ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 216/2015)
29 Απριλίου, 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
MIXΑΛΗΣ ΑΒΡΑΑΜ ΠΙΤΤΑΚΗΣ
Εφεσείων
ν.
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD
Εφεσίβλητης
_________________________
Μ. Μουαΐμης και Γ. Χατζηγιώργης, για Μουαΐμης και Μουαΐμης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ζιβανάρης για Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπό εκδίκαση έφεση, ο εφεσείων, με εννέα λόγους έφεσης, προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου, με την οποία απερρίφθη η αγωγή που καταχώρισε εναντίον της εφεσίβλητης Τράπεζας με την οποία ζητούσε όπως η δικαστική απόφαση ημερ. 18.1.2001, που εξεδόθη εναντίον του στην Αγωγή 1472/1999, παραμερισθεί και/ή ακυρωθεί.
Ήταν η θέση του πως η εν λόγω απόφαση εξεδόθη με τη συγκατάθεση δικηγόρου, ο οποίος τον εκπροσώπησε στην αγωγή «χωρίς τις οδηγίες του, χωρίς τη συγκατάθεση του και εν αγνοία του και/ή υπό συνθήκες απάτης που έγινε εις βάρος του και/ή λόγω πλάνης και/ή λάθους». Στην Έκθεση Απαίτησης που καταχώρισε στη συνέχεια, γινόταν ειδική αναφορά, ανάμεσα σε άλλα, πως αυτός «ουδέποτε εξουσιοδότησε δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει στην αγωγή 1472/99, ούτε και γνωρίζει τον δικηγόρο Τ.Π. που τον εκπροσώπησε ή του έδωσε ποτέ οιεσδήποτε οδηγίες σε σχέση με την συγκεκριμένη αγωγή και χειρισμό της. Εν πάση περιπτώσει στον τύπο διορισμού δικηγόρου που κατατέθηκε στο Δικαστήριο για τον ενάγοντα, η υπογραφή που εμφαίνεται επί αυτού δεν ανήκει στον εναγόντα».
Η εφεσίβλητη Τράπεζα με το δικόγραφό της είχε ισχυριστεί, ανάμεσα σε άλλα, πως «Ο ενάγων δεσμεύεται απολύτως από την εκ συμφώνου απόφαση, την οποία ο ίδιος απεδέχθη μέσω του δικηγόρου ο οποίος τον εκπροσωπούσε στα πλαίσια της αγωγής υπ΄ αρ. 1472/1999. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι όποιες διαφορές μεταξύ του Ενάγοντος και του τότε δικηγόρου του και/ή άλλων προσώπων δεν τους αφορούν».
Kατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, μαρτυρία έδωσε ο εφεσείων, ο οποίος κάλεσε ως μάρτυρα και γραφολόγο. Η Τράπεζα δεν προσκόμισε μαρτυρία. Σημειώνεται επίσης πως και οι δύο πλευρές είχαν προβεί σε κατάθεση παραδεκτών γεγονότων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιόν του, προέβη σε ένα ουσιαστικό εύρημα. Το παραθέτουμε αυτολεξεί: «Αυτό που είχε αποδειχθεί κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία ήταν ότι ο ενάγοντας δεν είχε υπογράψει το επιδοτήριο έγγραφο και δεν είχε ποτέ υπογράψει διοριστήριο δικηγόρου». [Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Εφετείο]
Ακολούθως σημείωσε τα ακόλουθα «. Το ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί, κατά πρώτον, είναι ποια είναι η βάση της αγωγής. Τα καταγραφέντα στην Έκθεση Απαίτησης γεγονότα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η βάση της είναι η εξαπάτηση ή ο δόλος που ασκήθηκε στο πρόσωπο του Ενάγοντα. Όμως, δεν καταγράφεται με λεπτομέρεια ποιος εξαπάτησε ή ποιος διενήργησε δόλο σε βάρος του Ενάγοντα και αυτό είναι αρκετό για να οδηγήσει την αγωγή σε απόρριψη σύμφωνα με τη νομολογία».
Με τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε. Έχει ήδη γίνει αναφορά στο περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία συμπεριελάμβανε και τη θέση ότι ουδέποτε ο εφεσείων εξουσιοδότησε τον δικηγόρο Τ.Π., για να τον εκπροσωπήσει στην αγωγή 1472/1999. Αλλά και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην πρώτη σελίδα της απόφασής του, ρητά καταγράφει πως ο εφεσείων με την αγωγή του αξιώνει ακύρωση της απόφασης που εξεδόθη εναντίον του, αφού αυτή «είχε εκδοθεί χωρίς τις δικές του οδηγίες ή τη δική του συγκατάθεση ή/και εν αγνοία του ή/και υπό συνθήκες πλάνης».
Συνεπώς, όχι μόνο υπήρξε δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα ότι ο συγκεκριμένος δικηγόρος ουδέποτε διορίστηκε και ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκε από τον ίδιο, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη και σε εύρημα ότι ο εφεσείων όντως δεν είχε ποτέ εξουσιοδοτήσει τον συγκεκριμένο δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει στην αγωγή 1472/1999 και μάλιστα να δεχθεί εκ μέρους του απόφαση. Αυτό το καθοριστικό εύρημα δεν προσβάλλεται με αντέφεση. Με άλλα λόγια, η Τράπεζα δέχεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εν λόγω δικηγόρος ούτε οδηγίες είχε να εμφανιστεί στην αγωγή, αλλά ούτε και να συμβιβάσει αυτήν εκ μέρους του εφεσείοντα.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τις συνέπειες των πράξεων και ενεργειών δικηγόρου ο οποίος εμφανίζεται σε δικαστική διαδικασία χωρίς να έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Τούλλα Τρύφωνος το γένος Κυρ. Μαρκίδη ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 411/2011, ημερ. 27.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A132, τα λέγει όλα:
«Η αποδοχή απόφασης εναντίον της εφεσείουσας από το δικηγόρο που εμφανίστηκε χωρίς διοριστήριο έγινε χωρίς την εξουσιοδότησή της (Charalambous). Η απόφαση που παρήχθη εναντίον της δεν ήταν «εκ συμφώνου», αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή της και ουδέποτε την υιοθέτησε. Ήταν πράξη χωρίς τη θέλησή της. Συνεπώς ήταν πράξη που δεν μπορεί να έχει υπόσταση στο δίκαιο και ως τέτοια θα έπρεπε να την παραμερίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως «χρέος προς τη δικαιοσύνη».
Στη Σοφοκλή Παπαβαρνάβα κ.ά. ν. Αυγής Παπακυριακού, Πολ. Έφ. Αρ. Ε200/2017, ημερ. 24.10.2023, με αναφορά στην υπόθεση Τούλλα Τρύφωνος (ανωτέρω), επαναλαμβάνεται η σημασία του σημειώματος εμφάνισης και του εντύπου διορισμού δικηγόρου που θα πρέπει να το συνοδεύει όταν ο διάδικος εκπροσωπείται από δικηγόρο. Στην πιο πάνω υπόθεση, δεν υπήρξε ποτέ αμφισβήτηση ότι συγκεκριμένοι δικηγόροι είχαν εξουσιοδοτηθεί από την εφεσίβλητη για να την εκπροσωπήσουν στην πρωτόδικη διαδικασία, την οποία και εκπροσώπησαν. Παρόλο που οι δικηγόροι δεν είχαν καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, εντούτοις, κρίθηκε κάτω από τις όλως ιδιαίτερες περιστάσεις, πως «η πρωτόδικη διαδικασία που εξελίχθηκε και αποπερατώθηκε χωρίς να επισημανθεί η παράλειψη μπορεί να διασωθεί».
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο βρήκε πως ο συγκεκριμένος δικηγόρος ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκε από τον εφεσείοντα, αλλά προέβη και σε εύρημα πως υπήρξε απάτη, σημειώνοντας πως «οι υπεύθυνοι για την απάτη φαίνεται να απουσιάζουν από τη διαδικασία», κάτι που κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άφηνε άλλη επιλογή από την απόρριψη της αγωγής.
Το ουσιώδες όμως εν προκειμένω, ήταν το γεγονός ότι η εκδοθείσα απόφαση στην αγωγή 1472/1999 δεν ήταν ουσιαστικά εκ συμφώνου, αλλά απόφαση που εξεδόθη εναντίον του εφεσείοντα χωρίς τη συγκατάθεση του, αφού αυτός ουδέποτε εξουσιοδότησε τον δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει και δεχθεί εκ μέρους του απόφαση. Το γεγονός ότι η Τράπεζα δεν είχε οιανδήποτε εμπλοκή σε αυτή τη μη νόμιμη εκπροσώπηση του εφεσείοντα, δεν μπορεί να διασώσει τη συγκεκριμένη δικαστική απόφαση, η οποία παρουσιάζει θεμελιακό ελάττωμα. Η δε δικογραφημένη θέση της Τράπεζας, πως ο εφεσείων, εν πάση περιπτώσει, «δεσμευόταν απολύτως» από την έκδοση της απόφασης, αφού το όλο θέμα, κατά την ίδια, αφορούσε σε διαφορά «του ιδίου και του τότε δικηγόρου του», δεν ήταν ορθή.
Εν κατακλείδι, οι λόγοι έφεσης σύμφωνα με τους οποίους κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε την εκδοθείσα εναντίον του εφεσείοντα απόφαση, στη βάση του ευρήματός του ότι αυτός δεν διόρισε δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει, είναι βάσιμοι.
Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση με την οποία παραμερίζεται η απόφαση ημερ. 18.1.2001 που εξεδόθη εναντίον του εφεσείοντα στην αγωγή 1472/1999 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον της Τράπεζας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του πιο πάνω Επαρχιακού Δικαστηρίου και εγκριθούν από το οικείο Δικαστήριο.
Επιδικάζονται προς όφελος του εφεσείοντα €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου