ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 47/2015)
1 Δεκεμβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
CORNELIUS DESMOND O' DWYER,
Εφεσείων/Ενάγων,
ν.
1. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
2. ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
3. ΜΑΡΙΟΥ ΤΤΙΓΓΗ,
Εφεσίβλητων/Εναγομένων.
Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει άδειας του Δικαστηρίου 15/10/2020:
CORNELIUS DESMOND O' DWYER,
Εφεσείων/Ενάγων,
ν.
1. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
2. ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
3. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΤΙΓΓΗ,
Εφεσίβλητων/Εναγομένων.
Γ. Γεωργιάδης με Γ. Γενεράλη, για Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κλαΐδη (κα) με Μ. Λοΐζου (κα), για Ανδριάνα Κλαΐδη TTC Temple Court Chambers, για τους Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία επιδικάστηκε προς όφελος του Εφεσείοντα και σε βάρος των Εφεσιβλήτων 1, 2 και 3, μαζί και χωριστά, ποσό €13.000 υπό μορφή γενικών και επαυξημένων αποζημιώσεων, ως επίσης ποσό €284.68 υπό μορφή ειδικών ζημιών, πλέον τόκο από 1/1/2010, πλέον έξοδα, για επίθεση που υπέστη ο Εφεσείων από τους Εφεσίβλητους.
Με δεδομένη την καταχώριση παραδεχτών γεγονότων μέσω των οποίων δεν αμφισβητείται η επίθεση των Εφεσιβλήτων σε βάρος του Εφεσείοντα και το γεγονός ότι ο τελευταίος υπέστη σωματικές βλάβες από την επίθεση, ό,τι παρέμεινε προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η έκταση και το είδος των σωματικών βλαβών και άλλων ζημιών που υπέστη και, κατά συνέπεια, το ύψος και το είδος των αποζημιώσεων που ο Εφεσείων εδικαιούτο.
Οι περιστάσεις της επίθεσης, όπως αυτές διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα ευρήματα του, δεν αμφισβητούνται. Προτού αναφερθούμε σε αυτές, για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των όσων έπονται, κρίνεται σκόπιμη η αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν και οδήγησαν στην εν λόγω επίθεση, όπως καταγράφονται στην προσβαλλόμενη Απόφαση:
«Οι εναγόμενοι 1 και 2 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν διευθυντές συγκεκριμένης εταιρείας η οποία ασχολείτο με την ανέγερση και πώληση οικοδομών. Μέσα από την προσκομισθείσα μαρτυρία αλλά και το περιεχόμενο αριθμού δημοσιευμένων δικαστικών αποφάσεων προκύπτει ότι μεταξύ τους και του ενάγοντα προηγήθηκαν και άλλες δικαστικές διαμάχες. Έναυσμα σε αυτές έδωσε η σύναψη αγοραπωλητηρίου εγγράφου βάση του οποίου ο ενάγοντας που είναι άγγλος υπήκοος και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ηλικίας 37 ετών, συμφώνησε να αγοράσει από την εταιρεία των εναγομένων 1 και 2 μία κατοικία στη Κύπρο και συγκεκριμένα στο χωριό Φρέναρος. Υπήρξε παραβίαση της αναφερόμενης συμφωνίας. Ο υπαίτιος της παραβίασης δεν αφορά βέβαια την παρούσα υπόθεση. Σημειώνεται μόνο ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του ενάγοντα, κατά τον ουσιώδη χρόνο γνώριζε ότι η συγκεκριμένη κατοικία πωλήθηκε στη συνέχεια σε τρίτο πρόσωπο. Μέσα από την προσαχθείσα μαρτυρία προκύπτει επίσης ότι ο ενάγοντας είχε υποστεί επίθεση από τους εναγόμενους 1 και 2 και στο παρελθόν. Προς τούτο καταχώρησε σχετική αγωγή και με απόφαση του δικαστηρίου ημερομηνίας 25.1.2011 επιδικάστηκαν υπέρ του αποζημιώσεις (Τεκμήριο 46). Επίσης για το περιστατικό της παρούσας υπόθεσης καταχωρήθηκε εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3 η ποινική υπόθεση 4155/08 και αφού αυτοί κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν επιβλήθηκε στους εναγόμενους 1 και 2 ποινή φυλάκισης με αναστολή και στον εναγόμενο 3 χρηματική ποινή € 2.000 (τεκμήρια 39 και 40)».
Οι περιστάσεις της επίδικης επίθεσης και τα σχετικά με αυτές ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποτυπώνονται ως εξής στην πρωτόδικη Απόφαση:
«Κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταξύ του ενάγοντα και των εναγομένων 1 και 2 υπήρχαν διαφορές που τους οδήγησαν στο δικαστήριο. Οι διαφορές αυτές προέκυψαν από την αγορά εκ μέρους του ενάγοντα μίας κατοικίας από την εταιρεία των εναγομένων 1 και 2. Στις 14.1.08 ο ενάγοντας μαζί με το φίλο του Martin Mott με ξεχωριστά αυτοκίνητα μετέβηκαν στη περιοχή που βρίσκεται η αναφερόμενη κατοικία. Ο φίλος του ενάγοντα που είχε στη κατοχή του μία βιντεοκάμερα καθώς επίσης και δεύτερη κάμερα τοποθετημένη στο καπέλο του παρέμεινε μέσα στο αυτοκίνητο και από κάποια απόσταση με υποδείξεις του ενάγοντα τον βιντεοσκοπούσε ενώ ο ίδιος λάμβανε φωτογραφίες και μετρήσεις από την αναφερόμενη κατοικία. Ταυτόχρονα και ο ίδιος ο ενάγοντας είχε στη κατοχή του και συγκεκριμένα κρυμμένη στο σακάκι του μια μικρή κάμερα με την οποία βιντεοσκοπούσε και ο ίδιος. Ενώ βρισκόταν έξω από το σπίτι και λάμβανε φωτογραφίες συνάντησε τη νέα αγοράστρια του σπιτιού η οποία αφού πρώτα διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι ο ίδιος λάμβανε φωτογραφίες χωρίς την άδεια της στη συνέχεια την είδε να συνομιλεί με κάποιον στο τηλέφωνο. Αμέσως μετά του τηλεφώνησε ο φίλος του Martin Mott ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση 100 μέτρων και του ανάφερε ότι είχε αποκλειστεί από τον εναγόμενο 1. Τότε ο ενάγοντας ξεκίνησε να πάει προς το μέρος του φίλου του. Καθώς οδηγούσε με κατεύθυνση το κέντρο του χωριού Φρέναρος ένα αυτοκίνητο με οδηγό τον εναγόμενο 2 και συνοδηγό το εναγόμενο 3 συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος. Αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο ο εναγόμενος 2 τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το φορητό τηλέφωνο του αλλά ο εναγόμενος 2 το πήρε από τα χέρια του. Στη συνέχεια και αφού κάθισε στα σκαλιά μίας καφετέριας εμφανίστηκε στη σκηνή και ο εναγόμενος 1 ο οποίος φώναζε με απειλητικό τρόπο. Ο ενάγοντας άκουσε τη λέξη «κάμερα» και κατάλαβε ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 είδαν την μικρή κάμερα που είχε κρυμμένη στο σακάκι του. Τότε ο ενάγοντας πήρε τη κάμερα στο χέρι του και άρχισε να τρέχει αλλά οι εναγόμενοι 1 και 2 κατόρθωσαν να τον φτάσουν και αφού τον έριξαν στο έδαφος ο εναγόμενος 1 τον πάτησε στο πρόσωπο. Ο εναγόμενος 2 τον κτύπησε στο κάτω μέρος της πλάτης του και στο στομάχι ενώ ο εναγόμενος 3 τον κρατούσε κάτω και προσπαθούσε να του αποσπάσει την κάμερα, την οποία και τελικά του απέσπασε. Ο ενάγοντας μετά το επεισόδιο μεταφέρθηκε στο Τμήμα Α' Βοηθειών του Νοσοκομείου Αμμοχώστου και στη συνέχεια στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας...»
Με τρεις Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ουσιαστικά ως έκδηλα ανεπαρκές το ποσό των γενικών και επαυξημένων αποζημιώσεων, καθώς και το ποσό των ειδικών ζημιών, ενόψει των εσφαλμένων, κατά την εισήγηση του, ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις ψυχοσωματικές βλάβες που ο Εφεσείων υπέστη, λόγω της λανθασμένης σε μεγάλο μέρος αξιολόγησης και απόρριψης της ιατρικής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του.
Ειδικότερα, μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή παρερμήνευσε την επιστημονική μαρτυρία που είχε ενώπιον του και κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τα γεγονότα και/ή απέρριψε εσφαλμένα την ιατρική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και η οποία σχετίζεται με το ύψος των αποζημιώσεων. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην Απόφασή του ευρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με την ισχύουσα νομοθεσία και τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, ενώ μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και δεόντως την Απόφασή του και τα ευρήματά του.
Όπως διαπιστώνεται μέσω της εκτενούς αιτιολογίας που υποστυλώνει τον κάθε Λόγο Έφεσης (23 παράγραφοι για τον 1ο Λόγο Έφεσης, 15 παράγραφοι για το 2ο Λόγο Έφεσης και 7 παράγραφοι για τον 3ο Λόγο Έφεσης), τα ζητήματα που εγείρονται από τον Εφεσείοντα ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και στους τρεις Λόγους Έφεσης.
Για σκοπούς ευχερέστερης παράθεσης και εξέτασης των όσων εγείρονται, τα διάφορα ζητήματα που προκύπτουν περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
(I) Τη μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του συνόλου της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων που παρουσιάστηκε από πλευράς του Εφεσείοντα (Μ.Ε.5, Μ.Ε.6 και Μ.Ε.7), χωρίς να υπάρχει άλλη ιατρική μαρτυρία η οποία να την καταρρίπτει ή να την αντικρούει (1ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 2, 3, 5 και 9, 2ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 1, 2, 3 και 6 και 3ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 1 και 3).
(II) Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γιατρών Μ.Ε.6 και Μ.Ε.7 και λανθασμένη εφαρμογή των αρχών που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων (1ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 6, 7, 8, 10, 11, 12, 13, 14, 15 και 16, 2ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 4, 5 και 6 και 3ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 3, 4, 5 και 6).
(III) Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα (1ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 17, 18, 19, 20 και 21).
(IV) Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταλήξει στο συμπέρασμα πως, υπό τις περιστάσεις, αιτιολογείτο η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων (1ος Λόγος Έφεσης, παράγραφος 22 και 2ος Λόγος Έφεσης, παράγραφος 8).
(V) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε νόμιμο τόκο επί του επιδικασθέντος ποσού από την ημερομηνία της επίθεσης, ήτοι από 14/1/2008 (2ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 13, 14 και 15).
(VI) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επιδίκασε όλες τις πραγματικές ζημιές του Εφεσείοντα και το ποσό των γενικών αποζημιώσεων ήταν χαμηλό (1ος Λόγος Έφεσης, παράγραφος 23 και 2ος Λόγος Έφεσης, παράγραφοι 9, 11 και 12).
Αρχίζοντας από το ζήτημα της αξιοπιστίας παραπέμπουμε στην πάγια αρχή ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενόσω καταθέτουν.
Όπως ελέχθη στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:
«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη».
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσκομίσθηκε από πλευράς Εφεσείοντα ιατρική μαρτυρία. Συγκεκριμένα κατέθεσαν ως Μ.Ε.4 ιατρός γενικής ιατρικής ο οποίος εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Τμήμα Α Βοηθειών του Νοσοκομείου Αμμοχώστου και στις 14/1/2008 εξέτασε τον Εφεσείοντα και ως Μ.Ε.5 γενικός χειρούργος ο οποίος εργαζόταν στο Νοσοκομείο Λάρνακας και ο οποίος, κατόπιν παραπομπής του Εφεσείοντα από το Νοσοκομείο Αμμοχώστου, εξέτασε επίσης τον Εφεσείοντα κατά την πιο πάνω ημερομηνία. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσήχθη, επίσης, η μαρτυρία του Μ.Ε.6, ιατρού με ειδίκευση στην Ψυχιατρική, καθώς και η μαρτυρία του Μ.Ε.7, ιατρού με ειδίκευση στην Ωτορινολαρυγγολογία.
Είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Ως έχει επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298, αποτελεί βασική και πάγια νομολογιακή αρχή ότι για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, πλην του ότι, κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα, εμπειρογνώμονες δύνανται να εκφέρουν γνώμη στον τομέα ειδίκευσής τους. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση (βλ. Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd. Κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814, Cybarco Ltd. V. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους v. Κονναρή (πιο πάνω). Για το πότε ένα Εφετείο είναι δυνατόν να παρέμβει στον τρόπο που ένα πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία ενός πραγματογνώμονα από τη μαρτυρία άλλου, σχετική είναι η υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41.
Απόρριψη μαρτυρίας Μ.Ε.6
Πολύς λόγος έγινε από πλευράς Εφεσείοντα ότι λανθασμένα απερρίφθη η μαρτυρία του Μ.Ε.6 ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας που να την αντικρούει. Το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να δέχεται τη μαρτυρία πραγματογνώμονα, έστω και αν αυτή δεν αντικρούεται από την άλλη πλευρά, έχει όμως το καθήκον, στην κάθε περίπτωση, να αιτιολογεί την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας αυτής. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Πελεκάνος κ.ά. ν. Πελεκάνου κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1746, «δεν υπάρχει καμιά αναγνωρισμένη αρχή σύμφωνα με την οποία, επειδή σε μια υπόθεση δεν υπάρχει αντίθετη μαρτυρία, το Δικαστήριο οφείλει χωρίς άλλο να αποδεχθεί τη θέση που έχει προσφέρει ο ένας και μοναδικός εμπειρογνώμονας».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη νομολογία που διέπει την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, προσέγγισε την ιατρική μαρτυρία και γενικά όλη την προσαχθείσα μαρτυρία εντός του ορθού πλαισίου και προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, Μ.Ε.6 και Μ.Ε.7. Ο Μ.Ε.6 είχε καταθέσει ότι ο Εφεσείων υποφέρει από συναισθηματική διαταραχή η οποία προήλθε από σημαντικό στρες που οφείλετο στον τραυματισμό του από την επίθεση που δέχτηκε στην Κύπρο και στις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε σχέση με την αγορά ιδιοκτησίας. ("I can confirm that Mr O' Dwyer suffers from an "Adjustment Disorder with disturbances of emotions". This was precipitated by the very significant stress due to the trauma of an assault in Cyprus, and ongoing difficulties regarding a property purchase."). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχτηκε από τη μαρτυρία του Μ.Ε.6 τη διάγνωση του ότι ο Εφεσείων παρουσίαζε συναισθηματική διαταραχή με χαρακτηριστικά άγχους και αναστάτωσης, για καλούς και πειστικούς λόγους που κατέγραψε στην Απόφαση του, δεν έκανε αποδεκτό το συμπέρασμα του Μ.Ε.6 ότι τα πιο πάνω ψυχολογικά προβλήματα του Εφεσείοντα οφείλονταν στην επίθεση που είχε δεχθεί από τους Εφεσίβλητους. Εν πρώτοις, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Μ.Ε.6 δεν το εφοδίασε με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να μπορέσει, το ίδιο το Δικαστήριο, να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του και, κατ' επέκταση, την ορθότητα της θέσης του. Χαρακτηριστική, επί του συζητούμενου, είναι η αναφορά του Μ.Ε.6 όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει πώς έκανε την αξιολόγηση του. Ο μάρτυρας περιορίστηκε να δηλώσει:
«Η εξέταση μου για τον κύριο O' Dwyer ακολούθησαν σταθερές διαδικασίες ιατρικές μεθόδους. Η διαδικασία που ακολούθησα ήταν απόλυτα, η διαδικασία η οποία ακολούθησα βασιζότανε σε σταθερές ιατρικές μεθόδους για να μπορώ να έχω μια αξιόπιστη διάγνωση»
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ευριπίδου (2015) 2 Α.Α.Δ. 140, «Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (βλ. Δημοκρατία ν. Αγιώτου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1020).»
Ορθή ήταν, επομένως, η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Ε.6 δεν επεξήγησε με ακρίβεια τα συμπεράσματα του και ότι είχε παραλείψει να παραθέσει στοιχεία από τα οποία να εξακριβώνεται κατά πόσο ακολούθησε κάποια διαδικασία που να βασίζεται σε σταθερές ιατρικές μεθόδους για να καταλήξει σε μια αξιόπιστη διάγνωση. Καμία αναφορά, καμία επεξήγηση δεν έγινε στις «σταθερές ιατρικές μεθόδους» που, όπως ο Μ.Ε.6 ισχυρίστηκε, είχε ακολουθήσει στην υπό εξέταση περίπτωση. Όπως επιβεβαιώθηκε από το Εφετείο στην απόφαση του στην υπόθεση Αυγουστή κ.ά. v. Ιωάννου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1498, η γνώμη του πραγματογνώμονα θα πρέπει να αιτιολογείται και να τεκμηριώνεται με απόλυτη επάρκεια και πειστικότητα. Διαφορετικά το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχτεί και να στηριχτεί στη μαρτυρία του, έστω και αν είναι ο μόνος πραγματογνώμονας που κατάθεσε στο Δικαστήριο αναφορικά με τα ψυχολογικά προβλήματα που ο Εφεσείων παρουσίαζε.
Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι, ενώ ο Μ.Ε.6 είχε υποστηρίξει ότι τα συμπτώματα του Εφεσείοντα εμφανίστηκαν μέσα σε μέρες ή εβδομάδες μετά τον ξυλοδαρμό, που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2008, εντούτοις τον είχε εξετάσει για πρώτη φορά, ένα χρόνο μετά, ήτοι τον Φεβρουάριο του 2009, επισημαίνοντας παράλληλα και το γεγονός ότι η θέση του Μ.Ε.6 ότι η κατάθλιψη που ο Εφεσείων παρουσίαζε προϋπήρχε της εξέτασης του, δεν είχε τεκμηριωθεί επιστημονικά αλλά βασίστηκε μόνο σε υποθέσεις και στα όσα του είχε αναφέρει ο Εφεσείων, καθώς και από αναφορές άλλου ιατρού. Σε σχέση με το τελευταίο, σημαντική ήταν επίσης η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αναφορά του Μ.Ε.6 σε εξέταση του Εφεσείοντα από γενικό ιατρό, ενωρίτερα, στο πλαίσιο της οποίας ο εν λόγω ιατρός είχε καταγράψει ότι διέγνωσε κατάθλιψη τον Ιούλιο του 2008, έξι μήνες μετά την επίθεση.
Το πιο κάτω απόσπασμα από την αντεξέταση του Μ.Ε.6 είναι αρκούντως αποκαλυπτικό:
«κ. Βασιλακκάς: Στην πρώτη σας συνάντηση, να το πάρουμε σταδιακά, σας είπε πότε προέκυψαν τούτα τα συμπτώματα;
Μάρτυρας: Τα συμπτώματα υπήρχαν από τον καιρό που δέχτηκε την επίθεση, είχε μείνει έξι μέρες στο Νοσοκομείο και τα συμπτώματα ακόμα συνεχίζουν. Τα συμπτώματα του κυρίου O' Dwyer άρχισαν πάνω κάτω αμέσως μετά την επίθεση.
Ε. Αυτό σας το είπε ο ίδιος μετά ή είναι δικό σας συμπέρασμα;
Α. Σίγουρα μου το είπε αυτό, αλλά επίσης ο γενικός ιατρός έγραψε σε μια επιστολή ότι διάγνωσε κατάθλιψη από τον Ιούλιο του 2008.
Ε. Κύριε μάρτυς, εγώ σας υποβάλλω ότι για να το λέει και ο . μάλλον, θα συμφωνείτε μαζί μου ότι ο γενικός γιατρός τον είδε πριν από εσάς;
Α. Ναι.
Ε. Τι σημαίνει για εσάς το γεγονός ότι ο γιατρός, ο γενικός γιατρός, πρώτη φορά περιέγραψε τα συμπτώματα που μας λέτε Ιούλιο του 2008;
Α. Εγώ θα έλεγα ότι ο γενικός γιατρός τα είχε στο αρχείο, ο γενικός γιατρός είδε τον O' Dwyer τον Ιούλιο του 2008 και έκανε διάγνωση της κατάθλιψης εκείνο τον καιρό και έκανε μια σημείωση στο ιατρικό ιστορικό αρχείο, τον Ιούλιο του 2008, ότι ο κύριος O' Dwyer είχε κατάθλιψη. Αλλά η κατάθλιψη η ίδια προηγείτο της ημερομηνίας του Ιουλίου του 2008.
Ε. Και εσείς πώς το γνωρίζετε αυτό κύριε μάρτυς;
Α. Συχνά στην Αγγλία οι άνθρωποι βλέπουν συχνά διάφορους γενικούς γιατρούς, οπόταν μπορεί να υπάρχει πολλή έλλειψη συνέχειας και επειδή πολύ συχνά οι άνθρωποι βλέπουν διαφορετικό γενικό γιατρό, κάθε φορά που πάνε βλέπουν κάθε φορά διαφορετικό γιατρό. Οπόταν εγώ θα έλεγα ότι το ιατρικό αρχείο του γενικού γιατρού κράτησε μια σημείωση ημερομηνίας 8 Ιουλίου 2008, που έλεγε ότι είχε κατάθλιψη, αλλά αυτή η καταχώρηση πιθανόν να έγινε από άλλο γιατρό. Είναι πολύ πιθανόν η κατάθλιψη να προϋπήρχε του Ιούλη του 2008.
Ε. Λέτε πολύ πιθανόν. Δεν μπορείτε όμως να είστε εκατό τοις εκατό σίγουρος και ό,τι μας είπατε τώρα είναι το τι υπολογίζετε ότι έγινε, χωρίς να έχετε ειδική γνώση εσείς, προσωπική γνώση.
Α. Δεν είχα προσωπική γνώση του κυρίου O' Dwyer μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου του 2009.
Ε. Και ως αποτέλεσμα αυτού που μας είπατε, και πριν τουλάχιστον τον Ιούλη του 2008, δεν μπορείτε να γνωρίζετε εάν πράγματι είχε αυτή την ασθένεια.
Α. Σύμφωνα με την καταχώρηση, η οποία είχε κάμει ο κύριος O' Dwyer και η οποία βρισκότανε σε συνοχή, αλλά εγώ δεν είχα δική μου προσωπική γνώση.»
Όπως διαπιστώνεται για καλούς και πειστικούς λόγους που καταγράφει στην Απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη θέση του Μ.Ε.6 ότι τα εν λόγω ψυχολογικά προβλήματα ήταν απότοκο του επίδικου ξυλοδαρμού του.
Απόρριψη μαρτυρίας Μ.Ε.7
Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του Μ.Ε.7, ο οποίος εξέτασε τον Εφεσείοντα ως εξειδικευμένος ωτορινολαρυγγολόγος και διέγνωσε πως ο Εφεσείων παρουσίαζε το σύνδρομο Begin Paroxysmal Positional Verdigo (BPPV) (Παροξυσμικός ίλιγγος θέσης) ως απότοκο της επίθεσης, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις θέσεις που προώθησε ο Εφεσείων. Η αξιολόγηση στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη ήταν αναλυτική και σύμφωνη με ό,τι η νομολογία προκρίνει. Αιτιολόγησε επαρκώς και έδωσε πειστικούς λόγους γιατί θεώρησε τα συμπεράσματα του Μ.Ε.7 αυθαίρετα και χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση «με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει και ορθά, κατά την άποψή μας, ότι ενώ η θέση του Μ.Ε.7 ήταν πως η βλάβη που παρουσίασε ο Εφεσείων είχε προκληθεί από σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι, απέφυγε κατά την αντεξέταση και παρά τις επίμονες ερωτήσεις της Υπεράσπισης, προσθέτουμε εμείς, να δώσει σαφή απάντηση κατά πόσο ένας τέτοιος σοβαρός τραυματισμός θα έπρεπε να φανεί κατά την εξέταση του Εφεσείοντα στον αξονικό τομογράφο. Για να πει στη συνέχεια, προσχηματικά, όπως προέκυψε, πως δεν μπορούσε να απαντήσει για το ζήτημα αυτό διότι δεν ενέπιπτε στην ειδικότητά του. Ούτε διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, ενώ ο Μ.Ε.7 αρχικά είχε αναφέρει ότι τα συγκεκριμένα συμπτώματα εμφανίζονται στην περίπτωση που υπάρχει σοβαρός τραυματισμός στο κεφάλι και όχι μικροτραυματισμός, σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του, διαφοροποίησε τη θέση του, λέγοντας ότι παραμένει η ίδια διάγνωση, έστω και αν ο Εφεσείων δεν είχε υποστεί σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι.
Όπως και στην περίπτωση του Μ.Ε.6, έτσι και εδώ, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Μ.Ε.7 εξέθεσε τα συμπεράσματά του χωρίς παράλληλα αυτά να υποστηρίζονται και να τεκμηριώνονται από τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια, για να μπορεί το Δικαστήριο να διακρίνει και να ελέγξει την ορθότητά τους και να μπορέσει το ίδιο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
Προβλήθηκε, επίσης, από πλευράς Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το επίπεδο απόδειξης αφού, όπως υποστηρίχθηκε, με βάση τα γεγονότα, όπως τέθηκαν ενώπιον του και δεδομένου πως η μόνη ιατρική μαρτυρία που είχε ήταν αυτή των γιατρών που κατέθεσαν για την πλευρά του Εφεσείοντα, θα έπρεπε να είχε καταλήξει πως, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, οι ζημιές που υπέστη ο Εφεσείων από την επίθεση ήταν αυτές που περιέγραψαν οι εν λόγω ιατροί, η μαρτυρία των οποίων, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του Εφεσείοντα, παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε από άλλη ιατρική μαρτυρία.
Η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Όπως είναι πάγια νομολογημένο, η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, αλλά συμφώνως της κρίσης του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ενεργούσε με βάση την πιο πάνω εισήγηση του Εφεσείοντα, θα είχε διαπράξει το λάθος που εντοπίστηκε στην υπόθεση Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, να κρίνει, δηλαδή, το Δικαστήριο την αξιοπιστία των πραγματογνωμόνων και γενικά των μαρτύρων, βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Ως σημειώθηκε στην υπόθεση Κουνούνη (πιο πάνω):
«Παρόλο που σε πολλές αγγλικές αποφάσεις γίνεται αναφορά στην απόσειση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων σε συσχετισμό με τη μαρτυρία, σε καμμιά απόφαση δεν αμβλύνεται η διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας των μαρτύρων και του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Το θέμα άλλωστε της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκε, πατροπαράδοτα, κατά το κοινοδίκαιο, στους ενόρκους, οι οποίοι αποφάσιζαν, ανάλογα με την κρίση τους, για το πιστευτό των μαρτύρων. Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό. Δεν αποδεικνύει τίποτε. Μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει στην πλάστιγγα των πιθανοτήτων. Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος• και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος.»
Παραπονείται, επίσης, ο Εφεσείων και ως προς την αξιολόγηση και της δικής του μαρτυρίας, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προσέδωσε υπερβολική βαρύτητα στη συμπεριφορά του ως μάρτυρα, καθώς και σε παρεμφερή και επουσιώδη ζητήματα.
Έχοντας μελετήσει την πρωτόδικη Απόφαση και τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει από τα πρακτικά, δεν υιοθετούμε την ως άνω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των επιτρεπτών ορίων ως προς τη βαρύτητα που προσέδωσε στην εντύπωση που άφησε ο Εφεσείων στο εδώλιο του μάρτυρα. Δεν έχουμε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει περιοριστεί μόνο στις εντυπώσεις. Προχώρησε και έδωσε καλούς και πειστικούς λόγους που καταγράφει στην Απόφαση του. Όπως προέκυψε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, αλλά την αντιπαρέβαλε και τη διερεύνησε στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως η νομολογία επιτάσσει. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία». Στο πλαίσιο αυτής της διεργασίας ήταν και η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα αναφορικά με τις σωματικές του βλάβες δεν υποστηρίζετο από την ιατρική μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή. Ειδικότερα δε ως προς τα ψυχολογικά προβλήματα που ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ήταν απότοκο της επίθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε, ορθά κατά την γνώμη μας, να επισημάνει την αναφορά του, κατά το στάδιο της αντεξέτασης, διαφοροποιώντας, ουσιαστικά, την εκδοχή του, ότι ο νευρικός κλονισμός που υπέστη οφείλετο σε «συνδυασμό πολλών παραγόντων». Ως προς τη διαπίστωση για το ότι ο Εφεσείων δεν ήτο απόλυτα ειλικρινής σε σχέση με γεγονότα που περιέβαλαν την όλη υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πειστικές εξηγήσεις κάνοντας αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα από την προσαχθείσα μαρτυρία.
Απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του Μ.Ε.5
Ο Εφεσείων παραπονείται επίσης και για το ότι κατά τη θέση του υπήρξε εσφαλμένη απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του Μ.Ε.5. Όπως υποστήριξε, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του γιατρού Μ.Ε.5, εντούτοις απέρριψε την κατάληξη του πως ο Εφεσείων υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση με την αιτιολογία πως πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα, το οποίο δεν υποστηρίζεται από ιατρικές εξετάσεις και επιστημονικά κριτήρια. Μάλιστα η πλευρά του Εφεσείοντα επανέλαβε και εδώ τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εν λόγω γιατρού περί κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, από τη στιγμή που δεν υπήρχε άλλη αντικρουόμενη μαρτυρία. Σε σχέση με το τελευταίο έχουμε ήδη πιο πάνω επισημάνει ότι το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο, χωρίς άλλο, να αποδεχθεί τη θέση που προσφέρει ένας πραγματογνώμονας μόνο και μόνο γιατί δεν υπάρχει αντίθετη μαρτυρία. Το ζήτημα, όπως τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσε στη μη τεκμηρίωση του συμπεράσματος του Μ.Ε.5 ότι ο Εφεσείων είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση, από οποιαδήποτε ικανοποιητικά προς τούτο στοιχεία και δεδομένα, όπως συγκεκριμένες ιατρικές εξετάσεις. Ούτε τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια, τα οποία θα έδιναν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει ευχερώς την ακρίβεια του επίδικου συμπεράσματος αλλά και να διαμορφώσει τη δική του, ανεξάρτητη κρίση, δια της εφαρμογής τους στα γεγονότα της υπόθεσης (Σαρρής v. Καλλέγιας κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 958). Εν ολίγοις, συμφωνούμε ότι αυτός ο μάρτυρας δεν έδωσε στο Δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχεία και πληροφορίες, ως εμπειρογνώμονας, για να μπορέσει το Δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Τούτου δοθέντος, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το συμπέρασμα του γιατρού στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι ο Εφεσείων παραπονέθηκε για ζάλη και κεφαλαλγία, ήταν εύλογα επιτρεπτό και θεωρούμε πως δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει επέμβαση μας προς ανατροπή του εν λόγω συμπεράσματος.
Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα στα οποία προέβηκε σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων και δεν διαπιστώνουμε ανακολουθία ή πλημμελή αξιολόγηση των δεδομένων που παρουσιάστηκαν ενώπιον του κατά τη δίκη.
Είναι, συνεπώς, η κατάληξη μας ότι ουδέν μεμπτό διαπιστώνεται που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο έργο της αξιολόγησης και της συναφούς αιτιολογίας.
Μη επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων
Ο Εφεσείων προβάλλει, επίσης, ως λανθασμένη τη μη επιδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέληξε στα ευρήματα του και σε σχέση με τις σωματικές βλάβες του Εφεσείοντα, προχώρησε στην εξέταση των αποζημιώσεων. Έκρινε δε ότι στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου του γεγονότος ότι η επίθεση είχε διενεργηθεί σε δημόσιο χώρο, είχε γίνει αντιληπτή από άλλα πρόσωπα και ο Εφεσείων είχε νοιώσει εξευτελισμό και μείωση της προσωπικότητας του, πληρούνταν οι προϋποθέσεις που η σχετική νομολογία καθόριζε για να επιδικάσει επαυξημένες αποζημιώσεις, ήτοι βλάβη στα αισθήματα αξιοπρέπειας, περηφάνειας και γενικά προσβολής του θύματος, όχι, όμως, τιμωρητικές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ορθά τη νομολογία ως προς πότε επιδικάζονται είτε τιμωρητικές, είτε επαυξημένες αποζημιώσεις.
Με βάση τη νομολογία, η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων επιτρέπεται στις περιπτώσεις εκείνες που η διαγωγή του εναγόμενου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από πολιτικό Δικαστήριο. Αξιόμεμπτη διαγωγή είναι εκείνη που συνοδεύεται από έντονα στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κινήτρου ή όταν τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος (Andrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ. 1836). Τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τη συμπεριφορά του εναγόμενου έχοντας στόχο τόσο την τιμωρία όσο και τον παραδειγματισμό (Stassinos Investment and Finance Limited v. Γενικός Εισαγγελέας κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2013, ημερ. 3/3/2020).
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδριανής Πάλμα κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489:
«Ό,τι προκύπτει από τη θεώρηση της επί του θέματος νομολογίας είναι ότι οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν όμως στην αποκατάσταση του θύματος όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις, αλλά τέτοιες αποζημιώσεις επιδικάζονται όταν διαπιστώνεται βλάβη στα αισθήματα του ενάγοντα λόγω της επίδειξης από τον εναγόμενο στοιχείων ακραίας αλαζονείας ή καταπιεστικής συμπεριφοράς για την οποία επιβάλλεται η τιμωρία του ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια συμπεριφορά».
Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Ονουφρίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 463/2012, ημερ. 23/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A517, λέχθηκαν τα εξής:
«Όσον αφορά την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων, οι αποζημιώσεις αυτές ενδείκνυνται σε περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο επιθυμεί να δείξει απέχθεια έναντι στην άδικη συμπεριφορά που υπέστη ο παραπονούμενος. Σκοπός τους είναι η τιμωρία ουσιαστικά του εναγομένου για απαράδεκτες πράξεις και συμπεριφορές έξω από το ορθό και νόμιμο μέτρο, (Παπακόκκινου ν. Κάνθερ (1982) 1 Α.Α.Δ. 65). Στόχος είναι η τιμωρία του αδικοπραγούντος όταν η συμπεριφορά του αφενός καταδεικνύει έντονη αδιαφορία για τα δικαιώματα του άλλου μέρους και αφετέρου στοχεύει στην επίτευξη κέρδους στον ίδιο».
Όπως υπογραμμίσθηκε και στην υπόθεση Νικολάου v. Επίσημου Παραλήπτη ως Διαχειριστή της Περιουσίας του Πτωχεύσαντος Λούη Αιμιλίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 1339, οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις. Όμως, όπου οι περιστάσεις διάπραξης αστικού αδικήματος είναι τέτοιες, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να επιδικάσει επαυξημένες (aggravated) αποζημιώσεις αν διαπιστώσει βλάβη στα αισθήματα αξιοπρέπειας του ενάγοντα (Eliades v. Lyssarides (1979) 1 C.L.R. 254). Όσο δε αφορά τη διαφορά μεταξύ των δύο, υπογραμμίστηκε ότι «η διαφορά μεταξύ των δύο φαίνεται να είναι περισσότερο θεωρητική και όπως επισήμανε ο Λόρδος Devlin στη Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367, οι επαυξημένες αποζημιώσεις μπορεί να καλύψουν όλες τις περιπτώσεις, εκτός από κάποιες σπάνιες περιστάσεις που ενδεχομένως να υπάρχουν ιδιάζοντα γεγονότα που να συνηγορούν υπέρ της κατ' εξαίρεση χορήγησης της θεραπείας των παραδειγματικών αποζημιώσεων (Βλ. Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 Α.Α.Δ. 65, στις σελ. 76-78).»
Στην υπόθεση Eliades v. Lyssarides (ανωτέρω) - στην οποία παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο - όπου ο Εφεσείων είχε επιτεθεί απρόκλητα στον Εφεσίβλητο Πρόεδρο του Ιατρικού Συνδέσμου Λευκωσίας και πολιτικό πρόσωπο κατά τη διάρκεια χορού του Συνδέσμου σε αίθουσα ξενοδοχείου στην παρουσία αρκετών προσώπων, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την επιδίκαση αποζημιώσεων ύψους Λ.Κ. 700 διευκρινίζοντας, ταυτόχρονα, ότι, στην πραγματικότητα, το ποσό αυτό είχε επιδικασθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως επαυξημένες αποζημιώσεις (aggravated damages) και όχι ως τιμωρητικές/παραδειγματικές (exemplary damages) εφόσον οι εν λόγω αποζημιώσεις επιδικάστηκαν με αναφορά προς το αίσθημα αξιοπρέπειας και περηφάνιας του θύματος.
Σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη σχετική νομολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, οι επαυξημένες αποζημιώσεις επιδικάζονται όχι ως μέτρο τιμωρίας και αποτροπής του εναγόμενου, αλλά ως αποζημιώσεις αποκατάστασης της πληγείσας αξιοπρέπειας και περηφάνιας του θύματος λόγω της συμπεριφοράς του εναγόμενου. Αφού κατέγραψε την απαρέσκεια του για την συμπεριφορά των Εφεσίβλητων, έκρινε ότι από τα περιστατικά της υπόθεσης δεν αναδύετο ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν προβεί στην επίθεση εναντίον του Εφεσείοντα με σκοπό τον προσπορισμό οφέλους, αλλά ούτε και ότι η εν λόγω συμπεριφορά καταδείκνυε την ύπαρξη έκδηλου στοιχείου αλαζονείας ή αθέμιτου κινήτρου. Επεσήμανε δε, παράλληλα, ότι με τον τρόπο που ο Εφεσείων είχε ενεργήσει, αλλά και με τα όσα είχαν προηγηθεί στο παρελθόν, αυτός γνώριζε το ενδεχόμενο ότι θα προκαλούσε τους Εφεσίβλητους. Αφού δε επεσήμανε το γεγονός της επιδίκασης επαυξημένων αποζημιώσεων αναφορικά με τη βλάβη στα αισθήματα, την τιμή και την αξιοπρέπεια του Εφεσείοντα, τις οποίες σε συνδυασμό με τις γενικές αποζημιώσεις θεώρησε ως επαρκείς, κατέληξε ότι δεν ετίθετο, στην προκείμενη περίπτωση, θέμα επιδίκασης και παραδειγματικών αποζημιώσεων.
Στα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, όπως διακριβώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη κρίση ως προς τη μη απόδοση τιμωρητικών αποζημιώσεων και την απόδοση επαυξημένων αποζημιώσεων. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν υφίσταντο οι περιστάσεις εκείνες ή, καλύτερα, εκείνα τα «ιδιάζοντα γεγονότα» που να συνηγορούσαν υπέρ της κατ' εξαίρεση χορήγησης της θεραπείας των τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Παράλειψη επιδίκασης ειδικών ζημιών
Ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε όλες τις πραγματικές ζημιές που ο Εφεσείων αξίωσε.
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι ειδικές αποζημιώσεις δεν είναι αρκετό να εξειδικεύονται στην Έκθεση Απαίτησης, αλλά θα πρέπει κατά τη δίκη να αποδεικνύονται με αυστηρότητα (βλ. McGregor on Damages, 15th Edition, para. 23, p. 15, Zachariou v. Lioness Inc. (1983) 1 C.L.R. 415, Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 298 και Αλεξάνδρου v. Ιωάννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1157). Ο διάδικος έχει την υποχρέωση να αποδεικνύει τη ζημιά του με θετική μαρτυρία. Οι ζημιές δεν είναι αρκετό να προβάλλονται στα δικόγραφα. Πρέπει να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία. Όπως αναφέρθηκε από το Λόρδο Goddard στην Bonham-Carter v. Hyde Park Hotel Ltd. [1948] 64 T.L.R. 177, 178:
"Plaintiffs must understand that if they bring actions for damages it is for them to prove their damage; it is not enough to write down the particulars, and, so to speak, throw them at the head of the court, saying "This is what I have lost, I ask you to give me these damages". They have to prove it."
Ο Εφεσείων θεωρεί ότι λανθασμένα δεν του επιδικάσθηκε το ποσό των £95 για την αγορά του φακού της κάμερας (covert camera kit) (Τεκμήριο 47(Α)) και το ποσό των £315 που αφορούσε το κυρίως μέρος της φωτογραφικής και συγκεκριμένα την κάρτα μνήμης και των δύο δίσκων της βιντεοκάμερας (Τεκμήριο 47(Β)). Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι σημείωσε ότι δεν είχε αμφισβητηθεί η καταστροφή της αναφερόμενης κάμερας, έκρινε ότι το Τεκμήριο 47(Α) αφορούσε σε τιμολόγιο, παραβλέποντας ωστόσο ότι αυτό είχε εκδοθεί επ' ονόματι του Εφεσείοντα και έφερε την αναγραφή «πληρωμένο» (Payment Status: Paid). Αναφορικά δε με το ποσό του Τεκμηρίου 47(Β) παρέβλεψε ότι και αυτό είχε πληρωθεί μέσω πιστωτικής κάρτας (method of payment, credit card). Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι τα πιο πάνω ποσά θα έπρεπε να επιδικαστούν προς όφελος του Εφεσείοντα.
Όσον αφορά τα νοσηλευτικά έξοδα και ιατρικά πιστοποιητικά, με δεδομένο ότι αυτά αφορούσαν τα προβλήματα υγείας στα οποία είχαν αναφερθεί οι ιατροί Μ.Ε.6 και Μ.Ε.7 ότι συνδέονταν με τον τραυματισμό του Εφεσείοντα κατά την επίθεση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τα δικαιούται.
Όσον αφορά τα έξοδα για επιδιόρθωση ενοικιαζόμενου αυτοκινήτου ύψους €450, με δεδομένο ότι γι' αυτά παρουσιάστηκε το Τεκμήριο 48 στο οποίο αναφέρετο η πληρωμή του εν λόγω ποσού για την ενοικίαση και όχι για την επιδιόρθωση του, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να επιδικάσει το ποσό αυτό υπέρ του Εφεσείοντα.
Ο Εφεσείων παραπονείται, ακόμη, για τη μη επιδίκαση των εξόδων μετακίνησης και διαμονής τα οποία, όπως ισχυρίστηκε, επιβαρύνθηκε σε σχέση με τη διεξαγωγή της συνδεόμενης με την παρούσα υπόθεση Ποινικής Υπόθεσης με αρ. 4155/2008. Για το σκοπό αυτό κατέθεσε δέσμη εγγράφων, το Τεκμήριο 54 για την οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά και ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν δόθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση, ενώ ο Εφεσείων δεν αναφέρθηκε στο περιεχόμενο τους και σε τι αφορά το κάθε ένα από αυτά. Σημειώνεται περαιτέρω ότι για τις εν λόγω ζημιές δεν υπάρχει η αναγκαία εξειδίκευση στην Έκθεση Απαίτησής του. Υπό αυτά τα δεδομένα, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν δικαιούτο στην επιδίκαση των πιο πάνω.
Αμφισβήτηση του επιδικασθέντος ποσού των γενικών και επαυξημένων αποζημιώσεων
Ο Εφεσείων θεωρεί ότι, λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των Μ.Ε.5, Μ.Ε.6 και Μ.Ε.7, το επιδικασθέν ποσό γενικών και επαυξημένων αποζημιώσεων ήτο πολύ χαμηλό. Με δεδομένη την κατάληξη μας ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ό,τι απομένει να εξετασθεί είναι κατά πόσο, υπό το φως των δεδομένων στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το επιδικασθέν ποσό των γενικών και επαυξημένων αποζημιώσεων ήτο έκδηλα ανεπαρκές.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Εφεσείων «έφερε μώλωπα και μικρές εκδορές στο πίσω μέρος της κάτω γνάθου αριστερά στην περιοχή της κροταφογναθικής άρθρωσης, μώλωπα και μικρές εκδορές στη περιοχή του αριστερού ζυγωματικού οστού κάτω από το αριστερό μάτι, οίδημα στη δεξιά οσφύ και εκχυμώσεις έσω επιφάνειας δεξιού μηρού και δεξιάς νεφρικής χώρας. Παραπονείτο για κεφαλαλγία, ζάλη, άλγος κοιλίας, δεξιάς νεφρικής χώρας, οσφύος και ΑΜΣΣ (Αυχενική Μοίρα Σπονδυλικής Στήλης). Κατά την κλινική εξέταση διαπιστώθηκε ευαισθησία δεξιάς κοιλίας, δεξιάς νεφρικής χώρας, καθώς και ευαισθησία ΑΜΣΣ και ΟΜΣΣ. Διαγνώστηκε θλάση ΑΜΣΣ και θλάση δεξιάς νεφρικής χώρας. Εισήχθη στη χειρουργική κλινική για παρακολούθηση. Την επόμενη μέρα εξετάστηκε και από ορθοπεδικό, ο οποίος διέγνωσε θλάση ΑΜΣΣ και ΟΜΣΣ και συνέστησε αναλγητικά. Έλαβε εξιτήριο στις 19.1.08 με οδηγίες για ανάπαυση και επανεξέταση στα εξωτερικά ιατρεία. Τέλος αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η επίθεση εναντίον του ενάγοντα έγινε σε δημόσιο χώρο ενώπιον τρίτων προσώπων και προκάλεσε σε αυτόν αναστάτωση και προσβολή».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική επί του θέματος νομολογία, τη φύση και την έκταση των τραυματισμών του Εφεσείοντα, τον πόνο και την ταλαιπωρία που αυτά του προκάλεσαν όπως, επίσης, και την αναστάτωση και την προσβολή που υπέστη, έκρινε ορθό και δίκαιο να του επιδικάσει υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων το ποσό των €13000 στο οποίο συμπεριέλαβε και τις επαυξημένες αποζημιώσεις για τη βλάβη που ο Εφεσείων υπέστη στα αισθήματα του και την αξιοπρέπεια του ένεκα της συμπεριφοράς των Εφεσίβλητων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε βοήθεια για τον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων από αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τους επιμέρους τραυματισμούς του Εφεσείοντα, όπως στις αποφάσεις June Harmsworth κ.ά. v. Salamis Glory κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1617, Χαραλάμπους v. Αναστασιάδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1709, Κωνσταντίνου v. Δέσπως Αβραάμ Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Ταμπούρας v. Κολάνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 384, Αδαμίδης Βάσος ανήλικος μέσω του πατέρα και μητέρας του Γεώργιου Αδαμίδη και Σταυρούλας Αδαμίδου, εχόντων την γονική μέριμνα αυτού v. Χατζηνικολάου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1108.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ταμπούρας v. Κολάνη (ανωτέρω):
«Όσον αφορά ευρύτερα την επάρκεια των γενικών αποζημιώσεων που δόθηκαν είναι δεδομένη και αποδεκτή από τη νομολογία η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις για τον ανθρώπινο πόνο και την ταλαιπωρία, έχοντας υπόψη και τη σημασία των αποζημιώσεων. (A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416). Η απόδοση αποζημιώσεων πρέπει επίσης να αντανακλά και να αντικατοπτρίζει την αγοραστική αξία του χρήματος σε δεδομένη στιγμή, ώστε με εύλογο τρόπο να προσεγγίζεται τουλάχιστο χρηματικά η αποκατάσταση της ζημιάς. (Lankuttis v. Νικόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 1128). Βεβαίως, ορθή είναι και η άλλη διαπίστωση στη νομολογία ότι προηγούμενες αποφάσεις στα θέματα των αποζημιώσεων δεν αποτελούν κατ' ανάγκη δεσμευτικό προηγούμενο (G & L Calibers Ltd v. Λεμεσιανού (2003) 1 Α.Α.Δ. 948), ενώ η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις δεν αποτελεί και οδικό χάρτη για αιτιολόγηση παροχής αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590)».
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, τις θέσεις και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων, τα τραύματα του Εφεσείοντα σε συνάρτηση και με τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτά προκλήθηκαν, ήτοι σε δημόσιο χώρο ενώπιον άλλων προσώπων και τον εξευτελισμό και μείωση της προσωπικότητας του, καθώς και ότι οι προηγούμενες αποφάσεις ενδεικτική και μόνο σημασία μπορεί να έχουν, κρίνεται ότι το ποσό των €13.000 είναι, υπό τις περιστάσεις, ανεπαρκές και θα πρέπει να αυξηθεί. Η υπό κρίση περίπτωση αναμφίβολα αφορούσε σε μία άκρως σκληρή και προσβλητική συμπεριφορά από μέρους των Εφεσιβλήτων, η οποία θα έπρεπε να αντανακλάται στο ύψος του ποσού που επιδικάστηκε ως επαυξημένες αποζημιώσεις. Ως εκ τούτου, το ποσό των €13.000 αντικαθίσταται με το ποσό των €25.000.
Μη επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία της επίθεσης
Ο Εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε νόμιμο τόκο από την 1/1/2010 και όχι από την ημερομηνία της επίθεσης, θεωρώντας πως προκλήθηκε αναιτιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους του Εφεσείοντα.
Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι η επίθεση έλαβε χώρα στις 14/1/2008 και η Αγωγή καταχωρήθηκε στις 17/4/2008, ενώ η Έκθεση Απαίτησης τους 24/10/2008, επεσήμανε την καθυστέρηση η οποία σημειώθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης υπογραμμίζοντας, συγχρόνως, ότι μέρος αυτής οφείλετο σε υπαιτιότητα του Εφεσείοντα λόγω καθυστέρησης στην προώθηση της, όπως περιγράφεται ανωτέρω.
Εξέταση των πρακτικών αναδεικνύει, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, ήτοι ότι ο Εφεσείων σε αρκετές περιπτώσεις τόσο πριν την έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχε ζητήσει την αναβολή της δίκης είτε για λόγους που αφορούσαν τον ίδιο, είτε για λόγους που αφορούσαν το δικηγόρο του ή τους μάρτυρες του, καθώς και ότι επιπρόσθετη καθυστέρηση σημειώθηκε από την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης για την οποία προηγήθηκε η εκδίκαση σχετικής αίτησης η οποία καταχωρήθηκε στις 29/1/2013.
Το ζήτημα του τόκου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Τα κριτήρια που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο και από πότε, καθορίζονται στο Νόμο και επεξηγούνται στη Νομολογία. Στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, στην οποία τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον τρόπο επιδίκασης τόκου, τονίσθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση είναι δυνατόν να διαδραματίσει ρόλο ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο. Λέχθηκε, επίσης, ότι «Στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο ενάγων στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα. (Birkett v. Hayes and Another [1982] 2 All E.R. 710 και Spittole v. Bunney [1988] 3 All E.R. 1031)[1]». Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Genzyme Corporation v. Kayat Trading Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. 199/2014 (σχ. με 200/2014), ημερ. 25/5/2018, «Η ύπαρξη καθυστέρησης στην προώθηση της υπόθεσης αποτελεί λόγο αποστέρησης του τόκου από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής..».
Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια σε σχέση με τον υπολογισμό του τόκου.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω η Έφεση επιτυγχάνει μόνο καθόσον αφορά την αύξηση του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από ποσό €13.000 σε ποσό €25.000, καθώς και σε σχέση με τις ειδικές ζημιές, ήτοι στο ποσό των €284,68 θα πρέπει να προστεθεί και το ποσό των £410 (£95 + £315).
Επί του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων επιδικάζεται νόμιμος τόκος από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος, ήτοι από 14/1/2008 μέχρι εξόφλησης, μειωμένος κατά το μισό για να αντισταθμισθεί το ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή[2].
Σε αυτή την έκταση η Έφεση επιτυγχάνει.
Λαμβάνοντας υπόψη τη μερική επιτυχία της Έφεσης, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων €2.000 έξοδα της Έφεσης.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] Δέστε και Παναγιώτης Νεοκλέους v. Κώστα Θεοδότου, Πολιτική Έφεση Αρ. 40/2014, ημερ. 8/6/2022.
[2] Βλ. Φοινικαρίδης (ανωτέρω):
«Ειδικές αποζημιώσεις
Το ύψος των ειδικών ζημιών είναι γνωστό κατά το χρόνο της δίκης και, ως θέμα αρχής, το ορθό θα ήταν να επιδικάζεται τόκος από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων είχε υποστεί την κάθε ζημιά. Όμως αυτό θα συνεπαγόταν πολυδιάσπαση των ποσών και ενασχόληση με πολλές αριθμητικές πράξεις συνήθως με αντικείμενο μικρά ποσά κάθε φορά. Αναφέρεται το παράδειγμα της απώλειας απολαβών που είναι σταδιακή και που εκτείνεται στη μεγάλη καμιά φορά περίοδο από την ημέρα της γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη. Έτσι, ευνοήθηκε η προσέγγιση του θέματος πάνω σε γενικές γραμμές και προκρίθηκε ως δίκαιη η επιδίκαση τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάζονται, από την ημέρα της γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη, μειωμένου όμως κατά το μισό ώστε να αντισταθμιστεί το γεγονός ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή. Τονίζεται πως αυτό μόνο σε συνηθισμένες περιπτώσεις. Δεν αποκλείεται διαφορετική προσέγγιση όταν τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης το δικαιολογούν.»