ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 28/2022)

                                                                                                               (i-justice)

 

18 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ- ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν. 95/70 ΚΑΙ Ν. 97/70

ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ,

 

Εφεσείων,

 

KAI

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ N.K.,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS COPRUS,

 

Εφεσίβλητης.

 

________________________________________________

 

Ι. Τσιντίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

 

Ρ. Ερωτοκρίτου με Κ. Φαίδωνος (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για Ρ. Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του στην Πολιτική Αίτηση με αρ. 140/2022, ημερ. 6/10/2022, με την οποία εκδόθηκε Προνομιακό Ένταλμα Habeas Corpus και διατάχθηκε η άμεση απελευθέρωση της Εφεσίβλητης (εφεξής πρωτόδικη Απόφαση).

 

Η υπόθεση αυτή, όπως αναγνωρίστηκε και στην πρωτόδικη Απόφαση, έχει μακρύ ιστορικό που αφορά την όλη διαδικασία σύλληψης και κράτησης της Εφεσίβλητης με σκοπό την έκδοση της στην Ουκρανία. Η σύντομη παράθεση των ουσιωδών και αδιαμφισβήτητων γεγονότων κατά χρονολογική σειρά κρίνεται αναγκαία για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των όσων έπονται.

 

Στις 18/6/2020 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στο πλαίσιο της Αίτησης Φυγοδίκου με αρ. 3/2019, εξέδωσε διάταγμα κράτησης της Εφεσίβλητης προς το σκοπό της έκδοσης της στην Ουκρανία.

 

Στις 29/6/2020 η Εφεσίβλητη καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του ’ρθρου 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/1970).

 

Στις 31/7/2020 το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του εξέδωσε Απόφαση με την οποία απέρριψε την ως άνω Αίτηση.

 

Εναντίον της πιο πάνω Απόφασης η Εφεσίβλητη καταχώρησε στις 13/8/2020 την Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2020. Στις 14/6/2022 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε κατά πλειοψηφία την Έφεση.

 

Ακολούθησε στις 28/6/2022 η έκδοση από την Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως Διατάγματος Απόδοσης της Εφεσίβλητης στην Ουκρανία, το οποίο στη συνέχεια ανέστειλε για λόγους ανωτέρας βίας για δύο μήνες βάσει επιστολής της ημερ. 14/7/2022 την οποία κοινοποίησε στους δικηγόρους της Εφεσίβλητης. Η αναστολή απόδοσης επαναλήφθηκε μετά την πάροδο δύο μηνών.

 

Στις 7/9/2022 η Εφεσίβλητη καταχώρησε νέα αίτηση Habeas Corpus το οποίο και πέτυχε να εκδοθεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αναστολή του Διατάγματος Απόδοσης  χωρίς προοπτική λήξης των συνθηκών ανωτέρας βίας που οδήγησαν στην αναστολή καθιστούσαν αναγκαία την απελευθέρωση της Εφεσίβλητης ώστε να ανακοπεί μια επ' αόριστον ή χρονικά αβέβαιη κράτηση. Επιπλέον κατέληξε ότι, υπό αυτά τα δεδομένα, συνέτρεχε, παράλληλα, και λόγος απελευθέρωσης της, δυνάμει του ’ρθρου 10(3)(β) του Ν. 97/1970,[1] θεωρώντας ότι η απόδοση της, πλέον, θα αποτελούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με επτά Λόγους Έφεσης. Μέσω του    1ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατά κατάχρηση διαδικασίας αποφάσισε πως το θέμα εστιάζετο στη «συνέπεια» που τα διατάγματα αναστολής επιφέρουν στην κράτηση της Εφεσίβλητης, ασκώντας, με αυτό τον τρόπο, παράνομα παρεμπίπτοντα έλεγχο και παραγνωρίζοντας τις αρχές ότι δεν είναι δυνατός μεταγενέστερα ο έλεγχος της πολιτικής απόφασης της Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως για την απόδοση της Εφεσίβλητης, ούτε και δύναται να εξετασθεί το εύλογο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην Υπουργό στο να αναστείλει την απόδοση της για λόγους ανωτέρας βίας. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το ’ρθρο 18(5) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων,                          Ν. 95/1970, ενώ μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διαπίστωσε ότι η συνθήκη κράτησης της Εφεσίβλητης είναι «εκκρεμής», όπως την χαρακτήρισε, που, στη βάση λανθασμένης ερμηνείας του ’ρθρου 18(5) της Σύμβασης, «γίνεται πιο σύνθετη και αβέβαιη». Με τον                      4ο Λόγο Έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι «οι ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης λαμβάνουν τώρα μια άλλη διάσταση, ενόψει της επ΄ αόριστον ουσιαστικά αναβολής-αναστολής και του διαμεσολαβήσαντα νέου χρονικού διαστήματος» και πως θα πρέπει να ιδωθούν υπό αυτό το πρίσμα. Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε και ανέλυσε τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψη μαρτυρία που δεν έπρεπε να λάβει υπόψιν και παραγνωρίζοντας μαρτυρία που όφειλε να λάβει υπόψιν για να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα πως «στην πράξη παραβιάζεται το ’ρθρο 12 του Νόμου[2] όσο και το 18(5) της Σύμβασης». Με τον 6ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαπίστωση και/ή εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόδοση της Εφεσίβλητης θα αποτελούσε άδικο ή καταπιεστικό μέτρο, ενώ με τον 7ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του να διατάξει την άμεση απελευθέρωση της Εφεσίβλητης.

 

Βάση και έρεισμα για τα όσα προβάλλονται μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης αποτέλεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη Απόφαση:

 

«Το θέμα, κατά την κρίση μου, εστιάζεται όχι στη νομιμότητα των διαταγμάτων αναστολής της Υπουργού, αλλά στη συνέπεια που αυτά επιφέρουν στην κράτηση της αιτήτριας, η οποία, ως διαφαίνεται, κρατείται και/ή συνεχίζει να κρατείται χωρίς προοπτική λήξης των συνθηκών ανωτέρας βίας που οδήγησαν στην αναστολή. Αυτή δε η εκκρεμής συνθήκη κράτησης γίνεται πιο σύνθετη και αβέβαιη ενόψει του μη ορισμού νέας συμφωνηθείσας παράδοσης προς την Ουκρανία, ως η σαφής πρόνοια του ΄Αρθρου 18(5).»

 

 

Ήταν η θέση του Εφεσείοντα στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης πως, αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το θέμα δεν εστιάζετο «στη νομιμότητα των διαταγμάτων αναστολής της Υπουργού», παρόλα αυτά έκρινε το θέμα σε συσχετισμό με τη «συνέπεια» που αυτά επιφέρουν στην κράτησή της και, επομένως, άσκησε παράνομα παρεμπίπτοντα έλεγχο σε αυτά, κατά παράβαση των αρχών που έχουν θεμελιωθεί νομολογιακά και αφορούν στον έλεγχο πολιτικών αποφάσεων. Όπως υποστηρίχθηκε, στην ουσία ασκήθηκε παρεμπίπτων έλεγχος με αποτέλεσμα να ανατραπεί η Υπουργική πράξη, που είχε συντελεστεί με έρεισμα την τελεσιδικία της εφετειακής κρίσης και αφού εξετάστηκαν ουσιαστικά τα ίδια κριτήρια και οι ίδιοι λόγοι που εξετάζονται από τα Δικαστήρια. Έγινε δε αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας Γιώργος Λουκά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 1, για να τονιστεί περαιτέρω η μη ύπαρξη δικαιώματος ελέγχου της απόφασης της Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως που λήφθηκε μετά από άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας να εκδώσει Διάταγμα Απόδοσης της Εφεσίβλητης.

 

Όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης, ενώ στις 14/6/2022 είχε απορριφθεί, κατά πλειοψηφία, η Πολιτική Έφεση υπ' αρ. 231/2020 και η Υπουργός Δικαιοσύνης είχε στη συνέχεια, και συγκεκριμένα στις 28/6/2022 εκδώσει Διάταγμα Απόδοσης, δυνάμει του ’ρθρου 11 του Ν. 97/1970, προτού εκπνεύσει ένας μήνας από την έκδοση της απόφασης, στις 14/7/2022, ανέστειλε το Διάταγμα Απόδοσης για λόγους ανωτέρας βίας. Όπως ορθά υποστηρίχθηκε από πλευράς της Εφεσίβλητης, η αναστολή του Διατάγματος Απόδοσης της, στις 14/7/2022, προέκυψε χωρίς καμία υπαιτιότητα της ιδίας για λόγους ανωτέρας βίας, με απόφαση της Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, η οποία δεν ελέγχεται δικαστικά, και έκτοτε η κατάσταση πραγμάτων έμεινε εκκρεμής, ενώ δεν προβλέπονται χρονικοί περιορισμοί στο Νόμο ή τη Σύμβαση σε σχέση με τη χρονική διάρκεια της αναστολής για λόγους ανωτέρας βίας.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα δεν προκύπτει οποιαδήποτε βάση για την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και ήλεγξε ευθέως ή με παρεμπίπτοντα τρόπο την πολιτική απόφαση της Υπουργού. Είναι τις συνέπειες της αναστολής του Διατάγματος Απόδοσης που έλαβε υπόψη, εφόσον η Εφεσίβλητη, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, κρατείτο και συνέχιζε να κρατείται χωρίς προοπτική λήξης των συνθηκών ανωτέρας βίας που οδήγησαν στην αναστολή, υπό καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας για το κατά πόσο και πότε θα μπορούσε να αρθεί η αναστολή του Διατάγματος Απόδοσης.

 

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το ’ρθρο 18(5) της Σύμβασης και τον ίδιο τον ορισμό της έννοιας της ανώτερης βίας. Έρεισμα για την πιο πάνω θέση αποτέλεσε το «εσφαλμένο εύρημα», όπως αναφέρεται, του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί «πιο σύνθετης και αβέβαιης κράτησης ενόψει του μη ορισμού νέας συμφωνηθείσας παράδοσης προς την Ουκρανία», ενώ σαφώς και ρητώς στο εν λόγω ’ρθρο γίνεται αναφορά στο ότι για λόγους ανωτέρας βίας η καθορισμένη ημερομηνία παράδοσης μπορεί να μετατεθεί. Επιπλέον, με αναφορά στην έννοια της ανωτέρας βίας και στον ορισμό της, στον οποίο εμπεριέχεται ο απρόβλεπτος παράγοντας που προβάλλει ανυπέρβλητα εμπόδια, που ανατρέπει σχέδια και προγράμματα, χωρίς να είναι δυνατό να προβλεφθεί η λήξη και το τέλος της, υποστηρίχθηκε ότι αν ήταν προϋπόθεση της αναστολής ο ορισμός νέας συμφωνηθείσας παράδοσης, κάτι το οποίο δεν προνοείται από το Νόμο, θα εξουδετέρωνε το ίδιο το ’ρθρο 18(5) της Σύμβασης και το σκοπό που καλείται να εξυπηρετήσει.

 

Το ’ρθρο 18(5) της Σύμβασης έχει ως εξής:

 

«18(5) Εν περιπτώσει ανωτέρας βίας, ήτις παρε΅ποδίζει την παράδοσιν ή την παραλαβήν του υπό έκδοσιν ατό΅ου, το ενδιαφερό΅ενον Μέρος θέλει πληροφορήσει το έτερον σχετικώς. Α΅φότερα τα Μέρη θέλουσι συ΅φωνήσει επί ετέρας η΅ερο΅ηνίας παραδόσεως και θέλουσιν εφαρ΅οσθή αι διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου».

 

 

Όπως προκύπτει, το εν λόγω ’ρθρο ρητά ομιλεί και περί «ετέρας ημερομηνίας παραδόσεως» για την οποία πρέπει να συμφωνήσουν τα μέρη μετά την ανωτέρω βία που οδήγησε στην έκδοση της αναστολής του Διατάγματος Απόδοσης ημερ. 14/7/2022. ’ρα, είναι σαφές ότι σε περίπτωση αναστολής του Διατάγματος Απόδοσης για λόγους ανωτέρας βίας, τα μέρη πρέπει να συμφωνήσουν για άλλη ημερομηνία παράδοσης. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι τέτοια ημερομηνία ποτέ δεν προσδιορίστηκε, ούτε συμφωνήθηκε. Βεβαίως η σημασία της επισήμανσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη ορισμού νέας συμφωνηθείσας παράδοσης προς την Ουκρανία έγινε για να υπογραμμισθεί ότι, υπό αυτά τα δεδομένα, «η εκκρεμής συνθήκης κράτησης» της Εφεσίβλητης καθίστατο ακόμη «πιο σύνθετη και αβέβαιη» και όχι υπό την έννοια της παράλειψης να γίνει αυτό που το ’ρθρο 18(5) διελάμβανε στην περίπτωση που υφίσταντο οι συνθήκες για να γίνει.                  Γι' αυτό, εξάλλου, στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση της πλευράς της Δημοκρατίας ότι το ’ρθρο 18(5) θα μπορούσε να αποτελέσει τη δικαιολογητική βάση για την κράτηση της Εφεσίβλητης, ήτοι ότι, ενόσω διαρκεί η ανωτέρα βία, δεν καθορίζεται άλλη ημερομηνία παράδοσης και αυτό να συνιστά τη νομιμοποιητική βάση για να παρατείνεται η κράτηση της Εφεσίβλητης.

 

Στο πλαίσιο του 3ου Λόγου Έφεσης υποστηρίχθηκε ότι δεν προβλέπονται περιορισμοί στη χρονική διάρκεια της αναστολής της απόδοσης της Εφεσίβλητης στις Ουκρανικές Αρχές για λόγους ανωτέρας βίας. Με δεδομένο, δε, ότι δεν μπορεί να είναι προβλέψιμη η διάρκεια της ανωτέρας βίας, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε λόγο για την «προοπτική λήξης των συνθηκών ανωτέρας βίας που οδήγησαν στην αναστολή». Υπό αυτά τα δεδομένα υποστηρίχθηκε ότι τηρήθηκαν τα προβλεπόμενα στα ’ρθρα 11 και 12 του Ν. 97/1970 και στο ’ρθρο 18(5) της Σύμβασης και πως δεν έχουν παρέλθει οι προθεσμίες για απόδοση της Εφεσίβλητης με βάση τα ’ρθρα αυτά. Στη βάση δε αυτής της προσέγγισης η πλευρά του Εφεσείοντα είχε εισηγηθεί ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως πρόωρη και απαράδεκτη. Προβλήθηκε, επίσης, στο πλαίσιο υποστήριξης του 4ου Λόγου Έφεσης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει σε αυθαίρετο εύρημα για επ' αόριστον, ουσιαστικά, αναβολή/αναστολή, ενώ τα πραγματικά περιστατικά υποστήριζαν τη θέση του Εφεσείοντα πως η αναστολή της παράδοσης της Εφεσίβλητης στην Ουκρανία ήταν προσωρινή.

 

Η πιο πάνω επιχειρηματολογία δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Εν πρώτοις, το αν τηρήθηκαν ή όχι τα προβλεπόμενα στα ’ρθρα 11 και 12 του Ν. 97/1970  δεν είναι σχετικό και δεν απασχολεί στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Είναι σαφές με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα ότι μετά την αναστολή που η Υπουργός διέταξε στις 14/7/2022 για λόγους ανωτέρας βίας, οι οποίοι πηγάζουν από την εισβολή των Ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία, όλες οι προθεσμίες οι οποίες προβλέπονται στο ’ρθρο 12 του Ν. 97/1970 έχουν, εκ των πραγμάτων παρέλθει, με αποτέλεσμα, όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η διαδικασία απόδοσης της Εφεσίβλητης να έχει «παγώσει» χωρίς να διαφαίνεται άμεση προοπτική λήξης των συνθηκών ανωτέρας βίας. Και τούτο ενόψει του ότι η πολεμική σύρραξη, κατά γενική γνώση, συνεχίζεται χωρίς ορατή προοπτική τερματισμού της.  Είναι μέσα σε αυτό το  αδιαμφισβήτητο πραγματικό πλαίσιο, που το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι υπήρξε δραστική αλλαγή στη συνθήκη κράτησης της Εφεσίβλητης η οποία, μάλιστα, έγινε «πιο σύνθετη και αβέβαιη» ενόψει του μη ορισμού νέας συμφωνηθείσας παράδοσης προς την Ουκρανία κατά τα διαλαμβανόμενα στο ’ρθρο 18(5) της Σύμβασης.

 

Στο πλαίσιο του 5ου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του πως η συνολική περίοδος εκκρεμοδικίας και, κατ' επέκταση, της κράτησης της Εφεσίβλητης, οφείλετο σε υπαιτιότητα της ιδίας και των δικηγόρων της. Επιπλέον ήταν θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και άνευ δικαιοδοσίας αξιολόγησε τις προσωπικές περιστάσεις της Εφεσίβλητης που είχαν ήδη κριθεί και αξιολογηθεί στις δικαστικές διαδικασίες που προηγήθηκαν, καταλήγοντας σε λανθασμένο και αντίθετο εύρημα με ομόβαθμο Δικαστήριο και το Εφετείο ότι «οι συνθήκες της ίδιας της αιτήτριας έχουν μεταβληθεί επί το χείρον».

 

Οι πιο πάνω θέσεις δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.

 

Εν πρώτοις, η διαχείριση των ενδίκων μέσων από πλευράς της Εφεσίβλητης για την οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά από τον Εφεσείοντα, δεν φαίνεται να προβλήθηκε από τη Δημοκρατία σε οποιοδήποτε στάδιο, ως αιτία της καθυστέρησης έκδοσης ή απόδοσης της στις δικαστικές διαδικασίες που προηγήθηκαν.

 

Όπως πολύ εύστοχα το έθεσε η πλευρά της Εφεσίβλητης, η πλάστιγγα έκλινε εναντίον της συνέχισης της κράτησης της Εφεσίβλητης μετά την έκδοση της Απόφασης του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2020 και τούτο λόγω της αναστολής με απόφαση της Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της απόδοσης της για ακαθόριστο χρόνο. Ως εκ τούτου, ό,τι προηγήθηκε από απόψεως προσωπικών συνθηκών της Εφεσίβλητης πριν να μεσολαβήσει η αναστολή της απόδοσης της, ότι, δηλαδή, παρέμεινε υπό κράτηση για περίοδο συνολικά δύο χρόνια και τρεις μήνες, καθώς και ότι συνέχισε να κρατείται από της έκδοσης της Απόφασης του Εφετείου τον Ιούνιο του 2022 μέχρι και την 5/10/2022 που εκδόθηκε η πρωτόδικη Απόφαση στο πλαίσιο μιας χρονικά «αβέβαιης» κράτησης με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, ορθώς συνεκτιμήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ιδιαίτερες συνθήκες της Εφεσίβλητης που χειροτέρευσαν λόγω της επ' αόριστον αναστολής της διαδικασίας απόδοσης της. Ήταν απολύτως θεμιτό να ληφθούν υπόψιν από το πρωτόδικο Δικαστήριο οι συνέπειες της αναστολής του Διατάγματος Απόδοσης ως ένα νέο γεγονός το οποίο, ενόψει της πλήρους αβεβαιότητας για το κατά πόσο και πότε η εν λόγω αναστολή θα μπορούσε να αρθεί, προσέδιδε πλέον στις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης μια διαφορετική διάσταση.

 

Μέσω της αιτιολογίας που υποστηλώνει τον 7ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων, μεταξύ άλλων, διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε με την απόφαση του στην Εφεσίβλητη να αναιρέσει ουσιαστικά την απόφαση του Εφετείου καταλήγοντας σε ευρήματα για θέματα που εξετάσθηκαν και αποφασίστηκαν από ομόβαθμο Δικαστήριο, αλλά και το Εφετείο. Όπως συγκεκριμένα το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο «διείσδυσε αναιρετικά» στην απόφαση του Εφετείου. Επικαλέστηκε, συναφώς, την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου που προκύπτει από την Απόφαση στην Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2020, καθώς και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση  Αναφορικά με την Αίτηση της Konovalova v. Αναφορικά με την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως κ.ά. (2015) 1 A.A.Δ. 2348.

 

Όπως αποφασίστηκε στην Konovalova (ανωτέρω), στις περιπτώσεις όπου η έκδοση φυγόδικου διατάσσεται από το Εφετείο μετά από την ανατροπή απόφασης άρνησης έκδοσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν υπάρχει η δυνατότητα αναθεώρησης στο πλαίσιο διαδικασίας Habeas Corpus. Η απόφαση του Εφετείου επιφέρει την τελεσιδικία. Δεν είναι δυνατό, αναφέρεται, στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας να υπεισέλθει το Δικαστήριο στην ουσία της απόφασης του Εφετείου δεχόμενο συμπληρωματικά στοιχεία. Η δυνατότητα έκδοσης προνομιακού διατάγματος Habeas Corpus είναι εκείνη η οποία προβλέπεται στο ’ρθρο 10 του Νόμου 97/70, σε σχέση με διάταγμα κράτησης που εκδίδεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Ο Νόμος δεν προβλέπει οποιαδήποτε δυνατότητα καταχώρησης Habeas Corpus μετά από απόφαση κράτησης, με σκοπό την έκδοση φυγοδίκου, η οποία λαμβάνεται από το Εφετείο.

 

Η επίκληση, ωστόσο, της υπόθεσης Konovalova δεν βοηθά την επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα αφού τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης είναι διαφορετικά από την παρούσα περίπτωση. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε περίπτωση όπου μετά που είχε προηγηθεί προηγούμενη αρνητική για την Αιτήτρια απόφαση του Εφετείου, η Αιτήτρια είχε καταχωρήσει νέα αίτηση Habeas Corpus στο πλαίσιο της οποίας επεδίωξε την προσκόμιση συμπληρωματικής μαρτυρίας σε σχέση με την αίτηση πολιτικού ασύλου που είχε υποβάλει. Όπως ορθώς επεσήμανε η πλευρά της Εφεσίβλητης στην Konovalova, η νέα αίτηση Habeas Corpus και αφού είχε μεσολαβήσει αρνητική εφετειακή απόφαση επί του θέματος και, συγχρόνως, η προσπάθεια στο πλαίσιο της νέας αυτής αίτησης για εισαγωγή νέου μαρτυρικού υλικού που θα ακύρωνε και θα εκθεμελίωνε την τελεσιδικία της εφετειακής απόφασης, κρίθηκε ανεπίτρεπτη. Όπως τονίσθηκε στην Konovalova «Δεν νοείται Habeas Corpus άλλο από το καθιερωμένο και δεν υπάρχει διευρυμένου τύπου Habeas Corpus που να δίδει τη δυνατότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο υπό μονομελή σύνθεση, έστω και σε προνομιακής φύσεως δικαιοδοσία, να διεισδύει αναιρετικά σε απόφαση Εφετείου. Δεν είναι δυνατόν για το παρόν Δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία της απόφασης του Εφετείου δεχόμενο συμπληρωματικά στοιχεία ως η αίτηση που έχει καταχωρηθεί».

 

Είναι σαφές ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Υπενθυμίζεται ότι με την Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2020 που εκδόθηκε στις 14/6/2022 απερρίφθη η Αίτηση για Habeas Corpus με αποτέλεσμα την τελεσιδικία ως προς τη νομιμότητα της κράτησης της Εφεσίβλητης. Ακολούθησε στις 28/6/2022 η έκδοση από την Υπουργό Δικαιοσύνης του Διατάγματος Απόδοσης, με το αιτούν μέρος να ορίζει ημερομηνία παραλαβής της Εφεσίβλητης την 18/7/2022. Στις 14/7/2022 το Διάταγμα Απόδοσης αναστάληκε από την Υπουργό για λόγους ανωτέρας βίας. H Αίτηση 140/2022 καταχωρήθηκε στις 7/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:D436 λόγω των συνεπειών στη συνθήκη κράτησης που η επ' αόριστον, ουσιαστικά, αναστολή του Διατάγματος Απόδοσης, προκαλούσε. Η αναστολή του Διατάγματος Απόδοσης και η αβεβαιότητα που αυτό επέφερε στη συνθήκη κράτησης της Εφεσίβλητης ήταν ακριβώς ένα νέο γεγονός που προέκυψε μετά την έκδοση της Εφετειακής Απόφασης 231/2020 και αποτέλεσε, όπως ορθώς ετέθη από πλευράς Εφεσίβλητης, το νέο εφαλτήριο για την εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των νέων δεδομένων που προέκυπταν για την Εφεσίβλητη.

 

Δεδομένων των πιο πάνω δεν μπορεί να γίνεται λόγος για επανεξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ζητημάτων τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο της δικαστικής κρίσης στην Εφετειακή απόφαση. Ασφαλώς και δεν θα ήταν παραδεκτό να εξετάζετο ζήτημα που ήδη καλύφθηκε από την Εφετειακή Απόφαση, εφόσον η εκ νέου έγερση του θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Ζήτημα δεδικασμένου θα εγείρετο αν υπήρχε, εν προκειμένω, ταύτιση επίδικων θεμάτων.

 

Για το θέμα του δεδικασμένου ή της κατάχρησης σε διαδικασίες Προνομιακών Ενταλμάτων αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση της Ολομέλειας στην Photiou Bros Shipping Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 273/2017, ημερ. 4/4/2018, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην υπόθεση Level Tachexcavs Ltd (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 1105 αναφέρθηκαν τα εξής από το Εφετείο ως προς την εφαρμογή των αρχών του δεδικασμένου κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις σελίδες 1111 και 1112: 

 

«Ως προς τα προνομιακά εντάλματα είναι χαρακτηριστικές οι σελίδες 246,247 και 541 στο σύγγραμμα του Wade όπως και οι υποθέσεις Re Hastings (No. 2) [1959] 1 Q.B. 358 και Reg. v. Governor Pentonville Ex. P. Tarling [1979]                 1 W.L.R. 1417, στις οποίες παραπέμπουν. Αναφέρονται στην εξουσία για άρνηση εκ νέου εξέτασης θεμάτων που εκδικάστηκαν ή που θα μπορούσαν να είχαν εκδικαστεί σε προγενέστερη διαδικασία εφόσον η επανέγερσή τους θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας και, ακόμα, στην ανατροπή της αντίληψης πως στην περίπτωση των προνομιακών ενταλμάτων δεν εκδίδονται "αποφάσεις" ώστε να τίθεται ζήτημα δεδικασμένου, [βλ. επίσης Spencer - Bower and Turner, The Doctrine of Res Judicata, 2η έκδοση, σελ. 54 και 215].

 . . . . . . . . . . . . ....

. . . . . . . . . . . . . . . .

 

Το θέμα του κωλύματος σε σχέση με επίδικο θέμα αναλύεται στον Spencer - Bower and Turner (ανωτέρω) σελ. 149 κ.επ. (βλ. επίσης Παναγιώτης Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670). Αποτελεί κλασσική περίπτωση ύπαρξης τέτοιου κωλύματος όταν ήδη εκδόθηκε απόφαση η οποία εμπεριέχει ως στοιχείο της αιτιολογικής της βάσης δικαστική κρίση αναφορικά με όσα επιχειρείται να επανασυζητηθούν σε νέα διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Στην Αγγλία έχει αναγνωριστεί πως δικαιολογείται η επανασυζήτηση τέτοιου θέματος μόνο όπου εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η άκαμπτη εφαρμογή του κανόνα θα οδηγούσε σε αδικία ενώ, αντιστρόφως, η παράκαμψή του δεν θα απέληγε σε κατάχρηση της διαδικασίας, [βλ. Arnold ν. Natwest Bank PLC [1991] 2 AC. 93 και The "Indian Grace" [1994] 2 Lloyd's Rep. 331].» 

Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε στις πρόσφατες υποθέσεις Στέλιος Καλλή, Πολιτική Αίτηση 166/05, ημερ. 18.12.15 και Θεοφάνης Λώλου, Πολιτική Αίτηση 157/17, ημερ. 8.11.17, ECLI:CY:AD:2017:D394. 

Σχετική επίσης είναι και η υπόθεση Carter (Αρ. 3) (1996) 1(Α) ΑΑΔ 401[3] στην οποία το Εφετείο αφού προέβη σε μια ιστορική αναδρομή στην αγγλική νομολογία ως προς τη δυνατότητα καταχώρησης διαδοχικών αιτήσεων για έκδοση προνομιακού εντάλματος, αποφάσισε ότι η άσκηση της δικαιοδοσίας για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων κατά το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος από ένα ή ενδεχομένως και περισσότερους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξαντλεί την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του. Δεν παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας από άλλους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω στο ίδιο θέμα επί των ιδίων γεγονότων».

 

 

Στην υπόθεση Carter (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403 έγινε αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα από την Αγγλική υπόθεση Re Tarling [1979] 1 ALL E.R. 981:

 

"Firstly, it is clear to the court that an applicant for habeas corpus is required to put forward on his initial application the whole of the case which is then fairly available to him. He is not free to advance an application on one ground, and to keep back a separate ground of application as a basis for a second or renewed application to the court.

The true doctrine of estoppel known as res judicata does not apply to the decision of this court on an application for habeas corpus: we refer to the words of Lord Parker CJ, delivering the judgment of the court in Re Hastings (No 2) ([1958] 3 All ER 625 at 631, [1959] 1 QB 358 at 371). There is, however, a wider sense in which the doctrine of res judicata may be applicable, whereby it becomes an abuse of process to raise in subsequent proceedings matters which could, and therefore should, have been litigated in earlier proceedings: see the judgment of the Privy Council (Lord Morris, Lord Cross and Lord Kilbrandon) in Yat Tung Investment Co Ltd v Dao Heng Bank Ltd. In our judgment, that principle is applicable to proceedings for habeas corpus, whether under the 1967 Act or under the general jurisdiction of the court although, no doubt, the stringency of the application of the principle may be different in cases concerning the liberty of the subject from that in cases concerning such matters as disputes on property.

Secondly, it is also clear to the court that, in s 14(2) of the Administration of Justice Act 1960, in the phrase 'no such application shall again be made on the same grounds unless fresh evidence is adduced in support of the application', the words 'fresh evidence' are used in that meaning which is well known and established in such contexts, namely not merely evidence additional to or different from the evidence before the court on the first occasion, but evidence which the applicant could not have put forward on the first application, or which he could not then reasonably be expected to have put forward, see Johnson v Johnson and R v Medical Appeal Tribunal (North Midland Region), ex parte Hubble".

 

Με όλα όσα πιο πάνω έχουν εκτεθεί, είναι σαφές ότι η αιτιολογική βάση της πρωτόδικης Απόφασης αφορούσε σε σειρά νέων γεγονότων που μεσολάβησαν μετά την έκδοση της  Εφετειακής Απόφασης στις 14/6/2022 και, αναντίρρητα, επηρέαζαν τη συνθήκη κράτησης της Εφεσίβλητης. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η διαδικασία του Habeas Corpus είναι η συνεχής παροχή θεραπείας σε λογικά διαστήματα. Ή για να το θέσουμε καλύτερα, η εξέταση της θεραπείας αυτής είναι συνεχής, σε συνάρτηση, πάντοτε, με διαδοχικά και μεταγενέστερα γεγονότα που διαφοροποιούν την προγενέστερη συνθήκη κράτησης[4]. Κάθε πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του έχει το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο για να αποφασιστεί ταχέως η νομιμότητα της κράτησης του[5]. Αυτό ισχύει εκεί όπου η κράτηση του παύει να είναι νόμιμη, όπως η υπό κρίση περίπτωση όπου, ως αποτέλεσμα γεγονότων που μεσολάβησαν, επιδεινώθηκε το καθεστώς κράτησης του.

 

Ως εκ τούτου, όλες οι αιτιάσεις του Εφεσείοντα περί δεδικασμένου ή ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο «διείσδυσε αναιρετικά» στην Απόφαση του Εφετείου είναι άνευ ερείσματος.

 

Με δεδομένο ότι η πιο πάνω κατάληξη σφραγίζει το αποτέλεσμα της υπό κρίση Έφεσης, δεν καθίσταται αναγκαίο να εξετάσουμε τα όσα προβάλλονται στο πλαίσιο μέρους της αιτιολογίας στον 5ο,  6ο και 7ο Λόγο Έφεσης και αφορούν στη δεύτερη βάση επί της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την Απόφαση του, ήτοι κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του ’ρθρου 10(3) (β) του Ν. 97/1970.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα για το ποσό των €2.500, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

 

 

X. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ- ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] (3) Τo Αvώτατov Δικαστήριov, επιλαμβαvόμεvov της τoιαύτης αιτήσεως, δύvαται, μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ, vα διατάξη τηv απoφυλάκισιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ, εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι-

(α) ................ ή

(β) λόγω της παρόδoυ μακρoύ χρόvoυ, αφ' oυ εγέvετo η διάπραξις τoυ αδικήματoς, ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, αφ' oυ καταζητείται πρoς έκτισιv πoιvής μετά καταδίκηv αυτoύ· ή

(γ).....................,

η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.

 

[2] (1) Πας όστις κρατείται εν τη Δημοκρατία επί τω σκοπώ εκδόσεως του δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται δι' αιτήσεως αυτού προς το Ανώτατον Δικαστήριον να ζητήση όπως αφεθή ελεύθερος, άμα τη παρόδω των εν τοις εφεξής προθεσμιών, ήτοι-

 

     (α) εν πάση περιπτώσει, άμα τη παρόδω δύο μηνών, της προθεσμίας ταύτης αρχομένης από της πρώτης ημέρας, καθ' ην, λαμβανομένου υπ' όψιν του εδαφίου (2) του άρθρου 10, θα ηδύνατο να ενεργηθή η απόδοσις του εις το Κράτος ή την χώραν, ήτις ητήσατο την έκδοσιν αυτού•

 

     (β) εν τη περιπτώσει διατάγματος περί αποδόσεως αυτού εκδοθέντος δυνάμει του άρθρου 11, άμα τη παρόδω ενός μηνός, της προθεσμίας ταύτης αρχομένης από της ημέρας, καθ' ην εχώρησεν η έκδοσις του τοιούτου διατάγματος.

 

[3] Η ορθή σελίδα είναι 403 και όχι 401.

[4] Όπως αναφέρεται στην υποσημείωση 611 του Συγγράμματος Law of The European Convention on Human Rights, 2η έκδοση, σελ. 186: "..a continuing remedy is required if new issues affecting the lawfulness of the detention might subsequently arise": X v. UK A 46(1981) 4 EHRR 188 para 51.

 

[5] Δέστε ’ρθρο 11.7 του Συντάγματος και ’ρθρο 5.4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο