ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.208/2015)
8 Φεβρουαρίου 2024
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΗ ΚΑΙ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΤΟΥΜΑΖΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΔΑΜΟΥ,
Εφεσείουσες,
ν.
1. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΑΝΔΡΕΟΥ,
2. ΝΙΚΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥΝΙΑ,
Εφεσίβλητων.
____________________
Α. Πετουφάς για Ανδρέας Πετουφάς & Σία, για τις Εφεσείουσες.
Μ. Ιωάννου, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με επτά λόγους έφεσης οι Εφεσείουσες ως διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα τους, προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή τους για ακύρωση των μεταβιβάσεων 22 ακινήτων του αποβιώσαντα επ' ονόματι της μικρότερης αδελφής τους, Εφεσίβλητης 1. Ο Εφεσίβλητος 2 είναι ο σύζυγος της Εφεσίβλητης 1, προς τον οποίο η τελευταία, στη συνέχεια και πριν την έγερση της αγωγής, μεταβίβασε πέντε από τα ακίνητα.
Οι μεταβιβάσεις στην Εφεσίβλητη 1 είχαν πραγματοποιηθεί με τη χρήση πληρεξουσίου του αποβιώσαντα προς την ίδια και η αγωγή προωθήθηκε στη βάση δύο πυλώνων. Ότι το πληρεξούσιο εξασφαλίστηκε ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού και ψυχικής πίεσης του αποβιώσαντα από την Εφεσίβλητη 1 και ότι ήταν πλαστογραφημένο. Διερχόμενοι την Έκθεση Απαίτησης διαπιστώνουμε ότι οι δύο βάσεις προωθούνται διαζευκτικά αλλά και μαζί, ότι δηλαδή υπήρξε τόσο εξαναγκασμός και ψυχική πίεση, όσο και πλαστογραφία.
Στο πληρεξούσιο, η υπογραφή του αποβιώσαντα φερόταν πιστοποιημένη από πιστοποιούντα υπάλληλο, ο οποίος κατέθεσε ότι ο αποβιώσας είχε υπογράψει το πληρεξούσιο στην παρουσία του. Η μαρτυρία του έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αποδεχτή έγινε και η μαρτυρία του γραφολόγου που κλήθηκε από τους Εφεσίβλητους, ο οποίος είχε αποφανθεί ότι η φερόμενη ως υπογραφή του αποβιώσαντα επί του πληρεξουσίου εγγράφου ήταν γνήσια υπογραφή του. Η περί του αντιθέτου μαρτυρία του γραφολόγου που κλήθηκε από τις Εφεσείουσες απορρίφθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ουδεμία μαρτυρία είχε τεθεί ενώπιον του για εξαναγκασμό του αποβιώσαντα. Απέρριψε αυτή τη βάση αγωγής, κρίση που δεν προσβάλλεται με την έφεση.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση των Εφεσειουσών ότι οι Εφεσίβλητοι, που διέμεναν σε κατοικία που γειτνίαζε με αυτή στην οποία διέμενε ο αποβιώσας, προσπαθούσαν να τον απομονώσουν ώστε να μην δέχεται επισκέψεις από τις ίδιες. Αποδέχτηκε τη μαρτυρία των Εφεσίβλητων ότι οι Εφεσείουσες δεν επεδείκνυαν κανένα ενδιαφέρον για τον αποβιώσαντα και γι' αυτό δεν τον επισκέπτονταν. Και οι δύο Εφεσίβλητοι είχαν με τη μαρτυρία τους απορρίψει τους ισχυρισμούς των Εφεσειουσών ότι οι ίδιοι είχαν ασκήσει ψυχική πίεση στον αποβιώσαντα και αναφέρθηκαν στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες συνόδευσαν τον αποβιώσαντα ενώπιον του πιστοποιούντα υπαλλήλου, όπου και υπέγραψε το πληρεξούσιο, στην παρουσία τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το πληρεξούσιο δεν ήταν πλαστογραφημένο και ότι ο αποβιώσας δεν το υπέγραψε κατόπι ψυχικής πίεσης των Εφεσιβλήτων, αλλά οικειοθελώς ως αναγνώριση των όσων για χρόνια οι τελευταίοι του είχαν προσφέρει.
Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι μεταβιβάσεις με τη χρήση του πληρεξουσίου δεν ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης που οι Εφεσίβλητοι άσκησαν προς τον αποβιώσαντα. Κατ' ουσία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να διαπιστώσει ότι το πληρεξούσιο υπεγράφη από τον αποβιώσαντα ως αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης που του ασκήθηκε από τους Εφεσίβλητους.
Στην αιτιολογία του λόγου, γίνεται επίκληση του γεγονότος ότι ο αποβιώσας ήταν ηλικίας «πέραν των 82 χρόνων» και ότι είχε υποστεί ατύχημα και ήταν κινητικά ευάλωτος, εφόσον κινείτο με περιπατητικό βοήθημα. Αναφέρεται ότι η μαρτυρία κατεδείκνυε ότι επρόκειτο για μια πράξη καθαρά ετεροβαρή και πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψη ότι ο αποβιώσας δεν είχε λάβει ανεξάρτητη νομική ή άλλη συμβουλή. Ήταν φανερό, υποστηρίζεται, ότι ο αποβιώσας ωθήθηκε να υπογράψει το πληρεξούσιο από την Εφεσίβλητη 1 που είχε κυριαρχήσει επί της θελήσεως του.
Με το λόγο έφεσης 2 υποστηρίζεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη η ειδική σχέση θυγατέρας-πατέρα που υφίστατο μεταξύ της Εφεσίβλητης 1 και του αποβιώσαντα και η πράξη του χαρακτηρίζεται και πάλι ως ετεροβαρής. Υποστηρίζεται ότι τεκμαιρόταν η ύπαρξη ψυχικής πίεσης κατά το άρθρο 16(2) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149.
Με το λόγο έφεσης 3 επαναλαμβάνεται η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψη ότι ο αποβιώσας δεν είχε λάβει ανεξάρτητη νομική ή άλλη συμβουλή.
Στο λόγο έφεσης 4 αναφέρεται ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αξία των 22 ακινήτων είχε παραμείνει άγνωστη και ότι πλείστα ήταν μικρά μερίδια, γεγονός που καθιστούσε την άμεση εκμετάλλευση τους δύσκολη.
Η πλευρά των Εφεσειουσών, που δεν προσέφερε μαρτυρία ότι πράγματι ασκήθηκε ψυχική πίεση στον αποβιώσαντα, επικαλείται ότι στις περιστάσεις της υπόθεσης είχαν εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149,[1] και ότι δημιουργείτο τεκμήριο ότι το πληρεξούσιο είχε υπογραφεί από τον αποβιώσαντα ως αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης που του είχε ασκηθεί από την Εφεσίβλητη 1 ή τους Εφεσίβλητους.
Το άρθρο 16 του Κεφ.149 παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση και γίνεται παραπομπή στη νομολογία αναφορικά με την έννοια του όρου και τι συνιστά ψυχική πίεση και καταγράφονται οι αντικειμενικές ουσιώδεις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως τις επικαλούνται με τους λόγους έφεσης 1-3 οι Εφεσείουσες. Δεν αναφέρεται στην απόφαση κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, στη βάση των περιστάσεων της υπόθεσης, θεωρείτο ότι το πληρεξούσιο είχε υπογραφεί από τον αποβιώσαντα συνεπεία ψυχικής πίεσης. Κατέληξε όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας όπως την είχε αξιολογήσει, στο καταλυτικό για την έκβαση της υπόθεσης εύρημα ότι η πράξη του αποβιώσαντα δεν ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης εκ μέρους των Εφεσίβλητων, αλλά «αποτελούσε την αναγνώριση των όσων αυτοί του είχαν προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια».
Εξετάσαμε κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι εγειρόταν το τεκμήριο του Νόμου, με το βάρος απόδειξης να μεταφέρεται στους ώμους των Εφεσίβλητων να αποδείξουν ότι ο αποβιώσας είχε ενεργήσει αυτόβουλα, και το οποίο οι Εφεσίβλητοι είχαν αποσείσει ή διαπίστωσε ότι το τεκμήριο δεν εγειρόταν και η θέση των Εφεσειουσών απορρίφθηκε, στην απουσία εκ μέρους τους μαρτυρίας άσκησης ψυχικής πίεσης από τους Εφεσίβλητους.
Είναι πρόδηλο ότι συνέβη το πρώτο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στο ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση ψυχικής πίεσης από τους Εφεσίβλητους, αλλά προέβη και σε θετικό εύρημα ότι η πράξη του αποβιώσαντα «αποτελούσε την αναγνώριση των όσων αυτοί του είχαν προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια». Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία των Εφεσίβλητων. Αναφέρει στην απόφαση του ότι: «Η εικόνα που σχημάτισα σε σχέση με τους δύο εναγομένους [Εφεσίβλητους] ήταν θετική» και προέβηκε σε ευρήματα ως προς τη σχέση τους με τον αποβιώσαντα, αλλά και τις Εφεσείουσες στη βάση της μαρτυρίας που αυτοί έδωσαν. Η αποδοχή της μαρτυρίας των Εφεσίβλητων με την οποία είχαν απορρίψει τους ισχυρισμούς των Εφεσειουσών ότι οι ίδιοι είχαν ασκήσει ψυχική πίεση στον αποβιώσαντα, ανέτρεπε το μαχητό τεκμήριο του Νόμου, στη δε απουσία λόγου έφεσης με τον οποίο να προσβάλλεται η αποδοχή της μαρτυρίας τους ως αξιόπιστης, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απολήγουν και αλυσιτελείς.
Η ουσία του λόγου έφεσης 4 είναι ότι η περιουσία που θα μεταβιβαζόταν στην Εφεσίβλητη 1 με τη χρήση του πληρεξουσίου ήταν μεγάλης αξίας. Η αξία των ακινήτων συναρτάται με την διαπίστωση ότι οι δωρεές ήταν υπέρμετρα επαχθείς για τον αποβιώσαντα και ότι επρόκειτο για δυσανάλογο αντάλλαγμα, ακόμα και για την όποια προσφορά των Εφεσίβλητων προς τον αποβιώσαντα. Υποδεικνύεται από τις Εφεσείουσες ότι κάποια μερίδια αφορούσαν σε μεγάλα τεμάχια και κάποια άλλα συμπλήρωναν τα ποσοστά που η Εφεσίβλητη 1 ήδη κατείχε σε άλλα τεμάχια.
Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία για την αξία των ακινήτων του αποβιώσαντα και πως εκτός από ένα χωράφι, επρόκειτο για μερίδια σε διάφορα κτήματα. Ο σχολιασμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν αβάσιμος. Επί της ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε ότι τα ακίνητα που μεταβιβάστηκαν ως δωρεές είχαν αξία, αλλά είχε απορρίψει το βασικό επιχείρημα των Εφεσειουσών ότι ο αποβιώσας επιθυμούσε να μοιράσει την περιουσία που του είχε απομείνει μεταξύ των τριών του θυγατέρων σε ίσα μερίδια, αποδεχόμενο, όπως προειπώθηκε, τη μαρτυρία των Εφεσίβλητων. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία των Εφεσίβλητων, κατέληξε ότι η πράξη του αποβιώσαντα δεν ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης που του ασκήθηκε και η αποδοχή της μαρτυρίας τους δεν προσβάλλεται με την έφεση, η επιμέρους κρίση του σε σχέση με την αξία των ακινήτων δεν θα μπορούσε να μεταβάλει την κατάληξη.
Η λήψη ανεξάρτητης νομικής ή άλλης συμβουλής, που αναφέρεται στο λόγο έφεσης 4, μπορεί να καταδείξει ότι ο δωρητής ενεργούσε ελεύθερα από οποιαδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα αποκόμιζε το όφελος και με πλήρη επίγνωση των πράξεων του. Αναφέρεται στη Σωκράτους ν. Τσιβιτανίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1602, 1616, πως μαρτυρία ότι η εκχώρηση ήταν αποτέλεσμα λήψης κατάλληλης και ανεξάρτητης νομικής συμβουλής, είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να αποδείξει ο δωρητής ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης. Δεν είναι όμως απαραίτητη προϋπόθεση για να κριθεί ως έγκυρη μια σύμβαση που τεκμαίρεται στη βάση του άρθρου 16 του Κεφ.149 ότι συνήφθη συνεπεία ψυχικής πίεσης. Στην Σωκράτους, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα που είχε λάβει το όφελος από την επίδικη δωρεά. Στην περίπτωση μας, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ως ανωτέρω, αποδεχόμενο τη μαρτυρία των Εφεσίβλητων, το τεκμήριο του Νόμου ανατράπηκε και η απουσία ανεξάρτητης νομικής συμβουλή δεν επηρέαζε την εγκυρότητα του πληρεξουσίου.
Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1-4 απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 5, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη ότι η υπογραφή επί του πληρεξουσίου ήταν γνήσια υπογραφή του αποβιώσαντα στη βάση της μαρτυρίας του γραφολόγου που κλήθηκε από τους Εφεσίβλητους, με την εισήγηση ότι θα έπρεπε να κριθεί ως αξιόπιστη η μαρτυρία του γραφολόγου που κλήθηκε από τις Εφεσείουσες. Με το λόγο έφεσης 6, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η διαπίστωση, στη βάση της μαρτυρίας του πιστοποιούντα υπαλλήλου, ότι το πληρεξούσιο ήταν έγκυρο και ουσιαστικά ότι ο αποβιώσας το είχε υπογράψει. Οι λόγοι 5 και 6 προσβάλλουν κατ' ουσία την κρίση της αξιοπιστίας των δύο γραφολόγων και του πιστοποιούντα υπαλλήλου.
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρή΅ατα σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία, το εφετείο δεν επε΅βαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1). Το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη (Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).
Μέσα από το εκτενές περίγραμμα αγόρευσης των δικηγόρων τους και με λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας που δόθηκε κατά τη δίκη, οι Εφεσείουσες μας κάλεσαν να εξετάσουμε το αξιόπιστο της μαρτυρίας των μαρτύρων αυτών και ουσιαστικά να υποκαταστήσουμε την πρωτόδικη κρίση με τη δική μας, παρά να ελέγξουμε κατά πόσο αυτή ήταν εύλογη. Δεν είναι αυτό το έργο του Εφετείου, όπως προκύπτει μέσα από την νομολογία.
Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τις ενώπιον του μαρτυρίες με επιμέρους αναφορές στο περιεχόμενο τους, σχολιάζοντας διάφορα σημεία τους και έδωσε εξηγήσεις γιατί αποδέχθηκε την μαρτυρία του γραφολόγου που κάλεσαν οι Εφεσίβλητοι και απέρριψε αυτή του γραφολόγου που κάλεσαν οι Εφεσείουσες και γιατί αποδέχθηκε τη μαρτυρία του πιστοποιούντα υπαλλήλου που, ειρήσθω εν παρόδω, ενισχυόταν καταλυτικά από τη μαρτυρία των Εφεσίβλητων, οι οποίοι ήταν παρόντες κατά την υπογραφή του πληρεξουσίου από τον αποβιώσαντα. Δεν βρίσκουμε να υφίσταται περιθώριο που θα επέτρεπε παρέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 επίσης απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 7, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή της μαρτυρίας της ιατρού που είχαν καλέσει οι Εφεσίβλητοι ως προς την πνευματική υγεία του αποβιώσαντα «ενώ αυτή δεν είχε καμιά ειδικότητα επί του θέματος» και δεν είχε εξετάσει τον αποβιώσαντα ως προς την πνευματική του κατάσταση.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι η ιατρός του είχε κάμει καλή εντύπωση και ότι ήταν σε θέση να καταθέσει σε σχέση με τον αποβιώσαντα γιατί ήταν η ιατρός του και συγχωριανή του και τον γνώριζε πολύ καλά. Είχε προηγηθεί αναφορά στη μαρτυρία της ότι ο αποβιώσας δεν αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας «παρά μόνο όσα η ηλικία του δημιούργησε». Η ιατρός είχε συχνές συνομιλίες μαζί του και κατέθεσε ότι ο αποβιώσας μιλούσε και συμπεριφερόταν φυσιολογικά. Δεν υπήρχε, ανέφερε, οτιδήποτε στη συμπεριφορά του που θα μπορούσε να της δημιουργήσει υποψίες σε σχέση με την κατάσταση του. Αυτά είναι που αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ουδέποτε εξέλαβε ότι η μάρτυρας κατέθετε ως ειδικός ιατρός και δεν θεώρησε τη μαρτυρία της ως μαρτυρία ειδικού επί του θέματος.
Και ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.
Κρίνουμε πως θα πρέπει να επαναλάβουμε και να τονίσουμε τη σημασία του γεγονότος πως οι Εφεσίβλητοι είχαν με τη μαρτυρία τους εκθεμελιώσει αμφότερες τις βάσεις της απαίτησης των Εφεσειουσών. Η μαρτυρία τους έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εφόσον η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία τους δεν προσβλήθηκε με την έφεση, αυτή δεν διατηρούσε περιθώριο επιτυχίας.
Η έφεση απορρίπτεται.
3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειουσών.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] (1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.
(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-
(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή
(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.
(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.