψίστης σπουδαιότητας και εκεί βρίσκεται το υπόβαθρο κρίσης περί του εύλογου της υπόνοιας και όχι όσα εκ των υστέρων μπορεί να λεχθούν.
Το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας και το Άρθρο 28 του Κεφ. 155, προνοεί για το περιεχόμενο και την ισχύ τέτοιου εκδοθέντος εντάλματος.
Στην υπό κρίση περίπτωση στον όρκο του αστυνομικού που συνοδεύει την αίτηση για την έκδοση τόσο του εντάλματος σύλληψης όσο και του εντάλματος έρευνας, αρχικά εκτίθενται τα αδικήματα τα οποία διερευνώνται. Πρόκειται για τα αδικήματα της παράνομης πρόσβασης σε σύστημα πληροφοριών και παράνομης παρεμβολής σε δεδομένα, κατά παράβαση των άρθρων 3 και 5 του περί Επιθέσεων κατά Συστημάτων Πληροφοριών Νόμου, Ν.147(1)/2015.
Στον όρκο αναφέρεται ότι τα αδικήματα φέρονται να διαπράχθηκαν τον Νοέμβριο του 2023. Σύμφωνα με τον όρκο, στις 11.12.2023 καταγγέλθηκε από διευθυντή συγκεκριμένης εταιρείας η οποία ασχολείται με την ανάπτυξη και υποστήριξη λογισμικών προγραμμάτων ότι δεδομένα της εταιρείας έχουν προσβληθεί με κακόβουλο λογισμικό με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία τους. Σε γραπτή κατάθεση του προς την Αστυνομία, ο διευθυντής ανέφερε ότι τα δεδομένα που προσβλήθηκαν αφορούν αποκλειστικά το λογισμικό πρόγραμμα API, ότι ο Αιτητής ήταν ο μοναδικός υπεύθυνος για τη δημιουργία και την υποστήριξη των API, ότι στις 16.6.2023 ο Αιτητής απελύθη από την εταιρεία και ότι ενόσω εργοδοτείτο είχε προσθέσει κακόβουλο λογισμικό εντός των API, για να δυσλειτουργεί με ημερομηνία έναρξης τον Νοέμβριο του 2023. Από έλεγχο που έγινε στις συνδέσεις του προγράμματος της εταιρείας, εντοπίστηκε το IP address το οποίο ανήκει σε μια Γερμανική εταιρεία η οποία παρέχει υπηρεσίες φιλοξενίας ιστοσελίδων και παροχής υπηρεσιών και προσφέρει εξειδικευμένες υπηρεσίες, όπως κοινόχρηστη φιλοξενία, διακομιστές VPS και αποκλειστικούς διακομιστές. Από το εν λόγω IP address μπορεί να δοθεί έγκριση για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα API. Το API είναι ένα σύνολο κανόνων και προτύπων που επιτρέπουν σε διάφορα λογισμικά να επικοινωνούν μεταξύ τους. Ένας VPS είναι ένας εικονικός διακομιστής/υπολογιστής που λειτουργεί εντός ενός φυσικού διακομιστή/υπολογιστή.
Στον όρκο αναφέρεται επίσης ότι από εξετάσεις που έγιναν εντός του μηχανογραφημένου συστήματος της Αστυνομίας, εντοπίστηκε μόνο ένα άτομο με τα στοιχεία του Αιτητή. Τα υπό διερεύνηση αδικήματα διαπράττονται μέσω διαδικτύου με τη χρήση ηλεκτρονικών/ψηφιακών συσκευών (ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων κ.ά). Σύμφωνα με τον όρκο, «πρόκειται για συσκευές οι οποίες εύλογα πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνται και βρίσκονται στην κατοχή του υπόπτου και συνακόλουθα εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται στον τόπο διαμονής του». Στον όρκο αναφέρεται πως η έρευνα αποσκοπεί στον εντοπισμό τέτοιων συσκευών και πως οι εξετάσεις θα περιοριστούν αποκλειστικά στον εντοπισμό ηλεκτρονικών αρχείων και δεδομένων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων που έχουν σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση. Αφού ζητείται η έκδοση του εντάλματος σύλληψης του Αιτητή και του εντάλματος έρευνας της οικίας του, αναφέρεται πως η έκδοση του εντάλματος έρευνας είναι ευλόγως αναγκαία προς αποφυγή καταστροφής τεκμηρίων που αναζητούνται και πως η αναζήτηση και παραλαβή τους είναι ευλόγως αναγκαία καθότι πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου εντάλματος, ο κίνδυνος απόκρυψης και ή καταστροφής τους είναι ορατός, με αποτέλεσμα την μη αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης.
Με βάση την πιο πάνω τεθείσα μαρτυρία εγείρεται το ζήτημα του κατά πόσο αυτή ήταν ικανή να δημιουργήσει εύλογη υποψία ότι ο Αιτητής ενέχεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Ο όρος «εύλογη υποψία» για την έκδοση εντάλματος σύλληψης έτυχε ερμηνείας στην προαναφερόμενη υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω) από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Προσεγγίζοντας τον όρο «εύλογη υποψία», σημειώνουμε ότι το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί από απόψεως μαρτυρίας είναι χαμηλό (βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα Πολ. Εφ. 219/14, ημερ. 29.2.2016). Τονίστηκε χαρακτηριστικά στην Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 σε σχέση με την έννοια του όρου «υπόνοια» συνώνυμου του όρου «υποψία»:
«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό, τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»
Διαφωτιστική επί του προκειμένου είναι και η αγγλική νομολογία. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.) (σελίδα 948):-
«Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.» »
Με βάση το περιεχόμενο του όρκου, υπήρχε επαρκής μαρτυρία η οποία δημιουργούσε εύλογη υπόνοια ότι ο Αιτητής συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Αυτή αφορά στο ότι ο Αιτητής εργαζόταν στην εταιρεία, είχε απολυθεί από αυτή, ήταν το μοναδικό πρόσωπο που είχε πρόσβαση στα API της εταιρείας και στη βάση της ίδιας υπόνοιας αυτός που φέρεται να πρόσθεσε λογισμικό εντός αυτών με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία τους. Δεν συμφωνώ με τη θέση του Αιτητή ότι επειδή το IP address φέρεται να ανήκει σε μια Γερμανική εταιρεία, αυτό αποσυνδέει τον Αιτητή από την υπό διερεύνηση υπόθεση. Στον όρκο επεξηγούνται οι όροι API και VPS. Από τη στιγμή που στον όρκο αναφέρεται ότι για τη χρήση του IP address χρειάζεται η έγκριση του ιδιοκτήτη, τότε εύλογα συνάγεται πως ο ιδιοκτήτης του μπορεί να είναι άλλος από αυτόν που το χρησιμοποιεί,.
Με βάση τα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία, προκύπτει πως αυτά ήταν τέτοια που το ικανοποίησαν για την εύλογη σύνδεση του Αιτητή με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Όπως αναφέρεται στο ένταλμα σύλληψης, το κατώτερο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος. Παρόλο που στον όρκο δεν αναφέρεται ρητώς ποια η ανάγκη έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, εντούτοις εύκολα συνάγεται τέτοια ανάγκη για σκοπούς διερεύνησης των υπό κρίση αδικημάτων. Σχετική είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Neil Lee Cook (Αρ. 2) (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268 στην οποία επαναλήφθηκε ότι η διευκόλυνση των ανακρίσεων είναι γνωστός λόγος για την έκδοση εντάλματος σύλληψης.
Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε εύλογη υποψία ότι ο Αιτητής ενέχεται στα αδικήματα τα οποία διαπράττονται με τη χρήση προαναφερθεισών συσκευών, τότε αντίστοιχα εύλογη υποψία δημιουργείται και για την πιθανότητα ύπαρξης τεκμηρίων, όπως ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων και άλλων τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση, στην κατοχή του Αιτητή και δη στην οικία του. Εξού και η ανάλογη διαπίστωση που καταγράφεται από το κατώτερο Δικαστήριο στο ένταλμα έρευνας το οποίο εξεδόθη και περιορίζεται στην ανεύρεση υλικού που σχετίζεται με τα εν λόγω αδικήματα μόνο. Από τη στιγμή που οι έρευνες της Αστυνομίας βρίσκονταν σε εξέλιξη, η πιθανότητα απόκρυψης ή καταστροφής τεκμηρίων ήταν υπαρκτή, καθιστώντας έτσι αναγκαία την έκδοση του εντάλματος έρευνας.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Πολυκάρπου (ανωτέρω), ανεξαρτήτως της άποψης που εκφράζεται από τον αστυνομικό, το ίδιο το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί στο δικό του συμπέρασμα με βάση την ένορκη δήλωση για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας σύνδεσης του υπόπτου και των αντικειμένων με τα αδικήματα, όπως έχει συμβεί στην υπό κρίση περίπτωση.
Με βάση τα πιο πάνω, θεωρώ ότι ο όρκος περιείχε επαρκή στοιχεία που δημιουργούσαν εύλογη υποψία σύνδεσης του Αιτητή και των αντικειμένων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ότι η έκδοση των αιτούμενων ενταλμάτων ήταν αναγκαία προς τον σκοπό των ερευνών και διαφύλαξης της μαρτυρίας.
Ως εκ τούτου, ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει επαρκή λόγο για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ