ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(i-justice)
(Αίτηση Αρ.3/2023)
8 Φεβρουαρίου 2024
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ - ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ (ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2015, Ν.23(Ι)/2015.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΟΒΙΤΣ, ΑΔΤ [ ], ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 7119/2000, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/05/2001 ΣΕ ΠΟΙΝΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ 14 ΕΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 4268/09 ΜΕ ΤΙΤΛΟ PANOVITS V. CYPRUS Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ ΟΤΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΤΗΚΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΕ ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΝΑ ΑΝΑΘΕΣΕΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΣΥΝΗΓΟΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΟΠΩΣ ΑΥΤΕΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΝΟΜΟ ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΤΟΜΟΥ
____________________
Α. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Θ. Χριστοδουλίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Το 2001, ο Αιτητής καταδικάστηκε για σοβαρά εγκλήματα από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού[1] και του επιβλήθηκε πολυετής ποινή φυλάκισης.[2] Το 2003, τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.[3] Στη συνέχεια, ο Αιτητής προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ε.Δ.Α.Δ., το οποίο με απόφαση του, η οποία κατέστη τελεσίδικη την 11.3.2009,[4] διέγνωσε ότι στην υπόθεση του είχε παραβιαστεί το δικαίωμα δίκαιης δίκης.
Με το Αίτημα του, ζητά από το Ανώτατο Δικαστήριο την έκδοση απόφασης που να ακυρώνει την πρωτόδικη και εφετειακή απόφαση, προκειμένου να υπάρξει αποκατάσταση του. Ουσιαστικά να εξετάσει το Ανώτατο Δικαστήριο την καταδίκη του.
Το Αίτημα εδράζεται στον περί Αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - Αποκατάσταση Προσώπων που Καταδικάστηκαν σε Ποινικές Υποθέσεις (Αποτελεσματική Εφαρμογή Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών) Νόμο του 2015, Ν.23(Ι)/2015, ο Νόμος. Ο Νόμος εμπεριέχει τόσο το ουσιαστικό δίκαιο όσο και τη διαδικασία για την αποκατάσταση από τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας καταδικασθέντων, μετά από επιτυχή προσφυγή στο Ε.Δ.Α.Δ..
Τη δικαιοδοσία ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν υποβολής γραπτού αιτήματος από τον αιτούντα την αποκατάσταση του. Το άρθρο 3(1)(α) του Νόμου προβλέπει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την καταχώριση αιτήματος. Ο αιτητής πρέπει:
- να έχει καταδικαστεί σε ποινική υπόθεση, με τελική δικαστική απόφαση,
- να ήταν επιτυχών αιτητής σε ατομική προσφυγή, με τελεσίδικη απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ.,
- να έχει με την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. διαγνωστεί ότι, στη σχετική ποινική υπόθεση, παραβιάστηκε το δικαίωμα της δίκαιης δίκης ή άλλο θεμελιώδες δικαίωμα ή ελευθερία:
o λόγω της καταδίκης του, ή
o λόγω σοβαρών σφαλμάτων, ελλείψεων ή παρατυπιών στη διαδικασία της ποινικής υπόθεσης, οι οποίες σχετίζονται με την καταδίκη του, ή
o λόγω άλλων σοβαρών παραβιάσεων που σχετίζονται με αυτή.
Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(β) του Νόμου, το αίτημα υποβάλλεται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη τελεσίδικη η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. ή, σε περίπτωση που η εν λόγω απόφαση κατέστη τελεσίδικη πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του. Η προθεσμία για την υποβολή του αιτήματος στη δεύτερη περίπτωση, διατυπώνεται με πανομοιότυπο τρόπο και στο άρθρο 12(2), όπου προβλέπεται ότι ο Νόμος εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις όπου η σχετική απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. είχε καταστεί τελεσίδικη πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου.
Το άρθρο 3(2) προβλέπει ότι:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να απορρίψει αίτημα χωρίς περαιτέρω εξέταση, σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ή/και δεν τηρούνται οι προθεσμίες που καθορίζονται στο εδάφιο (1) για την υποβολή αιτήματος:
Νοείται ότι, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εξετάσει αίτημα που δεν υποβάλλεται εντός των εν λόγω προθεσμιών, σε περίπτωση που κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν εύλογα δυνατό το εν λόγω αίτημα να υποβληθεί εντός των προθεσμιών αυτών».
Στο άρθρο 12(2) επαναλαμβάνεται, με αναφορά στις περιπτώσεις όπου η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. κατέστη τελεσίδικη πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου και στην προθεσμία των τριών μηνών από την ημερομηνία αυτή για την υποβολή αιτήματος: « . εκτός αν το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν εύλογα δυνατό το αίτημα να υποβληθεί εντός της πιο πάνω προθεσμίας».
Εφόσον η σχετική απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. κατέστη τελεσίδικη την 11.3.2009, πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, την 25.2.2015, η προθεσμία των τριών μηνών για καταχώριση αιτήματος ήταν η 25.5.2015. Με δεδομένο ότι το Αίτημα καταχωρίστηκε την 6.12.2023, οκτώ και πλέον έτη μετά την εκπνοή της προθεσμίας, η Ολομέλεια ζήτησε από το δικηγόρο του Αιτητή και την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα να τοποθετηθούν, με γραπτές αγορεύσεις, αναφορικά με το ζήτημα του χρόνου καταχώρισης του Αιτήματος.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, δηλώνοντας ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 3(1)(α) του Νόμου, κατέληξε πως εναπόκειται στο Ανώτατο Δικαστήριο να κρίνει το ζήτημα, κατά πόσο δηλαδή θα εξετάσει το Αίτημα το οποίο δεν υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας που θέτει ο Νόμος.
Η εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή ήταν διττή. Επικαλέστηκε αφενός ότι δεν ήταν εύλογα δυνατό για τον Αιτητή να είχε υποβάλει αίτημα εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και αφετέρου ουσιαστικά εισηγήθηκε να παραγνωρίσουμε την προθεσμία που θέτει ο Νόμος.
Θα μεταφέρουμε όσα, από την ένορκη δήλωση του Αιτητή που υποστηρίζει το Αίτημα, μπορεί να έχουν σχέση με το ζήτημα της μη υποβολής του Αιτήματος εντός της προθεσμίας.
Μετά την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ., ο Αιτητής καταχώρισε το 2009 αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα για αποζημιώσεις και, όπως αναφέρει, επιδικάστηκε υπέρ του το ποσό των €10.000, που δεν τον ικανοποίησε, με αποτέλεσμα να εφεσιβάλει την απόφαση και η έφεση του να εκκρεμεί. Περαιτέρω, με επιστολές των δικηγόρων του ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Γενικό Εισαγγελέα την τροποποίηση της ποινής του, ώστε να μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στην περίπτωση του οι πρόνοιες των περί Απoκαταστάσεως Καταδικασθέvτωv Νόμων τoυ 1981 και 1988, χωρίς, όπως αναφέρει, να έχει λάβει απάντηση.
Αντιμετωπίζει, αναφέρει, οικονομικά προβλήματα αφού παραμένει με ποινικό μητρώο, γεγονός που δεν του επιτρέπει να εργαστεί ως επαγγελματίας οδηγός ή σε άλλη εργασία όπου απαιτείται λευκό ποινικό μητρώο. Ως αποτέλεσμα οφείλει διατροφές για τα ανήλικα παιδιά του και καταλήγει «συνέχεια και κατ' επανάληψη» στη φυλακή, μέχρι να μπορέσει να εξασφαλίσει τα χρηματικά ποσά που χρειάζονται για να αποφυλακιστεί. Αναφέρει ότι: «Δυστυχώς λόγω όλων των πιο πάνω γεγονότων και προσπαθειών αλλά και τις επανειλημμένες αλλαγές δικηγόρων που έπρεπε να κάνω λόγω του ότι όλοι σε κάποια φάση έχαναν το ενδιαφέρον τους, δεν κατάφερα να καταχωρίσω αυτή την αίτηση εντός της χρονικής προθεσμίας που αναφέρει η ειδική νομοθεσία». Σημειώνει ακόμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας «παρά την απόφαση στην αγωγή και την πλήρη γνώση των γεγονότων», ουδέποτε τον ενημέρωσε ότι θα μπορούσε να καταχωρίσει αίτημα.
Η απαίτηση του Νόμου, ότι το αίτημα δεν πρέπει να ήταν εύλογα δυνατό να υποβληθεί εντός της προθεσμίας των τριών μηνών, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να το εξετάσει, όταν υποβάλλεται πέραν της περιόδου αυτής, πρέπει να προκύπτει από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Αν ο αιτητής που έχει υποβάλει εκπρόθεσμα αίτημα δεν ικανοποιήσει την πιο πάνω απαίτηση, το αίτημα του υπόκειται, χωρίς άλλο, σε απόρριψη. Περαιτέρω, και εφόσον μπορέσει να τεκμηριώσει αδυναμία υποβολής εντός της προθεσμίας, ο αιτητής οφείλει να καταδείξει ότι υφίστατο και συνεχιζόταν ανάλογη αδυναμία να ενεργήσει νωρίτερα από ότι τελικώς το έπραξε. Ότι δεν ήταν εύλογα δυνατό να υποβάλει αίτημα εντός της προθεσμίας των τριών μηνών, δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε οποτεδήποτε μετά να υποβάλει αίτημα. Για να μπορούσε να εξεταστεί ένα τέτοιο αίτημα, αυτό θα έπρεπε να είχε υποβληθεί όταν ήταν πλέον δυνατό αυτό να γίνει, όταν δηλαδή οι λόγοι που καθιστούσαν την υποβολή του εύλογα μη δυνατή, εξέλειπαν.
Τα όσα ο Αιτητής αναφέρει, εν προκειμένω, στην ένορκη δήλωση του, για να καταδείξει ότι «δεν ήταν εύλογα δυνατό το αίτημα να υποβληθεί εντός της πιο πάνω προθεσμίας», ήτοι των τριών μηνών που προβλέπει το άρθρου 12(2) του Νόμου και η επιφύλαξη του άρθρου 3(2), δεν μπορούν να τύχουν αποδοχής από το Δικαστήριο. Πολύ περισσότερο για να δικαιολογήσουν τη μη υποβολή αιτήματος για περίοδο που έπεται της εκπνοής της προθεσμίας και υπερβαίνει τα οκτώ έτη.
Συγκεκριμένα, ο Αιτητής αναφέρει στην ένορκη δήλωση του ότι, κατά τον ως άνω ουσιώδη χρόνο είχε τις υπηρεσίες δικηγόρων οι οποίοι μπορούσαν να τον συμβουλεύσουν για τις ενέργειες που αυτός θα μπορούσε να λάβει για διασφάλιση των, προς όφελος του, συνεπειών από την υπό αναφορά απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ., περιλαμβανομένης της αποκατάστασης του, όπως ο Νόμος ορίζει. Δεν αναφέρει αν τους εργοδοτούσε για οποιοδήποτε άλλο σκοπό. Αντίθετα, αφήνει, ευθέως, να γίνει αντιληπτό ότι η συνδρομή που είχε από δικηγόρους, ήταν προς υλοποίηση στο μέγιστο δυνατό βαθμό προς όφελός του, του αποτελέσματος της απόφασης του Ε.Δ.Α.Δ. και ήταν συνεχής.
Στη βάση του παραπόνου του Αιτητή ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ουδέποτε τον ενημέρωσε ότι θα μπορούσε να καταχωρίσει αίτημα και της αγόρευσης του δικηγόρου του, προκύπτει ότι η κυριότερη ίσως βάση επιχειρηματολογίας του Αιτητή είναι πως δεν υπέβαλε αίτημα εντός της προθεσμίας ή πιο νωρίς από ότι τελικώς το έπραξε, όχι γιατί οι περιστάσεις τον εμπόδιζαν, αλλά γιατί δεν γνώριζε ότι υφίστατο ο Νόμος και ότι είχε αυτή τη δυνατότητα.
Στην αγόρευση του δικηγόρου του Αιτητή εγείρονται και παράμετροι που ο ίδιος ο Αιτητής δεν υποστήριξε με την ένορκη του δήλωση. Ότι θα έπρεπε ο Αιτητής «να βρει ένα δικηγόρο να ασχοληθεί με τα προβλήματα του όχι μόνο αφιλοκερδώς και χωρίς πληρωμή αλλά και να μπορεί να πληρώσει ο ίδιος για την καταχώρηση των διαδικασιών αλλά και να μπορεί να τον ενημερώσει ανάλογα για την ύπαρξη αυτής της νομοθεσίας». Και μόλις τα κατάφερε, υποστηρίζει ο δικηγόρος του, προώθησε το Αίτημα χωρίς άλλη καθυστέρηση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν υποχρέωση του Γενικού Εισαγγελέα να τον συμβουλεύσει ως προς τη λήψη του συγκεκριμένου διαβήματος. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο Νόμο που να συνηγορεί προς την πιο πάνω κατεύθυνση.
Στο πλαίσιο της συζήτησης που έχει προηγηθεί, είναι ορθό να υπομνηστεί η αναφορά στην Evans v. Βartlan (1937) 2 All E.R. 646, στη σελίδα 649 ότι, «.there is not, and never has been, a presumption that everyone knows the law. There is the rule that ignorance of the law does not excuse, a maxim of very different scope and application". Πρόκειται για το γνωστό αξίωμα ότι, «η άγνοια του νόμου δεν αποτελεί υπεράσπιση» (βλ. Βουβλινόπουλος & Άλλος ν Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 59, 63 με αναφορά στις R. ν. Derriviere [1969] 53 Cr. App. Rep. 637, 638 και Ahmet Gazi v. Police, 19 C.L.R. 34).
Στην ίδια βάση, η άγνοια του νόμου δεν είναι δυνατό να αποτελέσει βάθρο για τη δημιουργία δικαιώματος. Δεν μπορεί, δηλαδή, να επιτραπεί σε αυτόν που δεν γνωρίζει το Νόμο το δικαίωμα να υποβάλει αίτημα οποτεδήποτε η ύπαρξη του Νόμου ήθελε περιέλθει στην αντίληψη του, δικαίωμα που ασφαλώς δεν αναγνωρίζεται σε αυτόν που είναι ενήμερος.
Στην ενώπιον μας αγόρευση της, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα ανέφερε ότι η αναφερόμενη από τον Αιτητή απόφαση, με την οποία επιδικάστηκε αποζημίωση υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, εκδόθηκε το 2017. Κατά την εκδίκαση της αγωγής και την έκδοση της απόφασης, ο Αιτητής εκπροσωπείτο από δικηγόρο. Στην απόφαση, γινόταν ρητή αναφορά στον Ν.23(Ι)/2015 και τη δυνατότητα επιδίωξης αποκατάστασης. Επομένως, καταλήγει, σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής δεν μπορεί να επικαλείται ότι δεν είχε υπόψη του ότι υφίστατο ο Νόμος.
Ο Αιτητής που στην ένορκη του δήλωση που υποστηρίζει το Αίτημα του, επισύναψε όλες τις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν την περίπτωση, παρέλειψε να επισυνάψει την προαναφερθείσα απόφαση. Κατά την συζήτηση όμως του Αιτήματος, ο δικηγόρος του δεν αμφισβήτησε την αναφορά ως προς το περιεχόμενο της απόφασης του 2017.
Ο δικηγόρος του Αιτητή σε μια διαφορετική γενικότερη προσέγγιση στο ζήτημα, ανέφερε ότι ο πελάτης του βρίσκεται σε ένα νομικό αδιέξοδο και ότι η Δημοκρατία δεν του παρέχει άλλη λύση. Ότι πρόκειται για ιδιαίτερα γεγονότα και μια ειδική περίπτωση και ότι ο Αιτητής συνεχίζει να υπόκειται σε σοβαρές συνέπειες. Ανέφερε ότι ουσιαστικό κριτήριο στη νομολογία είναι η προστασία του συμφέροντος της δικαιοσύνης και η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, τα οποία, εισηγήθηκε θα ικανοποιηθούν εφόσον εξετάσουμε το Αίτημα επί της ουσίας του.
Οι αυθεντίες στις οποίες μας παρέπεμψε δεν υποστηρίζουν την ουσία της εισήγησης του, να παρακάμψουμε δηλαδή τις πρόνοιες του Νόμου ως προς την προθεσμία για την υποβολή του Αιτήματος και να εξετάσουμε την ουσία του.
Στην Rolandos Enterprises Public Ltd κ.ά v. Frou Frou Investments Ltd, Ποιν. Αίτ. Αρ.5/2020, ημερ. 3.2.2021 αναφέρθηκε με αναφορά στο χρόνο καταχώρισης ποινικής έφεσης ότι:
«Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να παρατείνει το χρόνο καταχώρισης έφεσης δυνάμει του άρθρου 134 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ασκείται κατόπιν απόδειξης «βάσιμου λόγου» στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και συναρτάται με τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Θεωρούμε χρήσιμο να υπομνήσουμε τη βασική νομολογιακή αρχή ότι παράταση δίδεται όταν συντρέχει ουσιαστική αδυναμία του εφεσείοντα να ενεργήσει έγκαιρα και ορθά για την καταχώριση έφεσης (βλ. Komurgu & Άλλος ν Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 83), τα χρονικά δε πλαίσια που θέτει ο νομοθέτης για τη λήψη δικονομικών μέτρων είναι σημαντικά και σχετίζονται με το δημόσιο συμφέρον που συνυπάρχει στην τελεσιδικία και στο τελέσφορο της διαδικασίας.
Οι σχετικές αρχές επαναλήφθηκαν πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση LGS HANDLING LTD, Ποιν. Αιτ. 22/2018, ημερ. 22 Φεβρουαρίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:B125 στην οποία λέχθηκε ότι:
«...η προεξάρχουσα αρχή που λαμβάνεται υπόψη είναι η ανάγκη για τελεσιδικία χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για τη χορήγηση παράτασης χρόνου ασκείται με φειδώ και λαμβάνει υπόψη τους λόγους αδυναμίας έγκαιρης καταχώρησης της έφεσης, τόσο κατά το χρόνο εντός του οποίου έπρεπε αυτή να είχε καταχωρηθεί, όσο και κατά τη διάρκεια της περιόδου από την εκπνοή της προθεσμίας, μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για παράταση, (Delincyp Company Ltd v. Wogang κ.ά. Ποινική Αίτηση υπ' αρ. 10/2018, ημερ. 15.10.2018). Η αδυναμία καταχώρησης πρέπει να είναι ουσιαστική και πρέπει να εμπίπτει εντός του εξαιρετικού εκείνου μέτρου το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντισταθμίζον την ανάγκη για τελεσιδικία, (Δημοκρατία ν, Γεωργίου Ποινική Αίτηση αρ. 9/2015, ημερ. 26.1.2016 και Λουκαΐδης ν. Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, Ποινική Αίτηση αρ.15/2017, ημερ.13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B107».».
Μας παρέπεμψε ακόμα στην Puhler, Πολ. Έφ. Αρ.404/2019, ημερ.10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:A421, που ωστόσο αφορούσε σε επέκταση της προθεσμίας για την καταχώριση αίτησης για άδεια για την καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα, όπου απαιτείται να καταδειχθούν «εξαιρετικές περιστάσεις», που, είναι δίκαιο να αναφερθεί, δεν είναι εν προκειμένω προϋπόθεση του Νόμου.
Ο δικηγόρος του Αιτητή, εισηγήθηκε επίσης, ότι οποιεσδήποτε προϋποθέσεις και κριτήρια για την πρόσβαση στο Δικαστήριο θα πρέπει πάντα να εξετάζονται υπό το φως της αναλογικότητας, ουσιαστικά υποβάλλοντας ότι η σχετική χρονική προϋπόθεση εκφεύγει των σκοπών για τους οποίους έχει δημιουργηθεί και επιβάλλεται να παραμεριστεί ώστε να έχει ο πολίτης πρόσβαση στη δικαιοσύνη και να μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει το αίτημα του αποτελεσματικά. Μας ενημέρωσε συναφώς ότι ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων εκκρεμεί πρόταση νόμου, για την τροποποίηση της συγκεκριμένης προθεσμίας, σε τρία έτη από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Ε.Δ.Α.Δ..
Το ζήτημα αφορά στη Νομοθετική εξουσία. Στα γεγονότα της υπόθεσης παρέλκει η οποιαδήποτε συζήτηση αναφορικά με το εύρος της προβλεπόμενης προθεσμίας, αφού ακόμα και αν η προθεσμία ήταν πολύ μεγαλύτερη, ακόμα και αν ήταν τρία έτη ή και οκτώ έτη ακόμα από την ημερομηνία που ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ, το Αίτημα θα ήταν και πάλι εκπρόθεσμο.
Καταλήγουμε ότι δεν έχει διαφανεί ότι δεν ήταν εύλογα δυνατό το Αίτημα να υποβληθεί εντός της προθεσμίας του Νόμου, ώστε να μπορούσε το Ανώτατο Δικαστήριο να το εξετάσει. Ούτε θα μπορούσε το Ανώτατο Δικαστήριο να παρακάμψει τις πρόνοιες του Νόμου για την προθεσμία, ώστε να εξετάσει την ουσία του Αιτήματος. Η σχετική πρόνοια του, στο άρθρο3(2) είναι απόλυτα σαφής ως προς τον επιτακτικό χαρακτήρα της.
Το Αίτημα απορρίπτεται δυνάμει του άρθρου 3(2) του Ν.23(Ι)/2015, γιατί δεν τηρήθηκε η προθεσμία για την υποβολή του και δεν διαφάνηκε ότι δεν ήταν εύλογα δυνατό το εν λόγω αίτημα να υποβληθεί εντός αυτής. Ουδεμία διαταγή ως προς τα έξοδα.
Ο Πρωτοκολλητής να ειδοποιήσει σχετικά τον Αιτητή και τον Γενικό Εισαγγελέα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 7(α) και 9(2)(α) του Ν.23(Ι)/2015 αντίστοιχα.
Κ. Σταματίου, Π.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
Α. Δαυίδ, Δ.
[1] Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου και άλλος, Αρ. Ποιν. Υπόθεσης 7119/2000, ημερ.10.5.2021.
[2] Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου και άλλος, Αρ. Ποιν. Υπόθεσης 7119/2000, ημερ.24.5.2021.
[3] Πάνοβιτς κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 310.
[4] Case of Panovits v. Cyprus, Application no.4268/04, Judgment 11.12.2008, Final 11.3.2009.