ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
(Πολιτική Έφεση Αρ. 2/2023)
25 Απριλίου 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΚΑΤ΄ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 185/2022
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ, ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΑΖΕΛΑ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΝΝΑΡΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 01/03/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2000 (Ν. 121(Ι)/2000), ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 47/2022, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΧΑΡΙΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31/10/2022
ΚΑΙ
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ, ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΑΖΕΛΑ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΝΝΑΡΗ,
Αιτητές/Εφεσίβλητοι,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΖΑΧΑΡΊΟΥ,
Καθ΄ ου η Αίτηση/Εφεσείοντα.
____________________
Λ. Βραχίμης με Ι. Καλογήρου (ασκούμενο δικηγόρο) για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυριάκου (κα) για Pyrgou Vakis LLC, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, να εκδώσει προνομιακό ένταλμα Certiorari και να ακυρώσει το διάταγμα ημερ.1.3.2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο, με το οποίο είχε επιτραπεί η αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση στην Κύπρο, διατάγματος διαχείρισης το οποίο είχε εκδοθεί από αγγλικό Δικαστήριο (High Court of England and Wales), σύμφωνα με το οποίο ο Εφεσείων καθίστατο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Ελένης Ζαχαρία.
Οι Εφεσίβλητοι είναι αδελφοί του Εφεσείοντα και της αποβιωσάσης. Η τελευταία, άγαμη και άτεκνη, απεβίωσε στην Αγγλία, όπου είχε τη μόνιμη διαμονή της, χωρίς να αφήσει διαθήκη, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων και οι Εφεσίβλητοι να είναι οι κληρονόμοι της.
Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Εφεσείων δεν είχε ενημερώσει τους Εφεσίβλητους για την «αυτοεπιλογή» του να διοριστεί διαχειριστής της αποβιωσάσης στην Αγγλία. Οι Εφεσίβλητοι επεδίωξαν να ακυρώσουν το διορισμό του στην Αγγλία αλλά, κατόπιν νομικής συμβουλής, αποφάσισαν να μην το πράξουν και να ενημερώσουν όλες τις τράπεζες στην Κύπρο ότι ενίσταντο στο διορισμό του, ζητώντας να μην του επιτραπεί οιαδήποτε ανάληψη χρημάτων χωρίς τη συγκατάθεση τους. Είχαν και συνάντηση με τον ίδιο κατά την οποία τέθηκε και το ζήτημα της πρόθεσης του Εφεσείοντα να υποβάλει αίτηση για «επανασφράγιση», όπως είχε εκ μέρους του αναφερθεί, του αγγλικού διατάγματος στην Κύπρο. Σε μεταγενέστερο χρόνο ο Εφεσείων πληροφόρησε τους Εφεσίβλητους ότι, ως διαχειριστής της αποβιωσάσης, είχε επικοινωνήσει με τράπεζες στην Κύπρο «εξασφαλίζοντας και συγκεκριμένα ποσά». Μετά από έρευνα, διαπίστωσαν πως είχε καταχωρίσει Γενική Αίτηση για Αναγνώριση και είχε εξασφαλίσει το προαναφερόμενο διάταγμα ημερ.1.3.2022.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με τη θέση του δικηγόρου του Εφεσείοντα ότι στην ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου διαδικασία εφαρμογή είχε ο περί Αμοιβαίας Εκτέλεσης Ορισμένων Αποφάσεων Δικαστηρίων των Χωρών της Κοινοπολιτείας Νόμος,[1] το άρθρο 3(2) και ότι, εφόσον η αποβιώσασα είχε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Κύπρο (άρθρο 2(1) του Νόμου), το κατώτερο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης. Κατέληξε συναφώς ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε ενεργήσει νόμιμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο Εφεσείων είχε επισυνάψει στη Γενική Αίτηση ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, ως τεκμήριο 2 την αγγλική Αίτηση, όπου στο ερώτημα πόσους αδελφούς ή αδελφές είχε η αποβιώσασα που ζούσαν, κατέγραψε πως υπάρχουν τέσσερα τέτοια άτομα. Εντούτοις, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, στην ένορκη δήλωση που συνόδευσε τη Γενική Αίτηση, δεν γινόταν καμιά αναφορά ότι η αποβιώσασα είχε τέσσερα αδέλφια, παρά μόνο ότι ο Εφεσείων είχε προχωρήσει σε καταχώριση σχετικής αίτησης ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου για να διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης ως το τεκμήριο 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων με τον τρόπο που ενήργησε δεν είχε στρέψει, ως όφειλε, την προσοχή του κατώτερου Δικαστηρίου στο ουσιώδες γεγονός ότι η αποβιώσασα είχε, πέραν του ιδίου, άλλα τρία αδέλφια. Μνημόνευσε προς τούτο ως σχετική την Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited και Άλλων (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597, 601-2. Κατέληξε πως ο Εφεσείων είχε έτσι αποστερήσει τη δυνατότητα από το κατώτερο Δικαστήριο να συνεκτιμήσει το στοιχείο αυτό και κυρίως να παράσχει, «στην κανονική πορεία των πραγμάτων», την ευκαιρία στους Εφεσίβλητους να κληθούν ως επηρεαζόμενοι καθ' ων η αίτηση στη Γενική Αίτηση για να εκφράσουν τις θέσεις τους.
Διαπίστωσε πως «η εικόνα αναδεικνύει, στο μέτρο που εδώ αφορά, συζητήσιμη υπόθεση παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, κάτι που, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για έγκριση της Αίτησης». Παρέπεμψε στην Zhigachov κ.ά. (Aρ. 5) (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2564, 2575-2577, αναφορικά με τη επίδραση της παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης στην έκδοση ενταλμάτων Certiorari. Ότι σύμφωνα με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης το δικαστήριο έχει καθήκον να ενεργεί με δίκαιο τρόπο και πως πρέπει να παρέχει σε κάθε διάδικο μια δίκαιη ευκαιρία να θέσει την υπόθεση του ενώπιον του δικαστηρίου. Το κατώτερο Δικαστήριο, ανέφερε, ενήργησε στην απουσία των Εφεσίβλητων, με εγγενή πλέον τον παρεπόμενο αντικειμενικό κίνδυνο δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων τους ως κληρονόμων της αποβιωσάσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι υφίστατο εναλλακτικό ένδικο μέσο για τους Εφεσίβλητους, κατέληξε όμως ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως τις είχε διαπιστώσει στην προηγηθείσα απόφαση του με την οποία είχε χορηγήσει τη σχετική άδεια, στην οποία και παρέπεμψε.
Με το λόγο έφεσης 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η αίτηση εγγραφής θα έπρεπε να είχε επιδοθεί στους Εφεσίβλητους, έτσι ώστε η μη επίδοση της να «συνιστούσε» παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ενώ με το λόγο έφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Ο Καν.2 του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1935, που είχε εφαρμογή στα περιστατικά της υπόθεσης, προνοεί ότι η αίτηση δυνάμει του άρθρου 4 του Νόμου για εγγραφή στο Επαρχιακό Δικαστήριο μιας αλλοδαπής απόφασης για την οποία εφαρμόζεται το Μέρος Ι του Νόμου δύναται να υποβληθεί στο Δικαστήριο χωρίς κλήση.[2] Ο Καν.10(1) ο οποίος προνοεί ότι η αίτηση για τον παραμερισμό της εγγραφής μιας απόφασης πρέπει να γίνεται με αίτηση δια κλήσεως και να υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση,[3] καθιερώνει ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη δικονομική οδός για την προσβολή της εγγραφής.
Για την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση στην Κύπρο μιας αλλοδαπής απόφασης δεν επιβάλλεται η καταχώριση αίτησης με κλήση, ούτε και υφίσταται υποχρέωση επίδοσης της στους ενδιαφερόμενους. Ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα με τον τρόπο που του αποδίδεται με το λόγο έφεσης 4. Αυτό που αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση του είναι ότι ο Εφεσείων είχε αποστερήσει τη δυνατότητα από το κατώτερο Δικαστήριο να συνεκτιμήσει το στοιχείο αυτό, ότι δηλαδή η αποβιώσασα είχε, πέραν του Εφεσείοντα ακόμη τρία αδέλφια, και να διατάξει, όπως μπορούσε ασκώντας διακριτική ευχέρεια, την επίδοση της αίτησης εγγραφής στους Εφεσίβλητους.
Ανέφερε, ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο «και κυρίως να παράσχει, στην κανονική πορεία των πραγμάτων, την ευκαιρία στους [Εφεσίβλητους] να κληθούν ως επηρεαζόμενοι καθ' ων η αίτηση στη Γενική Αίτηση για να εκφράσουν τις θέσεις τους». Η κλήση των Εφεσίβλητων δεν συνιστούσε την «κανονική πορεία των πραγμάτων». Η κανονική πορεία, όπως προβλέπεται στον Καν.2, εκτός και αν το κατώτερο Δικαστήριο διέτασσε διαφορετικά, ήταν η αίτηση χωρίς κλήση και η απόφαση επί του ζητήματος στην απουσία τους. Και η πρόβλεψη στον Καν.10(1) δεν είναι εναλλακτικό της προνομιακής δικαιοδοσίας ένδικο μέσο, αλλά η δικονομική πρόβλεψη προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων προσώπων όπως οι Εφεσίβλητοι, ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα τους να ακουστούν και να τηρούνται οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Η διαδικασία αντιμετωπίζεται ως ενιαία. Ο Καν.10(1) διασφαλίζει το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, δηλαδή τη φυσική δικαιοσύνη. Δεν συνιστά θεραπεία η οποία χορηγείται σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αλλά το προδιαγεγραμμένο διάβημα που οι Εφεσίβλητοι μπορούσαν να λάβουν.
Σημειώνουμε ότι ο Καν.11(2) του Κανονισμού του 1935 προνοεί ότι στην περίπτωση που καταχωριστεί αίτηση για τον παραμερισμό της εγγραφής μιας απόφασης, η απόφαση που εγγράφηκε δεν μπορεί να εκτελεστεί μέχρις ότου η αίτηση παραμερισμού διεκπεραιωθεί.[4] Κατ' αναλογία ο Εφεσείων δεν θα μπορούσε να ενεργεί στη βάση του διατάγματος εγγραφής ή θα μπορούσε να εμποδιστεί από του να ενεργεί, μέχρις ότου η αίτηση παραμερισμού των Εφεσίβλητων διεκπεραιωνόταν. Η διαδικασία για τον παραμερισμό ήταν και η πρόσφορη ώστε να εξεταστούν σε βάθος, με την προσαγωγή της κατάλληλης μαρτυρίας, τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, που στην προνομιακή διαδικασία πτυχές τους παρέμειναν αμφισβητούμενες.
Καταλήγουμε ότι ο λόγος έφεσης 4 θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται, ενώ ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει. Δεν υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Καθίσταται επομένως αχρείαστο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari απορρίπτεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τα έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει επίσης επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Πρόκειται για τον περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ.10, όπως μετονομάστηκε δυνάμει του περί Αλλοδαπών Δικαστικών Αποφάσεων (Αμοιβαία Εκτέλεση)(Τροποποιητικό) Νόμο του 2000, Ν.130(Ι) του 2000.
[2] An application under section 4 of the Law to have a foreign judgment to which Part I of the Law applies registered in the District Court may be made ex parte to the Court.
[3] An application to set aside the registration of a judgment shall be made by summons to the Court supported by affidavit.
[4] If an application is made to set aside the registration of a judgment, execution shall not issue until such application has been disposed of.