ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                               

(Πολιτική Έφεση Αρ. 68/2015)

 

20 Δεκεμβρίου, 2023

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΔΕΣΠΩ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ Κ. Χ.

                                               Εφεσείουσα,

ν.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                                                                        Εφεσίβλητου.

........

Θ. Θεοδώρου (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Α. Πολυκάρπου μαζί με Ελ. Αβρααμίδου (κα), για Andreas Polycarpou & Co. LLC, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία ο αποβιώσας ΚΧ κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για το επίδικο τροχαίο δυστύχημα και επιδικάστηκαν εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ του Εφεσίβλητου τα ποσά των €120.000 και €35.241,84 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις αντίστοιχα, πλέον τόκοι και έξοδα.

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέδωσε συντρέχουσα αμέλεια στον Εφεσίβλητο για το δυστύχημα. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα συμπεριέλαβε στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων μελλοντικές φυσιοθεραπείες χωρίς να ήταν δικογραφημένες. Με τον τρίτο και τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι επιδίκασε πολύ ψηλά και αδικαιολόγητα ποσά ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις και ότι λανθασμένα καθόρισε τους τόκους από την καταχώριση της αγωγής και της έκθεσης απαίτησης αντίστοιχα. Σημειώνουμε ότι, αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο Εφεσίβλητος συναινεί στη διόρθωση της ημερομηνίας έναρξης υπολογισμού του τόκου προς 5.5%, τόσο επί των γενικών όσο και επί των ειδικών αποζημιώσεων, η οποία είναι η 15.10.2008 και όχι η 15.12.2008 την οποία ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το επίδικο τροχαίο δυστύχημα επεσυνέβη στις 25.4.2004 στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή στη Λευκωσία με ενεχόμενα διπλοκάμπινο όχημα που οδηγείτο από τον αποβιώσαντα και μοτοσικλέτα που οδηγείτο από τον Εφεσίβλητο. Ο αποβιώσας οδηγούσε με κατεύθυνση από τα φώτα Αγίου Αντωνίου προς τα φώτα της Αστυνομίας της οδού Λάρνακος με πρόθεση να στρίψει δεξιά προς την οδό Ανδροκλέους. Στην προσπάθεια του να οδηγήσει το όχημα του προς τη δεξιά ευρισκόμενη οδό Ανδροκλέους, ο αποβιώσας κινήθηκε δεξιότερα σε σχέση με την πορεία του παραβιάζοντας σηματοδοτημένη με άσπρες γραμμές (όχι κτιστή) νησίδα, με αποτέλεσμα να αποκόψει την ελεύθερη πορεία της μοτοσικλέτας του Εφεσίβλητου ο οποίος κινείτο από την αντίθετη κατεύθυνση.

Η μοτοσικλέτα συγκρούστηκε με το διπλοκάμπινο και αμφότερα τα οχήματα υπέστησαν ζημιές. Ο Εφεσίβλητος τραυματίστηκε σοβαρά και ο αποβιώσας ελαφρότερα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή, ότι η μοτοσικλέτα άφησε ίχνη τροχοπέδησης 22.50 μέτρα και ότι το σημείο της σύγκρουσης βρισκόταν στη λωρίδα του Εφεσίβλητου και απείχε 100 μέτρα από τα φώτα τροχαίας της Αστυνομίας της οδού Λάρνακος, ότι υπήρχε αρκετή ορατότητα, πέραν των 100 μέτρων, και στις δύο κατευθύνσεις και ότι ο καιρός ήταν καλός. Το όριο εκεί ήταν 50 χιλιόμετρα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο αποβιώσας έφερε την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα. Απέρριψε την εισήγηση της δικηγόρου της Εφεσείουσας ότι έπρεπε να αποδοθεί συντρέχουσα αμέλεια στον Εφεσίβλητο, και μάλιστα στο 50%, στη βάση του ότι οδηγούσε με ταχύτητα πέραν του επιτρεπόμενου ορίου. Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία τόσο του αστυνομικού εξεταστή όσο και του Εφεσίβλητου για την ταχύτητα του τελευταίου και κατέληξε σε εύλογο και ορθό συμπέρασμα.

Κατ' αρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του τεκμηριωμένη θέση του αστυνομικού ως προς την ταχύτητα της μοτοσικλέτας σε συνάρτηση με τα ίχνη που άφησε, καθότι δεν προέβη σε τέτοια εξέταση παρόλο που ήταν εκπαιδευμένος στην εξέταση τροχαίων αδικημάτων και κυρίως στον έλεγχο της ταχύτητας των εμπλεκόμενων οχημάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασικά είχε ενώπιον του τις τοποθετήσεις και τους υπολογισμούς του αστυνομικού σε υποθετικές ερωτήσεις, οι οποίοι βασίζονταν στην εκπαίδευση και εμπειρία του με βάση τα υπό κρίση δεδομένα και αφορούσαν τη γνήσια άποψη του, σαφώς κατά προσέγγιση και όχι με ακρίβεια. Αυτοί αφορούσαν αφενός στο ότι η ταχύτητα του οχήματος ήταν χαμηλή, στη βάση του ότι αυτό κινήθηκε ένα μέτρο προς τα πίσω από το σημείο σύγκρουσης και αφετέρου στο ότι η ταχύτητα της μοτοσικλέτας ήταν στα 60-65 χιλιόμετρα ανά ώρα, λαμβάνοντας υπόψη τα ίχνη τροχοπέδησης. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου πως η ταχύτητα του ήταν κανονική, θέση την οποία επανέλαβε και στον αστυνομικό ο οποίος επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο, και πως πάντοτε οδηγεί εντός του ορίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην απάντηση που έδωσε ο Εφεσίβλητος στην επιμονή της δικηγόρου της Εφεσείουσας, ότι οδηγούσε με ταχύτητα 50, 55-56 χιλιόμετρα την ώρα, αρνούμενος την υποβολή ότι είχε ξεπεράσει τα 60 χιλιόμετρα.

Υπό το φως του συνόλου της ενώπιον του μαρτυρίας, θεωρούμε ότι ήταν καθόλα εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι η ταχύτητα της μοτοσικλέτας ήταν εντός των πλαισίων της επιτρεπτής ταχύτητας και «πολύ λίγο (θα έλεγα οριακή) μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου ορίου».

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις εισηγήσεις και των δύο πλευρών επί του ζητήματος, με αναφορά και στη νομολογία στην οποία παρέπεμψε η κάθε πλευρά. Ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ταχύτητα από μόνη της δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναφορικά με την ευθύνη για το δυστύχημα, αλλά ότι αυτό είναι στοιχείο το οποίο πρέπει να εξεταστεί στη βάση του συνόλου των δεδομένων για να καταδειχθεί η όποια αιτιώδης συνάφεια αυτής με το δυστύχημα. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Δημητρίου κ.ά. v. Χαραλάμπους (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 756, στην οποία αποφασίστηκε ότι η ταχύτητα η οποία είναι μέσα στα επιτρεπόμενα όρια δεν είναι απαραιτήτως και πάντοτε ασφαλής και ότι το ποια ταχύτητα είναι ασφαλής αποτελεί στοιχείο το οποίο συναρτάται με τις ιδιαίτερες περιστάσεις και συνθήκες που επικρατούν και αφορούν τις τοπικές ρυθμίσεις για την τροχαία και την κατά τον ουσιώδη χρόνο γενική κίνηση στον δρόμο. Αναφέρθηκε επίσης στην υπόθεση Παναγρίτη v. Χαραλάμπους (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 439, στην οποία λέχθηκε ότι η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να στοιχειοθετήσει συμπέρασμα ένοχης αστικής αμέλειας και ότι σε κάθε περίπτωση αυτός ο παράγοντας συνεκτιμάται με τις υπόλοιπες περιστάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας με το δυστύχημα και να συνεκτιμηθεί ο βαθμός της αμέλειας που θα καταλογιστεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση και από την υπόθεση Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 C.L.R. 21, για το ζήτημα της συντρέχουσας αμέλειας σε οδηγό ο οποίος υπερβαίνει το όριο ταχύτητας.

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος δεν άφηναν περιθώριο για την απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον Εφεσίβλητο. Οι συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε το δυστύχημα, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν πως η ταχύτητα του Εφεσίβλητου ήταν εντός του πλαισίου της επιτρεπτής ταχύτητας ή πολύ οριακά εκτός αυτού, χωρίς η τροχαία κίνηση να ήταν ιδιαίτερα αυξημένη κατά τον ουσιώδη χρόνο, και πως ο καθοριστικός και μοναδικός λόγος για τον οποίο επεσυνέβη το δυστύχημα ήταν η απρόβλεπτη κίνηση του αποβιώσαντος προς τα δεξιά πάνω από τη σηματοδοτημένη νησίδα, κίνηση η οποία απέκοψε την ελεύθερη πορεία του Εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς ανέφερε ότι για να αποδοθεί ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας, θα πρέπει να υπάρχει ένας εύλογα αναμενόμενος κίνδυνος ο οποίος θα πρέπει να ενεργοποιήσει την προσοχή του οδηγού. Εκείνο που αναμένεται από κάθε οδηγό είναι να οδηγεί ως ένας λογικός και συνετός οδηγός. Εξού και ορθώς κατέληξε ότι η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η απότομη κίνηση του αποβιώσαντος προς τα δεξιά παραβιάζοντας τη σηματοδοτημένη νησίδα, με αποτέλεσμα την ανακοπή της ελεύθερης πορείας της μοτοσικλέτας του Εφεσίβλητου.

Ως εκ τούτου θεωρούμε καθόλα ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα της ευθύνης. Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο ότι κατά τον υπολογισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και τις μελλοντικές φυσιοθεραπείες οι οποίες δεν ήταν δικογραφημένες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι οι μελλοντικές φυσιοθεραπείες δεν είχαν δικογραφηθεί, όμως αυτή η αναφορά δεν είναι ορθή καθότι στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ρητώς ότι λόγω των τραυματισμών του Εφεσίβλητου, επιβάλλεται η χρόνια παρακολούθηση και υποβολή του σε φυσιοθεραπεία και κινησιοθεραπεία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι οι μελλοντικές φυσιοθεραπείες έπρεπε να συνυπολογιστούν στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων επειδή ο Εφεσίβλητος θα χρειαζόταν τέτοιες συνεχόμενες φυσιοθεραπείες, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ίδιος τις θεωρούσε αναγκαίες καθότι μετά από δέκα έτη από το δυστύχημα συνέχιζε να τις κάνει και να γυμνάζεται.

Οι γενικές αποζημιώσεις επιδικάζονται ως η άμεση και πιθανή συνέπεια της αδικοπραξίας. Σε αυτές, πέραν από την αποζημίωση  για πόνο, ταλαιπωρία και απώλειες της προσωπικής άνεσης, περιλαμβάνονται οι μελλοντικές απώλειες και δαπάνες, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Polycarpou and Another v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Εφεσίβλητος θα χρειαζόταν και μελλοντικές φυσιοθεραπείες, τότε ορθώς αυτές συμπεριλήφθηκαν στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων.

Ως εκ τούτου και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το ύψος των γενικών αποζημιώσεων ως υπερβολικό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά ο Εφεσίβλητος υπέστη τους ακόλουθους τραυματισμούς:

(i)      Παρεκτοπισμένο ασταθές κάταγμα λεκάνης (μηχανισμός κάκωσης από κάθετες πιέσεις με παρεκτώπιση του ημίσεως πυέλου προς τα πάνω και πίσω)

 

(ii)     Κάταγμα δεξιάς ωμοπλάτης

 

(iii)   Βαθύ θλαστικό τραύμα μήκους περίπου 24 εκατοστών στην έσω επιφάνεια δεξιού μηρού και παράλληλο βαθύ θλαστικό τραύμα μήκους περίπου 8 εκατοστών κοντά στο προηγούμενο

 

(iv)   Κάταγμα κορακοειδούς αποφύσεως δεξιού ώμου

 

(v)     Εξάρθρημα ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης grade III ώμου.

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εφεσίβλητος ήταν 30 ετών, υγιής, αρτιμελής, ασχολείτο με πολλά αθλήματα και εργαζόταν στην ΑΤΗΚ, όπου χειριζόταν τεχνικό εξοπλισμό της Πολιτικής Αεροπορίας. Μετά το δυστύχημα, μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και στη συνέχεια στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο όπου την ίδια μέρα υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση στον αριστερό μηρό και την επομένη σε νέα επέμβαση για σταθεροποίηση της λεκάνης κατά την οποία υπεβλήθη σε οστεοσύνθεση (Orthofix). Παρέμεινε στο Απολλώνειο μέχρι τις 29.5.2004 και στο σπίτι, σε ακινησία, μέχρι τις 9.7.2004 όταν του αφαιρέθηκε η οστεοσύνθεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου η οποία ερχόταν σε αντίθεση ή δεν επιβεβαιωνόταν από τους ιατρούς μάρτυρες του ιδίου.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα κατάλοιπα από το δυστύχημα, η ανισοσκέλια, η οποία δεν επηρεάζει την κίνηση, αντιμετωπίζεται με την προσθήκη ενός πάτου στα παπούτσια, ο Εφεσίβλητος μπορεί να γυμνάζεται καθημερινά, η σεξουαλική του δραστηριότητα δεν επηρεάστηκε, ταξιδεύει και συνεχίζει να ασκεί την ίδια εργασία. Βασικά ο Εφεσίβλητος παρουσιάζει αργή και σταθερή βελτίωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι το κάταγμα της λεκάνης είχε επουλωθεί, όμως η επούλωση έγινε χωρίς την επαναφορά της λεκάνης στην ορθή της θέση αφού παρέμεινε παρεκτοπισμένη και ότι αυτό δημιουργεί προβλήματα στη βάδιση του Εφεσίβλητου, ενώ διαγνώστηκε η πιθανότητα παρουσίασης πρόωρης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας στις ιερολαγόνιες αρθρώσεις. Επίσης δεν μπορεί να συνεχίσει κάποιες αθλητικές δραστηριότητες και εξακολουθεί να αισθάνεται πόνο. Αντιμετώπισε επίσης ψυχολογικά προβλήματα λόγω του μετατραυματικού συνδρόμου. Επί τούτου δεν υιοθετούμε την εισήγηση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Κωμιάτη v. Πολίτσου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226, για καθοδήγηση ως προς τη φύση των τραυματισμών. Η παραπομπή έγινε προς υποστήριξη της θέσης του ότι δίδεται βαρύτητα στον ψυχολογικό αντίκτυπο που έχει ο τραυματισμός και οι συνέπειες του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε βαρύτητα στον επηρεασμό της ψυχικής υγείας του Εφεσίβλητου και ότι το δυστύχημα του δημιούργησε άγχος, ευερεθιστότητα, καταθλιπτική διάθεση και προσφυγή σε κάθε είδους ιατρική ειδικότητα για θεραπεία. Τέλος, έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσίβλητος θα χρειαστεί μελλοντικές επεμβάσεις και φυσιοθεραπείες. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων δεν έλαβε υπόψη την ανάγκη μελλοντικών επεμβάσεων λόγω της υφιστάμενης κήλης στον σπόνδυλο ή της οστεοαρθριτίδας η οποία αναμενόταν να εμφανιστεί, εφόσον είχαν παρέλθει και δέκα έτη από τον τραυματισμό. Ορθώς, όμως, έλαβε υπόψη ότι συνεπεία του τραυματισμού υπήρχαν μετατραυματικές συνέπειες στον Εφεσίβλητο οι οποίες θα επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου και ήταν πιθανόν να χρειαστούν κάποιες μελλοντικές επεμβάσεις, όπως και μελλοντικές φυσιοθεραπείες. Αυτές οι συνέπειες είχαν αναφερθεί από τους ιατρούς μάρτυρες, τη μαρτυρία των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, και αφορούν στην εμφάνιση σε βάθος χρόνου, 10-15 ετών, σοβαρότατου βαθμού οστεοαρθρίτιδας και πιθανής ρήξης στροφικού πετάλου, καθώς επίσης στην επιδείνωση της μέτριας οστεοαρθριτίδας στις ιερολαγόνιες αρθρώσεις.

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι δίκαιες και εύλογες και στόχος είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στον τραυματισθέντα χωρίς να τίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα. Στην υπόθεση Alfa Concrete Public Company Ltd v. Γλυκύ, Πολ. Έφεση Αρ. 316/2013, ημερ. 21.7.2020, επισημάνθηκε ότι η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου. Στην υπόθεση Ταμπούρας v. Κολάνη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 384 λέχθηκε ότι η απόδοση των αποζημιώσεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει  την αγοραστική αξία του χρήματος στη δεδομένη στιγμή, ώστε να προσεγγίζεται με εύλογο τρόπο η αποκατάσταση της ζημιάς.

Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τους τραυματισμούς και τις συνέπειες αυτών στον Εφεσίβλητο, ακολούθως παρέθεσε τις εισηγήσεις και των δύο πλευρών αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων με τις εκατέρωθεν παραπομπές στη νομολογία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή στη σχετική νομολογία από την οποία άντλησε καθοδήγηση για να καταλήξει στο επιδικασθέν ποσό. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Νικολάου v. Επίσημου Παραλήπτη (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1339, το Δικαστήριο δεν πρέπει απαραιτήτως και σε κάθε υπόθεση να αναφέρεται σε προηγούμενες αυθεντίες πριν προβεί στον καθορισμό του ποσού των γενικών αποζημιώσεων, παρά μόνο ενδεχομένως στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν ιδιάζουσες περιστάσεις ή τραύματα. Η παράλειψη αναφοράς σε νομολογία από μόνη της δεν επηρεάζει καθ'  οιονδήποτε τρόπο την κρίση του Δικαστηρίου, ούτε καθιστά την απόφαση του εσφαλμένη.

Πέραν των όσων αναφέρονται ανωτέρω, η ιατρική μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κρίθηκε αξιόπιστη αποκαλύπτει πως ο Εφεσίβλητος υπέστη σοβαρές κακώσεις και βαθύτατο θλαστικό τραύμα, οι οποίες του προκάλεσαν έντονους πόνους και μεγάλες ταλαιπωρίες. Λόγω της μακρόχρονης ακινητοποίησης και αποδυνάμωσης των μυών που περιβάλλουν τη λεκάνη και τα δύο άκρα, ο Εφεσίβλητος συμμετείχε σε εντατικό πρόγραμμα φυσιοθεραπείας και κινησιοθεραπείας και η κατάσταση του βελτιώθηκε επώδυνα, αργά και σταθερά. Υπάρχουν μόνιμα κατάλοιπα, όπως ανισοσκέλεια και ουλές, και ο Εφεσίβλητος χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση και φυσιοθεραπεία και κινησιοθεραπεία για ενδυνάμωση των μυών και για συντήρηση της κατάστασης του, ενώ θα παρουσιάσει πρόωρη μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα στις ιερολαγόνιες αρθρώσεις και στα ισχία για την οποία πιθανόν να χρειαστεί μελλοντικές επεμβάσεις.

Έχουμε λάβει υπόψη τις υποθέσεις στις οποίες και οι δύο πλευρές έχουν παραπέμψει προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. Οι υποθέσεις Ανδρέου v. Οικονομίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1501, Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396 και Νησιώτη v. Σωτηρίου (1994) 1 Α.Α.Δ. 114, στις οποίες παρέπεμψε η δικηγόρος της Εφεσείουσας, τόσο κατά την πρωτόδικη διαδικασία όσο και ενώπιον μας, δεν αποτελούν ιδιαίτερα χρήσιμη καθοδήγηση. Αυτές εκδικάστηκαν πριν από πολλά έτη όταν η αξία του χρήματος ήταν διαφορετική και διαφέρουν ως προς την ηλικία των εκεί τραυματισθέντων και τη φύση των τραυματισμών οι οποίοι ήταν σαφώς λιγότεροι και χωρίς κατάλοιπα. 

Ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου μας παρέπεμψε στις υποθέσεις Mass Pack Trading Ltd v. Ιωάννου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1134 και Οικονομίδου v. Κούβελα (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2299. Αντλούμε καθοδήγηση από αυτές και τις υποθέσεις Περικκέντη v. Κυπριανού, Πολ. Έφεση Αρ. 19/2014, ημερ. 28.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A286 και Χριστοφόρου v. Γερμανού, Πολ. Έφεση Αρ. 247/2013, ημερ. 7.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:A112,  τις οποίες κρίνουμε διαφωτιστικές.

Καταλήγουμε ότι με βάση τη φύση των τραυματισμών που υπέστη ο Εφεσίβλητος και τις συνέπειες αυτού, όπως περιγράφονται αναλυτικά ανωτέρω, το ποσό των €120.000 είναι εντός του εύρους της δίκαιης αποζημίωσης, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται η επέμβαση μας.

Με τον έκτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυθαίρετα επιδίκασε το ύψος των ειδικών αποζημιώσεων εκ ποσού €23.066,12 για ιατρικά έξοδα και φάρμακα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο Εφεσίβλητος κατέθεσε διάφορες αποδείξεις και τιμολόγια προς υποστήριξη της απαίτησης του για μεγαλύτερο από το προαναφερόμενο ποσό για τέτοια έξοδα, το οποίο, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, περιλαμβάνει και μη δικογραφημένα ποσά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε επίσης ότι, επειδή ο Εφεσίβλητος συνεχίζει να επισκέπτεται ιατρούς και να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και άλλες θεραπείες οι οποίες δεν συνδέονται με τον αρχικό τραυματισμό του συνεπεία του δυστυχήματος, θεώρησε ορθό να του αποδοθεί το δικογραφημένο ποσό για αυτά τα έξοδα μέχρι και το 2008, συμπεριλαμβανομένου και της οστεοσύνθεσης (Orthofix).

Είναι πάγια νομολογιακή αρχή ότι οι ειδικές ζημιές θα πρέπει να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Σχετική είναι η υπόθεση Κακόψιτου v. Παναγή (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 839. Θεωρούμε ότι για αυτά τα έξοδα το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε κατ'  αρχάς να επιδικάσει τα ποσά τα οποία είχαν δικογραφηθεί και αποδειχθεί με την απαιτούμενη μαρτυρία, ήτοι την παρουσίαση των συγκεκριμένων αποδείξεων και τιμολογίων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα έξοδα τα οποία δικαιούτο ο Εφεσίβλητος συνεπεία του τραυματισμού του από το δυστύχημα ήταν αυτά που κατέβαλε μέχρι και το 2008, ενώ για τα υπόλοιπα θεώρησε ότι δεν σχετίζονταν με το δυστύχημα και επομένως δεν τα δικαιούτο. Παράλληλα, όμως, επιδίκασε ολόκληρο το αιτούμενο ποσό έξοδα για ιατρούς και φάρμακα, για τα οποία δεν υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επεκτάθηκε, γενικά και αόριστα, και συνακόλουθα ανεπίτρεπτα με το να επιδικάσει το συνολικό αιτούμενο δικογραφημένο ποσό, χωρίς όμως αυτό να είχε αποδειχθεί με την απαιτούμενη μαρτυρία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να περιοριστεί στην επιδίκαση ως ειδικών αποζημιώσεων των ποσών τα οποία καλύπτονται από το δικόγραφο, απορρέουν από το δυστύχημα και αποδείχθηκαν στον απαιτούμενο βαθμό. Από τη στιγμή που για όποια υπόλοιπα και μετέπειτα έξοδα συνεπεία του δυστυχήματος, η μαρτυρία ήταν εντελώς γενική και αόριστη, δεν δικαιολογείτο η επιδίκαση ολόκληρου του απαιτητού ποσού. Θεωρούμε ότι τα ποσά τα οποία δικαιούται ο Εφεσίβλητος περιορίζονται σε αυτά που αναφέρονται στα σχετικά κατατεθέντα έγγραφα και αφορούν το χρονικό διάστημα από το δυστύχημα μέχρι και τα τέλη του 2008, ήτοι στο συνολικό ποσό των ΛΚ12.200,31 (€20.845,46). Δεχόμαστε επίσης ότι στο αιτούμενο ως ειδικές αποζημιώσεις ποσό για ιατρικά και φάρμακα περιλαμβάνεται και το ποσό των ΛΚ1.135 (€1.939,26) για την οστεοσύνθεση (Orthofix). Επί τούτου δεν θεωρούμε βάσιμη την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτός ο μηχανισμός Orthofix αποτελεί πρόσθετο ιατρικό έξοδο το οποίο δεν καλύπτεται από το δικογραφημένο αιτούμενο ποσό. Ως εκ τούτου το συνολικό ποσό το οποίο ο Εφεσίβλητος δικαιούται ως ειδικές αποζημιώσεις ανέρχεται στο ποσό των €22.784,72. Ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος. 

Ο πέμπτος λόγος αφορά στην ημερομηνία έναρξης υπολογισμού του τόκου επί των γενικών και των ειδικών αποζημιώσεων. Το Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, προνοεί για την εξουσία του Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο επί των αποζημιώσεων «για ολόκληρη ή για μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής». Χρήσιμη καθοδήγηση επί του τρόπου εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου προσφέρει η υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. v. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε ρητώς στους λόγους για τους οποίους επιδίκασε τον τόκο από τις συγκεκριμένες ημερομηνίες.  Παρά ταύτα, και παρόλο που το χρονικό σημείο έναρξης υπολογισμού του τόκου είναι η γένεση του αγώγιμου δικαιώματος, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αυτόν από μεταγενέστερη ημερομηνία, ήτοι της καταχώρισης της Αγωγής δεκαοκτώ μήνες αργότερα. Κρίνεται ορθή η επιδίκαση του τόκου επί των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα καταχώρισης της Αγωγής εφόσον μπορεί να λεχθεί ότι δεν παρατηρείται καθυστέρηση στην καταχώριση αυτής σε σχέση με την ημερομηνία του δυστυχήματος και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των τραυματισμών του αποβιώσαντος. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ismail v. Αντωνίου κ.ά. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 347, Daria v. Βλάβη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111, Συκοπετρίτης v. Χριστοδούλου (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 218, Στυλιανού v. Μάτση (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1288 και Miller κ.ά. v. Petek (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2091. Το γεγονός ότι ακολούθησαν τροποποιήσεις της έκθεσης απαίτησης δεν οδηγεί σε συμπέρασμα περί καθυστέρησης του Εφεσίβλητου να προβάλει τους ισχυρισμούς του για την οποία θα πρέπει να αποστερηθεί του τόκου. Η πρώτη έγινε για να συμπληρώσει την εικόνα των τραυματισμών και συνεπειών αυτών στον Εφεσίβλητο, η οποία διαφαίνετο με την πάροδο του χρόνου και η δεύτερη αφορούσε τροποποίηση λόγω του θανάτου του ΧΚ και δεν σχετίζετο με το δυστύχημα.

Όσον αφορά την επιδίκαση του τόκου επί των ειδικών αποζημιώσεων από την ημέρα καταχώρισης της αρχικής έκθεσης απαίτησης, αυτό φαίνεται να λαμβάνει υπόψη ότι παρόλο που αυτός γενικά επιδικάζεται από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου αδικήματος, εντούτοις μειώθηκε σε κάποιο βαθμό ούτως ώστε να αντικατοπτρίζεται το γεγονός ότι όλες αυτές οι ζημιές δεν προέκυψαν από την αρχή. Με βάση τις υποθέσεις Φοινικαρίδης κ.ά. v. Γεωργίου κ.ά. (ανωτέρω), Fysko Contracting Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, Στεφανή v. Λάμπη (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1847, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 417 και Ανδρέου v. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd κ.ά. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2851, θεωρούμε ορθό όπως επιδικαστεί μεν ο τόκος από την εν λόγω ημερομηνία αλλά επί του ½ του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και ακολούθως ο νόμιμος τόκος επί ολόκληρου του ποσού μέχρι εξοφλήσεως.

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ο έκτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει αναφορικά με τον τόκο επί των ειδικών αποζημιώσεων.  

Ως εκ τούτου η Έφεση επιτυγχάνει μερικώς.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται αναφορικά με τη χρονική περίοδο υπολογισμού του τόκου προς 8% επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων, ο οποίος επιδικάζεται μέχρι τις 15.10.2008. Ακολούθως επιδικάζεται ο νόμιμος τόκος μέχρι εξοφλήσεως.

Αντιστοίχως η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται αναφορικά με τη χρονική περίοδο υπολογισμού του τόκου προς 8% επί του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων και το ύψος του εν λόγω ποσού. Το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων μειώνεται στις €22.784,72, με τόκο 8% επί του ½ του εν λόγω ποσού από την καταχώριση της έκθεσης απαίτησης, ήτοι 1.12.2006, μέχρι τις 15.10.2008 και ακολούθως νόμιμο τόκο επί του ίδιου ποσού μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, ήτοι 13.1.2015. Ακολούθως επιδικάζεται ο νόμιμος τόκος επί ολόκληρου του εν λόγω ποσού μέχρι εξοφλήσεως.

Καθοδηγούμενοι από τις υποθέσεις Genzyme Corporation v. Kayat Trading Limited, Πολ. Έφεση Αρ. 199/2014, ημερ. 25.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A250 και Ξενοφώντος v. Rajab (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2605, ενόψει του αποτελέσματος και της μερικής επιτυχίας της Έφεσης, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστεί μέρος του συνολικού ποσού των εξόδων της Έφεσης το οποίο καθορίζουμε στο ποσό των €1.500, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

       

                                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

       

                                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο