ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

(Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2024)

6 Φεβρουαρίου, 2025

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ TRICOR LIMITED, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/03/2024 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 3498/2012

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 220 & 298 Β ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΞΗ 59 ΘΕΣΜΟΣ 7 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6.1 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

____________________

 

Χρ. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η απόφαση αδελφού μας Δικαστού, με την οποία απέρριψε μονομερή Αίτηση για Άδεια καταχώρησης αίτησης για certiorari.

 

Η Εφεσείουσα, εταιρεία υπό εκκαθάριση, διά του διαχειριστή της, ήταν μία εκ των Εναγομένων στην Αγωγή Αρ. 3498/2012 που καταχώρισε η Eurobank Cyprus Ltd, στην οποία εκδόθηκε στις 17.2.2023 απόφαση εναντίον της, για το ποσό των €216.000, πλέον τόκους και έξοδα. Στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε66/2020, η οποία στρεφόταν εναντίον ενδιάμεσης απόφασης που δόθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, διατάχθηκε η διόρθωση του ονόματος του εκκαθαριστή και επιδικάστηκαν έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας ύψους €7.816, πλέον Φ.Π.Α.. Μετά που η Εφεσείουσα έλαβε μέτρα εκτέλεσης εναντίον της Eurobank για την είσπραξη του πιο πάνω ποσού, η Eurobank καταχώρισε αίτηση, με την οποία ζητούσε ουσιαστικά το συμψηφισμό των εναντίον της εξόδων με το ποσό που είχε επιδικαστεί υπέρ της στην αγωγή. Η αίτηση είχε επιτυχή κατάληξη.

 

Η θέση που προέβαλε η Εφεσείουσα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας, στη βάση ότι δεν είχε ληφθεί προηγουμένως η άδεια του Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Υποβλήθηκε, περαιτέρω, ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο για την ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων και πως η έλλειψη δικαιοδοσίας συνιστά εξαιρετική περίσταση που δικαιολογούσε την επιτυχία της Αίτησης για Άδεια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στο άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960, έκρινε ότι «η υπό αναφορά απόφαση είναι εφέσιμη, ώστε η παρούσα αίτηση να υπόκειται σε απόρριψη για το λόγο αυτό, εν πάση περιπτώσει.».  Ωστόσο, έκρινε ορθό να εξεταστεί ο βασικός λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε από την Εφεσείουσα που, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να εξεταστεί πρώτα. Στο πλαίσιο αυτό, παρέπεμψε στην αγγλική υπόθεση Langley Constructions Ltd v. Wells (1969) 2 All E.R. 46, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του αντίστοιχου άρθρου 231 του αγγλικού Companies Act του 1948, την οποία υιοθέτησε. Στην υπόθεση εκείνη, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι εάν μια εταιρεία που είναι υπό εκκαθάριση κινήσει αγωγή, ο εναγόμενος στην αγωγή δύναται, χωρίς να λάβει άδεια, να προβάλει απαίτηση (cross action) μόνο στην περίπτωση που αυτή προβάλλεται υπό μορφή συμψηφισμού για τη μείωση ή εξάλειψη της απαίτησης του προς την εταιρεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε συναφώς, ότι, εφόσον αυτό που ζητείτο με την ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου αίτηση ήταν ο συμψηφισμός του ποσού των εξόδων που είχε να λαμβάνει η Εφεσείουσα έναντι του μεγαλύτερου ποσού που αυτή όφειλε στην Eurobank, δεν απαιτείτο η λήψη άδειας δυνάμει του άρθρου 220 του Κεφ. 113. Συνακόλουθα, ανέφερε «η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και για το λόγο αυτό.».

 

Ο μοναδικός λόγος έφεσης που προβλήθηκε παρατίθεται αυτούσιος:

 

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι υπήρξε έλλειψη δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, τόσο στα πλαίσια του Άρθρου 220, όσο και στα πλαίσια του Άρθρου 298Β του Κεφ. 113, καθώς το Επαρχιακό Δικαστήριο περιέπεσε σε σοβαρά νομικά σφάλματα με σοβαρές πρακτικές συνέπειες με παραβίαση των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης και το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε λανθασμένα σε Νομολογία αναφορικά με το Άρθρο 220, που δεν αφορούσε τη περίπτωση της Εφεσείουσας και υπήρχαν εκ πρώτης όψεως εξαιρετικές περιστάσεις για καταχώρηση Αίτησης διά Κλήσεως.».

 

Τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης που καταχωρήθηκε εκ μέρους του Εφεσείοντα όσο και προφορικά ενώπιον μας, ο συνήγορος του Εφεσείοντα ανέπτυξε επιχειρηματολογία προς υποστήριξη της θέσης του ότι το κατώτερο Δικαστήριο περιέπεσε σε σοβαρά νομικά σφάλματα και ενήργησε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας κατά την εκδίκαση της Αίτηση για συμψηφισμό και ακύρωση εντάλματος κατάσχεσης κινητών. Περαιτέρω, κατά την εισήγηση, υπήρξε παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης καθώς στην απόφαση του, το κατώτερο Δικαστήριο, επικαλείτο ανύπαρκτες αναφορές εκ μέρους της Eurobank, ότι δηλαδή λήφθηκαν οι σχετικές άδειες για προώθηση της διαδικασίας εναντίον του εκκαθαριστή και, νομοθετικές διατάξεις οι οποίες δεν αναφέρονταν στην αίτηση της Eurobank, με σκοπό να εκδώσει απόφαση υπέρ της. Προέβαλε επίσης τη διαφωνία του ως προς τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το άρθρο 220 του Κεφ. 113.

 

Τα πιο πάνω ζητήματα που εγείρει ο Εφεσείων άπτονται των νομικών σφαλμάτων που επικαλείται, στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς και τον τρόπο που αυτά κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της Αίτησης για Άδεια. Είναι λοιπόν σαφές ότι η Έφεση περιορίζεται στο μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο κρίθηκε ότι ο ουσιαστικός  λόγος στη βάση του  οποίου ζητήθηκε Άδεια για καταχώριση certiorari δεν ευσταθούσε. Η απόφαση, όμως, για απόρριψη της Αίτησης δεν στηριζόταν μόνο σε αυτό, αλλά και στο ότι υπάρχει το δικαίωμα Έφεσης.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν επιτρέπει την παροχή άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος certiorari, εκτός εάν καταδειχθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, για παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα. Δεδομένου ότι η πτυχή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία διαπιστώνεται ότι υπήρχε διαθέσιμο εναλλακτικό ένδικο μέσο, δηλαδή η καταχώριση έφεσης, δεν αμφισβητείται, η Εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε καταδείξει ότι υφίσταντο εξαιρετικές περιστάσεις, ώστε να μπορούσε να ασκηθεί η προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι εξαιρετικές περιστάσεις που επικαλέστηκε ήταν ότι το επίδικο διάταγμα του κατώτερου Δικαστηρίου εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας.

 

Η νομολογία επί του ζητήματος είναι σαφής. Σχετική είναι η υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1(Γ) 1535, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.».

 

Ως προς το τι συνιστά εξαιρετική περίσταση εξετάστηκε και στην πρόσφατη απόφαση, στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της ACP Trading I LLC, Πολ. Έφ. Αρ. 8/2024, ημερ. 2.7.2024, στην οποία παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

 

«Το τι συνιστά εξαιρετική περίσταση δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Το ζήτημα κρίνεται πάντοτε με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (P.S.P. Freestyle Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 626, 632). Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Lucan Invest Ltd κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1904, «Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια και το ζήτημα κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Οι εξαιρετικές περιστάσεις διακριβώνονται με τη σύγκριση των δυνατοτήτων που προσφέρει η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων από τη μια και η διαθέσιμη θεραπεία στη συγκεκριμένη περίπτωση».

 

Στην υπόθεση Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1342, γίνεται αναφορά στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965, όπου διευκρινίστηκε ορθά ότι η αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Έστω δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (βλ., επίσης, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552).»

 

Εν προκειμένω, ο προβαλλόμενος λόγος έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, συναρτάται με τα νομικά σφάλματα που επικαλείται ο Εφεσείων. Εφόσον υπάρχει δυνατότητα τα ζητήματα αυτά να εξεταστούν σε έφεση,  δεν διακριβώνεται οποιαδήποτε ειδική περίσταση που θα δικαιολογούσε την έκδοση της αιτούμενης Άδειας. Με δεδομένο δε ότι δεν προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί δυνατότητας έφεσης, καθίσταται αχρείαστο να εξεταστεί η πτυχή της έφεσης που αφορά στο κατά πόσο υπήρξε υπέρβαση εξουσίας. Ακόμα και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και ότι υπάρχουν νομικά σφάλματα στην απόφαση του, που λανθασμένα δεν εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Έφεση παραμένει αλυσιτελής.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο