ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 192/2023)
9 Ιανουαρίου, 2024
[ΔΑΥΙΔ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΗΣ Α. Η. Μ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27.11.2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΟΔΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 96 ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155
....................
Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Απευθείας από την Έδρα)
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Με την προώθηση της υπό συζήτηση αίτησης, η Αιτήτρια επιζητεί την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώριση δια κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 27.11.2023, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης 7946/21. Με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση, αίτημα της για απόρριψη της ως άνω ποινικής υπόθεσης που εκκρεμεί σε βάρος της, δεν έγινε αποδεκτό. Ως προέκρινε ενώπιων του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται την ως άνω ποινική υπόθεση, με βάση τις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 και του άρθρου 20(5) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.196, η τελευταία έχει παραγραφεί.
Περαιτέρω, μέσω της υπό συζήτηση αίτησης, επιζητεί την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition, ώστε να απαγορεύεται η συνέχιση της εκδίκασης της ως άνω ποινικής υπόθεσης και/ή αναστολή της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία είναι προγραμματισμένη στις 15.01.2024, μέχρι την εκδίκαση της αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari.
H υπό κρίση αίτηση συνοδεύεται από σχετική Έκθεση και ένορκη δήλωση της Αιτήτριας. Σύμφωνα με τα γεγονότα που την περιβάλλουν, ως αυτά καταγράφονται στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας και αναδύονται από τα στοιχεία που η πλευρά της έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια, (κατηγορούμενη στην ως άνω ποινική υπόθεση για παρακοή διατάγματος κατεδάφισης υποστατικών σε ακίνητο της και/ή για μη συμμόρφωση με αυτό, κατά παράβαση του άρθρου 20(5) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.6) αιτήθηκε στο Κατώτερο Δικαστήριο τον παραμερισμό του κατηγορητηρίου και την απόρριψη της ως άνω ποινικής υπόθεσης σε βάρος της. Νοουμένου ότι το ποινικό έντυπο του σχετικού κατηγορητηρίου καταχωρήθηκε μετά τις 16.06.2021, υποστήριξε, έχει επέλθει παραγραφή του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται. Παραπέμποντας στις πρόνοιες του άρθρου 88 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ 155, αποτέλεσε θέση της ότι το χρονικό διάστημα εντός του οποίου δύναται να προσαχθεί η κατηγορία για ποινικό αδίκημα του είδους που η ίδια αντιμετωπίζει, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τους 6 μήνες από τη διάπραξη του, δηλαδή στις 16.12.2020. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, υποδεικνύει, το κατηγορητήριο φαίνεται να καταχωρήθηκε στις 30.06.2021, ήτοι μετά την παρέλευση των 6 μηνών, υποστηρίζοντας ότι έχει επέλθει παραγραφή του αδικήματος για το οποίο η ίδια κατηγορείται. Αποτελεί θέση της ότι το Κατώτερο Δικαστήριο, αδικαιολόγητα απέρριψε την πιο πάνω πάνω θέσης της, θεωρώντας, λανθασμένα, ότι η Αιτήτρια κατηγορείτο ότι είχε διαπράξει τα αδικήματα τα οποία της αποδίδονταν από τις 16.12.2020 μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται θέμα παραγραφής. Αποτελεί άλλωστε καταληκτική της εισήγηση πως σε μια ευνομούμενη πολιτεία, ένα κατηγορητήριο δεν θα πρέπει να προσδιορίζει έκνομη συμπεριφορά με τη φράση «μέχρι σήμερα», χωρίς δηλαδή επαρκή και συγκεκριμένη αναφορά στο χρόνο διάπραξης του αδικήματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας κατά το στάδιο της παρουσίασης της υπό συζήτηση αίτηση, επανέλαβε ουσιαστικά την εισήγηση και τις θέσεις της Αιτήτριας ως αναδύονται στην αίτηση της τελευταίας. Το Δικαστήριο, με πολλή προσοχή, έχει διεξέλθει τόσο την προσβαλλόμενη απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, την Έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την υπό συζήτηση αίτηση όσο και τις αναφορές, θέσεις και εισηγήσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου της Αιτήτριας.
Ως αναδύεται από την διαχρονική και καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, τα Προνομιακά Εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692). Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ως κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, (συνήθως αυτό της έφεσης) τέτοια άδεια δεν δίδεται, εκτός και αν καταδειχθούν, με επάρκεια, εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, xxx Μαρκίδης κ.α (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Devel Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012)1 Α.Α.Δ. 878).
Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων Κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρεια τους. Δεν συνιστά δηλαδή υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση. Ό,τι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών. Το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω της συγκεκριμένης προνομιακής του δικαιοδοσίας, δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς ούτε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Κατώτερο Δικαστήριο. Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ' έφεση και όχι μέσω προνομιακών ενταλμάτων (βλ. μεταξύ άλλων: Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145), Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/21, ημερ. 06.04.2021).
Επανερχόμενος στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Το Κατώτερο Δικαστήριο, ενεργώντας πάντα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, προχώρησε, ως είχε δικαίωμα και καθήκον, στην ερμηνεία και την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, δίνοντας λόγο και αιτιολογία για την κατάληξή του. Δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε έκδηλη νομική πλάνη εκ μέρους του, η οποία θα επέβαλλε την παρέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά τον τρόπο που εισηγείται η πλευρά της Αιτήτριας. Η ορθότητα της απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου και η κατάληξη επί του θέματος της παραγραφής, ως τούτο είχε προβληθεί από την πλευρά της Αιτήτριας, καθ' ην έκταση λειτούργησε εντός των αρμοδιοτήτων του, αποτελεί ζήτημα που εκφεύγει του ελέγχου στη βάση Προνομιακών Ενταλμάτων ως τα αιτούμενα στην παρούσα. Διαφορετική προσέγγιση θα ισοδυναμούσε σε μετατροπή της διαδικασίας σε έφεση υπό μεταμφίεση, παρά την καλά εδραιωμένη αρχή ότι αντικείμενο της διαδικασίας έκδοσης Προνομιακού Εντάλματος του είδους που εδώ επιζητείται, δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας αλλά της νομιμότητας της απόφασης.
Είναι γεγονός ότι σε εξαιρετικές πάντα περιστάσεις μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκκλιση από τον κανόνα που προβλέπει ότι δεν εκδίδεται προνομιακό ένταλμα ως τα υπό συζήτηση όπου προσφέρονται άλλα ένδικα μέσα ή θεραπεία όπως της έφεσης. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ούτε έχουν τεθεί, ούτε και εντοπίζονται από το Δικαστήριο εξαιρετικές περιστάσεις, δυνάμενες να δικαιολογήσουν παρέμβαση του Δικαστηρίου του είδους που επιζητείται.
Συνεκτιμώντας όσα έχουν τεθεί υπόψιν του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό θεωρούμενα και τις περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, δεν φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της παροχής της αιτούμενης άδειας. Άλλωστε, στο κατάλληλο στάδιο, δεδομένη είναι η δυνατότητα ελέγχου των σχετικών τοποθετήσεων του Κατώτερου Δικαστηρίου, επί της ουσίας, δυνατότητα που ως έχει ήδη εντοπιστεί, δεν παρέχεται μέσω της ειδικότερης και εξαιρετικής δικαιοδοσίας των Προνομιακών Ενταλμάτων.
Στη βάση όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, η χορήγηση της αιτούμενης άδειας δεν φαίνεται να δικαιολογείται.
Συνακόλουθα, η υπό συζήτηση αίτηση απορρίπτεται.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/κβπ